Αποτελεί μάλλον καθολική αποδοχή ότι «αν δεν υπήρχαν τα βίντεο, πιθανότητα η υπόθεση να έκλεινε εδώ», δηλαδή με τις πρώτες κατηγορίες εναντίον του Ζακ Kωστόπουλου/ της Zackie O για ληστεία και την πλήρη απόκρυψη της άγριας βίας που υπέστη από τον ιδιοκτήτη του κοσμηματοπωλείου, έναν vigilante περαστικό και αργότερα από αστυνομικούς. Κάθε νέο «βίντεο-ντοκουμέντο» που προστίθεται στο χαοτικό αρχείο πληροφοριών για το συμβάν μοιάζει να διευρύνει την «αλήθεια» για το περιστατικό, χύνοντας «άπλετο φως» στο τι πραγματικά έγινε.
Ωστόσο βασικά στοιχεία σχετικά με την προέλευση αυτών των οπτικών τεκμηρίων (ποιοι τράβηξαν τα πλάνα αυτά και με ποιο σκοπό) δεν σχολιάζονται στα ρεπορτάζ, ενώ στα διάφορα, εξαιρετικά σχόλια για τη δολοφονία που έχουν πέσει στην αντίληψή μου δεν βλέπω το ζήτημα αυτό να προβληματοποιείται. Αυτή η πίστη στον οπτικό ρεαλισμό όμως μου φέρνει στο μυαλό κακές αναμνήσεις από παρόμοια περιστατικά θανατοπολιτικής που ανέδειξαν την πλήρη αποτυχία του οπτικού τεκμηρίου «να μιλήσει» από μόνο του και να κλονίσει παγιωμένες δομές βίας, ετεροποίησης και αποκλεισμού.
Η πιο σημαδιακή και ίσως πιο τραυματική από τις προηγούμενες στιγμές «απογοήτευσης» ήταν πιστεύω ο ξυλοδαρμός του μαύρου οδηγού Rodney King το 1991 από αστυνομικούς στο L.A. το οποίο καταγράφηκε σε ερασιτεχνικό βίντεο που προβλήθηκε σε τοπικό τηλεοπτικό κανάλι. Ήταν μια στιγμή που, σε ακόμα πρώιμη μορφή, καταδείχθηκαν οι δυνατότητες των νέων μέσων (τότε η βιντεοκάμερα, ούτε καν δικτυωμένη, στην τηλεοπτική ακόμα εποχή) στα χέρια των πολιτών για την αντι-επιτήρηση στην εξουσία και την αποκάλυψη/ έκθεση της κανονικά αόρατης βίας εναντίον των περιθωριοποιημένων υποκειμένων. Στο δικαστήριο όμως - και αυτό αποτελέσε τεράστιο σοκ για την αμερικανική αριστερά - αυτό το βίντεο που έμοιαζε με «αδιαμφισβήτητο» τεκμήριο της λευκής κρατικής βίας, κατέληξε να ερμηνευτεί ως απόδειξη της επικινδυνότητας του (ακινητοποιημένου) μαύρου σώματος του King, πεσμένου στο έδαφος. (Στο δικαστήριο το βίντεο παρουσιάστηκε κατακερματισμένο σε still φωτογραφίες με αποτέλεσμα να τονιστεί ο ογκώδης σωματότυπος του King και όλες οι στερεοτυπικές συνδηλώσεις για μαύρους άνδρες που το συνοδεύουν). Μετά από την αθώωση των αστυνομικών, ξέσπασε εξαήμερη εξέγερση στο L.A.
Πώς έγινε -- η συνεχίζεται να γίνεται -- αυτό...; Όπως παρατήρησε εύστοχα τότε η Judith Butler γράφοντας αναστοχαστικά για το συγκεκριμένο συμβάν: “Το οπτικό πεδίο δεν είναι ουδέτερο όσον αφορά το φυλετικό ζήτημα: είναι από μόνο του μια φυλετική σχηματοποίηση, μια ισχυρή και ηγεμονική μορφή γνώσης", έτσι «το οπτικό τεκμήριο στο οποίο κάποιος παραπέμπει πάντα και μονάχα θα αναιρεί τα συμπεράσματα που βασίζονται σε αυτό: μάλιστα είναι πιθανό ότι στο εσωτερικό αυτού του ρατσιστικού λόγου κανένας μαύρος δε μπορεί να καταφύγει στην ορατότητα ως μια σίγουρη βάση της τεκμηρίωσης» (‘Endangered/Endangering: Schematic Racism and White Paranoia’ in Gooding-Williams R, Reading Rodney King/Reading Urban Uprising, Routledge 1993, 66).
Με αυτό κατά νου μένω με τις εξής ερωτήσεις:
  1. Αυτοί που τράβηξαν τα βίντεο της δολοφονίας του Ζακ τα τράβηξαν ως σύγχρονη πράξη witnessing, παίζοντας τον ρόλο της citizen-camera, αποδεικνύοντας έτσι τη διαρκή ετοιμότητα που οι ακτιβιστές του κινήματος Black Lives Matter αναφέρουν με την προτροπή #stay_woke; Ή μήπως τα βίντεο αυτά αποτελούν, αντίθετα, ίχνη της ηδονοβλεψίας και διέγερσης της βίας, τεκμήριο της μη-παρέμβασης του αθέατου βιντεολήπτη στον εμποδισμό και την αποκλιμάκωση της βίας; Είναι ενδεικτικό – και μου θυμίζει φωτογραφίες βασανισμού Ιρακινών από Αμερικανούς στρατιώτες στις φυλακές Αμπού Γκράιμπ – ότι μέσα στα πλάνα βλέπουμε αμφιθεατρικά στημένα άλλους θεατές οι οποίοι καθοδηγούν το βλέμμα του θεατή του βίντεο στην στοχοποίηση του σώματος του θύματος.
  2. Οπτικό υλικό που έχει παραχθεί ως παράγωγο της βίας μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως τεκμήριο ώστε να καταδικαστεί η βία; Μιας και αναφέρεται συνεχώς στο ρεπορτάζ η λέξη ‘λιντσάρισμα’ αξίζει να θυμηθούμε, στην αμερικάνικη περίπτωση τουλάχιστον, τη δομική σχέση της οπτικής καταγραφής στην πράξη έκθεσης και εκ-γύμνασης των μαύρων σωμάτων: οι καρτ-ποστάλ της σκηνής βίας του λιντσαρίσματος στο αμερικάνικο Νότο λειτούργησαν με τέτοιο τρόπο ώστε να επεκτείνουν στον χρόνο και τον χρόνο την «απόλαυση» της βίας, διευρύνοντας συνεχώς το κοινό που μέσα από τη δυνητικοποίηση του αρχικού συμβάντος μπορεί να συμμετέχει. Αν η ίδια η οπτικοποίηση αποτελεί βίαια πράξη, όχι απλώς αναπαράσταση της βίας, αν είναι τόσο συχνά προϊόν της ρατσιστικής, εθνικιστικής, σεξιστικής, ομοφοβικής όρασης, δεν κουβαλάει ως τεκμήριο αυτήν την ‘τοξικότητα’ μέσα του σαν Δούρειος Ίππος;
  3. Πώς να διαχειριστούμε το παράδοξο της ορατότητας; Όντως χωρίς την ύπαρξη αυτών των βίντεο το περιστατικό θα είχε κουκουλωθεί και οι δυνατότητες για δυναμική πολιτική συσπείρωση γύρω από την πολιτική του πένθους θα ήταν μηδενικές. Από την άλλη, ποιες είναι οι επιπτώσεις της επανάληψης του βίντεο – βάζοντας το τηλεοπτικό και ιντερνετικό κοινό στη θέση να ενστερνιστεί τη θέση του κοσμηματοπώλη που κλωτσάει ξανά και ξανά τον αποκείμενο Άλλο (τον ομοφυλόφιλο, τον τρανς, τον φτωχό, τον χρήστη ναρκωτικών που δεν θέλει ως γείτονα κατά τα τηλε-γκάλοπ); Και ίσως κάτι πιο τρομακτικό: ποιες είναι οι συνέπειες για τους θεατές που ταυτίζονται με τις παραπάνω ομάδες και νιώθουν ότι η κοινωνία τους κλωτσάει, τους απορρίπτει, ξανά και ξανά; Υπάρχει ένας τρόπος «αφοπλισμού» της βίας της εικόνας που να μην καταλήγει στην απλοϊκή συνταγή της Sontag για απώθηση τέτοιων εικόνων βίας και πόνου – κάτι που σπάνια θέλει η ίδια η ομάδα που εισπράττει τη βία παρά το τραύμα που τέτοιες εικόνες προκαλούν;
  4. Αυτοί -- εμείς -- που μιλάνε/ μιλάμε γύρω από (την εικόνα) ενός νεκρού σώματος εκπληρώνουν μια ηθική υποχρέωση για ένα κακό που δεν είναι δικό τους, ή οικειοποιούνται τη σιωπή του νεκρού, παράγοντας γνώση και εξουσία μέσα από νέες αναπαραστάσεις; Κατά τη διάρκεια του κινήματος για την κατάργηση της δουλείας οι μαύροι παρουσιάστηκαν στις συγκεντρώσεις ως βουβά εκθέματα: έδειχναν τις πληγές στο λευκό κοινό, ενώ οι λευκοί ακτιβιστές ερμήνευσαν και παρουσίασαν τις ιστορίες τους, για αυτούς. Στην περίπτωση του Ζακ αντίθετα – και εδώ βρίσκεται μια ελπιδοφόρα δυναμική – ο ίδιος συνεχίζει να μιλάει απίστευτα εύγλωττα και προφητικά σε βίντεο από ομιλίες και συνεντεύξεις αρχειοθετημένα σε πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης δίπλα στα φρικιαστικά «βίντεο-ντοκουμέντα» από τη δολοφονία. Αποτελεί μια φαν(τα)σματική παρουσία που ανατρέπει πλήρως την αποκειμενοποίηση και αντικειμενοποίησή του, ζητώντας επίμονα την ανταπόκριση, την αναγνώριση και τη δικαιοσύνη από μας στο μέλλον.
Πηνελόπη Παπαηλία, Κοινωνική Ανθρωπολόγος /Αν. Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Θεσσαλίας