Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2019

Μαρξισμός, φεμινισμός και η πολιτική του τρανς ζητήματος


    
 της Sue Caldwell                             

Τον Αύγουστο του 2017 ο Ντόναλντ Τραμπ έγραψε στο Τουίτερ ότι τα διεμφυλικά άτομα δεν θα είναι πια ευπρόσδεκτα στον σρατό γιατί αποτελούν «βάρος» λόγω «υπέρογκου ιατρικού κόστους και αναστάτωσης». Επρόκειτο για την πιο πρόσφατη από μια σειρά επιθέσεων κατά των τρανς ανθρώπων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και απόπειρες να ανατραπεί η νομοθεσία που τους επιτρέπει να χρησιμοποιούν την τουαλέτα του φύλου που προτιμούν.
Τα διεμφυλικά άτομα βρίσκονται αντιμέτωπα με την απειλή βίαιων επιθέσεων. Το 2017 στις ΗΠΑ θα καταγράψει αριθμό ρεκόρ στους φόνους τρανς.Στη Βρετανία τα τρανσφοβικά εγκλήματα μίσους έχουν τριπλασιαστεί τα τελευταία πέντε χρόνια, ενώ τα ποσοστά ποινικών διώξεων μειώθηκαν και τα διεμφυλικά άτομα δηλώνουν έλλειψη εμπιστοσύνης προς την αστυνομία. Το 2016 πάνω από ένας στους τρεις τρανς υπαλλήλους ανέφεραν ότι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη δουλειά τους λόγω διακρίσεων. Μια έρευνα της οργάνωσης Στόουνγουολ αναφέρει ότι οκτώ στις δέκα τρανς μαθήτριες/τές και φοιτήτριες/τές αυτοτραυματίστηκαν και το 45% αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει.
Το ίδιο διάστημα οι τρανς άνθρωποι έγιναν πιο ορατοί στην λαϊκή κουλτούρα, όπως για παράδειγμα η τραγουδίστρια Μάιλι Σάιρους που αυτοπροσδιορίζεται ως ουδέτερου φύλου. Η πρόσφατη Έρευνα για τις Κοινωνικές Συμπεριφορές στη Βρετανία (British Social Attitudes Survey) αποκαλύπτει ψηλό επίπεδο αποδοχής για τα τρανς άτομα, αν και το ποσοστό μειώνεται στο ερώτημα αν θα ήταν αποδεκτό να γίνουν δασκάλες/οι ή αστυνομικοί. Στο πλαίσιο αυτό όλο και περισσότεροι άνθρωποι διεκδικούν το δικαίωμά τους να ζήσουν με το φύλο που οι ίδιοι επιλέγουν, άλλοτε ξεκινώντας τη διαδικασία μετάβασης από αρσενικό σε θηλυκό ή αντίστροφα κι άλλοτε υιοθετώντας μη δυαδικές ή ουδέτερες αντωνυμίες.
Ο αγώνας για τα τρανς δικαιώματα ονομάστηκε από το περιοδικό Τάιμ «το επόμενο σύνορο για τα δημοκρατικά δικαιώματα στην Αμερική». Στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο αγώνας επικεντρώθηκε γύρω από τη γραφειοκρατική και ιατρικοποιημένη διαδικασία που πρέπει να υποστούν οι άνθρωποι για να αναγνωριστεί επίσημα το φύλο τους. Η κυβέρνηση διεξάγει διαβούλευση σχετικά με την τροποποίηση του Νόμου Αναγνώρισης Φύλου (GRA) του 2004, ώστε να επιτρέπεται στα τρανς άτομα ο αυτοπροσδιορισμός και έτσι να διευκολύνεται η αλλαγή του πιστοποιητικού γέννησής τους. Ο Τζέρεμι Κόρμπιν έκφρασε δημόσια την υποστήριξή του για την τροποποίηση, αλλά μερικοί άλλοι την χλεύασαν. Αντηχώντας κάποια παλιότερα επιχειρήματα ενάντια στα δικαιώματα των λεσβιών και των ομοφυλόφιλων, περιγελούν τον «διεμφυλισμό» («transgenderism») και τον απορρίπτουν σαν επιλογή τρόπου ζωής. Ο Μπρένταν Ο’Νιλ γράφει στο περιοδικό Spiked: «Έτσι, κάθε τύπος θα μπορούσε να αυτοπροσδιοριστεί σαν γυναίκα, να υποβάλει αίτηση για το νομικό δικαίωμα να αναγνωριστεί σαν γυναίκα και -μπουμ- αυτός είναι γυναίκα. Συγγνώμη, αυτή είναι γυναίκα.» Και συνεχίζει για να μας ενημερώσει ότι «η γυναικεία φύση δεν είναι μια πόζα μπροστά στον καθρέφτη ».
Οι τρανς γυναίκες συγκεκριμένα παρουσιάζονται τακτικά σαν «δήθεν», σαν αρπακτικά και σαν απειλή για γυναίκες και παιδιά τόσο στον δεξιό Τύπο όσο και σε τρανσφοβικούς  ιστότοπους, όπως το Transgender Trend. Και το 2013 η τρανς καθηγήτρια Λούσι Μέντοους αυτοκτόνησε αφού κυνηγήθηκε από τον αρθρογράφο της Ντέιλι Μέιλ, Ρίτσαρντ Λίτλτζον. Πολλές από αυτές τις επιθέσεις, που κάνουν ισχυρισμούς ότι μικρά παιδιά δέχονται πλύση εγκεφάλου και χρειάζονται προστασία, θυμίζουν τη μισητή παράγραφο 28, ένα άρθρο της αντιΛΟΑΤ νομοθεσίας την εποχή της Μάργκαρετ Θάτσερ. Η αντίθεση των δεξιών ταμπλόιντ στα τρανς δικαιώματα είναι ίσως αναμενόμενη. Αυτό που κάνει τη συγκεκριμένη συζήτηση πιο δύσκολη είναι το γεγονός ότι ορισμένες φεμινίστριες, στις οποίες περιλεμβάνονται και ενεργές σοσιαλίστριες  που κανονικά θα περιφρονούσαν τις πράξεις του Λίτλτζον, αντιτίθενται επίσης στις προτάσεις του Νόμου για την Αναγνώριση Φύλου (GRA).
Τα τρανς δικαιώματα μπορεί να είναι το νέο σύνορο για τα δημοκρατικά δικαιώματα, αλλά τα αιτήματα του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα των Μαύρων δεν έχουν κατακτηθεί πλήρως, ούτε η ισότητα των γυναικών ούτε το δικαίωμα για ελεύθερο έρωτα ανεξάρτητα από τη σεξουαλικότητα. Αυτή η πραγματικότητα συνέβαλε στην πολυπλοκότητα των συζητήσεων γύρω από τα δικαιώματα των τρανς, καθώς ορισμένες φεμινίστριες θεωρούν τα τρανς δικαιώματα  απειλή για τις κατακτήσεις που με κόπο έχουν κερδίσει.
Για κάποιες φεμινίστρες η ύπαρξη τρανς ανθρώπων (ειδικότερα εκείνων που έκαναν μετάβαση από το αρσενικό στο θηλυκό) αποτελεί από μόνη της πρόβλημα. Αυτές οι φεμινίστριες συχνά ονομάζονται TERFs (Ριζοσπάστριες Φεμινίστριες που Αποκλείουν τις Τρανς). Καθώς οι επικρίσεις αυτές καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα απόψεων, προτιμώ να χρησιμοποιώ τον όρο «επικριτική προς τις τρανς φεμινίστρια». Υπάρχουν επίσης πολλές φεμινίστριες που υποστηρίζουν πλήρως τα τρανς δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένου του αυτοπροσδιορισμού.
Μόλις πριν από μερικά χρόνια, η συζήτηση για τα ζητήματα φύλου θα σήμαινε τη συζήτηση για την καταπίεση των γυναικών. Για πολλά νεαρά άτομα σήμερα, σημαίνει την πάλη για την αποδοχή ενός φάσματος ταυτοτήτων φύλου. Θα ήταν λογικό να πιστεύουμε ότι οι φεμινίστριες που αγωνίζονται εναντίον της έμφυλης καταπίεσης θα υποστήριζαν αυτές τις αναδυόμενες εκφράσεις της διαφορετικότητας, αλλά αυτό δεν συμβαίνει πάντοτε, με αποτέλεσμα κάποιες καυστικές συζητήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Η Ένωση Εθνικής Εκπαίδευσης (τμήμα της NUT, της Εθνικής Ένωσης Εκπαιδευτικών) υπήρξε ατυχώς χώρος για κάποιους από αυτούς τους διαξιφισμούς που αγρίεψαν στη διάρκεια του καλοκαιριού και του φθινοπώρου του 2017. Η Τζούνο Ρος, τρανς γυναίκα που κέρδισε το Βραβείο Μπλερ Πιτς  για την εργασία της σε θέματα ισότητας, απείλησε να επιστρέψει το βραβείο σε ένδειξη διαμαρτυρίας απέναντι στα επικριτικά κατά των τρανς σχόλια της αντιπροέδρου του συνδικάτου, που είναι μια καταξιωμένη ακτιβίστρια του φεμινισμού.
Το άρθρο αυτό επιχειρεί να ανοίξει μια συζήτηση για το φύλο η οποία αναζητά το κοινό έδαφος που έχουν οι αγώνες για την απελευθέρωση των γυναικών και των τρανς με την πάλη για τον σοσιαλισμό.

Οικογένεια, γυναικεία καταπίεση και τα στερεότυπα του φύλου

Στο κλασικό έργο Η καταγωγή της οικογένειας, της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και του κράτους, ο συνεργάτης του Καρλ Μαρξ, Φρίνριχ  Ένγκελς, περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο, μετά από ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, οι ως τότε ουσιαστικά εξισωτικές κοινωνίες κυνηγών-τροφοσυλλεκτών όχι μόνο μεταβλήθηκαν σε κοινωνίες με ιεραρχία της μιας τάξης πάνω στην άλλη, αλλά επίσης βασίστηκαν σε μια οικογενειακή δομή στην οποία οι γυναίκες ήταν υποδεέστερες. Είναι σημαντικό ότι ο Έγκελς είδε αυτή τη διαδικασία όχι σαν κάτι αναπόφευκτο ή προκαθορισμένο, αλλά ως αποτέλεσμα των αλλαγών στις παραγωγικές δυνάμεις και των επιπτώσεών τους στους διαφορετικούς ρόλους που έπαιζαν οι (περισσότεροι) άνδρες και οι γυναίκες στις παραγωγικές και αναπαραγωγικές διαδικασίες. Ενώ οι γυναίκες είχαν παίξει καθοριστικό ρόλο ως παραγωγοί και υπεύθυνες λήψης αποφάσεων στις μικρές νομαδικές φυλές και τις πρώιμες κοινωνίες καλλιεργητών (αυτές αντιπροσωπεύουν περίπου το 90% της ανθρώπινης ιστορίας μέχρι σήμερα), ο ρόλος τους στην αναπαραγωγή από κάποιο σημείο και μετά τις απέκλεισε από τους βαρύτερους παραγωγικούς ρόλους μέσα στη γεωργική παραγωγή που βασιζόταν στη μόνιμη εγκατάσταση. Αυτή η μορφή παραγωγής σήμαινε επίσης ότι το επίπεδο στοιχειώδους διαβίωσης αντικαταστάθηκε από ένα επίπεδο στο οποίο υπήρχε πλεόνασμα και σταδιακά το πλεόνασμα αυτό συγκεντρώθηκε στα χέρια μιας μειοψηφίας ανδρών.
Ο Κρις Χάρμαν περιγράφει τη σχέση ανάμεσα στους βιολογικούς  και κοινωνικούς παράγοντες ως εξής:
Πίσω από τέτοιες αλλαγές στον καταμερισμό εργασίας υπάρχει μια αλληλεπίδραση ανάμεσα σε βιολογικές επιταγές και κοινωνικές ανάγκες. Για να επιβιώσει οποιαδήποτε κοινωνία, τα ανθρώπινα όντα πρέπει να αναπαραχθούν.  Αλλά η κλίμακα της αναπαραγωγής τους, το πόσα παιδιά χρειάζονται από κάθε ενήλικη γυναίκα, ποικίλλει σε τεράστιο βαθμό…  Στις αγροτικές κοινωνίες κάθε παιδί αποτελεί, εν δυνάμει, έναν παραπάνω καλλιεργητή, ενώ υπάρχει και η ανάγκη να εξισορροπηθεί και το υψηλότερο ποσοστό θνησιμότητας, που οφείλεται στο ότι οι άνθρωποι είναι περισσότερο ευπαθείς σε μολυσματικές ασθένειες και στις καταστροφές που επιφέρουν οι ατέλειωτοι πόλεμοι… Είναι προς το συμφέρον όλης της κοινωνίας (των γυναικών συμπεριλαμβανομένων), οι γυναίκες να μην παίρνουν μέρος σε κάποιες δραστηριότητες (όπως ο πόλεμος, τα μακρινά ταξίδια και οι βαριές αγροτικές δουλειές) που τις εκθέτουν στους μεγαλύτερος κινδύνους.
Συνεχίζει περιγράφοντας τη σύνδεση με την εξέλιξη των τάξεων:
Οι περισσότεροι από τους άνδρες που φορτώθηκαν το βάρος των νέων παραγωγικών δραστηριοτήτων δεν έγιναν τμήμα της κυρίαρχης τάξης. Οι περισσότεροι χειριστές του άροτρου δεν έγιναν πρίγκιπες και οι περισσότεροι στρατιώτες δεν έγιναν πολέμαρχοι. Και κανείς από αυτούς δεν έγινε κομμάτι του ιερατείου, το οποίο συχνά αποτέλεσε την πρώτη άρχουσα τάξη και το οποίο ποτέ δεν αναμίχθηκε σε καμιά βαριά εργασία, οποιουδήποτε τύπου. Αλλά, οι νέες μορφές παραγωγής ενθάρρυναν τη διάλυση των παλιών κοινοτικών μορφών οργάνωσης που βασίζονταν στις γενεαλογικές γραμμές… Η εμφάνιση των τάξεων και του κράτους σε βάρος των γενεαλογικών γραμμών ενθάρρυνε την ανδρική κυριαρχία μέσα στις κατώτερες τάξεις από τη στιγμή που οι άνδρες έγιναν οι κύριοι παραγωγοί του πλεονάσματος.
Το σημαντικό είναι ότι η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και των παραγωγικών σχέσεων σχημάτισε και συνέχισε να διαμορφώνει με διάφορους τρόπους τον αντίκτυπο που είχε η βιολογία πάνω στη θέση των γυναικών και στην εξέλιξη της γυναικείας καταπίεσης. Αυτή η σύνδεση ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και τη δομή της οικογένειας δεν είναι μηχανική – κάθε νέα μορφή δομείται σε ό,τι υπήρχε προηγουμένως και επίσης επηρεάζεται από την πάλη μεταξύ ανταγωνιστικών τάξεων.
Η Λόρα Μάιλς εντοπίζει την προέλευση της καταπίεσης των τρανς στην επιβολή μιας μεγαλύτερης ακαμψίας στους ρόλους των φύλων μέσα στην αναδυόμενη πυρηνική οικογένεια, η οποία εμφανίστηκε περίπου την εποχή ενός άλλου μεγάλου μετασχηματισμού στις παραγωγικές δυνάμεις – της βιομηχανικής επανάστασης. Οι γυναίκες και τα παιδιά σύρθηκαν στα νέα εργοστάσια μαζί με τους άνδρες και εργάζονταν σε τρομακτικές συνθήκες που οδήγησαν σε τεράστια αύξηση της βρεφικής θνησιμότητας. Η άρχουσα τάξη είχε ανάγκη μια αξιόπιστη τροφοδοσία μελλοντικών εργατικών χεριών και ορισμένα τμήματα της άρχουσας τάξης είδαν αυτή τη σιγουριά να απειλείται. Όπως το περιγράφει η Λίντσεϊ Τζέρμαν: «Από αυτές τις συνθήκες προέκυψε η απαίτηση για προστατευτική νομοθεσία και οικογενειακό μισθό. Εξυπηρετούσαν τις μεταβαλλόμενες ανάγκες του καπιταλισμού αλλά εν μέρει οφείλονταν και στις πραγματικές ανησυχίες των ανδρών και γυναικών της εργατικής τάξης για καλύτερο επίπεδο διαβίωσης, ασφαλέστερη εγκυμοσύνη, υγιέστερα παιδιά και καθαρότερα σπίτια». Η πυρηνική οικογένεια της εργατικής τάξης είχε σαν πρότυπο την αστική οικογένεια, αν και η πραγματικότητα για τις εργάτριες και τους εργάτες ήταν πολύ διαφορετική. Στην πράξη, ο οικογενειακός μισθός δεν υλοποιήθηκε ποτέ και πολλές γυναίκες συνέχισαν να εργάζονται, συχνά από το σπίτι τους, ενώ επιπλέον είχαν την ευθύνη για τη φροντίδα των παιδιών και έπαιρναν οικτρούς μισθούς.
Για να υποστηρίξουν τις νέες μορφές οικογένειας, οι θρησκευτικοί ηγέτες και οι νομοθέτες εξασφάλισαν ότι άνδρες και γυναίκες γνώριζαν τη θέση τους στην οικογένεια. Η σεξουαλικότητα έγινε πιο αυστηρά καθορισμένη. Η ομοφυλοφιλία και άλλες αποκαλούμενες αποκλίνουσες συμπεριφορές έγιναν πιο έντονα απαγορευμένες. Σε αυτό το πλαίσιο έφτασε στη διαβόητη δίκη ο Όσκαρ Γουάιλντ, ο οποίος διώχθηκε σύμφωνα με το άρθρο «περί ασέλγειας» του τροποποιημένου ποινικού κώδικα του 1885.
Σύμφωνα με την εικόνα που πλάστηκε, οι αδύναμες και συναισθηματικές γυναίκες αναλάμβαναν την οικιακή φροντίδα, ενώ οι δυναμικοί και έξυπνοι άνδρες την εξασφάλιση του προς το ζην. Η σύγχρονη τεχνολογία, η ανάπτυξη της μαζικής αγοράς και τα εξελιγμένα μέσα μαζικής ενημέρωσης έχουν μετασχηματίσει αυτούς τους βασικούς ρόλους σε ροζ και μπλε δώρα που κατακλύζουν τα μικρά μωρά και κατ’ επέκταση σε ράφια με αγορίστικα και κοριτσίστικα παιχνίδια στα πολυκαταστήματα. Αυτά τα στερεότυπα του φύλου παρέμειναν ισχυρά, παρά τις σημαντικές αλλαγές στη ζωή, τις ευκαιρίες και τις προσδοκίες των γυναικών, ειδικά τα τελευταία πενήντα χρόνια. Βοηθούν να διαμορφωθεί και να δικαιολογείται η καταπίεση που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες και οποιοδήποτε άτομο μπορεί να παρουσιάζεται με εμφάνιση και τρόπους που προκαλούν τα αναμενόμενα για το φύλο με το οποίο γεννήθηκε. Τόσο οι μητέρες και οι πατέρες ενισχύουν αυτές τις συμπεριφορές. Ελλείψει εναλλακτικών λύσεων, ο θεσμός της πυρηνικής οικογένειας και οι προσδοκίες που απορρέουν από αυτόν φαίνονται φυσικά και η αμφισβήτισή τους  δύσκολη.
Οι ρίζες της καταπίεσης των γυναικών και των τρανς ανθρώπων είναι συνεπώς άρρηκτα συνδεδεμένες και αυτό θα πρέπει να αποτελέσει τη βάση για ενωτικές προσπάθειες οικοδόμησης μιας πιο ελεύθερης κοινωνίας που δεν θα στηρίζεται στην πυρηνική οικογένεια.

Φύλο (sex), γένος (gender) και ταυτότητα φύλου

Η αλληλεπίδραση μεταξύ βιολογίας, περιβάλλοντος και κοινωνίας διατρέχει πολλές από τις συζητήσεις που διεξάγονται σήμερα γύρω από το ζήτημα της ταυτότητας φύλου.
Η φόρμουλα που χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει τη διαφορά μεταξύ φύλου και γένους είναι «Το φύλο (sex) είναι βιολογικό – το γένος (gender) είναι κοινωνικά κατασκευασμένο». Αυτή η διαφοροποίηση υπογραμμίζει τις βαθιές κοινωνικές επιρροές στις αποδεκτές νόρμες για τις αρσενικές και θηλυκές συμπεριφορές. Ωστόσο, η διατύπωση αυτή βασίζεται σε έναν λαθεμένο διαχωρισμό μεταξύ του βιολογικού και του κοινωνικού. Οι μαρξιστές βιολόγοι Στίβεν Ρόουζ, Ρίτσαρντ Λιούοντιν και Λίον Κάμιν επιχειρηματολόγησαν ενάντια σ’ αυτή τη διχοτόμηση εδώ και περισσότερα από 30 χρόνια: «Η σχέση μεταξύ οργανισμού και περιβάλλοντος δεν είναι απλώς μια αλληλεπίδραση εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων, αλλά μια διαλεκτική εξέλιξη του οργανισμού και του περιβάλλοντος, του ενός σε σχέση με το άλλο…  Όλα τα ανθρώπινα φαινόμενα είναι ταυτόχρονα και κοινωνικά και βιολογικά».
Ενώ η διατύπωση της κοινωνικής κατασκευής χρησιμοποιείται συχνά από φεμινίστριες, μια εναλλακτική άποψη, «το φύλο είναι βιολογικό, το γένος είναι στο μυαλό», χρησιμοποιείται μερικές φορές από άτομα που υποστηρίζουν τα δικαιώματα των τρανς ανθρώπων. Όμως, συχνά διαστρεβλώνεται για να υπαινιχθεί ότι οι τρανς θεωρητικοί αποδέχονται την έννοια αρσενικός/θηλυκός εγκέφαλος (κάποιες/οι το κάνουν, κάποιες/οι όχι). Αυτό επιτρέπει σε ορισμένες φεμινίστριες, οι οποίες έχουν σωστά απορρίψει το επιχείρημα του έμφυλου εγκεφάλου, να απορρίπτουν μαζί και την ύπαρξη της ταυτότητας φύλου.
Τα επιχειρήματα ενάντια στην ύπαρξη αρσενικού/θηλυκού εγκεφάλου έχουν τεκμηριωθεί επαρκώς.  Το πιο πρόσφατο βιβλίο της Κορντίλια Φάιν Τεστοστερόνη Rex κατεδαφίζει αποτελεσματικά τον βιολογικό απλουστευτικό μύθο ότι οι αρσενικές ορμόνες  διαπλάθουν αρσενικούς εγκεφάλους και συμπεριφορές.  Η Δάφνη Τζόελ και άλλοι καταλήγουν:
Αν και υπάρχουν διαφορές φύλου/γένους στη δομή του εγκεφάλου, οι εγκέφαλοι δεν εμπίπτουν σε δύο κατηγορίες, μια χαρακτηριστική για τους άνδρες και μια για τις γυναίκες, ούτε ευθυγραμμίζονται κατά μήκος  μιας συνέχειας «αρσενικός εγκέφαλος – θηλυκός εγκέφαλος» … πρέπει να μετακινηθούμε από την οπτική ότι υπάρχουν δυο κατηγορίες εγκεφάλων προς την αναγνώριση της μεταβλητότητας του ανθρώπινου εγκεφαλικού μωσαϊκού
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η λέξη «γένος» χρησιμοποιείται με διαφορετικούς τρόπους. Η φεμινίστρια Ντέμπορα Κάμερον την ερμηνεύει ως «κοινωνική θέση που επιβάλλεται στους ανθρώπους λόγω του φύλου τους» αλλά και ως «έμφυτη αίσθηση ταυτότητας που συνδέεται με τον εγκέφαλο ενός ατόμου». Στη συνέχεια, επισημαίνει ότι αυτή τη διαφορά αποτελεί πηγή σύγκρουσης που έχει τις ρίζες της σε διαφορετικά εννοιολογικά πλαίσια: «το [ένα] “γένος” έχει βιολογική βάση, ενώ το καθοριστικό χαρακτηριστικό του [άλλου] είναι ότι δεν έχει» . Για να λύσει αυτό το πρόβλημα προσπαθεί να σταματήσει τη χρήση της λέξης γένος. Παρόλο που συμμερίζομαι την επιθυμία της Κάμερον για έναν κόσμο στον οποίο το γένος δεν θα αποτελεί σημαντική κατηγορία, οι σοσιαλίστριες/τές πρέπει να παρεμβαίνουν στους αγώνες καθώς αυτοί εμφανίζονται με συγκεκριμένους τρόπους. Στο πλαίσιο των προτεινόμενων αλλαγών στο Νόμο για την Αναγνώριση Φύλου, είναι σημαντικό να παραδεχτούμε ότι η ταυτότητα φύλου μπορεί να υπάρχει χωρίς να  εξισώνεται με τις κοινωνικές νόρμες ή με τον έμφυλο εγκέφαλο.
Η φεμινίστρια συγγραφέας Σάρα Ντίτουμ απορρίπτει σαν «ακραίο» τον ισχυρισμό ότι υπάρχει τέτοιο πράγμα όπως «ταυτότητα φύλου, την οποία έχει κάθε άτομο ξεχωριστά από τους κοινωνικοποιημένους ρόλους των φύλων, συνείδηση των οποίων έχουν μόνο μερικοί άνθρωποι και τελικός διαιτητής τους είναι το ίδιο το άτομο» Η Ντίτουμ επιχειρεί να ζωγραφίσει τη διεμφυλικότητα σαν σεξουαλικό φετίχ, αντίδραση σε τραύμα ή ελαττωματική σκέψη λόγω αυτισμού. Περιλαμβάνει επίσης στις πιθανές αιτίες την «αντίδραση στην ομοφυλοφιλία», παρά το γεγονός ότι στη Βρετανία το να βγαίνει κάποιο άτομο ανοιχτά σαν λεσβία ή γκέι φέρει μικρότερο στίγμα από το να είναι τρανς.
Απαντώντας στην Ντίτουμ, η τρανς φεμινίστρια Σαμ Χόουπ γράφει: «Ιδού μια πιθανότητα που δεν συζητήθηκε ποτέ από την Ντίτουμ. Οι γυναίκες και οι άνδρες δεν διαφέρουν και τόσο πολύ, αν και υπάρχουν κάθε είδους περίπλοκες αποχρώσεις στις νευρολογικές, χρωμοσωμικές, ορμονικές και κοινωνικές μας εμπειρίες,  που δημιουργούν ποικιλία στον τρόπο με τον οποίο ενσωματωνόμαστε και στο πώς βιώνουμε και αλληλεπιδρούμε με την κουλτούρα γύρω μας Με άλλα λόγια, η ταυτότητα φύλου δεν είναι «απόλυτα ξεχωριστή» από τους κοινωνικοποιημένους ρόλους των φύλων, αλλά ούτε και μπορεί να αναχθεί σε αυτούς.
Η επίτιμη καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Μπράουν, Αν Φάουστο-Στέρλιγκ υιοθετεί αυτό που αποκαλεί  προσέγγιση δυναμικών συστημάτων στο ζήτημα του φύλου. Απηχώντας τις απόψεις των Ρόουζ, Λιούοντιν και Καμιν, υποστηρίζει: «Πιστεύω ότι το φύλο και το γένος είναι εν μέρει κοινωνικές κατασκευές. Αλλά λαμβάνουν χώρα στο σώμα και έτσι είναι ταυτόχρονα και βιολογικά στοιχεία». Πολλά από τα έργα της έχουν επικεντρωθεί σε μεσοφυλικούς ανθρώπους, που δεν είναι ίδιοι με τους τρανς. Μεσοφυλικές συνθήκες μπορεί να προκύψουν από τις αναντιστοιχίες μεταξύ χρωμοσωμικών, γονιδιακών και ενδοκρινικών δεικτών φύλου και περιλαμβάνουν τα απροσδιόριστα γεννητικά όργανα. Για τους ανθρώπους που γεννιούνται με μεσοφυλικές συνθήκες υπάρχουν σαφώς τόσο φυσικοί όσο και κοινωνικοί παράγοντες που επηρεάζουν τη συζήτηση σχετικά με το τι θα πρέπει να γράφει το πιστοποιητικό γέννησής τους. Η αναγραφή φύλου κατά τη γέννηση είναι τόσο σημαντική που, ειδικά στις ΗΠΑ, χειρούργοι γιατροί συχνά επεμβαίνουν βίαια για να εξασφαλίσουν ότι το πιστοποιητικό θα γράφει «Αγόρι» ή «Κορίτσι».
Για τη συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων, η κοινωνική επιρροή στο βιολογικό φύλο δύσκολα είναι ορατή. Ωστόσο υπάρχει μεγαλύτερη ποικιλία που σχετίζεται με τα φυλετικά χαρακτηριστικά από το τι μπορεί να διαπιστωθεί απλά παρατηρώντας τα γεννητικά όργανα, οπότε η απόφαση να χρησιμοποιηθεί αυτή η μέθοδος για να καταγραφεί το φύλο σε ένα πιστοποιητικό γέννησης, και στη συνέχεια η επιμονή ότι μια τέτοια καταγραφή καθορίζει κάποιο άτομο σε όλη του τη ζωή, πρέπει σίγουρα να αμφισβητηθεί.
Ένας παράγοντας που περιπλέκει τα πράγματα είναι ότι τα εξωτερικά γεννητικά όργανα δεν είναι τα μόνα χαρακτηριστικά φύλου. Υπάρχουν χρωμοσώματα, ορμόνες, εσωτερικά αναπαραγωγικά όργανα και δευτερογενή χαρακτηριστικά φύλου. Αυτά τα χαρακτηριστικά καθορίζουν πάντα ένα δυαδικό γένος ξεκάθαρα; Η Φάιν προειδοποιεί ενάντια σε μια απλοϊκή προσέγγιση της επίδρασης των γενετικών και ορμονικών συνιστωσών φύλου στο αναπαραγωγικό σύστημα, «ακόμα κι αυτή η εξελικτική διαδικασία [έχει] περιγραφεί από έναν ειδικό σαν “ισορροπία” παρά σαν δυαδικό σύστημα». Το άρθρο στο οποίο αναφέρεται η Φάιν περιλαμβάνει την περίπτωση ενός 70χρονου άνδρα, πατέρα τεσσάρων παιδιών, o οποίος στη διάρκεια μιας επέμβασης ρουτίνας για κήλη ανακαλύφθηκε ότι είχε μήτρα. Ο Άρθουρ Άρνολντ, ο οποίος μελετά τις διαφορές των φύλων στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Λος Άντζελες, αναφέρει: «Το κύριο πρόβλημα με μια απόλυτη διχοτόμηση [αρσενικού – θηλυκού] είναι ότι υπάρχουν ενδιάμεσες περιπτώσεις, που ωθούν τα όρια και μας βάζουν το καθήκον να κατανοήσουμε πού ακριβώς βρίσκεται η διαχωριστική γραμμή μεταξύ αρσενικών και θηλυκών. Και αυτό συχνά αποδεικνύεται πολύ δύσκολο πρόβλημα, επειδή το φύλο μπορεί να οριστεί με διαφορετικούς τρόπους»
Σχολιάζοντας τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να προσδιορίζεται το φύλο όταν συγκρούονται διαφορετικά χαρακτηριστικά, ο Έρικ Βιλέιν, διευθυντής του Κέντρου για τη Βιολογία με βάση το Φύλο στο UCLA, λέει: «Η αίσθησή μου είναι ότι επειδή δεν υπάρχει μία βιολογική παράμετρος που να υπερισχύει απέναντι σε κάθε άλλη παράμετρο… η ταυτότητα φύλου φαίνεται η πιο λογική παράμετρος.»  Με άλλα λόγια, καταλήγει ο συντάκτης, αν θέλετε να μάθετε ποιο είναι το φύλο κάποιου ατόμου, απλά ρωτήστε το.
Οι περισσότερες κριτικές προς τις τρανς φεμινίστριες θα συμφωνούσαν ότι οι άνθρωποι με μεσοφυλικά  χαρακτηριστικά θα πρέπει να αποφασίζουν το φύλο τους, συνήθως θεωρώντας ότι οι σχετικές περιπτώσεις αφορούν πολύ μικρό αριθμό περιπτώσεων. Το έργο του Βιλέιν χρησιμοποιεί έναν ευρύτερο ορισμό της Διαταραχής στη Σεξουαλική Ανάπτυξης και δίνει το νούμερο ότι επηρεάζει 1 στους 100 ανθρώπους. Εάν μπορεί να δοθεί αυτονομία [προσδιορισμού] σε αυτούς τους ανθρώπους, γιατί αυτή να μην επεκταθεί στο 99%, των οποίων τα γεννητικά όργανα είναι ορισμένα με πιο μεγάλη σαφήνεια;
Ο μαρξισμός δεν δέχεται ότι η βιολογία μας αποτελεί και πεπρωμένο μας. Ο ιστορικός υλισμός δίνει έμφαση στις ιδιαίτερες ιστορικές συνθήκες στις οποίες αναδύθηκε και αναπτύχθηκε η καταπίεση των γυναικών και αργότερα των τρανς. Μας επιτρέπει να δούμε την αλληλεπίδραση ανάμεσα στο  βιολογικό και το κοινωνικό. Το θέμα δεν είναι να διερωτώμαστε γιατί υπάρχουν τρανς άνθρωποι, αλλά να υπερασπιστούμε χωρίς όρους το δικαίωμά τους στην ταυτότητα φύλου.
Όποια και αν είναι η επιρροή της βιολογίας στην ταυτότητα φύλου, οι κοινωνικές επιρροές είναι πολύ βαθιές. Υπάρχει τεράστια εγρήγορση τη στιγμή που η λέξη αγόρι ή κορίτσι γράφεται στο πιστοποιητικό γέννησης. Μόλις το φύλο του μωρού γίνει γνωστό, μερικές φορές ακόμη και πριν γεννηθεί, βάφεται το παιδικό δωμάτιο και αγοράζονται τα ρουχαλάκια [ανάλογα]. Ακόμα κι εκείνοι οι γονείς που προσπαθούν να αντισταθούν στη ροζ και μπλε επίθεση, βρίσκουν ότι οι προσπάθειές τους ελάχιστα μετράνε όταν το παιδί τους αρχίσει να αλληλεπιδρά ουσιαστικά με την κοινωνία. Όπως αναφέρει η Τζούντιθ Ορ:  «Οι έρευνες δείχνουν ότι ακόμη και παιδιά τριών ετών ανταποκρίνονται ήδη στην πίεση να συμπεριφερθούν με κατάλληλους τρόπους, και όχι μόνο από ενήλικες αλλά και από άλλα παιδιά της ηλικίας τους». Αυτό υποστηρίζεται από μια πρόσφατη έρευνα του περιοδικού Scientific American, που δείχνει με ενδιαφέρον ότι οι ταυτότητες φύλου των παιδιών τρανς είναι το ίδιο επίμονες με αυτές των παιδιών cis.
Η Φάουστο-Στέρλινγκ αναφέρει μερικές μελέτες που υποδεικνύουν ότι «ένας αριθμός από περιβαλλοντικές και πολιτισμικές παρεκκλίσεις συμβάλλει στις μικρές ατομικές διαφορές στην ανάπτυξη του γένους. Αλλά η σκληρή αλήθεια είναι ότι πιθανότατα υπάρχουν τόσα πολλά συμβάλλοντα ρεύματα και αλληλεπιδρούν με τόσους πολλούς διαφορετικούς τρόπους, ώστε ποτέ δεν θα έχουμε μια μοναδική ιστορία που να αφηγείται την ανάπτυξη του φύλου».Προτρέπει να καταβληθεί περισσότερη δουλειά  για να «καταλάβουμε τι συμβαίνει όταν το χρωμοσωμικό, γονιδιακό, ορμονικό και σχετικό με τα γεννητικά όργανα φύλο διαφωνούν με την εικόνα του σώματος και την ταυτότητα φύλου». Προς το παρόν είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι μια τέτοια διαφωνία αποτελεί πραγματικό και αδιαμφισβήτητο  γεγονός, το οποίο συχνά αναφέρεται ως δυσφορία φύλου.
Η τρανς ακτιβίστρια και βιολόγος Τζούλια Σεράνο χρησιμοποιεί τις φράσεις «γνωστική ασυμφωνία» και «έμφυτες κλίσεις» επιχειρώντας να περιγράψει τη δική της δυσφορία φύλου, προσθέτοντας: «Διστάζω να τις ορίσω σαν καθαρά βιολογικά φαινόμενα, καθώς οι κοινωνικοί παράγοντες διαδραματίζουν σαφώς ρόλο στον τρόπο με τον οποίο κάθε άτομο ερμηνεύει αυτές τις κλίσεις.» Η Μάιλς αναφέρει παρόμοια σημεία σχετικά με την πραγματικότητα της ταυτότητας φύλου: «Οι τρανς άνθρωποι έχουμε πολλά κίνητρα να αντισταθούμε στον ζουρλομανδύα του φύλου, ενώ η ταυτότητα φύλου μπορεί να μην είναι σταθερή και αμετάβλητη, όμως είναι βαθειά ριζωμένη μέσα μας. Διαφορετικά, οι τρανς θα μπορούσαμε πιθανά να κοινωνικοποιηθούμε έξω από τις μη τυπικές συμπεριφορές φύλου (σ.τ.μ. στο πρωτότυπο: gender variant behaviour and identity.
Οι φεμινίστριες που αντιτίθενται στην ύπαρξη της ταυτότητας φύλου επιτρέποντας μόνο την έννοια της κοινωνικής κατασκευής του φύλου, βλέπουν στις μη τυπικές συμπεριφορές φύλου, ειδικά σε μικρά παιδιά, απλά εκείνες τις μορφές παιχνιδιού κ.λπ. που αντιτίθενται στα στερεότυπα. Σε μικρά παιδιά, συμπεριφορές που προκαλούν τους έμφυλους ρόλους είναι αρκετά συνηθισμένες και όλοι οι σοσιαλιστές/τριες θα έπρεπε να τις ενθάρρυναν. Τα αγόρια παίζουν με κούκλες και μερικά κορίτσια θέλουν να οδηγούν φορτηγά. Παρά τις πολλές κοινωνικές πιέσεις εναντίον τους, ορισμένα θα έχουν μη παραδοσιακές σταδιοδρομίες και θα ντυθούν και θα ενεργήσουν με μη στερεοτυπικούς τρόπους. Γνωρίζουμε ανθρώπους όπως ο Γκρέισον Πέρι, ο οποίος εμφανίζεται συχνά στο κοινό με φόρεμα και μακιγιάζ, ενώ η μποξέρ Νίκολα Άνταμς προσέφερε στις νέες γυναίκες ένα εναλλακτικό μοντέλο θηλυκότητας. Οι σοσιαλιστές/τριες υποστηρίζουν τις προσπάθειες να αντισταθμιστούν τα στερεότυπα φύλου και στηρίζουν ενεργά την πραγματικότητα ότι τα κορίτσια μπορούν να είναι δυναμικά και τα αγόρια να διαθέτουν ενσυναίσθηση κ.ο.κ. Ωστόσο, είναι εντελώς λανθασμένο να υπονοείται ότι τα παιδιά που βιώνουν δυσφορία λόγω της ταυτότητας φύλου τους δεν είναι αυθεντικά.
Για παράδειγμα, δείχνοντας μεγάλη άγνοια των εμποδίων που αντιμετωπίζουν τα νεαρά άτομα στην προσπάθειά τους να λάβουν κάποιου είδους βοήθεια με τη δυσφορία φύλου, η Τζούλι Μπίντελ έχει γράψει:
«Αν ήμουν σήμερα έφηβη, οι καλοπροαίρετοι φιλελεύθεροι δάσκαλοι και κοινωνικοί λειτουργοί μάλλον θα μου έλεγαν ότι είμαι παγιδευμένη σε λάθος σώμα. Θα μπορούσαν να με παραπέμψουν σε έναν ψυχίατρο που θα συνταγογραφούσε ορμόνες και άλλα φάρμακα. Και είναι τρομακτικό, θα μπορούσαν εύκολα να μου συστήσουν χειρουργική επέμβαση επαναπροσδιορισμού φύλου … μόνο και μόνο επειδή δεν μου άρεσε ο ροζ ζουρλομανδύας που επιβάλλεται στα κορίτσια.»
Στην εκπαίδευση, η αριστερά και οι φεμινίστριες αγωνίστηκαν μαζί για ένα προοδευτικό πρόγραμμα σπουδών που αντιστέκεται στη στερεοτυπική αφήγηση, μια παράδοση που φαίνεται να αγνοεί η Μπίντελ. Αντ’ αυτού ισχυρίζεται ότι οι δάσκαλοι που παίρνουν την ταυτότητα φύλου των παιδιών στα σοβαρά, τα υποβάλλουν σε πλύση εγκεφάλου και τα καταστρέφουν. Είναι το ίδιο επιχείρημα που χρησιμοποιήθηκε εναντίον των «φιλελεύθερων εκπαιδευτικών» με ισχυρισμούς ότι προωθούν τον τρόπο ζωής των ομοφυλοφίλων, γεγονός που οδήγησε στον εφιάλτη της Παραγράφου 28 επί Θάτσερ, όταν γκέι και λεσβίες δάσκαλοι/ες και μαθητές/τριες ζούσαν με τον συνεχή φόβο ότι θα αποκαλυφθούν.
Η μη τυπική συμπεριφορά φύλου δεν είναι το ίδιο με τη διεμφυλικότητα. Υπάρχουν άνθρωποι για τους οποίους η υιοθέτηση μη στερεοτυπικών μορφών ένδυσης ή συμπεριφοράς δεν τους απαλλάσσει από την οξεία διαταραχή που αισθάνονται. Θα προσπαθήσουν να ζήσουν ως αγοροκόριτσα για παράδειγμα, αλλά θα εξακολουθούν να αισθάνονται σωματικά και/ή ψυχολογικά αποξενωμένοι από το σώμα τους και το φύλο με το οποίο γεννήθηκαν. Η Φάουστο-Στέρλιγκ  περιγράφει τη διαφορά μεταξύ των μικρών παιδιών που καταγράφονται στις Κλινικές Προσδιορισμού Φύλου (GIC-σ.τ.μ. στο πρωτότυπο Gender Identity Clinics), αλλά συνεχίζουν να ζουν και να κοινωνικοποιούνται σαν ενήλικες σε αρμονία με το φύλο που γεννήθηκαν, και εκείνων που δεν το κάνουν. Ονομάζει αυτά τα άτομα «παραιτημένα» και «επιμένοντα» αντίστοιχα. «Τα επιμένοντα άτομα συνέχισαν κατά την εφηβεία να έχουν δυσφορία φύλου. Η φυσιολογική ωρίμανση του σώματός τους τους προκάλεσε μεγάλη αγωνία». Σημειώνει ότι, ενώ σε ηλικία έξι ή επτά και οι δύο ομάδες άρχισαν να προσδιορίζονται όχι με το φύλο που γεννήθηκαν, «τα επιμένοντα άτομα πραγματικά πίστευαν ότι το φύλο τους είναι διαφορετικό» ενώ τα «παραιτημένα» εύχονταν μόνο να είναι έτσι .
Για εκείνους τους ανθρώπους που επιμένουν στην εφηβεία και την ενηλικίωση, η διαθεσιμότητα υποστηρικτικών υπηρεσιών που θα τους βοηθήσουν να γίνουν αποδεκτοί ως αυτό που είναι παραμένει ζωτικής σημασίας για να ζήσουν μια ευτυχισμένη και υγιή ζωή. Η αριστερά θα πρέπει να υποστηρίξει τη σωστή χρηματοδότηση και την πλήρη προσβασιμότητα αυτών των υπηρεσιών. Πρέπει επίσης να υποστηρίξουμε, ως βασικό δημοκρατικό δικαίωμα, το αίτημα για αυτονομία των ανθρώπων πάνω στο σώμα τους και τον τρόπο με τον οποίο καταγράφονται στα επίσημα έγγραφα.

Ο νόμος για την αναγνώριση φύλου  και ο αυτοπροσδιορισμός

Στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο νόμος GRA του 2004 παραχώρησε τη νομική αναγνώριση του προτιμώμενου φύλου τους στα τρανς άτομα. Δεν απαιτεί να έχουν υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση, αλλά τα άτομα που δεν το έχουν κάνει οφείλουν να έχουν ιατρική διάγνωση της δυσφορίας φύλου και πρέπει να ζήσουν με το επιθυμητό τους φύλο για δύο χρόνια, προτού μπορέσουν να αλλάξουν το πιστοποιητικό γέννησής τους. Αποτελεί πηγή άγχους για τους τρανς ανθρώπους το ότι θα πρέπει να διαγνωσθούν αποτελεσματικά με ιατρική ασθένεια πριν από την νόμιμη μετάβαση. Όπως αναφέρει η Παγκόσμια Επαγγελματική  Ένωση για την Υγεία των Τρανς (WPATH) στις κατευθυντήριες γραμμές της για τους επαγγελματίες της υγειονομικής περίθαλψης, «το να είσαι τρανσέξουαλ, διεμφυλικό άτομο ή άτομο με μη τυπική συμπεριφορά φύλου είναι ζήτημα διαφορετικότητας, όχι παθολογίας» .
Η διαδικασία πρόσβασης στην περίθαλψη μπορεί να είναι μακρά και αγχωτική: «Η αγωνιώδης αναμονή για μια πρώτη διαβούλευση σε μια Κλινική Ταυτότητας Φύλου (μετά την υποχρεωτική ψυχιατρική γνωμάτευση και παραπομπή) μπορεί να διαρκέσει μέχρι και ένα χρόνο, και συχνά συμβαίνουν  και άλλες καθυστερήσεις για ορμονοθεραπεία και χειρουργική επέμβαση (1-5 έτη)»
Μετά από συστάσεις της Επιτροπής Γυναικών και Ισότητας, η κυβέρνηση εξετάζει προτάσεις για την προσαρμογή του νόμου με βάση πιο πρόσφατη νομοθεσία σε άλλες χώρες, όπως αυτή που ισχύει στην Ιρλανδία από το 2015. Οι συστάσεις περιλαμβάνουν τη δυνατότητα για μια τρίτη μη δυαδική κατηγορία φύλου, ωστόσο την μεγαλύτερη αντιπαράθεση έχει προκαλέσει η δυνατότητα οι τρανς να μπορούν να αλλάξουν το πιστοποιητικό γέννησής τους μέσω μιας πράξης αυτοπροσδιορισμού.Για παράδειγμα, μερικές φεμινίστριες υποστηρίζουν με μάλλον μεσσιανικό τρόπο ότι κάτι τέτοιο θα σημάνει την εξάλειψη των γυναικών από την κοινωνία ή ότι θα καταστεί αδύνατο να συγκεντρώνονται στατιστικά στοιχεία για τις γυναίκες. Μια εξέχουσα φεμινίστρια στην Εθνική Ένωση Εκπαιδευτικών έγραψε στην εφημερίδα Morning Star:
Η δυνατότητα αυτοπροσδιορισμού του «γένους» θα υπονομεύσει το νομικό χαρακτηριστικό του «φύλου» και θα μπορούσε να οδηγήσει σε σοβαρές επιπτώσεις για τις γυναίκες και την ικανότητά τους να καταπολεμούν τις διακρίσεις λόγω φύλου και την καταπίεση. Είναι επίσης πιθανό να επηρεάσει την ικανότητα της κοινωνίας να σχεδιάζει και να ικανοποιεί τις ανάγκες του πληθυσμού της και τον τρόπο με τον οποίο προσπαθεί να εξισορροπήσει την ανισότητα.
Εξετάζοντας τα σχετικά στοιχεία, είναι αρκετά δύσκολο να γίνει πιστευτό κάτι τέτοιο. Στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας, ο αυτοπροσδιορισμός της ταυτότητας φύλου αποτελεί μέρος της νομοθεσίας για την αναγνώριση φύλου από το 2015. Τα στοιχεία που δημοσίευσε η κυβέρνηση στις αρχές του 2017 έδειξαν ότι 240 άτομα σε μια χώρα με πληθυσμό περίπου 5 εκατομμυρίων είχαν εκδόσει Πιστοποιητικό Αναγνώρισης Φύλου σύμφωνα με τις διατάξεις.  Θα ζούσαμε σε πολύ ενδιαφέρουσες περιστάσεις, πράγματι, αν οι αριθμοί αυτοί άλλαζαν σε βαθμό που να επιφέρουν στατιστικά σημαντικές επιπτώσεις στα δεδομένα ανισότητας των φύλων. Πολλοί οργανισμοί έχουν προσαρμόσει τους μηχανισμούς παρακολούθησης της ισότητας, ώστε να περιλαμβάνουν τα τρανς άτομα, χωρίς δυσκολία.
Οι στατιστικές μπορεί  να είναι κρίσιμες για τον επαρκή προγραμματισμό της διάθεσης πόρων και την παρακολούθηση της ανισότητας. Κεντρικά αρχεία γεννήσεων συμπεριλαμβανομένου του φύλου τηρούνται ήδη στο Ηνωμένο Βασίλειο. Αλλά δεν υπάρχει κανένας λόγος για τον οποίο το πιστοποιητικό γέννησης  που χρησιμοποιεί κάθε άτομο δεν πρέπει να είναι ένα έγγραφο που συμβαδίζει με την ταυτότητα φύλου και όχι με το φύλο γέννησης. Οι τρανς δεν θα έπρεπε να «αποκαλύπτονται» κάθε φορά που χρησιμοποιούν το πιστοποιητικό γέννησής τους σαν μορφή ταυτότητας. Για να επαναλάβω, οι τρανς άνθρωποι στο Ηνωμένο Βασίλειο αλλάζουν τα πιστοποιητικά γέννησής τους από το 2004. Δεν έπεσε ο ουρανός. Η προτεινόμενη τροποποίηση απλά θα κάνει αυτή τη διαδικασία λίγο πιο εύκολη.
Ωστόσο, πίσω από τις αντιρρήσεις για αυτοπροσδιορισμό κρύβεται μια πιο θεμελιώδης αντίθεση στην ιδέα ότι κάποιος που ζούσε προηγουμένως σαν άντρας μπορεί τώρα να ζήσει σαν γυναίκα, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που πέρασε για να φτάσει εκεί. Για παράδειγμα, η ριζοσπάστρια φεμινίστρια Σίλα Τζέφρις υποστηρίζει την άποψη του Λόρδου Τέμπιτ, ο οποίος στη συζήτηση για  το νομοσχέδιο που προηγήθηκε της πράξης του 2004 δήλωσε: «Δεν υπάρχει νόμος ούτε κάποια γνωστή ιατρική διαδικασία που να μπορεί να αλλάξει το φύλο ενός ανθρώπινου όντος. Το νομοσχέδιο … είναι επομένως μια απαράδεκτη φάρσα».
Ασφαλώς ισχύει ότι το αν ένα άτομο γεννιέται με πέος ή κόλπο δεν είναι κάτι που μπορεί να αλλάξει. Αλλά όπως γράφει ο Πάντι ΜακΚουίν: «χρειάζεται να δικαιολογηθεί για ποιό λόγο το φύλο κατά τη γέννηση θα πρέπει να είναι ο τελικός καθοριστικός παράγοντας της ενήλικης ταυτότητας ενός ατόμου, ειδικά όταν αναγνωρίζουμε ότι πολλές άλλες πτυχές της ταυτότητάς μας αλλάζουν με την πάροδο του χρόνου».
Οι αντιρρήσεις ορισμένων φεμινιστριών στις τρανς γυναίκες επικεντρώνονται στο ποια μπορεί να είναι δεκτή στην κατηγορία «γυναίκα». Αν είστε διατεθειμένες/οι να δεχτείτε μόνο ανθρώπους που γεννιούνται με μήτρες, αμέσως δημιουργείται μια ομάδα στην οποία οι τρανς γυναίκες δεν θα χωρέσουν ποτέ. Έτσι, το επιχείρημα γίνεται ταυτολογικό. Ίσως θα έπρεπε να σκεφτόμαστε λίγο πιο πλατιά τι θα μπορούσε να σημάνει η είσοδος σε αυτή την κατηγορία, από μια πολιτική θέση που να προσφέρει έμπρακτη αλληλεγγύη στους τρανς ανθρώπους. Εξάλλου, υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι οι προκαπιταλιστικές κοινωνίες δέχονταν ανθρώπους που γεννήθηκαν αρσενικά ή θηλυκά να ανατραφούν και να ζήσουν ως το αντίθετο φύλο, όπως οι άνθρωποι «με Δυο Πνεύματα» (σ.τ.μ. Two-Spirit) σε κάποιες φυλές αυτόχθονων της Αμερικής (και ορισμένες φυλές αποδέχονταν περισσότερα από δύο φύλα).
Το γυναικείο κίνημα έχει μακρόχρονη ιστορία από καμπάνιες εναντίον της ιδέας ότι οι γυναίκες απλά είναι κινούμενες μήτρες. Η προσπάθεια να μας αναγάγουν στα αναπαραγωγικά μας όργανα προέρχεται συνήθως από τη δεξιά, από εκείνους που θεωρούν ότι ο πρωταρχικός ρόλος των γυναικών είναι να γεννάνε και να φροντίζουν τα παιδιά και τους άντρες τους. Για παράδειγμα, το 2013 ο Πάπας Φραγκίσκος  δήλωσε ότι αυτό που (ο ίδιος) αποκαλούσε θεωρία του γένους (σ.τ.μ. gender theory) – «ότι ο καθένας μπορεί να επιλέξει το φύλο του» – είναι το «ακριβώς αντίθετο» της δημιουργίας του Θεού. Αυτή η εκδοχή του βιολογικού αναγωγισμού ενισχύεται από ορισμένες φεμινίστριες.
Δεν συμφωνούν όλες οι φεμινίστριες ότι η κατηγορία «γυναίκα» πρέπει να είναι τόσο περιορισμένη βιολογικά. Μερικές αναγνωρίζουν ακόμη και ότι οι τρανς γυναίκες μπορεί να έχουν να συμβάλουν στο γυναικείο κίνημα. Έτσι, η Κάθριν ΜακΚίνον, που συχνά περιγράφεται ως είδωλο του ριζοσπαστικού φεμινισμού, δήλωσε το 2015: «Για να είσαι γυναίκα, πρέπει να βιώσεις τη θέση των γυναικών. Η τρανς γυναίκα τη βιώνει, και με βάση την εμπειρία μου συνεισφέρουν μια πολύτιμη οπτική γωνία πάνω σ’ αυτήν».
Αντίθετα, η Σάρα Ντίτουμ αναφέρεται στην τρανς γυναίκα Άλεξ Ντράμοντ σαν σε αρσενικό, προβάλλοντας συγκεκριμένα αντίρρηση στο να έχει γενειάδα.Η Ντράμοντ λέει ότι δεν ήθελε να υποστεί τις ορμόνες και μια χειρουργική επέμβαση που θα εμπόδιζαν την ανάπτυξη γενειάδας και ισχυρίζεται ότι «διευρύνει το φάσμα» του τι σημαίνει να είσαι γυναίκα. Η Χάαρναμ Κάουρ είναι μια cis γυναίκα με γενειάδα που είχε υποστεί εκφοβισμό σαν νεαρή κοπέλα. Για διάφορους λόγους αποφάσισε να μην υποστεί την καθημερινή τελετουργία της αποτρίχωσης στο πρόσωπο. Η επιμονή ότι οι τρανς γυναίκες οφείλουν να είναι σχολαστικά ξυρισμένες και με θηλυπρεπή χαρακτηριστικά δεν είναι απελευθερωτική για καμία γυναίκα.
Κάποια άτομα θα αντιπαραθέσουν ότι για να είναι ένα άτομο γυναίκα είναι απαραίτητο να έχει μεγαλώσει σαν κορίτσι. Διαβεβαιώνουν ότι οι τρανς γυναίκες «δεν είναι γυναίκες. Δεν γνωρίζουν πώς είναι να σε αντιμετωπίζουν σαν γυναίκα. Δεν μπορούν να εκτιμήσουν πλήρως την καταπίεση και τον φόβο που βιώνουν οι γυναίκες».  Αφήνοντας στην άκρη το προφανές σημείο ότι μερικές γυναίκες τρανς έχουν ζήσει ως κορίτσια από νεαρή ηλικία, είναι αναμφισβήτητο ότι η εμπειρία μιας γυναίκας τρανς όταν μεγαλώνει δεν είναι ίδια με μιας γυναίκα cis. Αλλά, όπως υποστηρίζει η Σάλι Κάμπελ σε ένα πρόσφατο άρθρο:
Φυσικά κάποιο άτομο που ανατράφηκε σαν αγόρι δεν θα έχει την ίδια εμπειρία με κάποιο άτομο που ανατράφηκε σαν κορίτσι, αλλά πόσο μακριά μπορεί να πάει αυτή η συζήτηση;  Ένα κορίτσι στην Ινδία δεν θα έχει τις ίδιες εμπειρίες με ένα κορίτσι στη Σουηδία. Ένα αγόρι που μεγαλώνει μέσα στη φτώχεια δεν θα έχει την ίδια εμπειρία με τον μικρό πρίγκιπα Γεώργιο. Και ένας άνθρωπος τρανς θα αντιμετωπίζει τη δυστυχία του να παραβιάζεται διαρκώς το φύλο του μέχρι να κάνει τον επαναπροσδιορισμό, οπότε είτε θα περάσει στο επιθυμητό φύλο και, αν είναι γυναίκα θα αντιμετωπίζει την καταπίεση που κάτι τέτοιο συνεπάγεται, είτε θα ταυτοποιείται σαν τρανς και θα αντιμετωπίζει … ακόμη πιο επιθετική καταπίεση.
Από τη στιγμή που θα κολλήσετε στο τέλμα της ανεύρεσης μιας μοναδικής σταθερής εμπειρίας για τη γυναικεία φύση, θα αντιμετωπίσετε το γεγονός ότι οι γυναίκες έχουν ιστορία με διαφορετικότητα και μεταβολές. Πρόσφατα, η Τζένι Μάρεϊ από τη ραδιοφωνική εκπομπή «Η ώρα των Γυναικών» στο Κανάλι 4 του BBC έγραψε ένα άρθρο στην εφημερίδα Times, στο οποίο προσπάθησε να περιγράψει τι θα μπορούσε να διαχωρίσει τις «πραγματικές» γυναίκες από τις τρανς. Έδωσε το παράδειγμα της συνάντησής της με μια τρανς γυναίκα:
Περιέγραφε τα τριχωτά πόδια σε μια γυναίκα σαν κάτι «βρώμικο». Αλλά τα τριχωτά πόδια δεν θεωρούνται βρώμικα σε έναν άνδρα. Δεν γνώριζε ότι το ερώτημα αν μια γυναίκα πρέπει να ξυρίζει τα πόδια ή τις μασχάλες της ήταν ένα θέμα αντιπαράθεσης μεταξύ των γυναικών για τεράστιο χρονικό διάστημα; Και ότι το να περιγράφει σαν βρώμικη μια γυναίκα που επέλεξε να μην ξυριστεί είναι προσβλητικό και δείχνει άγνοια της πολιτικής για το φύλο;
Το να συμμερίζεσαι τις απόψεις της Μάρεϊ σχετικά με την αποτρίχωση δεν πρέπει να αποτελεί προϋπόθεση για την είσοδο στη γυναικεία αδελφότητα. Κάτι τέτοιο θα απέκλειε μια τεράστια ομάδα cis γυναικών, και είναι άδικο να περιμένουμε από όλες τις τρανς γυναίκες να έχουν πιο προοδευτικές απόψεις για την τριχοφυΐα του σώματος από οποιαδήποτε άλλη γυναίκα.
Η Καναδή Χίλα Κέρνερ αιτιολόγησε τον αποκλεισμό μιας τρανς γυναίκας που είχε υποβληθεί σε εγχείριση από το να συμμετέχει εθελοντικά ως σύμβουλος βιασμού επειδή δεν είχε το κατάλληλο βίωμα: «Γνωρίζουμε την αμηχανία να βάφονται τα ρούχα μας με αίμα από την περίοδό μας, το άγχος μιας ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης και τον φόβο του βιασμού και γνωρίζουμε την παρηγοριά του να τα μοιράζεσαι ομαδικά με άλλες γυναίκες.»  Υπάρχουν, βεβαίως, πολλές γυναίκες που έχουν βιώσει όλα αυτά τα πράγματα, αλλά υπάρχουν και πολλές που δεν τα έχουν. Και πολλές τρανς έχουν βιώσει τα τελευταία δύο. Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι αλήθεια ότι οι επιτυχημένοι σύμβουλοι πρέπει να έχουν τις ίδιες εμπειρίες ζωής με αυτούς που συμβουλεύουν.
Είναι δύσκολο να καταλάβουμε με ποιο τρόπο μια επικριτική προς τις τρανς φεμινίστρια θα μπορούσε να ξεχωρίσει μια τρανς γυναίκα που «περνάει για γυναίκα» – για την οποία η ανάγνωση της κοινωνίας είναι ότι πρόκειται για γυναίκα – από μια cis γυναίκα. Ποιά άλλη δοκιμασία θα μπορούσαν να επινοήσουν, εκτός από το να ρωτήσουν με τι γεννητικά όργανα γεννήθηκε; Η μόνη πρακτική συνέπεια θα ήταν να υπενθυμίζεις επανειλημμένα σε κάποιο άτομο τις πιθανότατα οδυνηρές εμπειρίες του παρελθόντος. Η ειρωνεία είναι ότι οι γυναίκες που περνάνε για γυναίκες γίνονται δεκτές και οι υπόλοιπες αποκλείονται, παρέχοντας έτσι ένα πλεονέκτημα σε όσες έχουν τα χρήματα για να αποκτήσουν πρόσβαση στις καλύτερες θεραπείες και σε εκείνες με πιο παραδοσιακά θηλυκά χαρακτηριστικά.
Είναι ενδιαφέρον ότι, καθώς ξετυλίγεται η συζήτηση, ορισμένες φεμινίστριες μετατοπίζονται στις θέσεις τους. Η Τζούντιθ Μπάτλερ υποστηρίζει τα δικαιώματα των τρανς, αναγνωρίζοντας ότι η παλαιότερη δουλειά της θα έπρεπε να είχε δώσει μεγαλύτερη προσοχή στο θέμα, ενώ τελικά έμεινε ανοιχτή σε  παρερμηνείες:
Η «Αναταραχή φύλου» γράφτηκε πριν από περίπου 24 χρόνια και εκείνη την εποχή δεν είχα εκτιμήσει αρκετά καλά τα ζητήματα των τρανς. Κάποια τρανς άτομα νόμισαν ότι, όταν υποστήριζα ότι το φύλο είναι επιτελεστικό, εννοούσα ότι είναι όλα μια μυθοπλασία και ότι η αίσθηση που έχει ένα άτομο για το φύλο του είναι συνεπώς «εξωπραγματική». Κάτι τέτοιο δεν ήταν ποτέ πρόθεσή μου.
Μετά το πρωτοσέλιδο του περιοδικού Vanity Fair για την Κέιτλιν Τζένερ τον Ιούλιο του 2015, η φεμινίστρια Έλινορ Μπέρκετ έκανε μια σειρά από επικριτικές αναρτήσεις στο Τουίτερ, τις οποίες η Φάουστο-Στέρλινγκ αναπαρήγαγε με επιδοκιμασία. Αργότερα, έχοντας εμπλακεί σε συζήτηση με υποστηρικτές/τριες των τρανς, η Φάουστο-Στέρλινγκ έγραψε το παρακάτω:
Το τρίτο από τα τουίτ της Μπέρκετ που προώθησα λέει «άνθρωποι που δεν έχουν ζήσει ολόκληρη τη ζωή τους σαν γυναίκες δεν μπορούν να μας ορίζουν». Με το πέρασμα κάποιου χρόνου, δεν έχω κανένα πρόβλημα να γυρίζω το πεντάλ πιο πίσω. Καμιά από μάς, cis, τρανς, πολύ θηλυκή, πολύ αρρενωπή ή οπουδήποτε ανάμεσα, δεν έχει το δικαίωμα να ορίσει κάποιο μοναδικό πρότυπο ή εκδοχή του τι είναι γυναίκα … Εν κατακλείδι: υπάρχουν πολλοί τρόποι να είσαι άντρας ή γυναίκα, αρσενικό ή θηλυκό. Και πολλοί τρανς άνθρωποι υπήρξαν πρωτοπόροι στη διεύρυνση του φάσματος έκφρασης του φύλου με το οποίο βιώνουμε τη ζωή μας.
Το 2013 η Γκλόρια Στάινεμ αποκήρυξε τις προηγούμενες απόψεις της που ήταν επικριτικές προς τις τρανς, λέγοντας:
Πιστεύω ότι οι τρανς, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που έχουν κάνει μετάβαση, βιώνουν πραγματικές, αυθεντικές ζωές. Αυτές οι ζωές πρέπει να εξυμνούνται και όχι να αμφισβητούνται. Οι αποφάσεις για την υγειονομική τους περίθαλψη πρέπει να είναι δικές τους και μόνο δικές τους. Και αυτό που έγραψα πριν από δεκαετίες δεν αντικατοπτρίζει αυτό που γνωρίζουμε σήμερα καθώς απομακρυνόμαστε από τα δυαδικά κουτιά του «αρσενικού» ή «θηλυκού» και αρχίζουμε να βιώνουμε το πλήρες ανθρώπινο συνεχές προσδιορισμού και έκφρασης.
Η μυθιστοριογράφος και φεμινίστρια Τσιμαμάντα Νγκόζι Αντίτσι έγινε πρωτοσέλιδο για μια παρατήρηση σε μια ομιλία της στο Φεστιβάλ «Γυναίκες του Κόσμου 2017», όταν είπε ότι οι γυναίκες τρανς «γεννιούνται με τα προνόμια που παρέχονται στους άνδρες». Αργότερα διευκρίνισε ότι «δεν υπάρχει περίπτωση να είπα ότι οι τρανς γυναίκες δεν είναι γυναίκες». Δυστυχώς, η αδικαιολόγητη αντίδραση που συνάντησε στο Διαδίκτυο επέτρεψε στο επικριτικό προς τις τρανς στρατόπεδο να παραβλέψει αυτό το σημαντικό σημείο.
Οι επικριτικές προς τις τρανς φεμινίστριες δεν δικαιούνται να ισχυρίζονται ότι μιλάνε για λογαριασμό όλων των φεμινιστριών, πόσο μάλλον όλων των γυναικών. Το 2013 περίπου 700 φεμινίστριες, όπως η Λιν Σίγκαλ, η Νινα Πάουερ, η Λόρι Πένι, η Τζέσικα Βαλέντι και η Ρένι Έντο Λοτζ, εξέδωσαν μια διεθνή δήλωση υπέρ ενός συμπεριληπτικού ως προς τις τρανς φεμινισμού. Δηλώνει: «Δεσμευόμαστε στην αναγνώριση και τον σεβασμό της σύνθετης κατασκευής της σεξουαλικής ταυτότητας/ταυτότητας φύλου, στην αναγνώριση των τρανς γυναικών ως γυναικών και στην ένταξή τους σε όλους τους γυναικείους χώρους».
Αφήνω την τελευταία λέξη σε αυτή την ενότητα στην ακτιβίστρια του κινήματος «Black Power» και  σοσιαλίστρια φεμινίστρια Άντζελα Ντέιβις:
Για ποιες μιλάμε όταν λέμε γυναίκες; Μου φαίνεται ότι τελικά θα έχουμε σημειώσει κάποια πρόοδο αν  γυναίκες που είχαν πάντοτε περιθωριοποιηθεί από τη γενική κατηγορία «γυναίκες»  -η οποία  πάντα είχε να κάνει με λευκές γυναίκες της μεσαίας τάξης- εκείνες που έπρεπε να αγωνιστούν, μπορούν να γίνουν σύμβολο αυτής της κατηγορίας. Και πώς θα ήταν, λόγου χάρη, μια μαύρη τρανς γυναίκα που έχει εμπλακεί σε αγώνες ενάντια στη βία, σε αγώνες ενάντια στο βιομηχανικό συγκρότημα των φυλακών, να σταθεί ως σύμβολο αυτής της κατηγορίας, γυναίκες; Γιατί δεν μπορούμε να υποθέσουμε ότι εκείνες που έπρεπε να παλέψουν για να αναγνωριστούν, να παλέψουν για την επιβίωση, να παλέψουν για την ελευθερία, γιατί δεν μπορούν να γίνουν σύμβολα αυτών που πρέπει να επιδιώξουμε;

O επικριτικός προς τις τρανς φεμινισμός

Οι φεμινιστικές αντιρρήσεις για τις τρανς γυναίκες δεν είναι καινούριες. Προέρχονται τουλάχιστον από το 1979 όταν η Τζάνις Ρέιμοντ έγραψε την Τρανσεξουαλική Αυτοκρατορία: Η Κατασκευή του Τραβελιού και οι τρανς γυναίκες βρίσκονται αποκλεισμένες από το αμερικανικό φεστιβάλ MichFest, που είναι μόνο για γυναίκες, από το 1991. Οι τρανς άνθρωποι επίσης χρειάστηκε να δώσουν μάχη για να γίνουν αποδεκτοί στο κίνημα ΛΟΑΤ+, παρά το γεγονός ότι διαδραμάτισαν βασικό ρόλο στην εξέγερση του Στόουνγολ το 1969, που σηματοδότησε την ίδρυση του Gay Liberation Front (Μέτωπο Απελευθέρωσης Ομοφυλόφυλων). Στο πλαίσιο του φεμινισμού η αντιπαράθεση συνεχίζεται και η επικριτική προς τις τρανς πλευρά περιλαμβάνει τόσο σοσιαλίστριες,  όσο και ριζοσπάστριες φεμινίστριες. Θα απαντήσω σε ορισμένες από τις συνηθέστερες αντιρρήσεις πριν εξετάσω τα θεωρητικά προβλήματα που τις στηρίζουν.
«Οι τρανς γυναίκες αποτελούν κίνδυνο για τις cis γυναίκες»
Ένας ιστότοπος που δημιουργήθηκε από κάποιες σοσιαλίστριες φεμινίστριες και ισχυρίζεται ότι είναι «υπέρ των γυναικών και όχι κατά των διεμφυλικών» φιλοξενεί την ακόλουθη δήλωση στην αρχική του σελίδα:
Είμαστε μια ανεπίσημη συλλογικότητα (κυρίως Βρετανική) με άμεσες ανησυχίες για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των γυναικών. Η ανεξαρτησία μας απειλείται περισσότερο από ό,τι πριν από έναν αιώνα. Αν είσαι γυναίκα, αυτό επηρεάζει εσένα και τα παιδιά σου τώρα… Εφόσον η πατριαρχία κρατά τις γυναίκες σε μειονεκτική θέση και προωθεί την ανδρική βία, θα υποστηρίξουμε την προστασία και τη βοήθεια για τις γυναίκες με βάση το φύλο. Αυτό σημαίνει ότι τα αρσενικά πρέπει μερικές φορές να χωρίζονται από τα θηλυκά, ανεξάρτητα από την ταυτότητα ή την έκφραση φύλου τους.
Τέτοια επιχειρήματα έχουν επιστρατευθεί σαν αντίρρηση στο να χρησιμοποιούνται από τρανς γυναίκες γυναικείες τουαλέτες, καταφύγια γυναικών και γυναικείες φυλακές. Ειδικά στις ΗΠΑ, όπου η «νομοθεσία για τις τουαλέτες» έχει προκαλέσει μεγάλη διαμάχη, οι επικριτικές προς τις τρανς φεμινίστριες βρίσκονται στην ίδια πλευρά με ορισμένους από τους πιο φανατικούς επιβολείς των νόμων του κράτους. Αυτοί οι φορείς επιβολής του νόμου δεν έχουν διστάσει να εισβάλουν σε γυναικείες τουαλέτες με βίαιο τρόπο για να αποβάλουν  γυναίκες μη-τρανς με υπερβολικά αρρενωπό παρουσιαστικό. Θέλουν πράγματι οι ριζοσπάστριες να μετατραπούν σε αστυνομία φύλου, αποφασίζοντας ποιες μπορούν και ποιες δεν μπορούν να «εισέλθουν»;
Δεν είναι εδώ ο κατάλληλος χώρος για μια αναλυτική συζήτηση πάνω στο σημαντικό θέμα της βίας κατά των γυναικών. Αρκεί να αναφέρουμε ότι για να μπορεί κάποιος άντρας να έχει πρόσβαση σε μια γυναίκα με σκοπό να τη βλάψει δεν είναι απαραίτητο να παρουσιαστεί σαν γυναίκα και να εισβάλει σε γυναικεία τουαλέτα ή άλλο χώρο μόνο για γυναίκες. Η επαναλαμβανόμενη στατιστική που δείχνει ότι περίπου δύο γυναίκες την εβδομάδα στο Ηνωμένο Βασίλειο πεθαίνουν στα χέρια ενός νυν ή πρώην άνδρα συντρόφου τους το καθιστά σαφές.
Τον Απρίλιο του 2016, μια αμερικανική οργάνωση, η Εθνική Ομάδα για την Εξάλειψη της Σεξουαλικής και Ενδοοικογενειακής βίας, δημοσιοποίησε μια κάθετη δήλωση σχετικά με προτάσεις να κρατηθούν οι τρανς γυναίκες έξω από χώρους μόνο για γυναίκες. Αντιτάχθηκαν στον ισχυρισμό ότι:
Οι προτάσεις αυτές είναι απαραίτητες για τη δημόσια ασφάλεια και για την πρόληψη της σεξουαλικής βίας κατά των γυναικών και των παιδιών. Ως κέντρα αντιμετώπισης βιασμών, καταφύγια και πάροχοι υπηρεσιών που εργαζόμαστε καθημερινά για να καλύψουμε τις ανάγκες όλων των επιζώντων και για να μειώσουμε τα φαινόμενα σεξουαλικών επιθέσεων και ενδοοικογενειακής βίας σε όλη την κοινωνία, μιλάμε από εμπειρία και εμπειρογνωμοσύνη όταν δηλώνουμε ότι οι ισχυρισμοί αυτοί είναι λανθασμένοι.
Αντίθετα, οι τρανς γυναίκες είναι αυτές που υπόκεινται σε κακοποίηση και βία, αν αναγκαστικά βρεθούν στην τουαλέτα (ή τη φυλακή) που αντιστοιχεί στο φύλο γέννησής τους. Εδώ υπάρχουν κάποιες απλές λύσεις. Ως σοσιαλίστριες/τές πρέπει πάντα να αγωνιζόμαστε για να είναι οι δημόσιοι χώροι ασφαλείς και απαλλαγμένοι από την απειλή βίας. Όταν ήμουν νέα, οι δημόσιες τουαλέτες βρίσκονταν κάτω από την εποπτεία ενός ατόμου που κρατούσε τον χώρο καθαρό και επίσης αποτελούσε μια φιλική και καθησυχαστική παρουσία. Ο αγώνας για καλύτερες και ασφαλέστερες δημόσιες υπηρεσίες θα ήταν προς το συμφέρον όλων μας και οι cis και τρανς γυναίκες (και άνδρες) θα πρέπει να κάνουν κοινή καμπάνια για να υπερασπιστούν τα καταφύγια γυναικών, να αγωνιστούν για καλύτερη υγειονομική περίθαλψη και ασφάλεια στους δρόμους. Είναι η λιτότητα και οι περικοπές που καθιστούν τους δημόσιους χώρους μας πιο επικίνδυνους, όχι οι τρανς άνθρωποι.
Το ίδιο ισχύει και για τις φυλακές, αν και είναι δύσκολο να σκεφτούμε τις φυλακές γυναικών σαν «ασφαλείς χώρους». Όλοι οι κρατούμενοι υπόκεινται σε εκτιμήσεις κινδύνου ανεξάρτητα από το φύλο τους και λαμβάνονται αποφάσεις σχετικά με το αν πρέπει να απομονώνονται από άλλους φυλακισμένους. Δεν υπάρχει λόγος να στοχεύσουμε μια ιδιαίτερα ευάλωτη ομάδα – και οι τρανς γυναίκες που μεταφέρονται σε φυλακές ανδρών είναι ευάλωτες. Το αποδεικνύουν οι περιπτώσεις των Βίκι Τόμσον και Τζοάν Λέιθαμ, οι οποίες αυτοκτόνησαν μετά τον εγκλεισμό τους σε φυλακές ανδρών τον Νοέμβριο του 2015, καθώς και της Τάρα Χάντσον που την παρενόχλησαν σεξουαλικά σε φυλακή για άνδρες, ενώ όλες είχαν ζήσει σαν γυναίκες για πολλά χρόνια. Υπάρχουν πολλά επιχειρήματα για την φρικτή μεταχείριση των γυναικών στις φυλακές. Δεν είναι οι τρανς γυναίκες το πρόβλημα και ο στιγματισμός τους μας οδηγεί πιο μακριά, όχι πιο κοντά σε μια λύση.
«Οι τρανς γυναίκες διαιωνίζουν τα στερεότυπα φύλου»
Σύμφωνα με την Τζούλι Μπέρτσιλ, οι τρανς γυναίκες αποτελούν «τραγικά συμβατικές ψυχές… Είναι ναζιάρες, χαμογελαστές και υπάκουες, πάντα μακιγιαρισμένες και ποτέ με παντελόνια». Αφήνοντας κατά μέρος την εξαιρετικά επιθετική φύση αυτής της παρατήρησης, δεν είναι αλήθεια ότι όλοι οι από αρσενικό σε θηλυκό τρανς άνθρωποι έχουν το παρουσιαστικό του θηλυπρεπούς στερεότυπου. Για να έχουν πρόσβαση σε θεραπεία, οφείλουν να ζήσουν με το προτιμώμενο φύλο τους για δύο χρόνια. Για να το αποδείξει κάποια αυτό στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία, σημαίνει μακριά μαλλιά και μακιγιάζ αν είσαι γυναίκα τρανς, είτε το θέλεις, είτε όχι. Συνεπώς, είναι αδιανόητο να εμφανιστείς στην κλινική επαναπροσδιορισμού φύλου (GIC)  χωρίς μέικαπ και φόρεμα και να διακινδυνεύσεις μια καθυστέρηση στη θεραπεία. Το σύστημα είναι αυτό που ενισχύει τα στερεότυπα, όχι οι τρανς άνθρωποι. Παράλληλα θα πρέπει να σημειωθεί ότι το δικαίωμα των γυναικών να ντύνονται μη στερεοτυπικά συνεπάγεται επίσης το δικαίωμα για ένα τυπικό θηλυπρεπές ντύσιμο, εφόσον οι ίδιες το επιλέξουν.  Εδώ υπάρχουν ομοιότητες με τα επιχειρήματα σχετικά με τις γυναίκες που φορούν μαντίλα και δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι τουλάχιστον μια διακεκριμένη επικρίτρια των τρανς αισθάνεται ότι μπορεί να κάνει κήρυγμα στις μουσουλμανικές γυναίκες για το τι πρέπει να φορούν, καθώς επίσης και στις τρανς γυναίκες.
Στην πραγματικότητα, καθώς τα διεμφυλικά άτομα έχουν αποκτήσει μεγαλύτερη ορατότητα και αυτοπεποίθηση και οι κλινικές GIC έχουν συσσωρεύσει εμπειρία, οι τρανς άνθρωποι παρουσιάζουν διαρκώς αυξανόμενη διαφορετικότητα σε ταυτότητες που αμφισβητούν τις νόρμες για το πώς πρέπει να φαίνονται και να συμπεριφέρονται οι άνδρες και οι γυναίκες. Αυτό περιλαμβάνει τον αυτοπροσδιορισμό ως μη δυαδικών ατόμων και ως αρρενωπών γυναικών και θηλυπρεπών ανδρών.
Όπως υπογραμμίζει η ΜακΚουίν, πέρα από το ότι στερείται εμπειρικής βάσης, η κατηγορία ότι οι τρανς συμπεριφέρονται με στερεοτυπικό τρόπο «απογυμνώνει τα μεμονωμένα τρανς άτομα από τη δυνατότητα κριτικής αυτοεξέτασης και αυτονομίας…  Υποκαθιστά τις αληθινές εμπειρίες και πεποιθήσεις των τρανς ατόμων, ιδίως την πολυπλοκότητα και διαφορετικότητά τους με ομοιογενείς, στερεοτυπικές και αβάσιμες αναπαραστάσεις».
Φυσικά, τα τρανς άτομα είναι εξίσου επιρρεπή προς τους έμφυλους ρόλους όπως και κάθε άλλος άνθρωπος. Ωστόσο, δεν ευθύνονται για εξώφυλλα περιοδικών με την Κέιτλιν Τζένερ περισσότερο από όσο ευθύνονται οι cis γυναίκες για την Κιμ Καρντάσιαν.
«Τα τρανς δικαιώματα αποτελούν απειλή για τα γυναικεία δικαιώματα»
Η Ντίτουμ ισχυρίζεται: «Πρέπει να σημειωθεί ότι, όπου ο στόχος είναι να αντιμετωπίζεται κάθε άτομο σύμφωνα με την ταυτότητα του φύλου (και όχι σύμφωνα με το φύλο γέννησης ή το γένος με το οποίο γίνεται αντιληπτό ένα άτομο μετά τη μετάβαση), αυτό οδηγεί σε πίεση πάνω στις γυναίκες και όχι στους άνδρες». Στην πραγματικότητα, η εμπειρία της Ιρλανδίας δεν έδειξε μείωση των δικαιωμάτων των γυναικών. Το διάστημα μετά τη θέσπιση πιο προοδευτικής νομοθεσίας για τους τρανς ανθρώπους σηματοδότησε ένα ανοδικό κίνημα για την κατάργηση της νομοθεσίας που απαγορεύει τις αμβλώσεις. Σήμανε επίσης τη θέσπιση νομοθεσίας για ομόφυλα ζευγάρια μέσα στη μέγγενη της αντιπολίτευσης από την Καθολική Εκκλησία. Η εκστρατεία για «Ίσα Δικαιώματα στο Γάμο» στην Ιρλανδία θεωρήθηκε πολύ ευρύτερη από ένα θέμα αποκλειστικά ΛΟΑΤ+ και προσέλκυσε πολλά προοδευτικά κινήματα, τα  οποία αμφισβήτησαν τα στερεότυπα φύλου που είναι ριζωμένα στην οικογένεια. Ίσως λόγω αυτής της ενότητας που σφυρηλατήθηκε στον αγώνα για την έγκριση της Αναγνώρισης Ταυτότητας Φύλου (GRA), δεν θεωρήθηκε απειλή για τις γυναίκες. Αυτή η διάθεση αλληλεγγύης είναι εμφανής και στη Βόρεια Ιρλανδία, όπου ένας τρανς άντρας χαιρέτησε  πρόσφατα σε μια διαδήλωση για το δικαίωματων γυναικών στην έκτρωση. Τον υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό και τα συνθήματα της διαδήλωσης – για  το δικαίωμα της γυναίκας να επιλέγει η ίδια, ενάντια στους Τόρις, ενάντια στο DUP (σ.τ.μ. το αντιδραστικό κόμμα που υποστηρίζει την ένωση με τη Βρετανία) – λειτούργησαν συσπειρωτικά. Δεν πρέπει να αποτελεί έκπληξη για τους μαρξιστές/τριες ότι μια νίκη για μια ομάδα καταπιεσμένων ανθρώπων μπορεί να ενισχύσει μια άλλη ομάδα. Αλλά αυτή η ενότητα δεν προκύπτει αυτόματα, πρέπει να αγωνιστούμε γι’αυτήν.
Είναι αλήθεια ότι οι εκστρατείες κατά των αμβλώσεων, ιδίως στις ΗΠΑ, έχουν γίνει ατυχές πεδίο πολωμένων επιχειρημάτων σε κάθε πλευρά αυτής της αντιπαράθεσης. Κάποιοι τρανς ακτιβιστές/τριες υποστηρίζουν ότι αυτές οι εκστρατείες θα πρέπει να αποβάλουν το σύνθημα «Δικαίωμα της γυναίκας στην επιλογή» με την αιτιολογία ότι αποκλείει τρανς ή μη δυαδικά άτομα που μπορεί να κυοφορήσουν. Αυτό θα ήταν λάθος, καθώς ουσιαστικά η επίθεση κατά των αμβλώσεων είναι μια επίθεση κατά των γυναικών και μια προσπάθεια ενίσχυσης του ρόλου τους στην κοινωνία ως ατόμων που γεννούν και φροντίζουν παιδιά. Στις περισσότερες σημαντικές οργανώσεις υπέρ του δικαιώματος στην επιλογή, έχει επικρατήσει η κοινή λογική και το σύνθημα «Δικαίωμα της γυναίκας στην επιλογή» παραμένει σε ισχύ, ενώ καταβάλλονται προσπάθειες για την εξασφάλιση πιο μεγάλης συμπεριληπτικότητας. Έτσι, ο δικτυακός τόπος της Καμπάνιας για το Δικαίωμα στην Άμβλωση στην Ιρλανδία περιλαμβάνει την εξής δήλωση: «Αν και σε αυτό το κείμενο χρησιμοποιείται ο όρος “γυναίκα”, αγωνιζόμαστε για την πρόσβαση στην άμβλωση για οποιοδήποτε άτομο τη χρειάζεται ή την επιθυμεί, συμπεριλαμβανομένων των γυναικών, των τρανς ανδρών και των μη δυαδικών ατόμων»
Αυτή η λογική και χωρίς αποκλεισμούς θέση επικρατεί στις περισσότερες παρόμοιες οργανώσεις. Δεν είναι αλήθεια ότι οι γυναίκες απαλείφονται. Στην πραγματικότητα οι περισσότεροι πηχιαίοι τίτλοι στις εφημερίδες ταμπλόιντ σχετικά με την εξάλειψη των γυναικών αποδεικνύεται ότι βασίζονται σε παραπληροφόρηση. Αυτό είχε συμβεί στην περίπτωση ενός τίτλου στην εφημερίδα The Sun που ωρυόταν «Μην αποκαλείτε τις μαμάδες γυναίκες» και όταν η Daily Mail έβγαλε μια ιστορία για «γυναίκες» που εξαφανίστηκαν από την απογραφή. Και οι δύο αυτές ιστορίες διαψεύστηκαν, αλλά δυστυχώς μερικές φεμινίστριες τις είχαν κοινοποιήσει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης  για να υποστηρίξουν τους ισχυρισμούς τους. Υπάρχουν ομοιότητες εδώ με ισλαμοφοβικά πρωτοσέλιδα που μιλάνε για εξαφάνιση των Χριστουγέννων ή με τη ρατσιστική κινδυνολογία για το ότι δεν θα μπορεί κάποιος να τραγουδήσει το παιδικό τραγούδι «Baa Baa Black Sheep».  Είναι ατυχές ότι άνθρωποι της αριστεράς έχουν τραβηχτεί σ’αυτή την κατεύθυνση.

Θεωρία της πατριαρχίας και πολιτική των ταυτοτήτων (identity politics)

Είναι σημαντική η διάκριση ανάμεσα στις προσδοκίες για το κοινωνικά κατασκευασμένο φύλο και μια ταυτότητα φύλου που να αντικατοπτρίζει την αίσθηση την οποία έχει ένα άτομο για τον εαυτό του. Και οι δύο είναι πραγματικές. Ορισμένες φεμινίστριες κάνουν το λάθος να ερμηνεύσουν το πρώτο καθαρά με βάση τις βιολογικές διαφορές διαχωρισμένες από τις υλικές συνθήκες από τις οποίες προέκυψε και εξακολουθεί να υπάρχει η καταπίεση των γυναικών. Ορισμένοι τρανς και queer ακτιβιστές/τριες βλέπουν την δεύτερη σαν το βασικό πεδίο μάχης για την καταπολέμηση της καταπίεσης. Και στις δύο περιπτώσεις απουσιάζει η εξήγηση της ρίζας του προβλήματος με βάση την ταξική κοινωνία.
Αυτό που ενώνει τις φεμινιστικές αντιρρήσεις απέναντι στα τρανς άτομα είναι η βασική αποδοχή της θεωρίας της πατριαρχίας. Απορρίπτουν τον μαρξισμό θεωρώντας ότι ανάγει απλουστευτικά τα πάντα στις κοινωνικές τάξεις και αδυνατεί να αντιληφθεί επαρκώς την καταπίεση και έτσι η εξήγησή τους καταλήγει τελικά να βασίζεται στη βιολογία. Συμπεραίνουν πως οι άνδρες επωφελούνται από την καταπίεση των γυναικών και το γεγονός ότι γεννιούνται με πέος σημαίνει ότι οι άνδρες αποτελούν μέρος της καταπιεστικής τάξης και είναι πιθανή απειλή για τις γυναίκες. Για τις θεωρητικούς της πατριαρχίας, οι γυναίκες καταπιέζονται όχι λόγω του τρόπου με τον οποίο ο σύγχρονος καπιταλισμός στηρίζεται στην οικογένεια για δικές του ανάγκες, αλλά λόγω του ρόλου μας στην αναπαραγωγική διαδικασία αυτή καθεαυτή. Η βιολογία υπερισχύει σε κάθε κοινωνικοϊστορική εξήγηση της καταπίεσης και οι άνδρες επωφελούνται από αυτή την καταπίεση ή έχουν προνόμια λόγω αυτής και, συνεπώς, συμφέρον να τη διατηρήσουν. Οι φεμινίστριες Τζόαν Σκάνλον και Ντέμπορα Κάμερον εκλαϊκευσαν αυτή τη θέση στη διοργάνωση «Feminar» του Φεμινιστικού Δικτύου του Λονδίνου το 2010: «το φύλο … είναι ένα σύστημα στο οποίο το ένα φύλο (άνδρας) έχει οικονομική και πολιτική δύναμη και το άλλο (γυναίκα) δεν έχει – και η κυρίαρχη ομάδα έχει επενδύσει στη διατήρησή του όπως είναι».
Είναι δύσκολο να δούμε μέσα σε αυτή την οπτική πώς μπορεί να ξεπεραστεί ποτέ η καταπίεση των γυναικών. Μια κατανοητή επιθυμία να προστατευθούν χώροι γυναικών για τους οποίους δόθηκαν σκληρές  μάχες μπορεί να αποτελέσει επιτακτικό κίνητρο, ειδικά όταν οι χώροι αυτοί απειλούνται από τις περικοπές και τη λιτότητα. Κάτι που που γίνεται αντιληπτό σαν απειλή μπορεί να διογκωθεί υπέρμετρα στον αγώνα για να διατηρηθούν οι όποιες μικρές κατακτήσεις έχουν κερδηθεί, και οι τρανς γυναίκες  έχουν λανθασμένα περιγραφεί από ορισμένα άτομα ως μια τέτοια απειλή.
Όπως συμβαίνει και με άλλες αντιπαραθέσεις στο πλαίσιο του φεμινισμού, υπάρχουν διαφορετικές εκδοχές σε αυτό το θέμα. Π.χ. άτομα όπως η μαρξίστρια φεμινίστρια Λιζ Βόγκελ αποδέχονται τον ρόλο που παίζει η ταξική κοινωνία στις ρίζες της γυναικείας καταπίεσης. Υπάρχουν επίσης άνθρωποι που αυτοαποκαλούνται φεμινίστριες/τές, αλλά μπορεί να γνωρίζουν ελάχιστα για τη θεωρία της πατριαρχίας και μπορεί απλά να εκφράζουν την αντίθεσή τους στον σεξισμό. Όμως, ως πολιτική θέση, όλες οι φεμινίστριες αποδέχονται την ανάγκη είτε για έναν εντελώς χωριστό γυναικείο αγώνα, είτε για μια μάχη για τα δικαιώματα των γυναικών που λαμβάνει χώρα παράλληλα αλλά ανεξάρτητα από την ταξική πάλη. Ορισμένες φεμινίστριες, αλλά όχι όλες όπως είδαμε, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι, εάν πρόκειται να έχετε έναν ξεχωριστό αγώνα γυναικών, θα πρέπει να ορίσετε σαφώς ποιες είναι οι «πραγματικές» γυναίκες και να μην επιτρέψετε  ρευστότητα ή ευελιξία. Και ο ορισμός είναι «γεννημένη με μήτρα», ενώ οποιοδήποτε άλλο άτομο σε γυναικείο χώρο θεωρείται απειλή.
Ενώ από τη μια ο φεμινισμός πάσχει από υπερβολική έμφαση στη βιολογία, ορισμένοι τρανς ακτιβιστές/τριες βλέπουν την ταυτότητά τους ως παράγοντα ριζοσπαστικοποίησης και ως βάση για αγώνα. Η τρανς θεωρία στηρίζεται σε πολλά ρεύματα, αλλά συνηθέστερα μάλλον συνδέεται με τη θεωρία Queer. Η θεωρία Queer έχει συζητηθεί στο παρελθόν σε αυτό το περιοδικό.[64] Αναγνωρίσαμε τη συμβολή της στην απόρριψη της εμπορευματοποίησης των ΛΟΑΤ+ χώρων και στην απαίτηση για μια πιο ριζοσπαστική προσέγγιση από αυτήν που προσφέρουν οι υποστηρικτές/τριες μιας «ασφαλούς» ομοφυλοφιλικής πολιτικής. Ωστόσο, η  θεωρία Queer αναδύθηκε στο έδαφος μιας σειράς από ήττες της συλλογικής ταξικής πάλης. Με βάση τις θεωρίες του Μισέλ Φουκό, η εξουσία εντοπίζεται όχι στην ταξική φύση της κοινωνίας αλλά σε μια ολόκληρη σειρά από μικρότερες αντιπαραθέσεις. Όπως αναπτύχθηκε από την Τζούντιθ Μπάτλερ μεταξύ άλλων, τα πεδία αυτών των αντιπαραθέσεων περιλαμβάνουν τον «λόγο» και την «επιτέλεση» (σ.τ.μ. στο πρωτότυπο “discourse” and “performance”). Σύμφωνα με κάποιες ερμηνείες, το να δηλώνει κάποιο άτομο «queer» μπορεί να είναι από μόνο του μια επαναστατική πράξη η οποία αμφισβητεί την εξουσία που υποτίθεται ότι του ασκούν οι μη queer άνθρωποι.
Όπως και με τον φεμινισμό, υπάρχουν πολλές διαφοροποιήσεις στο πλαίσιο του τρανς ακτιβισμού. Μια τάση να επικεντρωθεί εσώστρεφα στην ταυτότητα μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία ιεραρχήσεων όπου, για παράδειγμα, ορισμένοι μη δυαδικοί άνθρωποι πιστεύουν ότι αμφισβητούν το δυαδικό φύλο με τρόπο που οι τρανς (που μεταβαίνουν σε ένα φύλο από ένα «άλλο») δεν το κάνουν. Τέτοιες ιεραρχήσεις μπορεί να γίνουν πηγή για περισσές ηθικολογίες, οι οποίες στο παρελθόν επηρέασαν αρνητικά το κίνημα LGBT+.
Χρειάζεται να γίνει διάκριση ανάμεσα στην αναγνώριση της ταυτότητας φύλου και την υποστήριξη της πολιτικής των ταυτοτήτων (identity politics). Δεν είναι το ίδιο πράγμα. Η υποστήριξη του δικαιώματος μιας καταπιεσμένης ομάδας να προσδιορίζει το φύλο της δεν σημαίνει ότι μόνο οι τρανς έχουν συμφέρον να αντιταχθούν στη καταπίεση των τρανς ούτε ότι η ταυτότητα θα πρέπει να αποτελέσει τη βάση της πολιτικής ενός ανθρώπου. Είναι απολύτως δυνατό να υποστηρίζουμε τα δικαιώματα μιας καταπιεσμένης ομάδας και ταυτόχρονα να παλεύουμε την καταπίεση αυτή ως μέρος του ευρύτερου ταξικού αγώνα για τον σοσιαλισμό. Αυτό ακριβώς κάνει ο μαρξισμός, ενώ η πολιτική των ταυτοτήτων αποτελεί απομάκρυνση από την πάλη της εργατικής τάξης
Είναι αναζωογονητικό σημάδι ότι νεαρά άτομα τρανς, queer και φεμινιστές/τριες ανακαλύπτουν έναν ακτιβισμό που είναι πιο εξωστρεφής, συμμετέχοντας στις διαδηλώσεις εναντίον του Τραμπ και υποστηρίζοντας τους πρόσφυγες, αποτελώντας μέρος του κινήματος υπέρ του Κόρμπιν, για παράδειγμα. Αλλά μερικές φορές οι τακτικές που υιοθετούνται για την υποστήριξη των τρανς δικαιωμάτων υπονομεύουν αυτού του είδους  τη  συλλογικότητα.
Για παράδειγμα, όταν η Μπίντελ κλήθηκε να μιλήσει σε μια εκδήλωση στο Μάντσεστερ τον Φεβρουάριο του 2017, η ιστοσελίδα του χώρου, ένα τοπικό κέντρο γνωστό για την ιστορία και τις εκδηλώσεις της εργατικής τάξης, βομβαρδίστηκε με ύβρεις και εντολές όχι μόνο να αποσυρθεί η πρόσκληση, αλλά να κλείσει και ο ίδιος ο χώρος. Αυτού του είδους η τακτική δεν πρόκειται να βρει ευρεία υποστήριξη, καθώς πολλοί ακτιβιστές/τριες χρησιμοποιούν το κέντρο. Είναι επίσης λάθος  στόχος να ακυρωθεί  η εκδήλωση, η οποία είχε προγραμματιστεί σαν κομμάτι του Μήνα ΛΟΑΤ+ Ιστορίας.
Η άρνηση λόγου είναι μια τακτική που αναπτύχθηκε από το εργατικό κίνημα ως κομμάτι της πάλης ενάντια στον φασισμό. Έχει σχεδιαστεί για να σταματήσει εκείνους που θα ποδοπατήσουν κάθε στοιχείο της οργάνωσης της εργατικής τάξης και της δημοκρατίας. Ο φασισμός για να αναπτυχθεί χρειάζεται το οξυγόνο των μεγάλων συγκεντρώσεων και διαδηλώσεων και οι αντιφασίστες/τριες έχουν δίκιο να τις εμποδίζουν. Αν δεν αντιμετωπιστεί, ο φασισμός μπορεί να ανεβεί στην εξουσία, διαλύοντας την εργατική τάξη κι αφήνοντας εκατομμύρια νεκρούς στο πέρασμά του. Το «Κανένα βήμα λόγου» δεν είναι τακτική που θα πρέπει να εφαρμόζεται αυθαίρετα σε ανθρώπους των οποίων οι απόψεις δεν μας αρέσουν, όσο επιθετικές κι αν είναι. Οι μαρξιστές πιστεύουν ότι οι ιδέες μπορούν να αλλάξουν. Το πιστεύουμε αυτό σε μεγάλη κλίμακα, καθώς θα απομακρύνεται η «βρωμιά των αιώνων» στην πορεία της επανάστασης. Πιστεύουμε επίσης ότι αυτό ισχύει και για μικρότερες μάχες. Για παράδειγμα, σε μια απεργιακή φρουρά κάνουμε κοινή αλυσίδα με τις/τους συναδέλφους μας, ακόμα κι αν έχουν σεξιστικές απόψεις. Η εμπειρία του κοινού αγώνα διευκολύνει ώστε να επικρατήσουν τα επιχειρήματα κατά του σεξισμού.
Ακριβώς όπως οι φεμινίστριες κάνουν το λάθος να θεωρούν τους άντρες σαν τους καταπιεστές που ασκούν εξουσία πάνω τους, είναι εξίσου λανθασμένο να βλέπουμε σαν πηγή της καταπίεσης των τρανς τις επικριτικές προς τις τρανς φεμινίστριες. Τα σχόλια της Αντίτσε δεν είναι της ίδιας κατηγορίας με εκείνα που έκαναν η Μπίντελ ή η Ζερμέν Γκριρ, και των τελευταίων δυο ασφαλώς δεν είναι ίδια με αυτά του Τραμπ.  Ο Τραμπ είναι ηγέτης της μεγαλύτερης ιμπεριαλιστικής δύναμης στον κόσμο, ασκεί πραγματική επιρροή στις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων, έχει την ισχύ να μετατρέψει τα διατάγματά του σε νομοθεσία και αυτή να εφαρμοστεί από τις δυνάμεις του κράτους. Αυτό δεν ισχύει για την Αντίτσε.
Ένα κοινό θέμα που διατρέχει τόσο τον φεμινισμό όσο και κομμάτια τρανς ακτιβιστών/τριών είναι η αποδοχή της θεωρίας των προνομίων. Τα προβλήματα με τη θεωρία των προνομίων έχουν συζητηθεί σε προηγούμενο τεύχος αυτού του περιοδικού. Η θεωρία αυτή χρησιμοποιείται από επικριτικές προς τις τρανς φεμινίστριες για να καταγγείλουν τις τρανς γυναίκες ότι έχουν ανατραφεί με «αντρικό προνόμιο». Χρησιμοποιείται επίσης από μερικούς τρανς ακτιβιστές/τριες προκειμένου να καταγγείλουν ανθρώπους ότι καταχρώνται του cis προνομίου τους. Η έλλειψη καταπίεσης δεν αποτελεί προνόμιο, το οποίο συνεπάγεται συμφέρον στο να διατηρηθεί αυτή η καταπίεση. Η κατοχή  ανδρικού προνομίου θα υπονοούσε ότι, αν πάψει η γυναικεία καταπίεση, οι άνδρες θα βρεθούν σε χειρότερη θέση. Αυτό δεν είναι αλήθεια, όπως έχουμε επιχειρηματολογίσει αδιάλειπτα σε αυτό το περιοδικό. Οι cis γυναίκες  έχουν συμφέρον να σταματήσει η καταπίεση των τρανς, να απελευθερωθούμε όλα τα άτομα από τον έμφυλο ζουρλομανδύα, να αγωνιστούμε μαζί για την αυτοδιάθεση του σώματός μας και ούτω καθεξής. Η θεωρία της πατριαρχίας, οι πολιτικές των ταυτοτήτων και η θεωρία των προνομίων δεν μας βοηθούν στον αγώνα για έναν καλύτερο κόσμο. Τείνουν να χωρίζουν παρά να συσπειρώνουν.
Οι μαρξιστές/τριες πιστεύουν ότι η εξουσία στην κοινωνία δεν βρίσκεται στα χέρια των ανδρών ή των cis, αλλά σε μια άρχουσα τάξη που πραγματικά επωφελείται από την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης. Είναι προς το συμφέρον της να διατηρήσει τις διαιρέσεις μέσα στην εργατική τάξη, η οποία με τη σειρά της έχει συμφέρον όχι μόνο να αντισταθεί στην καπιταλιστική εκμετάλλευση αλλά και να απαλλάξει την κοινωνία από όλες τις μορφές καταπίεσης ως μέρος αυτής της αντίστασης. Όπως έχει γράψει ο Τζον Μολινέ: «το αποφασιστικό πλεονέκτημα του μαρξισμού είναι ότι, και στη θεωρία και στην πράξη, παρέχει το πλαίσιο για να διεξάγουμε την πάλη ενάντια στον ρατσισμό, τον σεξισμό και την ομοφοβία μέσα στον γενικό αγώνα της εργατικής τάξης για τον σοσιαλισμό – για μια κοινωνία όπου οι ρίζες αυτών των μορφών καταπίεσης θα ξεριζωθούν».

Συμπέρασμα: θεωρία και πράξη

Στις Θέσεις για τον Φόιερμπαχ ο Μαρξ έγραψε ότι «η διαμάχη για την πραγματικότητα ή μη πραγματικότητα του στοχασμού που είναι απομονωμένος από την πράξη είναι ένα καθαρά ακαδημαϊκό ζήτημα». Είναι σημαντικό να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε το ζήτημα της ταυτότητας φύλου από τη σκοπιά μιας παρέμβασης στον κόσμο με σκοπό να τον αλλάξουμε. Πρέπει να αναπτύξουμε τη θεωρία μας ενώ την δοκιμάζουμε στην πράξη, όχι σαν ακαδημαϊκή άσκηση.
Σε ένα συχνά αναφερόμενο απόσπασμα από το Τι να κάνουμε, ο Λένιν γράφει:
Το ιδανικό (μας) δεν πρέπει να είναι ο γραμματέας του συνδικάτου, αλλά η φωνή του λαού, ο οποίος είναι σε θέση να αντιδράσει σε κάθε εκδήλωση τυραννίας και καταπίεσης, ανεξάρτητα από το πού εμφανίζεται, ανεξάρτητα από το στρώμα ή την τάξη των ανθρώπων που επηρεάζει – ένας λαός ο οποίος είναι σε θέση να γενικεύσει όλες αυτές τις εκδηλώσεις και να συνθέσει μια ενιαία εικόνα για την αστυνομική βία και την καπιταλιστική εκμετάλλευση.
Είναι σημαντικό οι σοσιαλιστές/τριες να αναδεικνύουν και να υποστηρίζουν τα δικαιώματα των τρανς. Σε αυτό θα έχουμε απέναντί μας αφεντικά, στρατηγούς, δικαστές και εκατομμυριούχους που θα περιλαμβάνουν τρανς στις τάξεις τους  με τον ίδιο τρόπο που περιλαμβάνουν γυναίκες, μαύρους ανθρώπους, λεσβίες, γκέι και αμφιφυλόφιλους. Η κοινωνική τάξη διαμορφώνει τον τρόπο με τον οποίο αναπτύσσεται η καταπίεση, τον τρόπο με τον οποίο τη βιώνουμε και τον τρόπο με τον οποίο την παλεύουμε.
Οι αντιπαραθέσεις που διεξάγονται επί του παρόντος μέσα στα συνδικάτα έχουν σημασία. Η NUT  (σ.τ.μ. Εθνική Ένωση Εκπαιδευτικών) ψήφισε συντριπτικά στο συνέδριό της  το 2017 να υποστηρίξει τον αυτοπροσδιορισμό και οι σοσιαλιστές/τριες πρέπει να υπερασπιστούν αυτή τη θέση από τρέχουσες προσπάθειες να υπονομευτεί. Δεν αρκεί να λέμε, από τη μια, ότι είμαστε αντίθετοι/ες  στην κακοποίηση των τρανς και, αφετέρου, ότι οι τρανς άνθρωποι δεν είναι αυτοί που οι ίδιοι ισχυρίζονται ότι είναι. Δεν μπορείς να σπρώξεις μακριά τον τραμπούκο μόνο και μόνο για να γυρίσεις και να πεις στο τρανς  άτομο: «Έλα τώρα, δεν είσαι πραγματικά γυναίκα, έτσι δεν είναι;» Οι θέσεις μας για την ισότητα, για τις οποίες έχουμε παλέψει σκληρά ισχύουν το ίδιο για τους τρανς/τις συναδέλφους μας όπως και για οποιαδήποτε άλλη καταπιεσμένη ομάδα.
Αυτό δεν σημαίνει ότι οι μαρξιστές/τριες ενδιαφέρονται για την καταπολέμηση της καταπίεσης μόνο όταν αυτή εκδηλώνεται στο χώρο εργασίας. Η καταπίεση διαπερνά κάθε πτυχή της ζωής μας. Πάρτε για παράδειγμα το ζήτημα της πρότασης του Τραμπ να απαγορευτεί σε τρανς άτομα να υπηρετούν στο στρατό. Αυτό δεν είναι απλά ταξική υπόθεση, παρόλο που τα πρόσωπα που κατατάσσονται προέρχονται συντριπτικά από την εργατική τάξη, με ελάχιστες ευκαιρίες για καλοπληρωμένη σταδιοδρομία σαν πολίτες. Ο αμερικανικός στρατός είναι όργανο ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας, όχι ένας θεσμός που υποστηρίζουν οι σοσιαλιστές/τριες. Παρόλα αυτά, όταν ο Τραμπ χαρακτηρίζει τους τρανς στρατιώτες σαν «βάρος», αυτό έχει σαν αποτέλεσμα τη δικαιολόγηση της τρανσφοβίας, ενώ παράλληλα δημιουργεί έναν αποδιοπομπαίο τράγο για τις περικοπές στον προϋπολογισμό. Κάτι τέτοιο πρέπει να αμφισβητηθεί, καθώς η λογική αυτή μεταφέρεται σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής και μας διαιρεί στον αγώνα κατά του καπιταλισμού.
Οι τρέχουσες αντιπαραθέσεις βάζουν αντιμέτωπες ομάδες οι οποίες στην πραγματικότητα έχουν πολλά κοινά για να παλέψουν. Η πρόσβαση σε ασφαλή και καλά χρηματοδοτούμενη υγειονομική περίθαλψη είναι ένα προφανές παράδειγμα. Το αίτημα «Το σώμα μας, η ζωή μας, το δικαίωμά μας να αποφασίζουμε» μπορεί να υιοθετηθεί εξίσου στον αγώνα για το δικαίωμα στην άμβλωση και στην επέμβαση επαναπροσδιορισμού φύλου. Οι σοσιαλιστές/τριες αγωνίστηκαν για να θεωρηθεί το δικαίωμα στην έκτρωση ταξική υπόθεση κι αυτό ισχύει και για τα τρανς δικαιώματα. Οι ΛΟΑΤ+ άνθρωποι έχουν συμμετάσχει στον αγώνα κατά της ισλαμοφοβίας και του ρατσισμού και αυτό έχει επιπτώσεις και στις γυναίκες. Τρανς άτομα και μη τρανς γυναίκες βρίσκονται στο στόχαστρο ακροδεξιών και φασιστικών ομάδων σε ολόκληρη την Ευρώπη. Στην εξέλιξη τέτοιων αγώνων οι σοσιαλιστές/τριες πρέπει να αγωνίζονται για τη μεγαλύτερη δυνατή ενότητα. Συνεπώς, οφείλουμε να αμφισβητούμε την τρανσφοβία και τον επικριτικό προς τις τρανς φεμινισμό όταν εκδηλώνονται.
Η «τυραννία και καταπίεση» που βιώνουν οι τρανς άνθρωποι είναι πραγματική. Η έντονη αίσθησή τους για την ταυτότητα φύλου τους είναι πραγματική. Δεν είναι ούτε βιολογικά καθορισμένη αλλά ούτε και κοινωνικό κατασκεύασμα με τον τρόπο με τον οποίο είναι οι κοινωνικοποιημένες νόρμες του φύλου. Η ταυτότητα φύλου επηρεάζεται από τις νόρμες, αλλά δεν μπορεί να απομειωθεί σε αυτές. Προκύπτει από τους πολλούς διαφορετικούς και περίπλοκους τρόπους με τους οποίους εμείς ως σωματικά, σεξουαλικά και συνειδητά άτομα αλληλεπιδρούμε με τον κοινωνικό και υλικό κόσμο και αναπτύσσουμε αίσθηση μια αίσθηση του εαυτού μας. Οι σοσιαλιστές/τριες υποστηρίζουμε τους ανθρώπους που αμφισβητούν τα έμφυλα στερεότυπα με κάθε τρόπο και υποστηρίζουμε τα δικαιώματα εκείνων των οποίων η ταυτότητα φύλου συγκρούεται με το φύλο γέννησής τους. Αυτό περιλαμβάνει όχι μόνο το δικαίωμα μετάβασης από θηλυκό σε αρσενικό ή αντίστροφα και την πλήρη αποδοχή του προτιμώμενου φύλου του ατόμου, αλλά και το δικαίωμα να αναγνωρίζεται ως μη δυαδικό και να χρησιμοποιεί αντωνυμίες ουδέτερες σε σχέση με το φύλο.
Οι σοσιαλιστές/τριες χρειάζεται να καλωσορίσουν την αυξανόμενη ορατότητα της έμφυλης διαφορετικότητας. Πολλά νεαρά άτομα που διαδηλώνουν κατά του Τραμπ ή υπέρ του Κόρμπιν κρατούν πλακάτ που υποδηλώνουν την αντισυμβατικότητά τους στο θέμα του φύλου και μερικές φορές την τρανς ταυτότητά τους. Η επανάστασή μας θα περιλαμβάνει άτομα νέα, ηλικιωμένα, γκέι, στρέιτ, μαύρα, λευκά, άνδρες, γυναίκες, καθώς και ανθρώπους με ταυτότητες φύλου για τις οποίες δεν έχουμε σκεφτεί ακόμα ονόματα. Αυτό θα την κάνει ακόμη πιο λαμπρή. Είναι ίσως ανόητο να κάνουμε εικασίες για το  τι θα συμβεί με την ταυτότητα φύλου μετά την επανάσταση, εκτός από το να πούμε ότι θα γίνει τόσο αδιάφορη όσο το χρώμα ματιών ενός ανθρώπου. Αλλά το πιο σημαντικό, η επανάσταση δεν θα συμβεί καθόλου, αν δεν κερδίσουμε μια νέα γενιά τρανς και φεμινιστών/τριών ακτιβιστών/τριών σε μια ταξική ανάλυση της κοινωνίας και αυτό δεν θα γίνει αν καταλήξουμε στην ίδια πλευρά με τους φανατικούς που θέλουν να μας γυρίσουν πίσω στα μικρά ροζ και μπλε κουτιά μας.
Η Σου Κάλντουελ είναι εκπαιδευτικός, LGBT+ ακτιβίστρια και για πολλά χρόνια μέλος του SWP Βρετανίας.

Μετάφραση: Δήμητρα  Κυρίλλου
Πηγή: Sue Caldwell, “Marxism, feminism and transgender politics”, International Socialism 157, 19th December 2017, http://isj.org.uk/marxism-feminism-and-transgender-politics/

LGBTQ ΑΝΤΑΡΣΥΑ

Ομάδα για το φύλο και τη σεξουαλικότητα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου