Πέμπτη 26 Μαρτίου 2020

Η πανδημία του κοροναϊου και η υγιειονομική και οικονομική κρίση του Στ. Μαυρουδέα


Διπλή κρίση: υγειονομική και οικονομική

Σταύρος Μαυρουδέας  Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας  Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας                                                                     https://stavrosmavroudeas.wordpress.com/           


Σήμερα η ανθρωπότητα βρίσκεται στη δίνη της πανδημίας του κοροναϊού με συνέπεια μία τεράστια υγειονομική κρίση. Ταυτόχρονα όμως η παγκόσμια οικονομία μπαίνει σε μία υφεσιακή τροχιά που πλέον από όλες σχεδόν τις πλευρές χαρακτηρίζεται ως οικονομική κρίση. Δικαιολογημένα λοιπόν μπορούμε να μιλήσουμε για μία διπλή κρίση, τόσο υγειονομική όσο και οικονομική. Προφανώς η πρώτη έχει άμεση προτεραιότητα καθώς συνεπάγεται μαζικές απώλειες ανθρώπινων ζωών. Όμως εκτός από τις άμεσες επιπτώσεις της σε ανθρώπινες ζωές έχει επίσης και σημαντικότατες οικονομικές επιπτώσεις. Αυτές οι οικονομικές επιπτώσεις έχουν σημαντικές συνέπειες στην κοινωνική ευημερία, και αυτό έχει επίσης έμμεσες συνέπειες – αν και όχι άμεσα θανάσιμες – στην υγεία.

Ένα πρώτο ερώτημα είναι πως συνδέεται η υγειονομική και η οικονομική κρίση. Είναι προφανές ότι διαπλέκονται στενά αλλά ταυτίζονται ή όχι; Και πιο συγκεκριμένα, είναι η υγειονομική κρίση το αίτιο ή απλά η αφορμή για το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης;
Ένα δεύτερο κρίσιμο ζήτημα αφορά το ποιος πληρώνει το κόστος της διπλής αυτής κρίσης. Είναι επίσης προφανές ότι επειδή οι σημερινές κοινωνίες απαρτίζονται από κοινωνικές τάξεις με εν πολλοίς αντιτιθέμενα συμφέροντα, το οικονομικό κόστος των υγειονομικών και των οικονομικών επιλογών αποτελεί αντικείμενο διαπάλης μεταξύ τους. Είναι επίσης αναμενόμενο, αν αφήσει στην άκρη κανείς τις υποκριτικές α-κοινωνικές αναλύσεις των Ορθόδοξων Οικονομικών, ότι η κυρίαρχη καπιταλιστική τάξη επιδιώκει να μετακυλήσει τουλάχιστον το μεγαλύτερο τμήμα των βαρών αυτής της διπλής κρίσης στις πλάτες του της μεγάλης εργαζόμενης πλειοψηφίας της κοινωνίας. Μόνο με τον τρόπο αυτό δεν θα θιχθεί καίρια η κερδοφορία της, δηλαδή ο βασικός λόγος λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος.
Το τρίτο κρίσιμο ζήτημα είναι ποια πρέπει να είναι η στάση της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος απέναντι σε αυτή την διπλή κρίση και τα παρεπόμενα της.

Η πανδημία δεν είναι το αίτιο αλλά η αφορμή της οικονομικής κρίσης

Τις ημέρες αυτές τα παγκόσμια χρηματιστήρια καταρρέουν και η πραγματική οικονομία ήδη δείχνει να επιστρέφει στην κρίση παρά τις πανικόβλητες προσπάθειες των περισσότερων κυβερνήσεων να τα στηρίζουν. Ήδη οι πρώτες ενδείξεις δείχνουν μείωση της παραγωγής και αύξηση της ανεργίας.
Τα σημερινά Ορθόδοξα Οικονομικά (δηλαδή η Νέα Μακροοικονομική Συναίνεση[1]) διατείνονται ότι αυτή η επιστροφή της ύφεσης (και ενδεχομένως και της κρίσης, π.χ. El Erian (2020)) οφείλεται στο εξωγενές γεγονός της πανδημίας του κοροναϊου. Χαρακτηριστικά, όλοι οι βασικοί διεθνείς οικονομικού οργανισμοί προέβλεπαν για το 2020 σταθερή αν όχι αυξανόμενη μεγέθυνση (π.χ. η πρόβλεψη του Ιανουαρίου του ΔΝΤ έβλεπε αύξηση του ρυθμού μεγέθυνσης της παγκόσμιας οικονομίας από 2.9% το 2019 σε 3.3% το 2020). Με το ξέσπασμα της πανδημίας όλες αυτές οι προβλέψεις αναθεωρούνται προς τα κάτω και πλέον προβλέπονται αρνητικοί ρυθμοί μεγέθυνσης. Όπως προ-ειπώθηκε, για τα Ορθόδοξα Οικονομικά αυτή η προβλεπόμενη ύφεση (ή και κρίση) δεν προκύπτει από οργανικά προβλήματα των καπιταλιστικών οικονομιών αλλά από τον εξωγενή παράγοντα της πανδημίας. Άλλωστε η απόδοση των κρίσεων σε εξωγενείς παράγοντες είναι ο βασικός τρόπος ερμηνείας των οικονομικών κρίσεων εκ μέρους τους.
Όμως, πιο προσεκτικές αναλύσεις, όπως αυτές τις Μαρξιστικής Πολιτικής Οικονομίας, επισημαίνουν ότι η σημερινή πανδημία αποτελεί την αφορμή για την έκρηξη προϋπαρχόντων προβλημάτων της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Η κρίση του 2008 προκλήθηκε από την φθίνουσα καπιταλιστική κερδοφορία και την συνακόλουθη υπερσυσσώρευση του κεφαλαίου, δηλαδή την υπερβολική συσσώρευση κεφαλαίων που δεν μπορούν πλέον να επενδυθούν επαρκώς κερδοφόρα (Carchedi & Roberts (2018)). Της κρίσης είχε προηγηθεί μία περίοδος οικονομικής ευφορίας που βασίσθηκε ιδιαίτερα στην λειτουργία του πλασματικού κεφαλαίου[2]. Το καπιταλιστικό σύστημα προσπάθησε να υπερβεί την κρίση αυτή εγκαταλείποντας το νεοφιλελεύθερο πρόταγμα ότι η αγορά εξισορροπείται μόνη της και προσφεύγοντας στον κρατικό παρεμβατισμό. Ο τελευταίος εκδηλώθηκε μέσω τόσο της χαλαρής νομισματικής πολιτικής (δηλαδή της μείωσης των επιτοκίων και της αύξησης της προσφοράς χρήματος) όσο και της επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής (δηλαδή της αύξησης των δημόσιων δαπανών και επενδύσεων). Η δεύτερη περιορίσθηκε αισθητά μετά το ξεπέρασμα της κρίσης και επέστρεψε η δημοσιονομική λιτότητα καθώς τα δημοσιονομικά ελλείμματα για την στήριξη της καπιταλιστικής κερδοφορίας είχαν εκτιναχθεί στα ύψη. Η χαλαρή νομισματική πολιτική συνεχίσθηκε μέχρι σήμερα με αποτέλεσμα να εξαντλήσει κάθε δυνατότητα της . Έτσι μετά τον πρακτικό μηδενισμό των επιτοκίων, άρχισαν οι ανορθόδοξες νομισματικές πολιτικές (ποσοτική χαλάρωση κλπ.) και όταν αυτές εξαντλήθηκαν υιοθετήθηκαν τα αρνητικά επιτόκια. Το αποτέλεσμα ήταν η εντελώς παράδοξη κατάσταση όπου το μεν χρέος (δημόσιο και ιδιωτικό) αυξανόταν ενώ ταυτόχρονα ανέβαιναν συνεχώς τα χρηματιστήρια (δηλαδή οι προσδοκίες για καλύτερες προοπτικές της οικονομίας στο μέλλον, ή σε Μαρξιστικούς όρους για αυξανόμενη εξαγωγή υπεραξίας και συνεπώς κερδών στο μέλλον). Η πραγματική οικονομία όμως έδειξε ότι αδυνατούσε να εκπληρώσει το στοίχημα αυτό. Χαρακτηριστικά, ο βιομηχανικός τομέας είχε μπει ήδη σε ύφεση αρκετά πριν το ξέσπασμα της πανδημίας.
Η πανδημία αποτέλεσε την αφορμή για την εκρηκτική ανάδυση όλων αυτών των προϋπαρχόντων προβλημάτων. Οι λόγοι είναι προφανείς. Η μαζική και ανεξέλεγκτη απώλεια ανθρώπινων ζωών μειώνει το εργατικό δυναμικό και έχει αρνητικές επιπτώσεις τόσο στην παραγωγή όσο και στην κατανάλωση. Επιπλέον, τα μέτρα για την αντιμετώπιση της πανδημίας έχουν σοβαρότατες οικονομικές επιπτώσεις. Ιδιαίτερα η λεγόμενη «κοινωνική αποστασιοποίηση» και το συνακόλουθο σταμάτημα – ή υπο-λειτουργία – του μεγαλύτερο τμήματος της οικονομίας έχουν προφανείς αρνητικότατες συνέπειες.

Η πολιτική οικονομία του κοροναϊού: εξομάλυνση ποιας καμπύλης;

Για το επικρατούν καπιταλιστικό κοινωνικο-οικονομικό σύστημα υπάρχει μία αντιθετική σχέση ανάμεσα στα υγειονομικά μέτρα που είναι αναγκαία για την αντιμετώπιση της κρίσης και τις οικονομικές επιπτώσεις τους, ιδιαίτερα σε περίοδο οικονομικής αστάθειας. Αυτό έχει αναγνωρισθεί ρητά από πάμπολλους Ορθόδοξους αναλυτές. Χαρακτηριστικά, τόσο ο Economist (2020) όσο και ο El Erian (2020) επισημαίνουν ότι τα μέτρα για την αντιμετώπιση της πανδημίας έχουν ένα μεγάλο οικονομικό κόστος που επιδεινώνει την ύφεση. Η ερμηνεία είναι προφανής. Στην περίπτωση μιας επιδημίας επιβάλλεται ο περιορισμός ή και το ολοκληρωτικό σταμάτημα πολλών οικονομικών διαδικασιών, γεγονός που συνεπάγεται μείωση του παραγόμενου προϊόντος.
Ανάμεσα στους Ορθόδοξους οικονομολόγους υπάρχει μία τυπική διαμάχη κατά πόσο το εκτεταμένο χρονικά σταμάτημα πολλών οικονομικών δραστηριοτήτων επιδρά στην οικονομία μέσω της προσφοράς ή μέσω της ζήτησης. Η Μαρξιστική πολιτική Οικονομία ξεπερνά αυτό το παραπλανητικό δίλημμα που θυμίζει το αντίστοιχο για το αυγό του Κολόμβου. Το εκτεταμένο σταμάτημα οικονομικών δραστηριοτήτων οδηγεί σε μείωση της κερδοφορίας των καπιταλιστικών επιχειρήσεων καθώς παράγονται λιγότερα προϊόντα. Η μείωση αυτή επιτείνεται περαιτέρω καθώς συνακόλουθα μειώνεται η κατανάλωση καθώς συρρικνώνονται τα διαθέσιμα εισοδήματα και συνεπώς ακόμη και η μειούμενη παραγωγή δεν βρίσκει επαρκεί αγοραστές. Επιπρόσθετα, τα προβλήματα αυτά της πραγματικής οικονομίας έχουν πολλαπλές αρνητικές επιπτώσεις τόσο στο χρηματοπιστωτικό σύστημα όσο και στα δημόσια οικονομικά[3].
Την αντιθετική αυτή σχέση διατύπωσε εξαιρετικά εύστοχα ο Gurinchas (2020): «η ομαλοποίηση της καμπύλης μόλυνσης οδηγεί αναπόφευκτα στην επιδείνωση της καμπύλης μακροοικονομικής ύφεσης».
Οι Baldwin & Weder di Mauro (2020) συνδύασαν τις δύο καμπύλες του Gurinchas στο παρακάτω ενιαίο διάγραμμα:
Στον οριζόντιο άξονα μετριέται ο χρόνος από την εκδήλωση του πρώτου κρούσματος. Στον κάθετο άξονα μετριέται στο θετικό τμήμα του ο αριθμός των κρουσμάτων της επιδημίας και στο αρνητικό τμήμα του η επιδείνωση της οικονομικής ύφεσης. Στο επάνω τμήμα του διαγράμματος δείχνεται ότι στην περίπτωση που δεν εφαρμοσθούν περιοριστικά υγειονομικά μέτρα τότε τα κρούσματα θα είναι πολύ περισσότερα αλλά η ύφεση της επιδημίας θα έρθει γρηγορότερα. Αντιθέτως, τα περιοριστικά υγειονομικά μέτρα οδηγούν σε πολύ λιγότερα κρούσματα αλλά ταυτόχρονα επιμηκύνουν την διάρκεια της επιδημίας. Στην βάση αυτής της υπόθεσης βρίσκεται η αντίληψη περί «ανοσίας αγέλης»[4]. Βέβαια, τόσο ο Gourinchas και οι & Baldwin Weder di Mauro υποστηρίζουν ότι η επιλογή της εφαρμογής περιοριστικών υγειονομικών μέτρων είναι μονόδρομος καθώς στην αντίθετη περίπτωση το κόστος σε ανθρώπινες ζωές θα ήταν υπέρμετρο. Στο κάτω τμήμα του διαγράμματος παρουσιάζεται η υπόθεση ότι τα περιοριστικά υγειονομικά μέτρα εντείνουν την οικονομική ύφεση ενώ η απουσία τους την κάνει ηπιότερη.
Υπάρχουν μία σειρά προβλήματα με την προαναφερθείσα ανάλυση, που είναι χαρακτηριστικά της μονοσήμαντης και βαθύτατα κοινωνικά συντηρητικής αντίληψης των Ορθόδοξων Οικονομικών.
Πρώτον, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η οικονομική ύφεση θα ήταν ηπιότερη χωρίς περιοριστικά υγειονομικά μέτρα. Τα μαζικά κρούσματα – και επιπλέον οι θάνατοι – έχουν σοβαρή επίπτωση τόσο στο διαθέσιμο εργατικό δυναμικό όσο και στην ικανότητα του να επιτελεί παραγωγική εργασία. Η διατήρηση ανοικτών των επιχειρήσεων εν μέσω πανδημίας με την προφανή αύξηση των ασθενούντων αλλά και των θνησκόντων δεν θα αφήσει ανεπηρέαστο και το υπόλοιπο εργατικό δυναμικό στην επιτέλεση της εργασίας του. Αντιθέτως, είναι πιθανότερο να οδηγήσει αφενός σε αποφυγή εργασίας και αφετέρου σε οξύτατες συνδικαλιστικές αντιδράσεις με πιθανό αποτέλεσμα το χειρότερο σενάριο: επιδείνωση της επιδημίας και ταυτόχρονα σταμάτημα της οικονομίας.
Δεύτερον, η ανάλυση αυτή παραγνωρίζει την πολιτικο-οικονομική διάσταση του προβλήματος και ιδιαίτερα το γεγονός ότι διαφορετικά κοινωνικο-οικονομικά συστήματα έχουν διαφορετικές δυνατότητες στην αντιμετώπιση τέτοιων επιδημιών. Αυτό έχει μία άμεση επίπτωση στην διαπιστωμένη αδυναμία του ιδιωτικού τομέα υγείας έναντι του δημόσιου τομέα υγείας στο να αντιμετωπίσει την κρίση.
Το όριο αντοχής της καπιταλιστικής οικονομίας σε ένα επιβεβλημένο για υγειονομικούς λόγους σταμάτημα της οικονομίας είναι σαφώς μικρότερο από αυτό είτε μιας σοσιαλιστικής οικονομίας είτε ακόμη και ενός κρατικού καπιταλισμού. Στην πρώτη περίπτωση οι ιδιωτικές καπιταλιστικές επιχειρήσεις μοιραία οδηγούνται στην χρεοκοπία εφόσον δεν παράγουν κέρδη. Συνεπώς, δεν μπορεί να επωμισθούν μακροχρόνια το βάρος της λειτουργίας τους έστω και σε συνθήκες κάλυψης απλά του κόστους λειτουργίας τους (πόσο μάλλον με ζημιές). Αντιθέτως, μία σοσιαλιστική οικονομία μπορεί να επιβιώσει χωρίς την επίτευξη πλεονάσματος (κερδών) καλύπτοντας απλά τα κόστη παραγωγής. Για τους ίδιους λόγους μπορεί να επιβιώσει περισσότερο ακόμη και με οικονομικές απώλειες. Επίσης, το σοσιαλιστικό κράτος μπορεί να επωμισθεί πολύ μεγαλύτερα βάρη απ’ ότι το αντίστοιχο του στον καπιταλισμό καθώς το πρώτο έχει πολύ μεγαλύτερο οικονομικό μέγεθος και ισχύ. Η περίπτωση του κρατικού καπιταλισμού είναι ενδιάμεση. Στην περίπτωση αυτή ο καπιταλιστικό κράτος επωμίζεται μέρος των βαρών των ιδιωτικών καπιταλιστικών επιχειρήσεων και συνεπώς επιδοτεί ουσιαστικά την επιβίωση τους υπό συνθήκες οικονομικής πίεσης. Συνεπώς, στην σοσιαλιστική περίπτωση η απόσταση των δύο καμπυλών (οικονομική δυσπραγία με ή χωρίς περιοριστικά υγειονομικά μέτρα) λογικά είναι αισθητά μικρότερη. Η περίπτωση του κρατικού καπιταλισμού είναι ενδιάμεση των δύο προαναφερθέντων.
Η συνέπεια των προαναφερθέντων είναι ότι κοινωνικο-οικονομικά συστήματα που λειτουργούν με βάση ένα δημόσιο τομέα υγείας ανταπεξέρχονται καλύτερα στο πρόβλημα της επιδημίας. Κατ’ αναλογία, καπιταλιστικές οικονομίες που έχουν ένα μεγάλο και αποτελεσματικό δημόσιο σύστημα υγείας αντιμετωπίζουν καλύτερα το πρόβλημα σε σχέση με αυτές που έχουν ένα αδύναμο δημόσιο σύστημα υγείας και βασίζονται κυρίως στον ιδιωτικό τομέα υγείας (π.χ. ΗΠΑ).

Οικονομικό κόστος και Πολιτική Υγείας: καταστολή ή απάλυνση της πανδημίας;

Η προαναφερθείσα Ορθόδοξη ανάλυση θέτει το γενικότερο πλαίσιο μέσα στο οποίο συζητούνται οι πολιτικές υγείας για την αντιμετώπιση της επιδημίας του κοροναϊου. Το πλαίσιο της συζήτησης έχει δοθεί εξαιρετικά καθαρά από την πρόσφατη μελέτη επιδημιολογικής ερευνητικής ομάδας του Imperial College (2020). Στην μελέτη αυτή διακρίνονται δυο εναλλακτικές πολιτικές υγείας.
Η πρώτη πολιτική ονομάζεται Καταστολή (suppression) και αποσκοπεί στο να σταματήσει με δραστικά μέτρα την επιδημία. Βασικά εργαλεία της είναι το εκτεταμένο κλείσιμο οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών δραστηριοτήτων (π.χ. κλεισίματα επιχειρήσεων και υπηρεσιών εκτός των απολύτως αναγκαίων, απαγόρευση κυκλοφορίας).
Η δεύτερη πολιτική ονομάζεται Απάλυνση (mitigation) και αποσκοπεί στο να κάνει ηπιότερη την εκδήλωση της επιδημίας. Βασικά εργαλεία της είναι το στοχευμένο σταμάτημα συγκεκριμένων δραστηριοτήτων και όχι γενικευμένες απαγορεύσεις. Σε μεγάλο βαθμό, αυτή η δεύτερη πολιτική συνδυάζεται με την υπόθεση της «ανοσίας αγέλης».
Όμως η μελέτη του Imperial College, παρόλη την υποστήριξη που παρέχει στην πρώτη πολιτική, επισημαίνει η επιδημία μπορεί αρχικά να κατασταλεί αλλά, εφόσον δεν έχει βρεθεί φάρμακο ή/και εμβόλιο θεραπείας της, να επιστρέψει όταν αρθούν τα περιοριστικά υγειονομικά μέτρα. Αυτό σημαίνει ότι η χώρα θα πρέπει να ξαναεφαρμόσει περιοριστικά μέτρα και με τον τρόπο αυτό δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος επιβολής και άρσης περιοριστικών υγειονομικών μέτρων.
Μέχρι τώρα υπάρχουν διαφορετικά δείγματα γραφής από διαφορετικές χώρες όσον αφορά τις εφαρμοζόμενες πολιτικές υγείας. Η Κίνα, που πρώτη αντιμετώπισε την επιδημία, προχώρησε πολύ γρήγορα στην εφαρμογή της πολιτικής της Καταστολής με αποτέλεσμα να εμφανίζει σήμερα σχεδόν πλήρη περιορισμό της. Οι περισσότερες Δυτικές χώρες στην αρχή υποτίμησαν το πρόβλημα – παρά το πρόδρομο παράδειγμα της Κίνας – και κινήθηκαν περισσότερο στη λογική της πολιτικής Απάλυνσης. Όμως, γρήγορα η τραγική περίπτωση της Ιταλίας οδήγησε τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες στην επιλογή της πολιτικής Καταστολής. Μόνο κυρίως οι αγγλο-σαξωνικές χώρες (ΗΠΑ, ΗΒ) εξακολούθησαν στο δρόμο αυτό. Αν και πλέον τουλάχιστον το ΗΒ αναγκάζεται να αλλάξει κατεύθυνση εμπρός στο ανθρώπινο κόστος της επιδημίας. Ανάλογα, οι ΗΠΑ φαίνεται να σύρονται με χρονική υστέρηση στον ίδιο δρόμο.
Όμως οι δεύτερες σκέψεις παραμένουν πάντα. Χαρακτηριστικά, ο Economist (2020) διατείνεται ότι «η πολιτική Απάλυνσης κοστίζει παρά πολλές ανθρώπινες ζωές ενώ η πολιτική Καταστολής μπορεί να είναι οικονομικά μη-βιώσιμη». Μάλιστα, ο Economist (2020), στο τμήμα του Briefing το θέτει ακόμη πιο εμφατικά: «οι στρατηγικές καταστολής μπορεί να δουλεύουν για λίγο». Με τον τρόπο αυτό προετοιμάζει για την εναλλακτική: μπορεί σήμερα να είναι πολιτικά ανέφικτο οι κυβερνήσεις να προχωρήσουν στη λογική της Απάλυνσης και να μειώσουν τους περιορισμούς στις οικονομικές δραστηριότητες, όμως αν το οικονομικό σύστημα κινδυνεύει να καταρρεύσει τότε δεν θα υπάρχει άλλη επιλογή.
Με βάση το επιχείρημα αυτό υποστηρίζει ότι, εάν δεν βρεθεί σύντομα θεραπεία για την επιδημία του κοροναϊού, τότε αναγκαστικά θα υπάρξει μία στροφή στην πολιτική Απάλυνσης.
Υπάρχει και μία δευτερεύουσα αλλά καθόλου ασήμαντη διάσταση στις προαναφερθείσες συζητήσεις. Αυτή αφορά την ικανότητα του συστήματος υγείας να διαχειρισθεί την επιδημία είτε με πολιτική Καταστολής είτε με πολιτική Απάλυνσης. Ο Gourinchas (2020) την επισημαίνει εύστοχα στο ακόλουθο διάγραμμα.
Η ικανότητα αποτελεσματικής εφαρμογής οποιασδήποτε από τις δύο προαναφερθείσες πολιτικές υγείας εξαρτάται από την «χωρητικότητα» του συστήματος υγείας (δηλαδή, πρακτικά, τον αριθμό των ΜΕΘ και του νοσηλευτικού προσωπικού). Επίσης, μία άλλη σημαντική παράμετρος είναι ο βαθμός προστασίας του νοσηλευτικού προσωπικού (δηλαδή το ποσοστό του που μολύνεται από την επιδημία και βγαίνει πρακτικά εκτός μάχης). Είναι προφανές από τα προαναφερθέντα αλλά αποδεικνύεται και έμπρακτα στην τρέχουσα επιδημία ότι χώρες με ισχυρότερα και μεγαλύτερα δημόσια συστήματα υγείας είναι σε καλύτερη θέση από χώρες με αδύναμα ιδιωτικοποιημένα συστήματα υγείας[5]. Έχει ενδιαφέρον ότι αυτή η διάσταση δημόσιου – ιδιωτικού απουσιάζει σχεδόν εντελώς από τις σημερινές Ορθόδοξες οικονομικές συζητήσεις.


Οικονομική Πολιτική και Πολιτική Υγείας: το τέλος του Νεοφιλελευθερισμού και η συνέχιση του νεοσυντηρητισμού με άλλα μέσα

Ο σημερινός συντονισμός οικονομικής κρίσης και υγειονομικής κρίσης οδηγεί στην εξαγωγή ορισμένων κρίσιμων συμπερασμάτων.
Πρώτον, είναι φανερό ότι ο Νεοφιλελευθερισμός έχει αποτύχει παταγωδώς. Στην οικονομική πολιτική η αντίληψη του ότι η αγορά αυτορυθμίζεται και το κράτος πρέπει να αποσυρθεί από την οικονομία κατόρθωσε μεν να αυξήσει τον βαθμό εκμετάλλευσης της εργασίας (δηλαδή το ποσοστό υπεραξίας σε Μαρξιστικούς όρους) αλλά δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει την υπερσυσσώρευση κεφαλαίων και να ανορθώσει επαρκώς το ποσοστό κέρδους. Επιπλέον, η επίκληση του ότι οι οικονομικές κρίσεις είναι εξωγενείς έκανε τον Νεοφιλελευθερισμό ιδιαίτερα ανίκανο να διαμορφώσει οικονομικές πολιτικές αντιμετώπισης των κρίσεων. Κατ’ αναλογία, στον τομέα της υγείας η προσπάθεια του να ιδιωτικοποιήσει τα δημόσια συστήματα υγείας (είτε άμεσα είτε έμμεσα κατακερματίζοντας τα και δημιουργώντας συνθήκες ανταγωνισμού μεταξύ των τμημάτων τους και ενισχύοντας τις συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα) έχει τραυματίσει καίρια τα συστήματα υγείας.
Η αποτυχία του Νεοφιλελευθερισμού εμπρός στην παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 σηματοδότησε με εμφατικό τρόπο την διαδοχή του από την σοσιαλ-φιλελεύθερης κοπής Νέα Μακροοικονομική Συναίνεση. Η σημερινή κρίση κάνει ακόμη πιο εμφανή την διαδοχή αυτή. Με τα πρώτα σημάδια της επερχόμενης κρίσης υιοθετούνται πλέον όχι μόνο χαλαρές νομισματικές πολιτικές αλλά πλέον το κέντρο βάρους περνά σε επεκτατικές δημοσιονομικές πολιτικές. Είναι χαρακτηριστική, στην περίπτωση της ΕΕ, η ουσιαστική απελευθέρωση των δημόσιων δαπανών και ελλειμμάτων από τους περιορισμούς του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης με αφορμή την επιδημία του κοροναϊού. Είναι ακόμη πιο χαρακτηριστική η χαλάρωση των περιορισμών για τις χώρες της ευρω-περιφέρειας που βρίσκονται μέσα σε Προγράμματα Οικονομικής Προσαρμογής (όπως η Ελλάδα).
Μάλιστα, εμπρός στην εξάντληση των νομισματικών πολιτικών το κέντρο βάρους περνά στη δημοσιονομική πολιτική καθώς εξαγγέλλονται εκτεταμένα δημοσιονομικά πακέτα στήριξης της οικονομίας. Μάλιστα ήδη διατυπώνονται δι’ επισήμων χειλέων απόψεις για κρατικοποίηση κρίσιμων τομέων της οικονομίας[6].
Επιπρόσθετα, επιστρέφει πλέον και ρητά η βιομηχανική πολιτική[7] και μάλιστα με εξαιρετικά ενεργή και διακριτική μορφή. Χαρακτηριστικά, με αφορμή την επιδημική κρίση μεγάλα κονδύλια κατευθύνονται στον τομέα υγείας και διατυπώνονται αντίστοιχοι προβληματισμοί για κάθετη βιομηχανική πολιτική. Σημειωτέον ότι ο μεν Νεοφιλελευθερισμός αποτάσσεται συλλήβδην την βιομηχανική πολιτική ενώ ο διάδοχος του (η Νέα Μακροοικονομική Συναίνεση), αρχικά τουλάχιστον έβλεπε μόνο οριζόντιες βιομηχανικές πολιτικές.
Δεύτερον, διαφαίνεται όμως και η επερχόμενη αποτυχία της διάδοχης Ορθοδοξίας, δηλαδή της Νέας Μακροοικονομικής Συναίνεσης. Οι πολιτικές που προωθεί – με την επιστροφή ενός ελεγχόμενου κρατικού παρεμβατισμού και την συστηματική αντι-κυκλική χρήση όλων των κρατικών πολιτικών – μπορεί να απέφυγε την καταστροφή στην παγκόσμια κρίση του 2008 αλλά δεν κατόρθωσε να ανατάξει τις πολύ βαθιές αντιφάσεις και τα προβλήματα της καπιταλιστικής οικονομίας. Τα προβλήματα αυτά ήδη διαφαίνονται με την αδυναμία των οικονομικών πολιτικών της να αποσοβήσουν την οικονομική κρίση που επέρχεται με αφορμή την επιδημία του κοροναϊου. Επιπλέον, στον τομέα των πολιτικών υγείας ουσιαστικά δεν έδωσε κάποιο σημαντικό διαφορετικό δείγμα γραφής από τον προκάτοχο της και πρακτικά συνέχισε την πολιτική λιτότητας και άμεσης και έμμεσης ιδιωτικοποίησης του συστήματος υγείας.
Τρίτον, η αντιμετώπιση της υγειονομικής και οικονομικής κρίσης έχει σοβαρότατο οικονομικό κόστος. Στις ταξικά διαιρεμένες κοινωνίες της εποχής μας το ποιος θα επωμισθεί το κόστος αυτό είναι πεδίο έντονων συγκρούσεων. Για την κυρίαρχη καπιταλιστική τάξη ο συνδυασμός αυτός των δύο κρίσεων αποτελεί κίνδυνο αλλά και ταυτόχρονα ευκαιρία. Αποτελεί κίνδυνο γιατί κάθε τέτοιος συνδυασμός απειλεί τις θεμελιώδεις λειτουργίες της καπιταλιστικής οικονομίας. Όμως αποτελεί και ευκαιρία καθώς το σύστημα πειραματίζεται με νέες μορφές εργασιακών σχέσεων και αμοιβών. Η τηλε-εργασία (για όσες κατηγορίες εργασίας είναι αυτή εφικτή και αποτελεσματική χωρίς να μειώνει την παραγωγικότητα), η μείωση του μισθολογικού κόστους (με ευέλικτες μορφές απασχόλησης και μείωση των μισθών, ενδεχομένως με αμοιβή με το κομμάτι κλπ.) και η περαιτέρω απορρύθμιση της εργατικής νομοθεσίας είναι ήδη πεδία τέτοιων δοκιμών.
Σε πρώτη φάση βέβαια το οικονομικό κόστος της αντιμετώπισης της υγειονομικής κρίσης περνά στο κράτος και συνεπώς μετακυλίεται (συνήθως άνισα) και στις άλλες κοινωνικές τάξεις μέσω της φορολογίας. Έτσι το κράτος επιδοτεί τις επιχειρήσεις που κλείνουν ή δουλεύουν περιορισμένα. Επίσης αναλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του μισθολογικού κόστους των επιχειρήσεων που υπολειτουργούν ή κλείνουν μέσω διαφόρων εργατικών επιδομάτων (που υπολείπονται του μισθού). Ταυτόχρονα όμως ουσιαστικά φαλκιδεύεται η εργατική νομοθεσία ιδιαίτερα όσον αφορά τις απολύσεις[8].
Μεσοπρόθεσμα, ο προβληματισμός του συστήματος είναι πως θα καλυφθούν τα αυξανόμενα δημοσιονομικά ελλείμματα και χρέος που δημιουργούνται στην προσπάθεια αντιμετώπισης του συνδυασμού των δύο κρίσεων. Μακροπρόθεσμα όμως το κέντρο βάρους περνά στις βαθύτερες διαρθρωτικές αλλαγές που μπορεί να καλύψουν τις απώλειες του συστήματος και να ανατάξουν την καπιταλιστική κερδοφορία.
Είναι προφανές ότι για τον κόσμο της εργασίας, δηλαδή την μεγάλη εργαζόμενη πλειοψηφία των κοινωνιών μας, αυτή η «νέα νέα κανονικότητα» που διερευνάται και επιδιώκεται να επιβληθεί με αφορμή την επιδημία του κοροναϊου υπόσχεται ένα μέλλον ενδεχομένως πιο δυστοπικό και από την επιδημία αυτή καθ’ εαυτή.

Η Αριστερά και το εργατικό κίνημα απέναντι στη διπλή κρίση

Για τους κομμουνιστές, την Αριστερά και το εργατικό κίνημα η σημερινή συγκυρία θέτει σοβαρότατα ζητήματα προσανατολισμού.
Πρώτον, απέναντι στην υγειονομική κρίση η απάντηση δεν μπορεί να είναι άλλη παρά ότι πρέπει να εφαρμοσθούν τα πιο δραστικά μέτρα ασχέτως του οικονομικού κόστους τους. Το κεφάλαιο εμπρός στην οικονομική κρίση έχει διακηρύξει ότι οι αστικές κυβερνήσεις πρέπει να κάνουν «οτιδήποτε χρειάζεται» (‘whatever it takes’). Απέναντι όμως στην υγειονομική κρίση έχει πάντα δεύτερες σκέψεις. Η Αριστερά και το εργατικό κίνημα πρέπει να απαιτήσουν τον περιορισμό ή και το κλείσιμο όσων οικονομικών δραστηριοτήτων επιβάλλεται. Ταυτόχρονα, στις απαραίτητες οικονομικές δραστηριότητες πρέπει να τηρούνται τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας.
Δεύτερον, το οικονομικό κόστος της διπλής κρίσης να μην το επωμισθεί η εργαζόμενη κοινωνική πλειοψηφία αλλά το κεφάλαιο. Το κοινωνικο-οικονομικό σύστημα στο οποίο ζούμε ανήκει στο δεύτερο. Μεγάλο τμήμα των σύγχρονων ασθενειών και επιδημιών έχει και κοινωνικά αίτια που απορρέουν από την λειτουργία του κυρίαρχου κοινωνικο-οικονομικού συστήματος. Και τέλος, η κυρίαρχη τάξη έχει συσσωρεύσει όλες τις πρόσφατες δεκαετίες τεράστια αποθέματα πλούτου που, αδυνατώντας να τα επενδύσει επαρκώς κερδοφόρα, τα «παίζει» στη σφαίρα του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Αντίθετα, το μερίδιο των μισθών στο συνολικό προϊόν έχει μειωθεί σταθερά και σημαντικότατα όλες αυτές τις δεκαετίες. Συνεπώς την κρίση οφείλουν και μπορούν να πληρώσουν «οι έχοντες και κατέχοντες».
Τρίτον, για να μην πληρώσει την κρίση ο κόσμος της εργασίας (που άλλωστε είναι ήδη σε οικτρή κατάσταση) η Αριστερά και το εργατικό κίνημα πρέπει να δει καθαρά ποιος είναι ο πραγματικός αντίπαλος. Οι αντι-Νεοφιλελεύθερες οιμωγές και οι γονυπετείς παρακλήσεις περί περισσότερου κράτους αποτελούν μυωπική στάση. Ο Νεοφιλελευθερισμός έχει πεθάνει και το (αστικό) κράτος – που ποτέ δεν έφυγε όσον αφορά τα καίρια ζητήματα – έχει ήδη επιστρέψει. Όμως η σημερινή σοσιαλ-φιλελεύθερη Ορθοδοξία απλά υπόσχεται κάποιες περισσότερες ασπιρίνες στους κοινωνικο-οικονομικούς καρκίνους που δημιουργεί το σύστημα. Είναι ο επιστρέφων κρατικός παρεμβατισμός που στηρίζει αφειδώς το κεφάλαιο και επιδιώκει να μετακυλήσει τα βάρη στους εργαζόμενους. Και είναι οι κυρίαρχες σήμερα νεο-Κεϋνσιανές πολιτικές και αντιλήψεις που αποτελούν το όχημα αυτής της αλλαγής. Απέναντι σε όλα αυτά η Αριστερά και το εργατικό κίνημα πρέπει να αγωνιστεί για βαθιές δομικές αλλαγές. Κατ’ αρχήν τα κόστη της διπλής κρίσης να τα επωμισθεί το κεφάλαιο. Επιπλέον, βασικοί τομείς της οικονομικής δραστηριότητας να από-εμπορευματοποιηθούν και να οργανωθεί η παροχή των προϊόντων και των υπηρεσιών τους με βάση δημόσια και καθολικά συστήματα. Η περίπτωση της υγείας είναι η πιο χαρακτηριστική και στο επίκεντρο της σημερινής διπλής κρίσης. Η επιβολή δημόσιων συστημάτων υγείας και ισχυρή χρηματοδότηση και στελέχωση και απεξαρτημένων από έμμεσες μορφές ιδιωτικοποίησης είναι άμεση ανάγκη, ιδιαίτερα με την συχνότητα που πλέον εμφανίζονται μεγάλα επιδημικά κύματα. Η χρηματοδότηση των συστημάτων αυτών πρέπει να βασίζεται σε ισχυρά προοδευτικά συστήματα φορολογίας (δηλαδή με μεγάλη φορολογική κλιμάκωση όσο αυξάνουν τα εισοδήματα και με αντίστοιχη αυξημένη φορολογία των επιχειρηματικών κερδών και με σύλληψη της φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής του κεφαλαίου).
Τέταρτον, η Αριστερά και το εργατικό κίνημα πρέπει να σταθούν αποφασιστικά ενάντια στη «νέα νέα κανονικότητα» που προσπαθεί να επιβάλλει το κεφάλαιο. Δεν πρέπει να γίνει ανεκτή η ανατροπή της εργατικής νομοθεσίας και η τελευταία πρέπει να ενισχυθεί περαιτέρω, μετά την εκτεταμένη απορρύθμιση της όλη την τελευταία περίοδο. Ιδιαίτερα πρέπει να αντιμετωπισθεί η επιδιωκόμενη αλλαγή των εργασιακών σχέσεων μέσω της τηλε-εργασίας και οι νέες μορφές ελέγχου και εντατικοποίησης της εργασίας που επιδιώκει να επιβάλλει το κεφάλαιο (βλέπε Manacourt (2020)).
Τελευταίο, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό. Η πανδημία του κοροναϊου και η επιβεβλημένη «κοινωνική αποστασιοποίηση» έφερε σοβαρότατους περιορισμούς σε πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα. Είναι ήδη εμφανές ότι το σύστημα πειραματίζεται, με βάση αυτούς τους περιορισμούς, τόσο για την γενικότερη εφαρμογή τους όσο και για νέες μορφές ιδεολογικής χειραγώγησης της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας. Η Αριστερά και το εργατικό κίνημα πρέπει να αποκρούσουν αποφασιστικά τις προσπάθειες αυτές.

Βιβλιογραφία


Baldwin R. & Weder di Mauro B. (2020), Introduction σε Baldwin R. & Weder di Mauro B. (eds.), Mitigating the COVID Economic Crisis, London: CEPR Press
 Carchedi G. & Roberts M. (2018), World in Crisis, Chicago: Haymarket Books.
 Economist (2020), ‘Closed by covid-19: Paying to stop the pandemic’, Economist 19 March
 El Erian M. (2020), ‘The Coming Coronavirus Recession and the Uncharted Territory Beyond’, Foreign Affairs 17 March
 Gourinchas P-O. (2020), ‘Flattening the Pandemic and Recession Curves’ σε Baldwin R. & Weder di Mauro B. (eds.), Mitigating the COVID Economic Crisis, London: CEPR Press
 Manacourt V. (2020), ‘Working from home? Your boss is watching’, Politico 3/18/20 https://www.politico.eu/article/working-from-home-your-boss-is-watching/
 Mavroudeas S. & Papadatos F. (2018), ‘Is the Financialisation Hypothesis a theoretical blind alley?’, World Review of Political Economy vol.9 no.4. https://stavrosmavroudeas.wordpress.com/2020/03/11/is-the-financialization-hypothesis-a-theoretical-blind-alley-s-mavroudeas-d-papadatos-world-review-of-political-economy/
[1] Η Νέα Μακροοικονομική Συναίνεση έχει διαδεχθεί σταδιακά από τα τέλη του 20ου αι. τον Νεοφιλελευθερισμό μετά την αποτυχία του τελευταίου να αντιμετωπίσει τα μακροχρόνια προβλήματα της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Η κυριαρχία της ισχυροποιήθηκε μετά την παγκόσμια κρίση του 2008, που σε μεγάλο βαθμό επισφράγισε την αποτυχία του Νεοφιλελευθερισμού. Η Νέα Μακροοικονομική Συναίνεση συνδυάζει τον Νέο Κεϋνσιανισμό (που αναγνωρίζει την πιθανότητα εκδήλωσης βραχυχρόνιων ανισορροπιών λόγω ανελαστικοτήτων κάποιων παραγωγικών συντελεστών) με στοιχεία του Νεοφιλελευθερισμού (ορθολογικές προσδοκίες, μακροχρόνια τάση εξισορρόπησης των αγορών). Η Νέα Μακροοικονομική Συναίνεση, σε αντίθεση με το Νεοφιλελευθερισμό, θεωρεί ότι οι βραχυχρόνιες ανισορροπίες απαιτούν κρατική οικονομική παρέμβαση. Υποστηρίζει ότι χρειάζεται ένας επιτελικός οικονομικός ρόλος του κράτους σε αντίθεση τόσο με το παραδοσιακό Κεϋνσιανό παρεμβατικό κράτος όσο και με την Νεοφιλελεύθερη θέση της πλήρους απόσυρσης του κράτους από την οικονομία. Στα πλαίσια αυτά θεωρεί ότι βραχυχρόνια η νομισματική πολιτική ο κύριος βραχίονας ενώ η δημοσιονομική πολιτική έχει κυρίως υποστηρικτικό ρόλο. Όμως σταδιακά, τόσο μετά την κρίση του 2008 και πλέον με την επερχόμενη ύφεση, ο ρόλος της δημοσιονομικής πολιτικής αναβαθμίζεται συνεχώς. Επιπλέον, αναγνωρίζεται και η ανάγκη κάθετης και διακριτικής βιομηχανικής πολιτικής.
[2] Το πλασματικό κεφάλαιο ουσιαστικά είναι προεξόφληση στο σήμερα μελλοντικών οικονομικών αποδόσεων (για μία διεξοδικότερη ανάλυση βλέπε Mavroudeas & Papadatos (2018)). Λειτουργεί βασικά μέσω των κεφαλαιαγορών. Πρακτικά είναι στοίχημα σε μέλλουσα να εξαχθεί υπεραξία. Εφόσον οι σχετικές προσδοκίες είναι θετικές τότε οδηγεί σε μία αύξηση των επενδύσεων. Εάν όμως η πραγματική οικονομία διαψεύσει τις προσδοκίες αυτές τότε προκαλείται οικονομικό κραχ.
[3] Οι κακές αποδόσεις ή/και η χρεοκοπία παραγωγικών επιχειρήσεων επιδρά αρνητικά τόσο στον τραπεζικό τομέα (καθώς αυξάνονται τα «κόκκινα δάνεια») όσο και στην κεφαλαιαγορά (καθώς καταρρέουν οι τιμές των μετοχών). Αντίστοιχα, η συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας συνεπάγεται μείωση των δημόσιων εσόδων και, στους σημερινούς καιρούς, αύξηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και αδυναμία πληρωμής του δημόσιου χρέους.
[4] Η υπόθεση της «ανοσίας αγέλης» υποστηρίζει ότι η γρηγορότερη εξάπλωση μιάς επιδημίας θα οδηγήσει στην γρηγορότερη δημιουργία αντισωμάτων από τον ανθρώπινο πληθυσμό. Θα έχει μεν ένα μεγάλο αρχικό ανθρώπινο κόστος αλλά θα φέρει γρηγορότερα τον περιορισμό της επιδημίας.
[5] Είναι χαρακτηριστικό ότι η έμμεση ιδιωτικοποίηση του ιταλικού δημόσιου συστήματος υγείας μέσω του κατακερματισμού του σε ξεχωριστές περιφέρειες (σε οιωνεί ανταγωνισμό μεταξύ τους) προκάλεσε σοβαρά προβλήματα συνεννόησης και περιφερειακές ανισορροπίες ιδιαίτερα στα πρώτα κρίσιμα στάδια της επιδημίας.
[6] Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της κρατικοποίησης της Alitalia στην Ιταλία.
[7] Ο όρος Βιομηχανική Πολιτική περιγράφει ένα ευρύ φάσμα κρατικών στόχων και δράσεων για την προώθηση της οικονομικής αποδοτικότητας και της βιωσιμότητας συγκεκριμένων κλάδων της εγχώριας οικονομίας. Είναι από την φύση της εξαιρετικά παρεμβατική. Ο Νεοφιλελευθερισμός υποστηρίζει ότι είναι αναποτελεσματική και μάλιστα επιβάλλεται να μην υπάρχει καθώς «παραμορφώνει την ελεύθερη λειτουργία της αγοράς». Διακρίνονται δύο ευρύτερες κατηγορίες Βιομηχανικής Πολιτικής: (α) η οριζόντια (γενικές ρυθμίσεις και πολιτικές για το σύνολο της οικονομίας χωρίς να επηρεάζεται η ισορροπία μεταξύ των επιμέρους κλάδων της οικονομίας) και (β) κάθετη (εστιάζει σε συγκεκριμένους κλάδους και εφαρμόζει διακριτικές (δηλαδή διαφοροποιημένες) ρυθμίσεις και πολιτικές που αλλάζουν την ισορροπία μεταξύ των επιμέρους κλάδων της οικονομίας).
 [8] Είναι χαρακτηριστικό ότι στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας ήδη αναφέρεται μία μείωση της απασχόλησης της τάξης των 40.000 θέσεων εργασίας. Επιπλέον, υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις για μαζική μετατροπή συμβάσεων πλήρους σε μερικής απασχόλησης.


Κυριακή 22 Μαρτίου 2020

Naomi Klein: “Ο Κορονοϊός είναι η Τέλεια Καταστροφή για τον Καπιταλισμό της Καταστροφής”

     WUHAN, CHINA – FEBRUARY 03 (Photo by Getty Images)
Πηγή: babylonia.gr. Μεταφράση Θεόφιλου Βανδώρου από το vice.com. (με μικρή αλλαγή στον τίτλο).
Η Ναόμι Κλάιν εξηγεί πως οι κυβερνήσεις και η παγκόσμια ελίτ θα εκμεταλλευτούν την πανδημία.
Ο Κορονοϊός είναι επίσημα μία παγκόσμια πανδημία που έως τώρα έχει μολύνει 10 φορές περισσότερους ανθρώπους από τον SARS. Πανεπιστήμια, μουσεία και θέατρα σε όλη την επικράτεια των ΗΠΑ κλείνουν και σύντομα μπορεί να συμβεί το ίδιο σε ολόκληρες πόλεις. Εξειδικευμένοι επιστήμονες προειδοποιούν πως κάποιοι πολίτες που ίσως έχουν μολυνθεί και ασθενούν με τον ιό που είναι γνωστός ως COVID-19, συνεχίζουν την καθημερινή τους ρουτίνα είτε επειδή οι εργασίες τους δεν προβλέπουν άδεια μετ’ αποδοχών ή λόγω συστημικών ελλείψεων στο ιδιωτικό σύστημα υγειονομικής περίθαλψης.
Οι περισσότεροι από εμάς δεν είναι σίγουροι τί να κάνουν ή ποιον να ακούσουν. Ο Πρόεδρος Τραμπ αντικρούει τις προτροπές του Κέντρου για τον Έλεγχο και την Πρόληψη Επιδημιών. Αυτά τα αντικρουόμενα  μηνύματα έχουν περιορίσει το χρόνο αντίδρασης ώστε να περιοριστούν τα κρούσματα αυτού του ιδιαίτερα μολυσματικού ιού.
Έχουν δημιουργηθεί οι τέλειες συνθήκες για τις κυβερνήσεις και την παγκόσμια ελίτ, ώστε να εφαρμόσουν μέτρα μίας πολιτικής ατζέντας που σε κάθε άλλη περίπτωση θα είχαν αντιμετωπιστεί από μεγάλη αντίδραση, εάν όλοι μας δεν ήμασταν τόσο αποπροσανατολισμένοι. Η διαδοχή των γεγονότων στο ξέσπασμα της κρίσης του Κορονοϊού, δεν είναι μοναδική. Είναι το προσχέδιο που οι πολιτικοί και οι κυβερνήσεις ακολουθούν εδώ και δεκαετίες και είναι γνωστό ως: “Δόγμα του Σοκ”, ένας όρος που καταγράφηκε από την ακτιβίστρια και συγγραφέα Ναόμι Κλάιν στο βιβλίο της (2007) με τον ίδιο τίτλο.
Η Ιστορία είναι ένα χρονολόγιο διαδοχής ανάλογων Κρίσεων (σοκ) – το σοκ των πολέμων, των φυσικών καταστροφών και των οικονομικών κρίσεων – και των επακόλουθων καταστροφών. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το αποτέλεσμα χαρακτηρίζεται από τον “Καταστροφικό Καπιταλισμό”, τις υπολογισμένες  λύσεις της “ελεύθερης αγοράς” που εκμεταλλεύονται και οξύνουν τις υπάρχουσες ανισότητες.
Η Κλάιν μας λέει πως βλέπουμε ήδη να εκδηλώνεται ο Καταστροφικός Καπιταλισμός στο εθνικό επίπεδο. Ο Τραμπ προτείνει ως μέτρο αναχαίτισης των αποτελεσμάτων του Κορονοϊού ένα πακέτο περικοπών 700 δις δολαρίων που θα περιλαμβάνουν τους φόρους στις αμοιβές των μισθωτών (κάτι που θα καταστρέψει το Σύστημα Συντάξεων και Περίθαλψης) και θα προσφέρει βοήθεια στις βιομηχανίες που θα παρουσιάσουν ελλείμματα ως αποτέλεσμα της πανδημίας.
“Αυτές τις ενέργειες δεν τις εφαρμόζουν επειδή πιστεύουν πως θα είναι ο πιo αποτελεσματικός τρόπος να απαλύνουν τα δυσάρεστα αποτελέσματα στη διάρκεια της πανδημίας, αλλά είχαν ήδη έτοιμα ανάλογα σχέδια και τώρα βρήκαν την ευκαιρία να τα εφαρμόσουν” λέει η Κλάιν.
Το VICE μίλησε με την Κλάιν γύρω από το πως η “Κρίση” του Κορονοϊού ανοίγει το δρόμο για μία διαδοχή γεγονότων όπως τα περιέγραψε πριν από μία δεκαετία και πλέον στο βιβλίο: “Το Δόγμα του Σοκ”.
Αυτή η συνέντευξη έχει μονταριστεί ως προς το χρόνο και τη σαφήνεια.
Vice: Ας αρχίσουμε με τα βασικά. Τι είναι ο Καταστροφικός Καπιταλισμός; Ποια είναι η σχέση του με το “Δόγμα του Σοκ”;
Νaomi Klein: Ο τρόπος που ορίζω τον Καταστροφικό Καπιταλισμό είναι ευθύς: περιγράφει τον τρόπο που οι ιδιωτικές βιομηχανίες αρπάζουν την ευκαιρία να κερδοσκοπήσουν μέσα στις μεγάλες κρίσεις. Η κερδοσκοπία σε περίοδο καταστροφών και πολέμων δεν είναι μία νέα ιδέα, όμως πραγματικά έλαβε μεγάλες διαστάσεις στη διάρκεια της προεδρίας Μπους μετά τις 11 Σεπτεμβρίου (9/11), όταν η κυβέρνηση ανακοίνωσε τη μορφή της διαρκούς κρίσης ασφαλείας, ενώ ταυτόχρονα την ιδιωτικοποίησε και την εξωτερίκευσε – κι αυτό συμπεριλάμβανε τον εγχώριο, ιδιωτικό τομέα ασφαλείας όπως και την (ιδιωτικοποιημένη) εισβολή και κατοχή στο Ιράκ και το Αφγανιστάν.
Το “Δόγμα του Σοκ” είναι η πολιτική στρατηγική που χρησιμοποιεί κρίσεις μεγάλης εμβέλειας ώστε να προωθήσει πολιτικές που συστηματικά διευρύνουν την ανισότητα, πλουτίζουν τις ελίτ  και υπονομεύουν οποιονδήποτε άλλον. Σε στιγμές κρίσεων οι άνθρωποι τείνουν να εστιάζουν στις καθημερινές ανάγκες για να επιβιώσουν μέσα στην κρίση, όποια κι αν είναι, και επίσης εμπιστεύονται περισσότερο εκείνους που κατέχουν την εξουσία. Την ώρα της κρίσης δεν προσέχουμε όσο πρέπει το παιχνίδι της εξουσίας.
VΑπό πού προέρχεται αυτή η πολιτική στρατηγική; Πώς διαγράφεις την ιστορία της στην Αμερικανική πολιτική;
N.KΤο “Δόγμα του Σοκ” ως στρατηγική ήταν μία αντιπαράθεση στην πολιτική του New Deal του FDR (ΣτΜ. Πρόεδρος Ρούσβελτ). [Economist]  Ο Milton Friedman (ΣτΜ. Θιασώτης της Ελεύθερης Αγοράς και του Νεοφιλελευθερισμού) πιστεύει πως όλα έγιναν χειρότερα στην Αμερική μετά την εφαρμογή του  New Deal. Αντιδρώντας στη Μεγάλη Οικονομική Κρίση (1929) και στο Dust Bowl τη δεκαετία του  ’30  (Θύελλες σκόνης και ανομβρία), μία ενεργητική κυβερνητική πολιτική εφαρμόστηκε στη χώρα και ανέλαβε ως αποστολή της, να επιλύσει άμεσα την οικονομική κρίση ξεκινώντας δημόσια έργα και προσφέροντας εργασία σε κρατικούς τομείς, ενώ ταυτόχρονα εφάρμοσε άμεσα μέτρα ανακούφισης των πιο αδύναμων.
Εάν είσαι ένας σκληροπυρηνικός οικονομολόγος, θιασώτης των ελεύθερων αγορών, καταλαβαίνεις πως όταν οι αγορές αποτυγχάνουν, επέρχεται μία προοδευτική αλλαγή πολύ πιο οργανικά από ότι εάν εφαρμόζονταν απορρυθμιστικές πολιτικές που ευνοούν τους επιχειρηματικούς κολοσσούς. Έτσι το “Δόγμα του Σοκ” αναπτύχθηκε ως ένα μέτρο πρόληψης των κρίσεων, ώστε να μην ανοίξει ο δρόμος σε λειτουργικές αλλαγές όπου θα εμφανιστούν προοδευτικές πολιτικές. Οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ κατανοούν πως σε καιρούς κρίσεων βρίσκεται η ευκαιρία τους να προωθήσουν τις επιθυμητές τους αντιδημοφιλείς πολιτικές, που πολώνουν ακόμα περισσότερο τον πλούτο στη χώρα και σε όλο τον κόσμο.
VΑυτή την εποχή έχουμε πολλαπλές κρίσεις ταυτόχρονα: μία πανδημία, την έλλειψη υποδομών διαχείρισης και την κατάρρευση των χρηματιστηρίων. Μπορείς να περιγράψεις πώς ακριβώς κάθε μία ταιριάζει στο περίγραμμα που παρουσίασες πρωτύτερα;
Ν.Κ: Η Κρίση στην πραγματικότητα είναι ο ίδιος ο ιός. Παράλληλα την διαχειρίζονται με τέτοιο τρόπο που μεγιστοποιεί τη σύγχυση και ελαχιστοποιεί την προστασία. Δεν πιστεύω πως πρόκειται για μία συνωμοσία, απλά είναι ο τρόπος που η κυβέρνηση των ΗΠΑ και ο Τραμπ έχουν κακοδιαχειριστεί αυτή την κρίση. Ο Τραμπ την έχει ως τώρα αντιμετωπίσει όχι ως μία κρίση δημόσιας υγείας, αλλά ως μία κρίση αντίληψης της πραγματικότητας και ένα πιθανό πρόβλημα για την επανεκλογή του.
Κάτι τέτοιο είναι το χειρότερο σενάριο, ειδικά όταν συνδυάζεται με το γεγονός πως οι ΗΠΑ δεν έχουν ένα πρόγραμμα δημόσιας υγείας και η προστασία των εργαζομένων είναι ανύπαρκτη. Ο συνδυασμός αυτών των ελλείψεων προκάλεσε ένα μεγιστοποιημένο σοκ. Θα το εκμεταλλευτούν, για να διασώσουν τις βιομηχανίες που βρίσκονται στο επίκεντρο της πιο ακραίας κρίσης που αντιμετωπίζουμε, την κλιματική κρίση, τη βιομηχανία αερομεταφορών, τη βιομηχανία πετρελαίου και αερίου, τη βιομηχανία πολυτελούς τουρισμού (κότερα, γιοτ, κρουαζιέρες) – θέλουν να υποστηρίξουν όλους αυτούς τους τομείς
VΈχεις ξαναδεί κάτι τέτοιο να συμβαίνει στο παρελθόν;
N.KΣτο βιβλίο “Το Δόγμα του Σοκ” αναφέρω πως κάτι ανάλογο συνέβη μετά τον τυφώνα Κατρίνα. Οι δεξαμενές σκέψης της Ουάσιγκτον όπως το Heritage Foundation, συναντήθηκαν και συνέταξαν έναν κατάλογο με επιθυμητές λύσεις, που θεωρούσαν “φιλικές προς τις ελεύθερες αγορές” μετά τον τυφώνα Κατρίνα. Ας είμαστε βέβαιοι πως κάτι αντίστοιχο ακριβώς θα συμβαίνει και τώρα – για την ακρίβεια το πρόσωπο που προέδρευε στην ομάδα εργασίας για την Κατρίνα ήταν ο  Mike Pence (ΣτΜ. που πήρε μέτρα αντιεργατικά και υπέρ των βιομηχανιών). Το 2008 το είδαμε να εφαρμόζεται στη διάσωση των Τραπεζών, όπου χώρες έδωσαν λευκές επιταγές στις Τράπεζες, ποσό που τελικά έφτασε παγκόσμια σε τρισεκατομμύρια δολάρια. Όμως το πραγματικό κόστος κατέληξε στην οικονομική λιτότητα (περικοπές των κοινωνικών παροχών). Συνεπώς δεν πρόκειται απλά για το τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή, αλλά για το πώς θα αποπληρωθούν αυτά τα κόστη όταν έρθει η ώρα του λογαριασμού.
VΥπάρχει κάτι που θα μπορούσαν να κάνουν οι λαοί ώστε να απαλύνουν τη ζημιά του Καταστροφικού Καπιταλισμού που αντιμετωπίζουμε ως αντίδραση στον Κορονοϊό; Βρισκόμαστε σε καλύτερη ή σε χειρότερη θέση από εκείνη μετά τον Τυφώνα Κατρίνα ή την τελευταία παγκόσμια οικονομική κρίση;
N.KΚάθε φορά που δοκιμαζόμαστε από μία κρίση, είτε οπισθοχωρούμε και διαλυόμαστε ή ανασυντασσόμαστε και βρίσκουμε αποθέματα δυνάμεων και συμπόνιας, που δεν γνωρίζαμε πως κατέχουμε. Τούτη η στιγμή είναι μία από αυτές τις δοκιμασίες. Ο λόγος που έχω κάποιες ελπίδες πως θα καταφέρουμε να επιλέξουμε να αναπτυχθούμε, είναι πως αντίθετα με το 2008, έχουμε μία συγκεκριμένη πολιτική εναλλακτική που προτείνει ένα διαφορετικό είδος αντίδρασης στην κρίση και φτάνει στις θεμελιώδεις αιτίες που μας κάνουν ευάλωτους και τρωτούς, καθώς και ένα ευρύτερο πολιτικό κίνημα που την υποστηρίζει.
Ακριβώς αυτό είναι το αποτέλεσμα όλης της εργασίας γύρω από το Green New Deal (ΣτΜ. Πράσινη Νέα Συμφωνία), δηλαδή η προετοιμασία ακριβώς για μία ανάλογη κρίση. Δεν είναι αποδεκτό τώρα να χάσουμε το κουράγιο μας. Πρέπει να παλέψουμε σκληρότερα από εδώ και εμπρός για Παγκόσμια Υγειονομική Περίθαλψη, Παγκόσμια Παιδική Προστασία, για αμειβόμενη άδεια ασθενείας – όλα αυτά είναι αλληλένδετα.
VΕάν οι κυβερνήσεις και η παγκόσμια ελίτ πρόκειται να εκμεταλλευτούν την κρίση για τους δικούς τους σκοπούς, τί πρέπει να κάνουν οι λαοί ώστε να αλληλοβοηθηθούν;
N.KΤο είδος της οικονομίας που ορίζει πως “θα φροντίσω τον εαυτό μου και τους δικούς μου, μπορούμε να πληρώσουμε την καλύτερη ασφάλεια που υπάρχει και εάν δεν έχεις καλή ασφάλεια μάλλον είναι δικό σου λάθος και δεν είναι δικό μου πρόβλημα…” είναι μία οικονομία που στηρίζεται στην άποψη πως “ο νικητής τα παίρνει όλα”  και διαστρεβλώνει τους εγκεφάλους μας. Εκείνο που αποκαλύπτει μία κρίση όπως αυτή που ζούμε, είναι η άμεση εξάρτηση που έχουμε όλοι μεταξύ μας. Ανακαλύπτουμε σε ρεαλιστικό χρόνο πως είμαστε πολύ περισσότερο διασυνδεδεμένοι ο ένας με τον άλλο, αντίθετα με όσα το βάρβαρο οικονομικό σύστημα επιδιώκει να μας κάνει να πιστεύουμε.
Μπορεί να νομίζουμε πως θα είμαστε ασφαλείς εάν έχουμε καλή ιδιωτική υγειονομική περίθαλψη, αλλά αν το άτομο που ετοιμάζει το φαγητό μας ή που πακετάρει τις συσκευασίες δεν έχει υγειονομική περίθαλψη ικανή και δεν μπορεί να πληρώσει για τις εξετάσεις – για να μην αναφέρουμε την ανάγκη να καθίσει σπίτι του επειδή δεν προβλέπεται αμειβόμενη άδεια ασθενείας – τότε δεν θα είμαστε ποτέ ασφαλείς. Εάν δεν φροντίσουμε ο ένας τον άλλο, κανείς μας δεν θα βρει φροντίδα. Είμαστε όλοι μας αλληλο-συνδεδεμένοι.
Διαφορετικοί τρόποι να οργανώσουμε την κοινωνία προβάλλουν διαφορετικά κομμάτια του εαυτού μας. Αν συμμετέχεις σε ένα σύστημα που γνωρίζεις πως δεν φροντίζει τους ανθρώπους και δεν διαμοιράζει ισότιμα τα αγαθά, τότε, το άπληστο, αρπακτικό κομμάτι του εαυτού σου θα προβληθεί. Οπότε πρέπει να έχεις επίγνωση και να σκεφτείς, αντί να αποθησαυρίσεις, να λεηλατήσεις και να αρπάξεις για να φροντίσεις μόνο εσένα και τους δικούς σου, πως θα αντιστρέψεις τη σχέση ώστε να μοιραστείς με τους γείτονες σου και να φροντίσεις εκείνους που είναι περισσότερο ευάλωτοι.
Πηγή: https://readersupportednews.org/opinion2/277-75/61852-focus-naomi-klein-coronavirus-is-the-perfect-disaster-for-disaster-capitalism?fbclid=IwAR3c_K84Hk_05_3Wbxc5zYpbVhjqUNXrpE7Omu_NPCkIHaWXGBc-weMbR-4

Παρασκευή 20 Μαρτίου 2020

Η απάτη της στροφής στον κεϊνσιανισμό


Η «τέλεια καταιγίδα» και η (αυτ)απάτη

της «στροφής στον κεϊνσιανισμό»

Τι (μας) συμβαίνει και γιατί. Τι να κάνουμε

 Του Πάνου Κοσμά

  


Ο Μητσοτάκης στο δεύτερο διάγγελμα, γλυκύς, με κοινωνική ενσυναίσθηση, σχεδόν κεϊνσιανός. Ο Μακρόν, στο δικό του διάγγελμα,(1) αυτοκριτικός, αναστοχαστικός, αποφασισμένος να τα αλλάξει όλα. Η Μέρκελ, στο πρώτο της  διάγγελμα σε 14 χρόνια, να ξεχνά τη σκληρή δημοσιονομική ορθοδοξία στην «ώρα της ανάγκης». Το Eurogroup, αυτή η ανεξέλεγκτη και μη νομιμοποιημένη «μαφία» του ακραίου νεοφιλελευθερισμού, αναστέλλει την ισχύ του Συμφώνου Σταθερότητας και επιτρέπει ακόμη και στην Ελλάδα να «μοιράσει» μερικά δισ. για την αντιμετώπιση της κρίσης εξανεμίζοντας σημαντικό μέρος του πρωτογενούς πλεονάσματος. Κι ο Τραμπ, έτοιμος να «μοιράσει» 250 δισ. δολάρια στα αμερικανικά νοικοκυριά. Τι συμβαίνει λοιπόν; Πρόκειται για τον καπιταλισμό που «μαθαίνει από τα λάθη του» και είναι έτοιμος να μετατραπεί από νεοφιλελεύθερο γκάγκστερ σε κεϊνσιανή «Μητέρα Τερέζα»;

Σπεύδω να πω από την αρχή πως όποιος/α πιστέψει κάτι τέτοιο, θα πρέπει να ελεγχθεί για εγκληματική πολιτική αφέλεια. Τι όμως συμβαίνει; Και ποια είναι η ενδεδειγμένη στάση απέναντι σε αυτό που συμβαίνει;  

Η θεωρία του «μαύρου κύκνου»

Εδώ και δύο σχεδόν χρόνια, από τις αρχές του 2018 και ύστερα, άρχισε να πυκνώνει η αρθρογραφία σε έντυπα κύρους διεθνούς εμβέλειας, με την υπογραφή διάσημων συστημικών πενών, αλλά και οι εκθέσεις «θεσμικών επενδυτών» (οίκων αξιολόγησης, επενδυτικών τραπεζών, στελεχών hedge funds κ.λπ.), που είτε προφήτευαν μια νέα μεγάλη κατάρρευση του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος είτε πιθανολογούσαν ότι αυτή η κατάρρευση θα οδηγούσε σε κρίση ανάλογη ή και χειρότερη της αντίστοιχης του 2008. Η τεκμηρίωση κάθε άλλο παρά αδύναμη ήταν, αφού στηριζόταν σε στατιστικά δεδομένα που έδειχναν ότι σχεδόν όλοι οι βασικοί δείκτες των αγορών (χρηματιστήρια μετοχών και ομολόγων, κρατικών και εταιρικών) ήταν σε επίπεδα «ντοπαρίσματος» συγκρινόμενα ή και υψηλότερα της περιόδου λίγο το ξέσπασμα της κρίσης του 2008. Καθώς η προφητεία δεν επαληθευόταν, η σχετική αρθρογραφία αραίωσε. Στην πορεία, η τεκμηρίωση ενισχύθηκε με εκτιμήσεις και προβλέψεις ότι ο μακρόχρονος αναπτυξιακός κύκλος της περιόδου 2010 - 2019 στις ΗΠΑ και ο αντίστοιχος, πιο ασθενής και λιγότερο μακροχρόνιος στην Ευρώπη, έβαινε προς το τέλος του. Καθώς αναζητούνταν η «ακίδα» που θα έσπαζε τη «φούσκα» των αγορών, η αρχική υπόθεση ήταν πως αυτή θα ήταν ένα τυχαίο γεγονός. Η υπόθεση αυτή αναθεωρήθηκε στη συνέχεια: πλέον η «ακίδα» θα ήταν η παγκόσμια επιβράδυνση ή και ύφεση.
Στη συνέχεια όμως, η επιβράδυνση (με επιμέρους αλλά όχι γενικευμένα στοιχεία ύφεσης) χτύπησε την πόρτα της παγκόσμιας οικονομίας από το φθινόπωρο του 2019 χωρίς να λειτουργήσει σαν «ακίδα», οι δε κεντρικές τράπεζες φαινόταν να ελέγχουν το παιχνίδι με μικρές προσαρμογές στην πολιτική επιτοκίων και παροχής ρευστότητας. Τότε, η σχετική αρθρογραφία μετατοπίστηκε σε μια νέα βάση: πλέον η «ακίδα» θα ήταν ένα εξωγενές ως προς την οικονομία γεγονός. Είτε μια κλιμάκωση του εμπορικού πολέμου είτε κάποια γεωπολιτική κρίση κ.λπ. 
Ήταν η «προφητεία» περί «μαύρου κύκνου» που θα οδηγήσει τις αγορές σε κατάρρευση και τον καπιταλισμό σε μια νέα μεγάλη περιπέτεια. Η κρίση του κορονοϊού μοιάζει ότι είναι η τέλεια «επαλήθευση» της θεωρίας του «μαύρου κύκνου»: το σύστημα είχε τον έλεγχο, αλλά ήρθε ένας εξωγενής παράγοντας για να οδηγήσει στη θρυλούμενη «τέλεια καταιγίδα».  Θα μπορούσε να είναι και η πτώση ενός μετεωρίτη˙ γιατί θα έπρεπε να ενοχοποιηθεί ο καπιταλισμός, που, υπό «κανονικές συνθήκες», ήταν έτοιμος να πάρει τη «στροφή» της επιβράδυνσης/ύφεσης χωρίς το «όχημα» να φύγει έξω από το οδόστρωμα στον γκρεμό;
Αυτή η, υπερασπιστική για τον καπιταλισμό, γραμμή είναι απατηλή. Αν ο κορονοϊός ήταν η «ακίδα», οι «φούσκες» ήταν πραγματικές. Αν ο καπιταλισμός ήταν αθώος, τότε τα συστήματα υγείας δεν θα ήταν τόσο κατεστραμμένα ώστε να πρέπει να ληφθούν μέτρα παγώματος της οικονομικής δραστηριότητας σε τέτοια κλίμακα, απειλώντας με ύφεση βαθύτερη του 2008 και με οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις «τύπου 1929». Τέλος, δεν ισχύει καν ότι ο ιός είναι παράγοντας πραγματικά εξωγενής σε σχέση με τον καπιταλισμό, αφού η άποψη πως πρόκειται για υποπροϊόν της βιομηχανικής κτηνοτροφίας και της αποψίλωσης των δασών έχει ισχυρή τεκμηρίωση.(2)
Ο καπιταλισμός βρίσκεται μπροστά σε μια νέα δομική κρίση μόλις 12 χρόνια ύστερα από την κρίση του 2008 επειδή ήταν ήδη «εξασθενημένος οργανισμός» εξαιτίας του τρόπου που αντιμετώπισε την κρίση του 2008 ξεπερνώντας την προσωρινά - στην ιστορία των δομικών κρίσεων, η χρονική απόσταση 12 χρόνων μεταξύ δύο διαδοχικών εξ αυτών είναι πρωτοφανής.
Συγκεκριμένα:
Η σχέση κρατικού χρέους-ανάπτυξης:
Το 2018 η αμερικανική οικονομία πέτυχε ρυθμούς ανάπτυξης περί το 3,4%. (Ο μέσος ευρωπαϊκός ρυθμός ήταν κάτω από 2%, ενώ η Κίνα προσπαθούσε να συντηρήσει ρυθμούς ανάπτυξης περί το 6% έχοντας πέσει σε αυτά τα επίπεδα ύστερα από μακροχρόνια ανάπτυξη με ρυθμούς που έφτασαν και το 15!) Ωστόσο, γι’ αυτή την αύξηση το αμερικανικό ομοσπονδιακό χρέος αυξήθηκε το 2018 κατά 6%, σκαρφαλώνοντας στο ιλιγγιώδες ποσό των 20,66 τρισ. δολαρίων. Για την αμερικανική οικονομία όπου η ανάκαμψη μετά το ξεπέρασμα της κρίσης του 2008 εμφάνισε το μεγαλύτερο δυναμισμό σε σχέση με τον υπόλοιπο καπιταλιστικό κόσμο (αν και κάτω από τα προ της κρίσης του 2008 επίπεδα), για κάθε 1 εκατοστιαία μονάδα ανάπτυξης απαιτείται αύξηση του κρατικού χρέους κατά 1,5 εκατοστιαία μονάδα.
Στην περίπτωση της Κίνας η αναλογία ήταν ακόμη χειρότερη: για ρυθμούς ανάπτυξης 6,5% το 2018, το κρατικό χρέος αυξήθηκε κατά περίπου 16%! Το κρατικό χρέος της Κίνας, που μέχρι πριν λίγα χρόνια ήταν πολύ χαμηλά, ξεπέρασε το 100% του ΑΕΠ (αν και είναι δύσκολο να υπολογιστεί με ακρίβεια, επειδή τα επίσημα κινεζικά στατιστικά στοιχεία είναι τελείως αναξιόπιστα).
Μια επιχείρηση που δανείζεται 1,5 ευρώ για κάθε 1 ευρώ παραγόμενου προϊόντος (ΗΠΑ) ή 16 ευρώ για 6,5 μονάδες παραγόμενου προϊόντος (Κίνα) είναι στρατηγικά καταδικασμένη - θα καταρρεύσει αναπόφευκτα, αργά ή γρήγορα. Βεβαίως τα κράτη δεν είναι επιχειρήσεις, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούν να εξυπηρετούν για πολύ καιρό ένα τεράστιο κρατικό χρέος που μάλιστα διαρκώς αυξάνεται.
Η σχέση χρέους-ΑΕΠ:
Αυτό είναι ένα από τα δομικά στρατηγικά αδιέξοδα του νεοφιλελεύθερου μοντέλου συσσώρευσης όπως επιβίωσε τραυματισμένο από την κρίση του 2008: το δημόσιο χρέος αυξήθηκε παντού ύστερα από την κρίση του 2008 σημαντικά και είναι στα όρια -ή και πέρα από αυτά- της «κόκκινης ζώνης» του 100% του ΑΕΠ. 
Σύμφωνα με στοιχεία του IIF (Διεθνές Χρηματο-οικονομικό Ινστιτούτο), το παγκόσμιο χρέος κυμαίνεται περί τα 250 τρισεκατομμύρια δολάρια και ανέρχεται σε 330% του παγκόσμιου ΑΕΠ (Παγκόσμιο ΑΕΠ = 77 τρισεκατομμύρια δολάρια). (3)
Η κατανομή του είναι η εξής:
-Κρατικό χρέος: 70 τρισ. δολάρια
-Χρέος χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων: 61,7 τρισ. δολάρια
-Χρέος μη χρηματοπιστωτικών εταιρειών: 75,7 τρισ. δολάρια
-Δάνεια νοικοκυριών: 47,9 τρισ. δολάρια
Πριν 10 χρόνια, το 1999, τα αντίστοιχα νούμερα ήταν:
-Κρατικό χρέος: 20,5 τρισ. δολάρια
-Χρέος χρηματοπιστωτικού τομέα: 22,3 τρισ. δολάρια
-Χρέος μη χρηματοπιστωτικών εταιρειών: 22,7 τρισ. δολάρια
-Χρέος νοικοκυριών: 15,3 τρισ. δολάρια
Σύνολο: 80,8 τρισ. δολάρια.
Πριν τον «μαύρο κύκνο» του κορονοϊού ήμαστε ήδη στα πρόθυρα παγκόσμιας κρίσης χρέους, αν μάλιστα σκεφτεί κανείς ότι το χρέος εξακολούθησε να αυξάνεται παρά τα δρακόντεια προγράμματα λιτότητας (ή ίσως ακριβώς εξαιτίας του μοντέλου συσσώρευσης που τα προϋποθέτει) και παρά τα πολύ χαμηλά επιτόκια με τα οποία εξυπηρετούνταν μέχρι και πριν ένα μόλις μήνα. Και ήδη πριν τον κορονοϊό ήταν προφανής και βασιμότατος ο φόβος ότι σε τυχόν ανοδική πορεία των επιτοκίων των ομολόγων θα εκκινούσε μια καταστροφική διαδικασία «απομόχλευσης», δηλαδή αδυναμίας εξυπηρέτησης του χρέους, από κράτη, επιχειρήσεις, νοικοκυριά.
Η «παρά φύσιν» καθήλωση από τις κεντρικές τράπεζες των επιτοκίων σε τόσο χαμηλά επίπεδα, εμπνεόταν/εμπνέεται μεταξύ άλλων και από αυτόν το φόβο.
Χαμηλή παραγωγικότητα:
Στον πρόσφατο αναπτυξιακό κύκλο η παραγωγικότητα «σερνόταν» σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα για τη μεταπολεμική περίοδο, όχι μόνο σε σχέση με την προ της κρίσης του 1973 φάση της αλλά και σε σχέση με αυτή ανάμεσα στο 1973 και το 2008. Η καθήλωση της παραγωγικότητας σε χαμηλά επίπεδα για όλη τη διάρκεια του αναπτυξιακού κύκλου μετά την κρίση του 2008 είναι ακριβώς απόδειξη στρατηγικού αδιεξόδου.
Ασθενική ανάπτυξη υπό την ομπρέλα μιας ιστορικά πρωτοφανούς πολιτικής των κεντρικών τραπεζών:
Σε όλη τη διάρκεια του πρόσφατου αναπτυξιακού κύκλου, η καπιταλιστική ανάπτυξη διεθνώς ήταν ασθενική (με την εξαίρεση των ΗΠΑ την τελευταία διετία). Για να υπάρξει όμως, προϋποτέθηκε μια ιστορικά πρωτοφανής πολιτική από όλες τις κεντρικές τράπεζες: μακροχρόνια παραμονή των επιτοκίων σε πολύ χαμηλά -σχεδόν μηδενικά- επίπεδα και πλημμύρισμα της αγοράς με φτηνό χρήμα. Αυτή η πολιτική του φτηνού και άφθονου χρήματος δεν θα ήταν από μόνη της πρόβλημα αν έλυνε τα τρέχοντα προβλήματα του καπιταλισμού χωρίς να δημιουργεί ακόμη μεγαλύτερα. Στην προκείμενη περίπτωση, συνέβη ακριβώς αυτό: δημιούργησε ακόμη μεγαλύτερα.
Ποια ήταν αυτά:
Πρώτο, τα υψηλά κέρδη σε συνδυασμό με τη «νομισματική πλημμύρα» που εξαπέλυσαν οι κεντρικές τράπεζες, είχαν αυξήσει το μέγεθος κάθε είδους χρηματιστηριακής «φούσκας».
Δεύτερο, επειδή παρ’ όλα αυτά η καπιταλιστική ανάπτυξη εήταν ασθενική και αβέβαιη, γι’ αυτό οι κεντρικές τράπεζες δεν κατάφεραν να άρουν «εγκαίρως» την πολιτική των χαμηλών επιτοκίων και του τυπώματος χρήματος, με αποτέλεσμα τώρα που ήρθε ξανά η ώρα της επόμενης ύφεσης τα νομισματικά τους όπλα να μην είναι τόσο αποτελεσματικά όσο στην αντιμετώπιση της κρίσης του 2008.  
Το ιδιωτικό χρέος: των νοικοκυριών αλλά και των επιχειρήσεων. Η τεράστια αύξηση του χρέους των νοικοκυριών είναι δομικό χαρακτηριστικό του νεοφιλελεύθερου μοντέλου συσσώρευσης. Τα φτηνά τραπεζικά δάνεια σε πρωτοφανή μαζική κλίμακα έγιναν αναγκαία για να συντηρήσουν/τροφοδοτήσουν την κατανάλωση των εργαζόμενων τάξεων, άρα και τους ρυθμούς καπιταλιστικής ανάπτυξης, σαν υποκατάστατο του εργατικού εισοδήματος που οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές λιτότητας κρατούσαν καθηλωμένο ή μείωναν συστηματικά. Όμως τα δάνεια συνιστούν υποθήκευση μελλοντικού εισοδήματος, που σε συνθήκες γενικευμένης λιτότητας, εργασιακής ευελιξίας και ανασφάλειας δεν είναι εξασφαλισμένο. Έτσι, τα δάνεια «κοκκινίζουν», οι τράπεζες έχουν «τρύπες» στους ισολογισμούς τους κ.λπ. Από τη μια, τα επίπεδα δανεισμού και υποθήκευσης των μελλοντικών εισοδημάτων είναι τέτοια, που ο τραπεζικός δανεισμός δεν μπορεί παρά εντελώς ανεπαρκώς να λειτουργεί πλέον σαν υποκατάστατο εισοδήματος και έτσι να τονώνει την κατανάλωση και την καπιταλιστική ανάπτυξη. Από την άλλη, οι τράπεζες αποκτούν κεφαλαιακά προβλήματα.
Στο χορό του ιδιωτικού χρέους έχει πλέον μπει για τα καλά και η Κίνα. Η μερίδα του λέοντος του κινεζικού ιδιωτικού χρέους είναι το χρέος των επιχειρήσεων, καθώς κρατικές και ημικρατικές επιχειρήσεις δανείζονται με ελλιπείς εγγυήσεις από κρατικές τράπεζες. Το αποτέλεσμα είναι ότι διευρύνονται τα «ανοίγματα» των ίδιων των τραπεζών, ενώ το συνολικό χρέος της Κίνας (κρατικό και ιδιωτικό) ξεπερνάει το 300%. Αυτές οι όψεις της κινεζικής ανάπτυξης θυμίζουν στοιχεία από τα αναπτυξιακά μοντέλα της Ιαπωνίας και της Νότιας Κορέας, που κατέρρευσαν στις αρχές της δεκαετίας του ’90. 
Αυτές τις προϋπάρχουσες δομικές αντιφάσεις και στρατηγικά αδιέξοδα ήρθε να «ενεργοποιήσει» ο «μαύρος κύκνος» του κορονοϊού.

«Σώστε τον καπιταλισμό»… whatever it takes

Ωστόσο, ο κορονοϊός σαν «ακίδα» που συνάντησε τις χρηματιστηριακές «φούσκες» και σαν καταλύτης της νέας δομικής καπιταλιστικής κρίσης έχει επίσης πρωτόγνωρες και επικίνδυνες ιδιαιτερότητες. Σε αυτές αναφέρονται όσοι από τους ιθύνοντες του καπιταλιστικού κόσμου μιλούν για «αχαρτογράφητα ύδατα». Ο αναπτυγμένος καπιταλισμός δεν είχε γνωρίσει ξανά συνθήκη στην οποία ολόκληροι τομείς οικονομικής δραστηριότητας να παγώνουν με κυβερνητική απόφαση στο πλαίσιο μιας κρίσης δημόσιας υγείας. Και ποτέ ξανά ο ορίζοντας των προβλέψεων δεν ήταν τόσο θολός, αν όχι σκοτεινός, για όσους σχεδιάζουν τα business plan των επιχειρήσεων ή τη στρατηγική στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου. Ο λόγος; Δεν υπάρχει καμία προηγούμενη εμπειρία για το πώς μπορεί να εξελιχτεί, ως προς τη χρονική διάρκεια και τις συνέπειες, μια τέτοια μείζων κρίση δημόσιας υγείας.
Από τη στιγμή που αυτό είναι θολό ή σκοτεινό, στον κόσμο της καπιταλιστικής αγοράς κυριαρχεί το ένστικτο της επιβίωσης. Μια αγορά ντοπαρισμένη σε τέτοιο βαθμό με χρηματιστηριακές φούσκες, σε μια οικονομία ασθενική (ρυθμοί ανάπτυξης-επενδύσεις-παραγωγικότητα) και μια σχέση χρέους/ΑΕΠ/ανάπτυξης τόσο «άρρωστη», αντιδρά αναπόφευκτα με πανικό. Οι επενδυτές (επενδυτικές τράπεζες, hedge funds κ.λπ.) στα χρηματιστήρια πουλάνε για να καλύψουν θέσεις, οι εταιρείες που έπαιρναν φτηνά δάνεια χάρη στα χαμηλά επιτόκια για να κάνουν επαναγορά μετοχών και να κρατάνε ψηλά την τιμή των μετοχών τους τώρα πουλάνε για να κλείσουν ανοίγματα και να εξυπηρετήσουν το χρέος τους που ακριβαίνει ραγδαία (καθώς οι αποδόσεις και τα επιτόκια των ομολόγων αυξάνονται ραγδαία), επιχειρήσεις προσπαθούν να σωθούν από τη χρεοκοπία και την κατάρρευση με πρώτες και καλύτερες αυτές που πλήττονται πιο άμεσα: αεροπορικές και ναυτιλιακές εταιρείες, εμπόριο, εστίαση, τουρισμός κ.λπ. Χάρη στην παρέμβαση των κεντρικών τραπεζών, η κρίση του 2008 δεν μετατράπηκε τελικά σε κρίση τύπου 1929 (παρά τις σοβαρές ομοιότητες), καθώς είχαμε μεν ύφεση αλλά δεν είχαμε μαζικές χρεοκοπίες και εκτίναξη της ανεργίας και της φτώχειας στην έκταση και το βάθος του 1929.
Τώρα, αυτός ο κίνδυνος είναι ορατός.
Σε τέτοιες συνθήκες και προ αυτών των φόβων, οι κεντρικές τράπεζες αρχικά και οι κυβερνήσεις στη συνέχεια κλήθηκαν να σώσουν τον καπιταλισμό από έναν μεγάλο κλυδωνισμό.
Τη στιγμή που γραφόταν αυτό το άρθρο, τα δεδομένα και οι εκτιμήσεις για τις συνέπειες της κρίσης είναι τα εξής:
Τα χρηματιστήρια μετοχών: Έχουν ήδη χάσει περί το 30% (ο ορισμός του μεγάλου κραχ) και η κατάσταση δεν έχει σταθεροποιηθεί. Σε πρώτη φάση, η κάθε παρέμβαση των κεντρικών τραπεζών ακυρωνόταν στην επόμενη ημέρα συνεδρίασης με μαζικό shell off. Στη δεύτερη φάση, όταν ανακοινώθηκαν πρωτοφανή για τη νεοφιλελεύθερη περίοδο δημοσιονομικά μέτρα, πάλι αυτά «χαιρετίστηκαν» από τα χρηματιστήρια με θεαματική πτώση. Την Τρίτη 18/3, με τα δημοσιονομικά μέτρα ήδη ανακοινωμένα σε αδρές γραμμές, η Wall Street έκανε νέα βουτιά πάνω από 6% ενώ της ίδιας τάξης ήταν και η βουτιά στα βασικά ευρωπαϊκά χρηματιστήρια. Κι είμαστε ακόμη στην αρχή, με δύο τουλάχιστον «καθαρούς» μήνες κρίσης με τον κορονοϊό μπροστά μας.
Εννοείται ότι την πληρώνουν ακόμη περισσότερο οι τιμές στην περιφέρεια (στην Ελλάδα η πτώση είναι πάνω από 50%, ενώ οι λεγόμενες αναδυόμενες αγορές έχασαν σε δύο βδομάδες περισσότερα απ’ ό,τι στην κρίση του 2008.
Τα χρηματιστήρια ομολόγων: Εδώ η πορεία είναι ανάλογη: οι τιμές των ομολόγων πέφτουν ραγδαία εξαιτίας του shell off και παράλληλα ανεβαίνουν ραγδαία τα επιτόκια και οι αποδόσεις. Κι εδώ την πληρώνει περισσότερο η περιφέρεια. Η απόδοση του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου (το διαμάντι του στέμματος στο μεταμνημονιακό success story), ανέβηκε μέσα σε δύο βδομάδες από τα επίπεδα λίγο κάτω του 1% στα επίπεδα πάνω από 4%. Όταν το κρατικό και ιδιωτικό χρέος είναι στο θεό, η ραγδαία άνοδος των επιτοκίων σε συνθήκες ύφεσης είναι συνταγή που μπορεί να οδηγήσει σε μαζικές χρεοκοπίες: επιχειρήσεων, τραπεζών, κρατών.
Το πετρέλαιο:        
Καθώς βυθιζόμαστε με κρεσέντο σε ύφεση, καθώς οι θαλάσσιες και αεροπορικές μεταφορές παγώνουν, καθώς -σαν να μην έφταναν  όλα αυτά- μαίνεται ο πόλεμος μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Ρωσίας για την παραγωγή και τις τιμές του πετρελαίου, οι τιμές του μαύρου χρυσού έχουν καταρρεύσει στα 20 δολάρια το βαρέλι, το χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 18 χρόνων!
Ο χρυσός:
Ενδεικτικό των εκτιμήσεων ότι πάμε σε βαθιά ύφεση και αστάθεια παγκόσμια είναι το γεγονός ότι πέφτουν ακόμη και τα πολύτιμα μέταλλα (χρυσός, άργυρος και πλατίνα) που συνήθως είναι το καταφύγιο απέναντι στην αστάθεια. Ο λόγος είναι ότι στα πρώτα στάδια μιας δομικής κρίσης το ξεπούλημα είναι γενικό, καθώς οι επενδυτές πουλάνε κάθε είδους κινητή αξία για να κλείσουν θέσεις και να αποφύγουν τη χρεοκοπία.    
Η ύφεση:
Σε έκτακτη έκθεσή της στις αρχές της εβδομάδας η Deutsche Bank (4) εκτιμά ότι στο β’ τρίμηνο του 2020 η ύφεση που θα χτυπήσει την ΕΕ και τις ΗΠΑ θα είναι η μεγαλύτερη από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο! Συγκεκριμένα εκτιμά ότι το ΑΕΠ στην Ευρωζώνη θα συρρικνωθεί κατά 24%, στις ΗΠΑ κατά 13% και σε παγκόσμιο επίπεδο κατά 12%. Στο γ’ τρίμηνο η DB «ποντάρει» σε εκρηκτική ανάκαμψη της Κίνας… Για τη Γερμανία και για το σύνολο του 2020, το ινστιτούτο IfW εκτιμά ότι η ύφεση θα κυμανθεί από 4,5-9%! (4)
Το μεγάλο ερώτημα είναι το θα γίνει με τις τράπεζες. Αν δηλαδή η κρίση θα εξελιχθεί σε χρηματοπιστωτική κατάρρευση και σε αλυσίδα αθέτησης χρεών (χρεοκοπιών) επιχειρήσεων, τραπεζών, κρατών.
Ο Iohn Authers γράφει σχετικά με αυτό το ερώτημα σήμερα στο Bloomberg Opinion σε άρθρο με τον εύγλωττο τίτλο «Τα τύμπανα της στις αγορές ακούγονται όλο και πιο κοντά»:
«Ο κορονοϊός μοιάζει ολοένα και περισσότερο με ενυπόθηκο δάνειο υψηλού κινδύνου (subprime mortgage). Σε όποιον κρατά σφυρί όλα μοιάζουν με καρφιά.  Και σε έναν άνδρα (ή μια γυναίκα) που έζησε τη χρηματοπιστωτική κρίση, κάθε νέα οικονομική αναταραχή μοιάζει πάντα με του 2008. Εγώ, όπως και πολλοί από τους αναγνώστες, έζησα τα συγκεκριμένα γεγονότα. Έχουν καθορίσει σε μεγάλο βαθμό την καριέρα μου και είναι πολύ δύσκολο να αποφύγω αυτά να κυριαρχούν στις ερμηνείες μου για όλες τις οικονομικές αναταραχές που βλέπω έκτοτε. Ωστόσο, δεν υπάρχει δίοδος διαφυγής: οι τελευταίες 24 ώρες θυμίζουν πολύ τα γεγονότα που περιέβαλαν την κατάρρευση της Lehman Brothers. Είναι προφανές ότι πολλοί traders και - κυρίως- πολιτικοί παράγοντες γνωρίζουν τι πήγε στραβά τότε, κατανοούν τις παγίδες και προσπαθούν να τις αποφύγουν. Εντούτοις, πιστεύω ότι η συνέχεια του "έπους του κοροναϊού" θα ακολουθήσει το απολύτως αναγνωρίσιμο από την εμπειρία μας προ 12 ετών σχήμα εξέλιξης».
Προσωπικά, δεν έχω την εμπειρία για να το εκτιμήσω. Οι γενικές «συντεταγμένες», ωστόσο, είναι τέτοιες που μοιάζει δύσκολο να αποφευχθεί. Αν η «ακίδα» του κορονοϊού σπάσει και την τρομακτική «φούσκα» του παγκόσμιου χρέους, που είναι πολύ μεγαλύτερο σε σύγκριση με το 2008, θα έχουμε να κάνουμε με πραγματικό οικονομικό «Αρμαγεδδώνα»!
Και τότε θα είμαστε πιο κοντά σε εκτεταμένες συνέπειες και φαινόμενα κρίσης «τύπου 1929»…
Μπροστά στο φάσμα τέτοιων κινδύνων, στα οικονομικά και θεσμικά κέντρα του καπιταλισμού επικρατεί η φωνή της λογικής και του… πανικού: Σώστε το σύστημα whatever it takes!
Πρώτες δοκίμασαν… την τύχη τους οι κεντρικές τράπεζες. Οι αρχικές ανακοινώσεις της FED (αμερικανική ομοσπονδιακή κεντρική τράπεζα) για μείωση επιτοκίων του δολαρίου κατά μισή εκατοστιαία μονάδα και ρευστότητα 700 δισ. δολαρίων σαρώθηκαν από ένα shell off ιστορικών διαστάσεων στη Wall Street. Υπό το κράτος πανικού, επανήλθε αμέσως με μηδενισμό επιτοκίων και αύξηση της διαθέσιμης ρευστότητας στο 1,5 τρισ. δολάρια με αύξηση του δυνητικά διαθέσιμου ποσού σε 5,5 τρισ. δολάρια! Η «απάντηση» ήταν νέο shell off! Ενδιάμεσα, στα διστακτικά μέτρα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (μηδενισμός επιτοκίων του ευρώ και αύξηση του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης σε 120 δισ. ευρώ) η απάντηση ήταν η ημερήσια πτώση στον ευρωπαϊκό χρηματιστηριακό δείκτη Stoxx-600 (-11,4%), η μεγαλύτερη στην ιστορία των ευρωπαϊκών χρηματιστηρίων.
Τότε έγινε αντιληπτό ότι οι κεντρικές τράπεζες έχασαν το μαγικό τους ραβδί και έπρεπε να ληφθούν γενναία δημοσιονομικά μέτρα για τη σωτηρία του βαρέως ασθενούντος καπιταλισμού. Ο πραγματισμός οδήγησε στο να παραμεριστούν γρήγορα-γρήγορα τα θέσφατα της δημοσιονομικής ορθοδοξίας:


Την Τρίτη ο Λευκός Οίκος ανακοίνωσε ότι σχεδιάζει να δρομολογήσει ένα πακέτο μέτρων ύψους από $850 δισ. έως $1 τρισ. Η κυβέρνηση Τραμπ εξετάζει το ενδεχόμενο περίπου $250 δισ. να κατευθυνθούν απευθείας στους νοικοκυριά, σύμφωνα με δημοσίευμα της Wall Street Journal.
Η Μεγάλη Βρετανία ανακοίνωση πακέτο μέτρων ύψους 400 δισ. δολ.
Η Γερμανική υπό κρατικό έλεγχο τράπεζα KFW θα χορηγήσει έως 500 δισ. ευρώ.
Η ιταλική κυβέρνηση ανακοίνωσε πακέτο ύψους 25 δισ. ευρώ
Η Γαλλία ανακοίνωσε σχέδιο ύψους 300 δισ. ευρώ.
-Το Eurogroup συμφώνησε να διατεθεί το 1% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ, δηλαδή 140 εκατ. ευρώ. 
Η απάντηση των αγορών ήταν, χθες Τετάρτη, νέα μεγαλειώδης βουτιά σε ΗΠΑ και Ευρώπη κατά 6% περίπου. Τότε η ΕΚΤ αποφάσισε να βγάλει το «μπαζούκα»: ανακοίνωσε αργά την Τετάρτη 18/3 νέο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (με αγορά ομολόγων) ύψους 750 δισ. ευρώ, διαβεβαιώνοντας ότι θα κάνει ό,τι επιπλέον χρειαστεί.(5) Ενέταξε μάλιστα και τα ελληνικά ομόλογα σε στο πρόγραμμα. Στο άνοιγμα των ευρωπαϊκών χρηματιστηρίων η «απάντηση των αγορών δεν ήταν ενθουσιώδης: οριακές αυξήσεις στους βασικούς δείκτες στα χρηματιστήρια μετοχών. Αντίθετα, πιο ενθουσιώδης ήταν η υποδοχή του μέτρου από τις αγορές ομολόγων της ευρωπαϊκής περιφέρειας, ειδικά της Ιταλίας και της Ελλάδας.(6) Εξάλλου εκεί ακριβώς στόχευε: να ανακόψει μια εκρηκτική αύξηση επιτοκίων-αποδόσεων-spreads που θα επιτάχυνε ένα κύμα χρεοκοπιών.

Είμαστε ακόμη στην αρχή και είναι βέβαιο ότι θα χρειαστεί να γίνουν πολλά ακόμη για να σωθεί ο «ασθενής». Ωστόσο, οι πραγματικές δημοσιονομικές δυνατότητες είναι μικρές μπροστά στο βουνό του παγκόσμιου χρέους. Οι επόμενες βδομάδες θα είναι κρίσιμες. Η τελική εικόνα θα σχηματιστεί καρέ-καρέ…

Αλλαγή «υποδείγματος»;
Από τον νεοφιλελευθερισμό στον κεϊνσιανισμό;

Αν στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου η ιδεολογικοποίηση των μεθόδων διαχείρισης του συστήματος ήταν έντονη, δίνοντας την εντύπωση ότι ακολουθείται πιστά κάποιο «υπόδειγμα», σήμερα τέτοια ανάγκη δεν υπάρχει. Σήμερα, οδηγός είναι ο ωμός πραγματισμός. Το whatever it takes ώστε να σωθεί το σύστημα. Από την άλλη, η ιδεολογικοποίηση του κεϊνσιανισμού ήταν επίσης πραγματική ανάγκη στον Μεσοπόλεμο και στα χρόνια του μεταπολεμικού οικονομικού «θαύματος». Αίφνης κεϊνσιανισμός υποτίθεται ότι έπρεπε να σημαίνει απαραίτητα κάποιου είδους φιλεργατική πολιτική δαπανών. Αυτό έχει δημιουργήσει την ψευδαίσθηση ότι αν τα δόγματα της σχολής του Σικάγο καταρρέουν μπροστά στην ανάγκη να αντιμετωπιστούν οι σύγχρονες δομικές κρίσεις του καπιταλισμού, αυτό σημαίνει στροφή σε έναν κεϊνσιανισμό που θα έχει οπωσδήποτε και μια φιλεργατική πλευρά.  
Στην πραγματικότητα, όταν πρόκειται για τη σωτηρία του καπιταλισμού δεν υπάρχουν πολιτικές με βάση εγχειρίδια και «υποδείγματα», αλλά ωμός πραγματισμός. Η νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία της σχολής του Σικάγο ήταν το ιδεολογικό/θεωρητικό εποικοδόμημα για τις εφαρμοζόμενες πολιτικές μέχρι και το 2008. Αυτή η «ιδεολογικοποίηση» δέχθηκε το πρώτο ισχυρό πλήγμα με την κρίση του 2008. Τότε -και στα επόμενα χρόνια- κατέρρευσαν τα δόγματα της αυτορυθμιζόμενης αγοράς και του αντιπληθωριστικού αγώνα μέσω της νομισματικής ορθοδοξίας. Όταν ο «πολύς» Άλαν Γκρίνσπαν, πρόεδρος τότε της FED ομολόγησε σε κατάθεσή του σε Επιτροπή του Κογκρέσου πως δεν μπορεί να αντιληφθεί και να εξηγήσει πώς συνέβη η καταστροφή του 2008, το βασικό ιδεολόγημα μιας ολόκληρης εποχής περί αυτορρύθμισης των αγορών κατέρρεε. Και όταν η FED στα επόμενα χρόνια (όπως και η ΕΚΤ ακόμη περισσότερο) διατηρούσε τα επιτόκια πολύ χαμηλά και μοίραζε εκατοντάδες δισ. δολάρια μέσω των προγραμμάτων «ποσοτικής χαλάρωσης» παρά την ανάκαμψη κερδών και ρυθμών ανάπτυξης χωρίς παρ’ όλα αυτά ο πληθωρισμός να πλησιάζει το «βέλτιστο» 2%, κατέρρεε και το δόγμα της νομισματικής ορθοδοξίας.
Ούτε ο πυλώνας της δημοσιονομικής ορθοδοξίας έμεινε αλώβητος, αν λέγοντας δημοσιονομική ορθοδοξία εννοούμε γενικώς τις κρατικές δαπάνες και το απαραβίαστο κάποιων πλαφόν στα κρατικά ελλείμματα.
Στην απέναντι όχθη του Ατλαντικού το ομοσπονδιακό κρατικό έλλειμμα αυξανόταν όλα αυτά τα χρόνια προκαλώντας συνεχή αύξηση του ομοσπονδιακού χρέους. Για την Κίνα, ούτε λόγος να γίνεται για τέτοιου είδους ορθοδοξία. Μόνο στην ΕΕ, πρωτοπορία του παγκόσμιου νεοφιλελευθερισμού, το Σύμφωνο Σταθερότητας παρέμεινε ακλόνητο. Ωστόσο, κάτι έμεινε ακλόνητο για όλους τους βασικούς πόλους του παγκόσμιου καπιταλισμού: η πολιτική της λιτότητας και της αποδιάρθρωσης της αγοράς εργασίας για τις εργαζόμενες τάξεις, καθώς και η διάλυση του κοινωνικού κράτους σε ΗΠΑ, Ευρώπη και Κίνα (στην τελευταία περίπτωση, με πολύ ιδιαίτερες εκδοχές).
Ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι μια φόρμουλα που εφαρμόζεται ενιαία και «πακέτο» ανεξάρτητα από συγκυρίες. Είναι μοντέλο συσσώρευσης που βασίζεται πρωταρχικά στη λιτότητα και εργασιακή ευελιξία για τις εργαζόμενες τάξεις, στη συνεχή απαξίωση του κοινωνικού κράτους και σε στρατηγικές διαχείρισης των περιττών πληθυσμών που αναπόφευκτα παράγονται σε διευρυνόμενη κλίμακα μέσα από τα δύο προηγούμενα. Αυτές οι σταθερές μένουν ακλόνητες και δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη ότι υπάρχει κάποιου είδους στροφή σε… φιλεργατικές πολιτικές. Το βοήθημα των 800 ευρώ για ενάμιση μήνα που εξήγγειλε ο Μητσοτάκης για τους εργαζόμενους σε επιχειρήσεις που έκλεισαν προσωρινά με κυβερνητική απόφαση αντιστοιχεί σε μηνιαίες αποδοχές στο ύψος του κατώτατου μισθού και -κυρίως- είναι κρατικό βοήθημα, αφού οι επιδοτούμενοι παύουν να είναι εργαζόμενοι και οι επιχειρήσεις απαλλάσσονται από οποιοδήποτε βάρος απορρέει απ’ αυτούς (μισθοί, ασφαλιστικές εισφορές). (7)
Εν προκειμένω ο Μητσοτάκης δεν αυτοσχεδίασε: αυτή η λογική της έκτακτης επιδοματικής ενίσχυσης με ταυτόχρονη απαλλαγή αυτών των επιχειρήσεων από οποιοδήποτε εργασιακό διέπει τις αποφάσεις όλων των ευρωπαϊκών χωρών αλλά και του Τραμπ. 
Αν βέβαια λέγοντας νεοφιλελευθερισμό εννοούμε την αυτορύθμιση των αγορών, τη νομισματική ορθοδοξία, ακόμη και τη δημοσιονομική ορθοδοξία από τη σκοπιά των δαπανών, τότε ο νεοφιλελευθερισμός είναι σε βαθιά… απορρύθμιση ήδη απ΄πο το 2008 και ύστερα. Αν, από την άλλη, λέγοντας κεϊνσιανισμός εννοούμε τον κρατικό παρεμβατισμό και την αύξηση των κρατικών δαπανών και χρεών, τότε αυτή η στροφή υπάρχει ήδη από το 2008-2009 - με μόνη εξαίρεση την Ευρωπαϊκή Ένωση. Στο νομισματικό επίπεδο, αυτός ο παρεμβατισμός πήρε αδιανόητες διαστάσεις, στο δημοσιονομικό ήταν λιγότερο θεαματικός – αλλά υπήρξε. Ωστόσο, οι τέτοιοι ορισμοί για το νεοφιλελευθερισμό και τον κεϊνσιανισμό είναι χρήσιμοι και έχουν τη σημασία τους για τους αστούς οικονομολόγους. Έχουν σημασία και για τους μαρξιστές και την Αριστερά σαν συμπτωματολογία της κρίσης του μοντέλου συσσώρευσης του κεφαλαίου και σαν όπλα στον ιδεολογικό αγώνα όταν κυρίαρχα δόγματα καταρρέουν. Έχουν όμως ελάχιστη αξία αν δεν είναι παντελώς άχρηστοι και επιζήμιοι για την Αριστερά αν σηματοδοτούν αυταπάτες για στροφή του συστήματος σε πολιτικές υπέρ του εργατικού μισθού, του κοινωνικού κράτους και των εργασιακών δικαιωμάτων.
Θα αντιτείνει κανείς: και οι όρκοι για την ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας; Και η επίταξη ή εθνικοποίηση των ιδιωτικών κλινικών; Και οι αναφορές του Μακρόν ότι κάποιοι τομείς πρέπει να εξαιρούνται των κριτηρίων της αγοράς; Δεν αμφισβητείται έτσι στην πράξη η ορθοδοξία της ιδιωτικοποίησης των πάντων; Οι πραγματικές αποφάσεις στο εδώ και τώρα, είναι φανερό ότι απορρέουν από το «πρόταγμα» να σωθεί ο καπιταλισμός από μεγάλη καταστροφή - αυτό περνάει μέσα από την αντοχή του δημόσιου συστήματος υγείας. Τα υπόλοιπα είναι προς το παρόν λόγια. Δεν μπορεί να αποκλειστεί βέβαια το ενδεχόμενο οι ιθύνοντες των αρχουσών τάξεων να βγάλουν το συμπέρασμα ότι οι ιογενείς λοιμώξεις ήρθαν για να μείνουν και άρα η ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας να έχει και κάποια συνέχεια ύστερα από την κρίση. Αλλά μέχρις εκεί: στοχευμένες δράσεις με στόχο να θωρακιστεί το σύστημα από άμεσες ή και μελλοντικές απειλές που διαφαίνονται ήδη. Στο θεμελιώδες ερώτημα αν έχουμε στροφή σε φιλεργατικού χαρακτήρα κεϊνσιανισμό, η απάντηση είναι ένα ξερό όχι!

Μην ξεχνάμε το «δόγμα του σοκ»

Ο κοινωνικός δαρβινισμός είναι στο dna της σχολής του Σικάγο. Χρωστάμε στην Ναόμι Κλάιν αυτή την αποκάλυψη. Η οποία σε τωρινή της συνέντευξη(8) προειδοποιεί: 
«Το “Δόγμα του Σοκ” ως στρατηγική ήταν μία αντιπαράθεση στην πολιτική του New Deal του FDR (ΣτΜ. Πρόεδρος Ρούσβελτ). [Economist] Ο Milton Friedman (ΣτΜ. Θιασώτης της Ελεύθερης Αγοράς και του Νεοφιλελευθερισμού) πιστεύει πως όλα έγιναν χειρότερα στην Αμερική μετά την εφαρμογή του  New Deal. Αντιδρώντας στη Μεγάλη Οικονομική Κρίση (1929) και στο Dust Bowl τη δεκαετία του ’30 (Θύελλες σκόνης και ανομβρία), μία ενεργητική κυβερνητική πολιτική εφαρμόστηκε στη χώρα και ανέλαβε ως αποστολή της, να επιλύσει άμεσα την οικονομική κρίση ξεκινώντας δημόσια έργα και προσφέροντας εργασία σε κρατικούς τομείς, ενώ ταυτόχρονα εφάρμοσε άμεσα μέτρα ανακούφισης των πιο αδύναμων.
Εάν είσαι ένας σκληροπυρηνικός οικονομολόγος, θιασώτης των ελεύθερων αγορών, καταλαβαίνεις πως όταν οι αγορές αποτυγχάνουν, επέρχεται μία προοδευτική αλλαγή πολύ πιο οργανικά από ότι εάν εφαρμόζονταν απορρυθμιστικές πολιτικές που ευνοούν τους επιχειρηματικούς κολοσσούς. Έτσι το “Δόγμα του Σοκ” αναπτύχθηκε ως ένα μέτρο πρόληψης των κρίσεων, ώστε να μην ανοίξει ο δρόμος σε λειτουργικές αλλαγές όπου θα εμφανιστούν προοδευτικές πολιτικές. Οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ κατανοούν πως σε καιρούς κρίσεων βρίσκεται η ευκαιρία τους να προωθήσουν τις επιθυμητές τους αντιδημοφιλείς πολιτικές, που πολώνουν ακόμα περισσότερο τον πλούτο στη χώρα και σε όλο τον κόσμο.» (8)
Στην τωρινή κρίση, ωστόσο, μοιάζει σαν να σπάνε σε ακόμη μεγαλύτερη έκταση, ιδιαίτερα στην ΕΕ, τα αναχώματα της δημοσιονομικής ορθοδοξίας. Το Σύμφωνο Σταθερότητας αναστέλλεται μέχρι νεωτέρας, το ίδιο και τα συμφωνημένα πρωτογενή πλεονάσματα με την Ελλάδα. Στο επόμενο διάστημα ίσως χρειαστεί να γίνουν και άλλα. Από την άλλη, έχοντας αναγκαστεί να διαχειριστούν δύο συστημικές κρίσεις σε μία 12ετία και να παραβιάσουν ωμά τα ίδια τους τα δόγματα, οι ιθύνοντες του καπιταλισμού είναι αρκετά «εξασθενημένοι». Η ιδεολογική κρίση ηγεμονίας οξύνεται. Αναμφίβολα εδώ υπάρχει μια ευκαιρία για την Αριστερά, το εργατικό κίνημα και τα κινήματα αντίστασης γενικά. Όμως τίποτε δεν θα κερδηθεί με βάση κάποιο «συμβόλαιο παραχώρησης» προς τις εργαζόμενες τάξεις. Ό,τι κερδηθεί, θα κερδηθεί με αγώνα ενάντια στη θέληση των εκπροσώπων και διαχειριστών του συστήματος. Το κίνδυνος και ευκαιρία, ισχύει απόλυτα τόσο για μας όσο και γι’ αυτούς. Όλα θα κριθούν από το ποια πλευρά του ταξικού «οδοφράγματος» θα μεταφράσει αποτελεσματικότερα για λογαριασμό της την κρίση σε ευκαιρία γι’ αυτήν. Καθώς τα πράγματα θα σκληραίνουν, το σύστημα θα εφαρμόσει αδίστακτα το «δόγμα του σοκ» - τουλάχιστον θα το επιχειρήσει. Δεν πρέπει να υπάρχει καμία αυταπάτη γι’ αυτό. Πρέπει να το αποτρέψουμε! Μπροστά μας βρίσκεται η πρόκληση να ανακτήσουμε και κατοχυρώσουμε θέσεις υπέρ των εργαζόμενων τάξεων σε μια διαδικασία αντεπίθεσης που τόσο έχουμε ανάγκη! Δεν είναι εύκολο ούτε αυτονόητο και σίγουρα δεν θα μας δοθεί με «συμβάσεις παραχώρησης».

Σημειώσεις - παραπομπές:

(1) «Αύριο πρέπει να αντλήσουμε διδάγματα από αυτό, το οποίο καλούμαστε σήμερα να αντιμετωπίσουμε, πρέπει να αναρωτηθούμε για το μοντέλο ανάπτυξης μέσα στο οποίο έχει εμπλακεί εδώ και δεκαετίες ο κόσμος μας και του οποίου οι ελλείψεις τώρα έρχονται στο φως. Να αναρωτηθούμε για τις ελλείψεις της δημοκρατίας μας. Ένα έχει φανεί ήδη από αυτήν την πανδημία: η δωρεάν υγεία, ανεξάρτητα από εισόδημα, θέση και επάγγελμα, το κοινωνικό μας κράτος δεν είναι κόστος ή βάρος, αλλά πολύτιμα αγαθά, απαραίτητα ατού, όταν το πεπρωμένο μας χτυπά. Αυτή η πανδημία έχει ήδη δείξει ξεκάθαρα, ότι υπάρχουν αγαθά και υπηρεσίες που πρέπει να τεθούν εκτός των νόμων της αγοράς. Είναι τρελό να αναθέτουμε κατά βάση σε άλλους τη διατροφή μας, την προστασίας μας, τη δυνατότητα διαμόρφωσης του πλαισίου ζωής μας. Πρέπει να ανακτήσουμε τον έλεγχο σε αυτούς τους τομείς, να διαμορφώσουμε μια ακόμα πιο κυρίαρχη Γαλλία και Ευρώπη, μια Γαλλία και μια Ευρώπη που παίρνουν το πεπρωμένο τους αποφασιστικά στα χέρια τους. Οι επόμενες εβδομάδες και μήνες θα απαιτήσουν αποφάσεις, που θα αποτελέσουν υπό αυτήν την έννοια ρήξη. Θα το αναλάβω». Αυτός που επέβαλε στρατιωτικό νόμο στη Γαλλία και ματώνει όλες τις διαδηλώσεις με λατινοαμερικάνικης έμπνευσης καταστολή, μιλάει για τα «ελλείμματα της δημοκρατίας μας». Οι υπόλοιπες διαβεβαιώσεις του έχουν την ίδια αξία.
(2) Βλέπε σχετικά:
Π. Παπακωνσταντίνου «Κορωνοϊός: σκληρή προειδοποίηση της Φύσης;», «Καθημερινή» 16.3.2020   
Π. Σωτήρης «Η λογική του κέρδους και μια προαναγγελθείσα πανδημία», in.gr 19/3/2020
(3) «Στα 246,5 τρισ. δολάρια εκτοξεύτηκε το παγκόσμιο χρέος», «ΕφΣυν» 16/7/2019     
(4) Βλέπε https://www.capital.gr/oikonomia/3438558/deutsche-bank-blepei-bathia-pagkosmia-ufesi-sto-a-examino-boutia-24-sto-aep-tis-eurozonis
Και
https://www.capital.gr/diethni/3438929/germania-sokaroun-oi-ektimiseis-gia-tin-oikonomia-ufesi-mexri-4-5-9-problepei-to-ifw-to-2020
(5) https://www.capital.gr/diethni/3438793/ektakto-paketo-mamouth-upsous-750-dis-euro-apo-tin-ekt-agorazei-kai-ellinika-omologa
(6) https://www.capital.gr/agores/3438851/ekriktiko-rali-sta-ellinika-omologa-meta-to-elliniko-qe
(7) Θανάσης Καμπαγιάννης «Τα ‘‘δώρα’’ της κυβέρνησης: Χαράτσι στους εργαζόμενους, ‘‘εκκλήσεις’’ στους τραπεζίτες», ThePressProject 18/3/2020
(8) https://readersupportednews.org/opinion2/277-75/61852-focus-naomi-klein-coronavirus-is-the-perfect-disaster-for-disaster-capitalism?fbclid=IwAR3c_K84Hk_05_3Wbxc5zYpbVhjqUNXrpE7Omu_NPCkIHaWXGBc-weMbR-4
Δεν συμμεριζόμαστε τις απόψεις της Ναόμι Κλάιν για την πολιτική του Ρούσβελτ και για την ικανότητά της να βγάλει το σύστημα από την κρίση. Αυτό όμως είναι ένα άλλο θέμα που εκφεύγει των ορίων αυτού του κειμένου.