Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2020

Ο φασισμός θα επιζήσει της απαραίτητης καταδίκης

 



του Φιλήμονα Πατσάκη

 Φτάνουμε στην τελική(;;) ευθεία για την δίκη της Χρυσής Αυγής μια πρώτη καταδίκη του ναζιστικού μορφώματος που ακόμα στιγματίζει την Ελληνική κοινωνία, φτάνουμε στην ευθεία της καταδίκης των άθλιων δολοφόνων, όμως φτάνει αυτό; Ο φασισμός δεν είναι μια απλή πολιτική επιλογή, ένα κόμμα που διεκδικεί κοινοβουλευτική επικράτηση, δεν είναι επικίνδυνος μόνο στον δρόμο και τις λαϊκές αγορές, αλλά αποτελεί μια θεώρηση του κόσμου και διαδεδομένες αντιλήψεις που ποτίζουν τον κυρίαρχο λόγο. Αλλά το κυριότερο αποτελούν εν δυνάμει κυβερνησιμότητα.

https://www.babylonia.gr 

Μας θυμίζει ο Τραβέρσο στις “ρίζες της ναζιστικής βίας”. “Ο Χίτλερ ασφαλώς δεν διέθετε, ως το 1941, ένα πολύ ξεκάθαρο σχέδιο για την εξόντωση των Εβραίων και η «τελική λύση» ήταν το προϊόν μιας διαρκούς αλληλεπίδρασης ανάμεσα στο ριζοσπαστικό αντισημιτισμό και τις περιστάσεις του πολέμου. Είναι αυτή η αλληλεπίδραση που θα γεννήσει τα στάδια, τις μορφές και τα μέσα του εκτοπισμού και της θανάτωσης των Εβραίων. Ακόμα και δίχως κεντρικό σχέδιο, ο εθνικοσοσιαλισμός είχε στην διάθεση του πολλά μοντέλα που δεν δίστασε να ακολουθήσει. Από την μια μοντέλα ιδεολογικά (ρατσισμός, ευγονισμός), πολιτικά, και ιστορικά (ιμπεριαλισμός και αποικιοκρατία), από την άλλη μοντέλα τεχνολογικά και κοινωνικά (εξορθολογισμός κυριαρχίας, ολοκληρωτικός πόλεμος, σκλαβιά) που όλα τους πήγαζαν από το ευρωπαϊκό πολιτιστικό πλαίσιο.” Όταν μιλάμε για ρατσισμό και ευγονισμό μιλάμε για πολύ διαδεδομένες αντιλήψεις και επιστημονικές πρακτικές εκείνο τον καιρό. Αντιλαμβανόμαστε τώρα ότι η απαραίτητη καταδίκη των δολοφόνων πρέπει να είναι απλώς ένα βήμα.

Καθώς τα στρατόπεδα συγκέντρωσης έκαναν εκ νέου την εμφάνιση τους, καθώς ο ρατσιστικός λόγος έχει πιάσει στασίδι στα ΜΜΕ, καθώς ένας άθλιος εθνικισμός παίρνει κεφάλι, καθώς οι κοινωνίες αποανθρωποποιούνται και η κατάσταση εξαίρεσης με διάφορες αφορμές γίνεται κανονικότητα, η μάχη αποκτά ευρύτερα χαρακτηριστικά. Η αστυνομία που μετά την φασιστική επίθεση στο Τυμπάκι επιτίθεται στους εργάτες γης μετανάστες στην ίδια περιοχή, η επίθεση των πραιτοριανών του Χρυσοχοΐδη στους αναρχικούς που έβγαζαν ναζιστικά σύμβολα από το κέντρο της Θεσσαλονίκης λέει πολλά για την ιδεολογική και πολιτική ατζέντα του σήμερα.

Και κάπου εκεί η εικόνα των ανθρώπων που προσπαθούν να βρουν καταφύγιο στο νεκροταφείο μετά το κάψιμο της Μόρια. Άνθρωποι που βρίσκουν αποκούμπι μόνο σε ένα νεκροταφείο είναι μια συμβολική σκηνή θανάτου του διαφωτισμού μας. Καθώς η Μόρια παίρνει την θέση της ανάμεσα στις αποτρόπαιες στιγμές των στρατοπέδων συγκέντρωσης, νιώθουμε την αναλγησία του κράτους να αποδίδεται πλέον στον καθένα χωριστά. Μας ενημέρωσαν πρόσφατα ότι από τότε που ξεκίνησε το λεγόμενο μεταναστευτικό έχουν πεθάνει στην Μεσόγειο 20000 άνθρωποι.Στατιστικές στεγνές και άμορφες. Όταν κυριαρχεί η αριθμητική και λέξεις όπως ροές, ο κυνισμός είναι δεδομένος.

Ερχόμαστε αντιμέτωποι με το “δικαίωμα να έχουμε δικαιώματα” της Άρεντ. Και όπως μας εξηγεί η ίδια σκεπτόμενη το ολοκαύτωμα ¨ο κόσμος δεν βρήκε τίποτα το ιερό στην αφηρημένη γυμνότητα του να είναι κανείς άνθρωπος¨. Ας δημιουργήσουμε εμείς ένα φραγμό σε αυτή την γυμνότητα. Ο Λέβι θα σκεφτεί πολύ πάνω στο τι σημαίνει να παραμείνεις άνθρωπος και εκεί πάνω στα αποκαΐδια της Μόρια η ερώτηση του “σκεφτείτε αν αυτό είναι ο άνθρωπος” δείχνει την περιπλοκότητα της.

Αυτό που διακυβεύεται στο στρατόπεδο είναι η σχεδόν βιολογική διεκδίκηση της συμμετοχής στο ανθρώπινο είδος. Κοιτάμε στα μάτια την δημιουργία της απελπισίας. Ειδήσεις για ναυάγια, νεκροί ξεβρασμένοι σε κάποια παραλία, τάφοι χωρίς όνομα, περνάνε στα ψιλά των εφημερίδων. Η ζωή είναι πλέον το φθηνότερο πράγμα στον κόσμο, ένα ολόκληρο σύστημα αποανθρωποποίησης. Η φωτιά στην Μόρια ήρθε μετά από πολλά προειδοποιητικά σήματα να μας θυμίσει ότι είμαστε πλέον οι δεσμώτες, ο άνθρωπος με την στολή. Και μέσα από τα σύρματα ο μετανάστης κατοικεί εκτός συμβολαίων παύει να έχει πρόσωπο, δεν βρίσκεται πουθενά, δεν είναι καν ο άλλος, δεν είναι τίποτα.

Το στρατόπεδο ζητά μια οριστική κατάργηση, θέτει λοιπόν μια ερώτηση. Πως τίθεται πολιτικά και υλικά μια πολιτική που θα έχει ως βάση το οριστικό τέλος του αποκλεισμού ως βασικής πολιτικής συγκρότησης; Η φασιστική ιδεολογική συγκρότηση επιζεί εκεί, στις απλές φράσεις αποτίμησης της αντιμετώπισης των μεταναστών, στην αποδοχή ότι η φυλακή είναι η καλύτερη λύση για όλους, στην αποδοχή ότι μια εθνοφυλακή μπορεί να βοηθήσει στην κακόβουλη εισβολή στων Έβρο, στην παραδοχή μας ότι ελευθερία και υγεία είναι δύο έννοιες που συγκρούονται και πρέπει να οριοθετηθούν εκ νέου.

Στα άθλια πρόσωπα των κατηγορουμένων μελών της Χρυσής Αυγής βλέπουμε μια ανάγκη, την ανάγκη της απόλυτης και κατηγορηματικής καταδίκης τους. Όμως η ποινική καταδίκη δεν φτάνει, πρέπει από εκεί και πέρα να επιτεθούμε στους άξονες που τρέφουν το φίδι.

Η επίθεση στις μορφές αλληλεγγύης, στα κοινωνικά δικαιώματα και μια προσπάθεια ολικής απορρόφησης του δημόσιου χώρου από τον ιδιωτικό και τον κρατικό τομέα θέτουν επί τάπητος τον κίνδυνο για την απόλυτη εξαφάνιση της ίδιας της πολιτικής ως ανταγωνιστικής πολλαπλότητας υπέρ μιας μονότονης διαχείρισης των πραγμάτων και των υπάρξεων. Επειδή η σύγχρονη διαχείριση δεν θα είναι μονότονη αλλά επικίνδυνη, οφείλουμε να διερευνήσουμε όλες εκείνες τις συνθήκες όπου οι μορφές αλληλεγγύης θα αποτελέσουν την μαγιά για την νέα πολιτική συγκρότηση. Για να μετατραπούν η οργή και η αγανάκτηση σε εφαλτήριο συγκρότησης μιας συλλογικής άρνησης και αντίστασης, θα πρέπει να υπάρξει μια συνολική μάχη ενάντια στον φόβο και μια αντίστοιχη κίνηση συγκρότησης των ορισμών εκ νέου. Η βουβή απελπισία θα ψάχνει ηγέτες. Υπάρχει όμως και η κίνηση που θα ψάχνει την ενεργή συγκρότηση των εννοιών της αλληλεγγύης, της αξιοπρέπειας, της ανάδυσης του αυτενεργού ανθρώπου.Ο θάνατος του φασισμού θα είναι μια πολύπλοκη και επίπονη διαδικασία.

Ας αρχίσουμε με τα απλά να είμαστε όλοι στις 7/10 στο εφετείο, για το πρώτο βήμα.


Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2020

Η πολύτιμη κληρονομιά της ιστορικής εμπειρίας

                                Ιούνης 1936, Απεργία στο εργοστάσιο της Ρενό στο Παρίσι


Μπορούμε να αντλήσουμε διδάγματα από τις προηγούμενες μεγάλες κρίσεις του καπιταλισμού;

Ο Πάνος Γκαργκάνας δίνει απαντήσεις από τη δεκαετία του 1930 στο σήμερα.

Με ποια άλλη φάση της Ιστορίας θα συγκρίνατε αυτήν την οικονομική κρίση;

–Όλες οι προφανείς συγκρίσεις έχουν τα όριά τους. Η πανδημία της ισπανικής γρίπης 1918-19 ήταν λιγότερο αποδιοργανωτική οικονομικά επειδή οι οικονομίες ήταν λιγότερο αστικές και λιγότερο διασυνδεδεμένες. Η Μεγάλη Υφεση του 1929-33 και η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008-9 ήταν διαφορετικές επειδή ξεκίνησαν ως χρηματοοικονομικές κρίσεις πριν μολύνουν την πραγματική οικονομία. Αντιθέτως, αυτή η κρίση ξεκίνησε στην πραγματική πλευρά –με τον ιό και το lockdown– και τώρα θα εξαπλωθεί στη χρηματοοικονομική πλευρά. Οι Παγκόσμιοι Πόλεμοι είναι διαφορετικοί επειδή στην πραγματικότητα αποτελούσαν αγώνα για την επιβίωση του έθνους. Αντιθέτως, αυτός είναι ένας αγώνας για την επιβίωση του ανθρώπου, κατά τον οποίο το έθνος το πιθανότερο είναι πως θα επιβιώσει.

Η αφετηρία της Αριστεράς είναι αλλιώτικη. Η μελέτη της ιστορικής εμπειρίας είναι πολύτιμη. Χρειάζεται να ανατρέξουμε στις προηγούμενες μεγάλες κρίσης του συστήματος, στις αιτίες τους, στις ταξικές συγκρούσεις που τις συνόδεψαν, στις στρατηγικές της Αριστεράς που δοκιμάστηκαν. Μόνο έτσι μπορούμε να καταλάβουμε τι συμβαίνει γύρω μας και να αποκτήσουν νόημα και οι όποιες αλλαγές και διαφορές στον ίδιο τον καπιταλισμό, στην εργατική τάξη και στην Αριστερά. Μέσα από μια τέτοια διαδικασία μπορούμε να χαράξουμε αντιμετώπιση και προοπτική απέναντι στις νέες προκλήσεις του σήμερα. Πρέπει να γυρίσουμε πίσω και να σταθούμε στα διδάγματα της προηγούμενης μεγαλύτερης κρίσης στη δεκαετία του 1930 για να πάμε σήμερα μπροστά.

Τι φταίει για τις κρίσεις;

Οι αστοί οικονομολόγοι ακόμη ψάχνουν για να βρουν τι πήγε στραβά το 1929. Όπως έγραφε ο Κρις Χάρμαν:

«Η οικονομική βουτιά της δεκαετίας του 1930 ήταν με μεγάλη διαφορά η χειρότερη ύφεση που είχε γνωρίσει μέχρι τότε ο καπιταλισμός. Η βιομηχανική παραγωγή μειώθηκε στο μισό στις δυο μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου, τις ΗΠΑ και τη Γερμανία. Περίπου το ένα τρίτο των εργατών και στις δυο χώρες έμειναν άνεργοι. Εκείνο ήταν το ασύγκριτα πιο σημαντικό οικονομικό γεγονός του 20ου αιώνα. Κι’ όμως, η κατανόηση εκείνης της βουτιάς παραμένει το μεγάλο πρόβλημα της επίσημης οικονομικής επιστήμης. Ο Μπεν Μπερνάνκι, επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ επί προεδρίας Ομπάμα, θεωρείται ως ένας από τους βασικούς εμπειρογνώμονες πάνω σε αυτό το θέμα. Έχει βαφτίσει την αναζήτηση της εξήγησης ως το «Ιερό δισκοπότηρο» της οικονομικής επιστήμης- δηλαδή κάτι που το ψάχνεις και ποτέ δεν το βρίσκεις! Ο βραβευμένος με Νόμπελ στα οικονομικά Edward C Prescott το περιγράφει ως ”παθολογικό επεισόδιο που δεν επιδέχεται ερμηνεία από τα καθιερωμένα οικονομικά“. Ένα άλλο βραβείο Νόμπελ, ο Robert Lucas παραδέχεται ότι ”χρειάζεται πραγματική προσπάθεια της βούλησης για να ομολογήσουμε ότι δεν ξέρουμε τι στο διάολο συμβαίνει“».

Αν μετά από σχεδόν ένα αιώνα επικρατεί τέτοια σύγχυση στα μυαλά των αστών, μπορούμε εύκολα να φανταστούμε τι έλεγαν τότε που ξέσπαγε εκείνη η τεράστια κρίση.

«Ο πιο επιφανής νεοκλασικός οικονομολόγος της Αμερικής, ο Ίρβινγκ Φίσερ στις παραμονές του Κραχ της Γουόλ Στρητ είχε δηλώσει ότι ‘οι τιμές των μετοχών έχουν σταθεροποιηθεί μόνιμα σε υψηλά επίπεδα’. Στη Βρετανία ο Κέυνς είχε διαβεβαιώσει τους φοιτητές του ότι ‘δεν πρόκειται να δούμε νέο κραχ στη ζωή μας’….Η αρχική αντίδραση του επίσημου πολιτικού κόσμου και των συνοδοιπόρων τους στις οικονομικές επιστήμες ήταν να υποθέσουν ότι θα χρειαζόταν απλά να περιμένουν για λίγο καιρό μέχρι η ύφεση να αρχίσει να διορθώνεται από μόνη της. ‘Η ανάκαμψη έρχεται’ διαβεβαίωνε τον κόσμο ο πρόεδρος των ΗΠΑ Χέρμπερτ Χούβερ. Αλλά η ανάκαμψη δεν ήρθε το 1930, ούτε το 1931 ή το 1932».4

Μάλλον περισσότερες ομοιότητες παρά διαφορές βλέπουμε σε σχέση με το σήμερα, αν στη θέση του Χούβερ αναλογιστούμε τον Τραμπ (ή τον Μητσοτάκη). Δυστυχώς, όμως, οι αυταπάτες για τις μαγικές ικανότητες του συστήματος να «αυτορυθμίζεται» δεν περιορίστηκαν στους αστούς. Ο Χίλφερντινγκ που ήταν μια οικονομική αυθεντία με μαρξιστικές καταβολές στους κύκλους της Σοσιαλδημοκρατίας είχε διατυπώσει μια θεωρία περί «οργανωμένου καπιταλισμού» όπου εκτιμούσε ότι είχε εξαφανιστεί η αναρχία της αγοράς και η τάση προς την κρίση. Θα ήταν χρήσιμο να το θυμούνται αυτό όσοι και όσες τείνουν να αναπαράγουν θεωρίες περί ολοκληρωτικού καπιταλισμού σήμερα.

Τέτοιες αστοχίες δεν εμφανίστηκαν μόνο ανάμεσα στους σοσιαλδημοκράτες. Η επικράτηση του σταλινισμού είχε αντίστοιχες επιπτώσεις στο χώρο των Κομμουνιστικών Κομμάτων. Μαρξιστές θεωρητικοί όπως ο Χένρικ Γκρόσμαν, συγγραφέας του βιβλίου «Ο νόμος της συσσώρευσης και η κρίση του καπιταλιστικού συστήματος» βρέθηκαν στο περιθώριο, ενώ οι πιστές στη Μόσχα ηγεσίες των ΚΚ έγιναν ουρά των «Λαϊκών Μετώπων» και της Κεϋνσιανής διαχείρισης του καπιταλισμού με διαλυτικά αποτελέσματα για το εργατικό κίνημα.

Η τεράστια κρίση της δεκαετίας του 1930 επιβεβαίωσε ότι αυτή η τάση δεν είχε ξεπεραστεί τότε. Είναι κρατούμενο να δούμε ότι αυτή η τάση δεν έχει ξεπεραστεί ούτε σήμερα και παραμένει η καλύτερη αφετηρία για να κατανοήσουμε τη σημερινή μακρόσυρτη κρίση. Οι αιτίες δεν βρίσκονται σε εξωγενείς παράγοντες, αλλά σε δομικά χαρακτηριστικά του συστήματος. Μια καλή σύνοψη βρίσκεται στο βιβλίο του Άλεξ Καλλίνικος «Η Αποκρυπτογράφηση του Κεφάλαιου».6 Όπως γράφαμε στην παρουσίασή του:

«Ο Καλλίνικος ομαδοποιεί τους παράγοντες που εντοπίζει ο Μαρξ ως στοιχεία που οδηγούν τον καπιταλισμό σε κρίσεις σε τρεις κατηγορίες: η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει τα στοιχεία που ανοίγουν τη δυνατότητα να υπάρξουν κρίσεις (η διακοπή της κυκλοφορίας χρήμα-εμπόρευμα-χρήμα), η δεύτερη περιλαμβάνει τους παράγοντες που επηρεάζουν την πορεία των κρίσεων (η σχέση μισθών, ανεργίας και επενδύσεων) και η τρίτη τους αποφασιστικούς μηχανισμούς (πτώση του ποσοστού κέρδους και πανικός στις χρηματαγορές)».7

Η επιβολή καραντίνας σαν αντιμετώπιση του κορονοϊού είναι ένα επεισόδιο που ανήκει στην πρώτη κατηγορία. Ξαφνικά τα εμπορεύματα δεν μπορούν να κυκλοφορήσουν, ούτε καν το βασικό εμπόρευμα για τη λειτουργία του συστήματος δηλαδή η εργατική δύναμη.

Η έξοδος από το «ατύχημα» δεν είναι ούτε αυτόματη ούτε ομαλή, καθώς προκύπτουν ζητήματα για το πώς θα καλυφθούν οι ζημιές από τη διακοπή της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, ποιοι θα επωμιστούν τα βάρη, όχι μόνο ανάμεσα στις δυο βασικές τάξεις αλλά και ανάμεσα σε κλάδους και κύρια ανάμεσα σε επιχειρήσεις και τράπεζες. Το χρήμα δεν έχει μόνο τη μορφή κεφάλαιου που αναμένει να επενδυθεί αλλά και τη μορφή κερδοσκοπικού κεφάλαιου τοποθετημένου σε φούσκες που κινδυνεύουν να σκάσουν. Ο επόμενος γύρος επενδύσεων που απαιτείται για την επανέναρξη του συστήματος επηρεάζεται από όλους αυτούς τους παράγοντες, αλλά τελικά καθορίζεται από το ύψιστο κριτήριο, δηλαδή το προσδοκώμενο ποσοστό κέρδους. Η πτωτική τάση που επεσήμανε ο Μαρξ είναι το καθοριστικό στοιχείο για την έκβαση της κρίσης.

Η αποσύνδεση του ρόλου των τραπεζών από τη διαδικασία συσσώρευσης κερδών μέσα από την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης στην παραγωγική διαδικασία μπορεί να ικανοποιεί το διαδεδομένο αίσθημα ενάντια στους τραπεζίτες ως αρπακτικά αλλά χάνει από τα μάτια της την πραγματική δυναμική του καπιταλισμού σαν σύστημα. Χωρίς ανάκαμψη της ευρύτερης κερδοφορίας μέσα από την παραγωγή, οι τραπεζίτες είναι ανίσχυροι».

Στη δεκαετία του 1930 η κάμψη στην πραγματική παραγωγή προηγήθηκε από τη βουτιά στα Χρηματιστήρια και αυτή με τη σειρά της επιδείνωσε την οικονομική ύφεση, η οποία μετατράπηκε σε ένα μακρόσυρτο βάλτωμα μέχρι το Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο. Σήμερα ο ρόλος του χρηματοπιστωτικού τομέα είναι μεγαλύτερος αλλά η δυναμική της κρίσης παραμένει ίδια: οι επενδύσεις στην πραγματική οικονομία δεν ανακάμπτουν λόγω πεσμένης προσδοκώμενης κερδοφορίας και έτσι η ανάκαμψη δεν έρχεται παρά τις αλλεπάλληλες διασώσεις του τραπεζικού συστήματος και τις ενέσεις φτηνού χρήματος στα χρηματιστήρια.

Εμπειρικά, η στασιμότητα των επενδύσεων ως καθοριστικό στοιχείο για την παράταση της κρίσης έχει γίνει πλέον πλατιά αποδεκτή. Αλλά τα αίτια αυτής της στασιμότητας εξακολουθούν να παραμένουν άγνωστα έξω από τη μαρξιστική παράδοση. Διαβάζουμε, παραδείγματος χάρη στους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς:

«Στις ΗΠΑ σχεδόν το 90 τοις εκατό των μετοχών βρίσκονται στην κατοχή του πλουσιότερου 10 τοις εκατό των νοικοκυριών, σύμφωνα με στοιχεία της Fed. Όχι μόνο τα οφέλη από την άνοδο των χρηματαγορών κατευθύνονται προς τους πλουσιότερους, αλλά αυτός ο σύνδεσμος λειτουργεί προς δυο κατευθύνσεις. Η ανισότητα τροφοδοτεί την ιλιγγιώδη άνοδο των χρηματαγορών προκαλώντας φαύλο κύκλο. Το πλουσιότερο 11 τοις εκατό του παγκόσμιου πληθυσμού κατέχει το 80 τοις εκατό του πλούτου, σύμφωνα με υπολογισμούς της Κρεντί Σουίς. Αυτό σημαίνει ότι οι πλούσιοι διαθέτουν ένα πλεόνασμα αποταμίευσης (υπάρχει όριο στο πόσα πολλά μπορούν να καταναλώσουν). Αυτή η ‘υπερπληθώρα αποταμιεύσεων’ είναι κεφάλαιο που αναζητεί τοποθέτηση. Αυτό το χρήμα πηγαίνει προς τις κεφαλαιαγορές της Αμερικής από όπου ιδανικά θα κατέληγε σε παραγωγικές επενδύσεις. Αλλά οι επενδύσεις των ΗΠΑ παραμένουν στάσιμες για λόγους που βρίσκονται υπό συζήτηση. Ίσως η καθυστέρηση σε νέες τεχνολογίες σημαίνει λιγότερες καλές επενδυτικές ευκαιρίες, ή τα ολιγοπώλια των βιομηχανιών έχουν γίνει τεμπέλικα, ή τα κίνητρα για τα διευθυντικά στελέχη ενθαρρύνουν τη διανομή μερισμάτων και την επαναγορά μετοχών αντί για τις επενδύσεις».9

Το δίδαγμα του Μαρξ και της ιστορικής εμπειρίας από το 1930 παραμένει ατόφιο: χωρίς εργατικό έλεγχο πάνω στο πλεόνασμα και τις επενδύσεις, η απειλή των κρίσεων παραμένει πάνω από τα κεφάλια της κοινωνίας.

Μπορεί η εργατική τάξη;

Η τάση του καπιταλισμού να βυθίζεται σε κρίσεις δημιουργεί τεράστια προβλήματα για τις άρχουσες τάξεις. Αλλά αυτό δεν μεταφράζεται αυτόματα σε ευκαιρίες για τους από κάτω. Για την ακρίβεια, η εμφάνιση των κρίσεων συνοδεύεται από μεγάλα βάσανα για την εργατική τάξη.

Αυτό ήταν αλήθεια από την εποχή του Μαρξ. Όπως το γράφουν παρέα με τον ΄Ενγκελς στο Κομμουνιστκό Μανιφέστο «Στις κρίσεις ξεσπά μια κοινωνική επιδημία που σε κάθε άλλη προηγούμενη εποχή θα φαινόταν σαν παραλογισμός, η επιδημία της υπερπαραγωγής. Η κοινωνία ξαφνικά βρίσκεται πάλι πίσω σε κατάσταση στιγμιαίας βαρβαρότητας. Θα ‘λεγε κανείς ότι ένας λιμός, ένας γενικός καταστροφικός πόλεμος της έκοψε όλα τα μέσα ύπαρξης. H βιομηχανία, το εμπόριο φαίνονται εκμηδενισμένα». Ανεργία, φτώχεια και πείνα είναι οι πρώτοι καρποί της κρίσης για τους εργάτες και τις οικογένειές τους. Ο καπιταλισμός μέσα στην κρίση του χτυπούσε τον «ιστορικό νεκροθάφτη» του αλύπητα.

Αυτά τα φαινόμενα έγιναν χειρότερα στον εικοστό αιώνα. Η εργατική τάξη ήταν πολύ μεγαλύτερη στη δεκαετία του 1930 σε σύγκριση με την εποχή του Κομμουνιστικού Μανιφέστου. Ανεργία για έναν στους τρεις εργάτες σήμαινε ανθρώπινη δυστυχία σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα. Και σαν να μην έφτανε αυτό, η εργατική τάξη είχε να αναμετρηθεί με νέες απειλές που είχαν προκύψει μέσα από τις αλλαγές στον ίδιο τον καπιταλισμό. Το πέρασμα στο ιμπεριαλιστικό στάδιο του συστήματος είχε αναδείξει τη φρίκη των παγκοσμίων πολέμων και της φασιστικής απειλής.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 η εργατική τάξη υπέφερε κάτω από τον συνδυασμό όλων αυτών των χτυπημάτων. Η ανεργία αντί να μειώνεται μεγάλωνε παντού. Στη Γερμανία οι Ναζί ήταν ήδη στην εξουσία από τον Γενάρη του 1933 και στη Γαλλία απειλούσαν να κάνουν το ίδιο φτάνοντας να οργανώνουν επιθέσεις για την κατάληψη της Βουλής. Ο αγώνας δρόμου προς ένα νέο Παγκόσμιο Πόλεμο είχε ξεκινήσει με τις Μεγάλες Δυνάμεις να περιχαρακώνουν τις οικονομίες τους και τις ζώνες επιρροής των νομισμάτων τους με προστατευτικά τείχη.

Η όξυνση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών αποτελεί άλλο ένα πεδίο όπου εμφανίζονται ομοιότητες με το σήμερα, σε πείσμα των αντιλήψεων ότι «η σημερινή κρίση είναι διαφορετική». Οι απειλές εμπορικών πολέμων ανάμεσα σε ΗΠΑ-Κίνα και ΕΕ έχουν το προηγούμενό τους σε αντίστοιχα φαινόμενα στη δεκαετία του 1930. Και τα χτυπήματα πάνω στην εργατική τάξη από τους εμπορικούς ανταγωνισμούς δεν ήταν μόνο οικονομικά. Όπως και σήμερα, ήταν και πολιτικά με την άνοδο του εθνικισμού να πιέζει τις εργατικές συνειδήσεις.

Ένα από τα πιο σπουδαία κρατούμενα της ιστορικής εμπειρίας, λοιπόν, είναι ότι η εργατική τάξη μέσα στις πιο δύσκολες συνθήκες δεν σκύβει το κεφάλι. Αργά ή γρήγορα, η συσσωρευμένη οργή ξεσπάει ορμητικά και οδηγεί σε επαναστατικές καταστάσεις καθώς οι από πάνω μέσα στην κρίση δεν μπορούν να συνεχίσουν να κυβερνούν όπως παλιά ενώ οι από κάτω δείχνουν μαζικά ότι δεν θέλουν να συνεχίσουν όπως παλιά. Το πραγματικό ερώτημα δεν αφορά στις δυνατότητες της τάξης αλλά στην ικανότητα της Αριστεράς να αξιοποιήσει τέτοιες ευκαιρίες.

Η Αριστερά ποτέ δεν είναι ενιαία σε τέτοιες στιγμές. Φουντώνει μια τεράστια αντιπαράθεση γύρω από το πόσο μακριά θέλει και μπορεί να φτάσει η εργατική τάξη. Τα ρεφορμιστικά τμήματα έχουν ως μόνιμο μοτίβο ότι η εργατική τάξη δεν είναι έτοιμη να πάρει τον έλεγχο.

Τώρα, όσο αφορά στην ατμομηχανή… κανένας ποτέ δεν έμαθε να οδηγεί ατμομηχανή με το να κάθεται στο γραφείο του.(…) Είναι γεγονός ότι πάνω στην ατμομηχανή χρειάζεσαι εκπαίδευση από έναν παλιό οδηγό. Και για τα άλογα υπάρχουν σχολές ιππασίας. Αλλά στον τομέα του ελέγχου του κράτους δεν προκύπτουν τέτοιες τεχνητές συνθήκες. Η αστική τάξη δεν δημιουργεί ακαδημίες κρατικής διαχείρισης για το προλεταριάτο ούτε βάζει στη διάθεσή του για εξάσκηση το τιμόνι του κράτους».

Η ατολμία του ρεφορμισμού να αφήσει το άλογο της εργατικής τάξης να καλπάσει και να το οδηγήσει στη νίκη είχε τραγικό κόστος στη δεκαετία του 1930. Αξίζει να θυμηθούμε την τραγική κατάληξη που είχε αυτή η αντιμετώπιση στην περίπτωση του Γαλλικού ΚΚ.

«Το μέγεθος της οικονομικής κρίσης τότε ήταν συγκρίσιμο με την ελληνική καταβαράθρωση σήμερα. Ανάμεσα στο 1928 και το 1934 η γαλλική οικονομία έχασε το 17% της βιομηχανικής παραγωγής της. Οι εργάτες αντιμετώπισαν μια μείωση στο μέσο εισόδημα κατά 30% από το 1929 ως το 1936. Η ανεργία εκτινάχτηκε. Αντίστοιχα ήταν τα σημάδια της πολιτικής κρίσης. Ανάμεσα στον Νοέμβρη του 1929 και τον Ιούνη του 1936 εναλλάχτηκαν 17 κυβερνήσεις  .Το χειμώνα του 1934 οι φασίστες, αποθρασυσμένοι από την άνοδο των Ναζί στη Γερμανία και από τα σκάνδαλα των κυβερνήσεων, επιχείρησαν να εισβάλουν στη Βουλή. Η ενωτική αντιφασιστική διαδήλωση που ακολούθησε και η Γενική Απεργία εκείνο το Φλεβάρη ήταν η απαρχή για κοινή δράση του Κομμουνιστικού και του Σοσιαλιστικού Κόμματος, σπάζοντας το σεχταρισμό της λεγόμενης «τρίτης περιόδου».

Η εργατική τάξη δεν είναι ”κουρδιστό πορτοκάλι“ για να ακολουθεί πειθήνια κάθε στροφή και κάθε υποχώρηση. Είναι πρωταγωνιστής της ταξικής πάλης. Η αξία μιας αριστερής ηγεσίας και μιας αριστερής στρατηγικής κρίνεται από την ικανότητά της να πιάνει το σφυγμό της τάξης και να της ανοίγει ορίζοντες».11

Δυστυχώς, το μοτίβο της «ανέτοιμης» εργατικής τάξης εξακολουθεί να επαναλαμβάνεται στις μέρες μας, όχι μόνο από ρεφορμιστικές ηγεσίες αλλά και από τμήματα της υπόλοιπης αριστεράς. Προφανώς το μεγάλο παράδειγμα είναι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ που το καλοκαίρι του 2015 προτίμησε τον συμβιβασμό αντί να εμπιστευτεί το ορμητικό ποτάμι που είχε δώσει μάχες ενάντια στα Μνημόνια, είχε φέρει την ίδια στην κυβέρνηση και το ΟΧΙ σε σαρωτική νίκη στο δημοψήφισμα εκείνου του καλοκαιριού. Ωστόσο, η αντίληψη ότι η εργατική τάξη σήμερα δεν διαθέτει τις κατάλληλες πρωτοπορίες ώστε να συγκροτήσει επαναστατική αριστερά, κυκλοφορεί και κάνει ζημιά και στο χώρο της «άλλης αριστεράς».

Σύμφωνα με αυτές τις απόψεις, οι προσπάθειες οικοδόμησης επαναστατικής οργάνωσης καταλήγουν σε αδιέξοδο επειδή οι αριστεροί αγωνιστές θα έπρεπε «να ενεργοποιούνται μέσα σε πλατιά δράση στο εργατικό κίνημα ώστε να ανασυγκροτήσουν την πρωτοπορία της εργατικής τάξης που υπήρχε στις δεκαετίες του 1920 και του 1930, αλλά η οποία διαλύθηκε από την ιστορία».12

Τι να πρωτοθαυμάσει κανένας! Την ισοπέδωση της ιστορίας που από τότε έπαψε να παράγει εργατικές πρωτοπορίες; Άραγε πώς κατάφερε χωρίς πρωτοπόρους αγωνιστές η εργατική τάξη να φτάσει στα κινήματα της Αντίστασης ενάντια στη ναζιστική κατοχή στη δεκαετία του 1940; Ποιοι βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή τον Μάη του ‘68, πώς έγινε το Πολυτεχνείο στην Ελλάδα, η Επανάσταση με τα Γαρύφαλλα στην Πορτογαλία; Και πιο κοντά στις μέρες μας, δεν υπήρχαν άραγε εργατικές πρωτοπορίες στην Αραβική Άνοιξη, στο αντιπολεμικό κίνημα, στο Occupy Wall Street, στο Black lives matter πριν φτάσουμε στις εκρήξεις του 2019-20 από το Λίβανο ως τη Χιλή και τώρα τις ΗΠΑ;

Η ιστορική εμπειρία επιμένει ότι η εργατική τάξη επιχειρεί ξανά και ξανά την έφοδο στους ουρανούς αναδεικνύοντας μέσα από τους κόλπους της πρωτοπορίες που μαθαίνουν στη δράση πώς να ξεσηκώνουν την τάξη τους. Επιμένει, επίσης, ότι η προσπάθεια να συγκροτηθούν αυτές οι πρωτοπορίες σε επαναστατικό κόμμα κάνει τη διαφορά ανάμεσα στο προχώρημα και το πισωγύρισμα. Το σημείο όπου βρισκόμαστε σήμερα δεν είναι η ώρα για να ξεχάσουμε αυτή την κληρονομιά, αντίθετα είναι η ώρα για να την αξιοποιήσουμε καλύτερα από κάθε άλλη φορά.

https://socialismfrombelow.gr/article.php?id=1251&fbclid=IwAR09lHeOHoWnnbTInXEaEzQqXcQbn5eQ5M7r1G0ZBkEuGQa8bOmxq5oBQBc




Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2020

Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΜΕΛΙΓΑΛΑ

         


    
Επί δεκαετίες ακροδεξιές ομάδες, με την ανοχή επίσημων εκπροσώπων της αστικής τάξης και του κράτους της, συναθροίζονται στο Μελιγαλά, για να «τιμήσουν» τους «ηρωικούς» όπως λένε νεκρούς, που σφαγιάστηκαν από τους κομμουνιστοσυμμορίτας». Ιστορικά το θέμα, στην ουσία του –ακόμα και σήμερα που λυσσασμένα η αντίδραση «ξαναγράφει» την ιστορία, τσαλαπατώντας βάναυσα τις μνήμες μας, δε σηκώνει «ερμηνείες»: αυτό το παραδέχονται πια εχθροί και «φίλοι». Για τη μάχη του Μελιγαλά έχουν γραφτεί και γράφονται από τους αντιπάλους του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ πάρα πολλά, παραποιώντας γεγονότα και ιστορική αλήθεια. Τίποτε λιγότερο από μια ακόμη προσπάθεια συγκάλυψης της εγκληματικής και αντιλαϊκής πολιτικής της αστικής τάξης σε εκείνα τα χρόνια.



Είναι γνωστό πως το όνομα Μελιγαλάς είναι ιδεολογικά φορτισμένο στη μεταπολεμική ιστορία της χώρας. Το γεγονός ότι το σύνθημα «ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-Μελιγαλάς», με το οποίο τιμάται η συντριβή των Ταγματασφαλιτών του Μελιγαλά από τον, κατά κύριο λόγο, κομμουνιστικό ΕΛΑΣ που υπήρξε δημιούργημα του ΚΚΕ, χρησιμοποιείται ως σύμβολο αντιφασιστικής νίκης ακόμα και από αναρχικές και αντιεξουσιαστικές ομάδες, κάνει οποιαδήποτε περαιτέρω διευκρίνιση περιττή. Από την άλλη, ο εθνικιστικός ιστορικός λόγος μιλάει για θηριωδία και σφαγή γυναικόπαιδων κι εθνικοφρόνων από τους «κομμουνιστοσυμμορίτες».

Δυστυχώς, η παραφροσύνη που αρχίζει σαν μαύρο πέπλο να καλύπτει την Ελλάδα της μνημονιακής εξαθλίωσης και βαρβαρότητας, έχει δώσει μία νέα ώθηση σε τέτοιου είδους «εθνικόφρονες» «ιστορικές» προσεγγίσεις, που αποσιωπούν το ρόλο των Ταγμάτων Ασφαλείας, ιδίως τους τελευταίους μήνες της κατοχής και την ιδιαίτερη θέση του Μελιγαλά στο δίκτυο αυτό.

ΠΗΓΗ:

 https://www.historical-quest.com/current-issue/678-h-maxi-tou-meligala-istoria-kai-    mythoi.html
https://www.rizospastis.gr/story.do?id=3010278 


Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2020

ΕΚΛΟΓΗ ΑΛΙΕΝΤΕ 4 ΣΕΠΕΤΕΜΒΡΗ 1970


Η Λατινική Αμερική ήταν πεδίο παραδοσιακού γεωπολιτικού ενδιαφέροντος της Ουάσιγκτον. Ωστόσο, στην περιοχή αυτή σημειωνόταν η άνοδος έντονα ριζοσπαστικών δυνάμεων, ειδικά μετά τη φιλοσοβιετική στροφή του Φιντέλ Κάστρο. Οι κοινωνικές ανισότητες σε όλη τη Λατινική Αμερική ήταν τεράστιες κυρίως εξαιτίας του παρωχημένου συστήματος γαιοκτησίας, της άνισης διανομής της γης, και της συνακόλουθης κυριαρχίας μιας περιορισμένης (και πολιτικά αντιδραστικής) τάξης μεγαλογαιοκτημόνων. Οι τιμές των προϊόντων που παρήγαν οι χώρες της περιοχής ήταν χαμηλές και ασταθείς, και τούτο επίσης συνέβαλε στην αδυναμία τους να σχεδιάσουν το οικονομικό τους μέλλον.
 Ο κ. Θανάσης Διαμαντόπουλος  καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και  ο κ. Ευάνθης Χατζηβασιλείου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. 
https://www.kathimerini.gr/world/978478/i-eklogi-toy-salvador-aliente/
Ο πληθυσμός αυξανόταν με ραγδαίους ρυθμούς, ενώ οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης στις παραγκουπόλεις, στις παρυφές των μεγάλων πόλεων, ενέτειναν την απόγνωση και λειτουργούσαν ως εφαλτήρια για τη διάδοση ιδεών για βίαιη κοινωνική ανατροπή. Ηδη, στις αρχές της δεκαετίας του 1960, η παράλληλη βελτίωση των δυνατοτήτων πληροφόρησης αυτού του εξαθλιωμένου πληθυσμού (κυρίως μέσω της διάδοσης του τρανζίστορ) ενέτεινε τη σύγκριση με άλλες περιοχές του κόσμου και, τελικά, υποβοηθούσε τον αντιαμερικανισμό, εφόσον οι ΗΠΑ πρόβαλλαν ως κυρίαρχες στην περιοχή.
Σε αυτές τις συνθήκες πόλωσης μεταξύ των αντιδραστικών, ολιγάριθμων ελίτ και των εξαθλιωμένων μαζών, ανέκυπτε αυτό που οι Αμερικανοί θεωρούσαν εφιαλτικό σενάριο: οι μεσαίες τάξεις, αντί να σηκώσουν το λάβαρο της φιλοδυτικής μεταρρύθμισης (την οποία όμως οι υπερσυντηρητικές ελίτ δεν τους επέτρεπαν να επιφέρουν), να προσχωρήσουν στην ιδέα της κοινωνικής επανάστασης. Η κυριαρχία λαϊκιστικών πολιτικών δυνάμεων σε κρίσιμες χώρες της περιοχής – πρωτίστως, ο περονισμός της Αργεντινής– καταδείκνυε τους κινδύνους που ελλόχευαν.
Τα αδιέξοδα των ΗΠΑ και η διάψευση των ελπίδων
Η Λατινική Αμερική μπορούσε να κινηθεί είτε προς την «ειρηνική επανάσταση» που επαγγελλόταν η Δύση είτε προς τη βίαιη κοινωνική ανατροπή. Η κυβέρνηση του Τζον Κένεντι εξήγγειλε τη νέα της πολιτική –τη σύμπηξη της Συμμαχίας για την Πρόοδο– προσπαθώντας να ενθαρρύνει την πρώτη επιλογή.
Αλλά το πρόβλημα για τη Δύση προερχόταν και από την Αριστερά, και από την αντιδραστική πολιτική της άκρας Δεξιάς, που επίσης αντιδρούσε στη μεταρρύθμιση. Στα μέσα της δεκαετίας του 1960, η εκδήλωση αριστερών επαναστάσεων σε διάφορα σημεία της περιοχής έπεισε τους Αμερικανούς ότι βρισκόταν σε εξέλιξη μια γενικότερη «κουβανική επίθεση», ενώ η αναβίωση του αργεντίνικου περονισμού τούς πίεσε ακόμη περισσότερο. Ακόμη και ο θάνατος του Τσε Γκεβάρα το 1967 στη Βολιβία, δεν επέλυε το πρόβλημα των Αμερικανών, που ήταν κοινωνικό παρά στρατιωτικό – δηλαδή η μη επίτευξη της ανάπτυξης. Στις συνθήκες αυτές σημειώθηκε μια ανησυχητική εξέλιξη: η όλο και συχνότερα διατυπούμενη άποψη πως ακόμη και η εκδήλωση στρατιωτικών πραξικοπημάτων θα αποτελούσε ένα τρόπο για να ανασχεθεί, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, η προοπτική της κομμουνιστικής ανατροπής στην ευρύτερη περιοχή.

Τσε Γκεβάρα και Φιντέλ Κάστρο. Οι ΗΠΑ φοβούνταν τη βίαιη κοινωνική ανατροπή και την επικράτηση των κομμουνιστών στη Λατινική Αμερική.
Σε τελική ανάλυση, αυτό που χρειαζόταν η Δύση ήταν ισχυρές, μετριοπαθείς, μεταρρυθμιστικές δυνάμεις που θα αναλάμβαναν την πρωτοβουλία των κινήσεων και θα συμμαχούσαν μαζί της. Και οι σημαντικότερες από αυτές ήταν οι δυνάμεις της Χριστιανοδημοκρατίας στη Χιλή και στη Βραζιλία. Αυτές προσέφεραν την προοπτική του εναλλακτικού σεναρίου της μεταρρύθμισης και της ανάπτυξης. Αλλά οι ελπίδες που εναποτέθηκαν στη χιλιανή Χριστιανοδημοκρατία επρόκειτο να διαψευσθούν με έναν πολύ άδοξο τρόπο το 1970, επειδή οι συνταγματικές διαδικασίες και η διάσπαση των φιλοδυτικών δυνάμεων έφεραν στην εξουσία μια αριστερή κυβέρνηση. Αυτό υπήρξε καμπή για μια αμερικανική πολιτική ήδη πιεσμένη από τις εντάσεις του Βιετνάμ.
Το εκλογικό σύστημα και η πολιτική παράδοση της Χιλής
Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, σε χώρες με προεδρικά ή ημιπροεδρικά συστήματα, όπου ο αρχηγός του κράτους αποτελεί σημαντικό παράγοντα ή κύριο φορέα της εκτελεστικής εξουσίας, εκλέγεται, σχεδόν πάντα, απευθείας από τον λαό. Σχετική εξαίρεση συνιστούν οι ΗΠΑ, όπου ο λαός, προσερχόμενος στις κάλπες, αναδεικνύει ένα σώμα εκλεκτόρων, οι οποίοι στη συνέχεια επιλέγουν τον πρόεδρο. Επί της ουσίας, όμως, και εκεί πρόκειται για οιονεί άμεση εκλογή, δεδομένου πως οι υποψήφιοι εκλέκτορες έχουν προδεσμευθεί δημόσια για τον υποψήφιο πρόεδρο που θα υποστηρίξουν, το εκλεκτορικό σώμα δεν έχει ουδεμία άλλη αρμοδιότητα πλην της προεδρικής εκλογής, ενώ ο απόλυτος δικομματισμός της χώρας αυτής καθιστά βέβαιο πως θα εκλεγεί ο υποψήφιος του κόμματος, στον οποίο η λαϊκή ψήφος προσφέρει τους περισσότερους εκλέκτορες.
Υπάρχουν όμως –ή στο παρελθόν υπήρξαν– κάποιες ελάχιστες προεδρικές δημοκρατίες, όπου για την ανάδειξη του προσώπου που θα γινόταν ταυτόχρονα αρχηγός κράτους και κεφαλή της κυβέρνησης προβλέπεται μια διαδικασία, η οποία εμπλέκει και τη λαϊκή ψήφο και το Κοινοβούλιο. Και έτσι έχουμε έναν συνδυασμό άμεσης και έμμεσης εκλογής του προέδρου. Τέτοια ήταν η διαδικασία που συνταγματικά προβλεπόταν στην Χιλή και η οποία οδήγησε στην ανάδειξη του Σαλβαδόρ Αλιέντε στον προεδρικό θώκο το 1970.

24.10.1970. Η Βουλή εκλέγει πρόεδρο τον Σαλβαδόρ Αλιέντε. Στην κάλπη η αδελφή του Λάουρα, βουλευτής των Σοσιαλιστών.
Σύμφωνα με το χιλιανό Σύνταγμα, ο λαός εκαλείτο ανά εξαετία στις κάλπες για να εκλέξει τον πρόεδρο. Αν, όμως, κανείς εκ των υποψηφίων δεν αποσπούσε την απόλυτη πλειοψηφία της λαϊκής ψήφου, δεν υπερέβαινε δηλαδή το 50%, τότε δεν προβλεπόταν επαναληπτική διαδικασία εκλογής πάλι από τον λαό, με υποψήφιους τους δύο σχετικώς πλειοψηφήσαντες στον πρώτο γύρο. Αντίθετα, η αρμοδιότητα επιλογής μεταφερόταν στο Κοινοβούλιο. Επρόκειτο, όμως, λιγότερο για συνδυασμό άμεσης και έμμεσης εκλογής (άμεση, εφόσον γινόταν στον πρώτο γύρο από τον λαό, έμμεση, από σώμα ήδη εκλεγμένο και με ευρύτερο θεσμικό ρόλο, δηλαδή το Κοινοβούλιο, εφόσον η λαϊκή ψήφος δεν παρείχε απόλυτη πλειοψηφία σε κάποιον) και περισσότερο για μεικτό σύστημα. Αυτό, με την έννοια πως η λαϊκή κάλπη καθόριζε το εύρος των προεδρικών επιλογών του Κοινοβουλίου: το νομοθετικό σώμα δεν μπορούσε, κατά το Σύνταγμα, να αναδείξει πρόεδρο οποιονδήποτε έκρινε καταλληλότερο, αλλά μόνον έναν εκ των δύο προπορευθέντων στη λαϊκή κάλπη…
Υπέρ του πρωτεύσαντος
Αυτή η θεσμική/συνταγματική αρχιτεκτονική είχε οδηγήσει σε μια πολιτική πρακτική και στη διαμόρφωση μιας πολιτικής κουλτούρας που καθιστούσε οιονεί άμεση από τον λαό την εκλογή προέδρου, όχι με απόλυτη αλλά με σχετική πλειοψηφία! Πράγματι, όλα τα μεταπολεμικά Κοινοβούλια της Χιλής στα οποία είχε μετατεθεί η ευθύνη επιλογής προέδρου, ελλείψει απόλυτης πλειοψηφίας στη λαϊκή κάλπη (δηλαδή τα Κοινοβούλια που είχαν εκλέξει πρόεδρο το 1946, το 1952 και το 1964, γιατί το 1958 η εκλογή είχε γίνει απευθείας από τον λαό, εφόσον ο προηγηθείς σε ψήφους είχε πάρει 56%), είχαν κρίνει πως η πολιτική ηθική και η δεσμευτικότητα της λαϊκής ψήφου επέβαλλαν σε όλους τους κοινοβουλευτικούς, που δεν ανήκαν στο κόμμα του αναδειχθέντος δεύτερου στη λαϊκή κάλπη, να δώσουν την ψήφο τους υπέρ του πρωτεύσαντος. Εστω και αν, πολιτικά ή ιδεολογικά, οι ίδιοι και το κόμμα τους βρίσκονταν πλησιέστερα στον δεύτερο! Αυτή η πολιτική παράδοση, λοιπόν, οδήγησε στην εκλογή του Αλιέντε, μολονότι είχε ψηφιστεί περίπου από το 36% του εκλογικού σώματος, οι δε αστικές υποψηφιότητες είχαν αθροιστικά αγγίξει το 63%…
Πιο συγκεκριμένα, ενώ το ποσοστό του μαρξιστή υποψηφίου ήταν 36,3%, ο εκλεκτός του συντηρητικού κόμματος Αλεσάντρι είχε πάρει περίπου 35% και ο Χριστιανοδημοκράτης Τόμιτς 27,7%. Ο Αλεσάντρι ζήτησε από τον Τόμιτς να πείσει τους Χριστιανοδημοκράτες κοινοβουλευτικούς να τον ψηφίσουν, ώστε να εκλεγεί πρόεδρος, υποσχόμενος πως θα παραιτείτο αμέσως και στις νέες προεδρικές εκλογές ο Τόμιτς θα ήταν ο μοναδικός υποψήφιος όλου του αντιμαρξιστικού στρατοπέδου. Αυτός όμως δεν δέχθηκε, επικαλούμενος την παράδοση, με διαδοχικά αποτελέσματα την εκλογή του Αλιέντε, την εφαρμογή μιας μαρξιστικής πολιτικής που προκάλεσε τη βίαιη φτωχοποίηση της μεσαίας τάξης, την πρόκληση μεγάλων κοινωνικών αντιδράσεων και τη διευκόλυνση της CIA να εγκαθιδρύσει τότε μία ακόμη δεξιά δικτατορία στη Λατινική Αμερική, προσφέροντας στην παγκόσμια αριστερή μυθολογία έναν ακόμη μάρτυρα…

Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2020

Η ΑΠΕΡΓΙΑ ΤΡΙΑΤΑΤΙΚΩΝ (ΤΤΤ) ΜΑΗΣ 1932



Η απεργία στα Ταχυδρομεία - Τηλεγραφεία - Τηλεφωνεία (ΤΤΤ) τον Μάη του 1932.
Στις αρχές του 1931 η χρηματοοικονομική κρίση χτύπησε την ελληνική οικονομία. Οι αποτυχημένες αλλεπάλληλες προσπάθειες της κυβέρνησης Βενιζέλου οδήγησαν την Ελλάδα να εγκαταλείψει επίσημα τον κανόνα του χρυσού σηματοδοτώντας την χρεωκοπία της οικονομικής πολιτικής που εφάρμοσε η κυβέρνηση των Φιλελευθέρων. 

Την περίοδο 1931-1932 μεγάλες  απεργίες κοινωνικές αναταραχές, αντιμετωπίστηκαν από την βενιζελική κυβέρνηση με βία και καταστολή. Οι αριστερές και οι αντιβενιζελικές αστικές εφημερίδες επικέντρωναν έντονα στον αυταρχισμό του Βενιζέλου .(άρθρο του Κ. Παλούκη στην εφημ. Πριν 27/1/2013).
Η κυβέρνηση Βενιζέλου διεξήγαγε σκληρή επίθεση στους εργαζόμενους. Το 1931 με το ν. 4879 διαλύει τη Συνομοσπονδία Δημοσίων Υπαλλήλων (ΣΔΥΕ). Απαγορεύει  την απεργία των δημοσίων υπαλλήλων, ενώ τον  Απρίλη του 1932 ψηφίζεται νόμος που επέτρεπε στην κυβέρνηση να απολύει εργαζόμενους στο Δημόσιο και να μειώνει τους μισθούς. «αν η απεργία πραγματοποιηθεί, οι μετέχοντες υπάλληλοι τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι ένα έτος, τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου που αποφάσισαν την απεργία Σωματείου ή Ενωσης μέχρι και όσοι διευθύνουν τον απεργιακό αγώνα, τιμωρούνται επιπλέον και με χρηματική ποινή 20.000 μέχρι 30.000 δραχμές ο καθένας. Η καταδικαστική απόφαση συνεπάγεται αυτοδικαίως την έκπτωση από την υπηρεσία ». .Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, η κυβέρνηση Βενιζέλου κατέφυγε σε νέους φόρους και ενέτεινε τη γενικότερη επίθεση σε βάρος των εργαζομένων. Τελικά, η κυβέρνηση τον Μάη του 1932 παραιτήθηκε.

Η απεργία έγινε στο πλαίσιο των γενικότερων αντιδράσεων των εργαζομένων στο Δημόσιο την περίοδο εκείνη, η οποία χαρακτηρίζεται από την καπιταλιστική οικονομική κρίση του 1929.
Η ΠAΛΗ ΤΩΝ Τάξεων σε έκτακτη της έκδοση στις 20 Μαιου 1932 αρ.φ.297 δημοσιεύει προκήρυξη των Τριατατικών απεργών και καλεί την εργατική τάξη να στηρίξει τα δίκαια αιτήματα των απεργών όπως : Αυξήσεις μισθών ,μη περκοπή επιδομάτων ,κατάργηση αντιδραστικών νόμων περί τύπου συνδικαλιστικές και ατομικές ελευθερίες.


Ο «Ριζοσπάστη» στις 19 Μάη αναφέρει: 
«Η απεργία είναι πανελλαδική. Χαρακτηριστικό της διάθεσης του προσωπικού είναι ότι ενώ οι Ομοσπονδίες έδωσαν εντολή να κηρυχθεί στις 12 (σ.σ. τα μεσάνυχτα) η απεργία, αυτό απέργησε από τις 8 το βράδυ» και συνεχίζει «Εδωσε εντολή στο Σύνταγμα Τηλεγραφητών να πάει να αναλάβει τις εργασίες των απεργών. (...) Ηδη ισχυρή αστυνομική δύναμη έχει καταλάβει το Ταχυδρομείο. Οσοι απεργοί πηγαίνουν ή περιφέρονταν απ' έξω συλλαμβάνονται. Ο Λαδάς (σ.σ. υφυπουργός Συγκοινωνιών) ανακοίνωσε τη νύχτα ότι αύριο θα σταλούν στρατιώτες του συντάγματος τηλεγραφητών για να εξασφαλίσουν τη συγκοινωνία η οποία σταμάτησε εντελώς. Το υπουργείο έβγαλε προκήρυξη και ζητάει όσους προϋπηρέτησαν ταξινόμοι και διανομείς να παν να πιάσουν δουλειά. (...) Αφετέρου αύριο δημοσιεύεται διάταγμα με το οποίο απολύονται οι εξής τριατατικοί ως πρωτοστατήσαντες στον αγώνα (...)».
Η Πανυπαλληλική Επιτροπή Αγώνα σε προκήρυξη της αναφέρει :«Η εξοντωτική αυτή πολιτική της Κυβερνήσεως εξωθεί τους υπαλλήλους σε αγώνα ζωής και θανάτου. Οι ΤΤΤ υπάλληλοι πρώτοι κατέβηκαν σε απεργία. Σύσσωμος ο υπαλληλικός κόσμος θα κατέβει τασσόμενος αλληλέγγυος προς τους ΤΤΤ (...) Ο υπαλληλικός κόσμος θα διεκδικήσει την κατάργηση των νόμων της πείνας και την αύξηση των μισθών σύμφωνα με την ακρίβεια της ζωής».
Στο «Ριζοσπάστη» στις 20 Μάη αναφέρεται χαρακτηριστικά:
« η απεργία κηρύχθηκε από τις Διοικήσεις μόνο όταν απήργησαν παρά την θέλησή τους (σ.σ. των διοικήσεων) και σύμφωνα με εντολές της Πανυπαλληλικής Επιτροπής Αγώνα (σ.σ. συγκροτήθηκε μετά τη διάλυση της ΣΔΥΕ), οι Τριατατικοί Θεσσαλονίκης και Σερρών». Ενώ καλεί σε συλλαλητήρια το βράδυ της 20ης Μαΐου ώρα 8 και μισή στην Ομόνοια εργάτες και Δημ. Υπαλλήλους σε συμπαράσταση συνέχιση και επέκταση της απεργίας, ενώ στο ρεπορτάζ για την πορεία της απεργίας αναφέρεται πως «από τις 9 η ώρα διακόπηκε κάθε επαφή του κέντρου με τις διάφορες πόλεις. Ούτε το τηλεγραφείο μπορούσε να λειτουργήσει, ούτε το τηλεφωνείο. Μόνο ύστερα από τις 12 τα μεσάνυχτα κατορθώθηκε το κέντρο να επικοινωνήσει με ορισμένες επαρχιακές πόλεις στα τηλεγραφεία των οποίων έμειναν μονάχα οι διευθυντές. Δεν κατορθώθηκε όμως η επαφή ούτε με όλες τις πόλεις, ούτε η διαβίβαση τηλεγραφημάτων ή τηλεφωνημάτων. Μέχρι χτες το βράδυ ακόμα μόνο μέσω της Ηστερν (σ.σ. "Eastern Telegraph Company Limited", αγγλική τηλεγραφική εταιρεία), κατόρθωνε η κυβέρνηση να επικοινωνεί με τις επαρχίες. Το ίδιο συνέβη και στην ταχυδρομική υπηρεσία, η οποία έχει παραλύσει πέρα για πέρα. Ούτε ένα γράμμα δεν μοιράστηκε χτες όλη την ημέρα. Οι 800 ταχυδρομικοί σάκοι μείνανε χωρίς να διανεμηθούν».



Η  κρατική τρομοκρατία συνεχίζεται , η κυβέρνηση για να τρομοκρατήσει τους απεργούς απέλυσε όλους όσοι είχαν υπηρεσία κατά την ώρα της κήρυξης της απεργίας «επί εγκαταλείψει θέσεως». Διέταξε τη σύλληψη τριατατικών για να μπορέσει να αποκεφαλίσει την απεργία. «Εκτός των μέτρων αυτών η κυβέρνηση κατέβαλε απεγνωσμένες προσπάθειες για να βρει απεργοσπάστες. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποίησε δακτυλογράφους του υπουργείου Συγκοινωνίας, τις οποίες τοποθέτησε στις θυρίδες πώλησης ενσήμων. Παράλληλα για την υπηρεσία τηλεγραφείου και τα τηλέφωνα, χρησιμοποίησε τους μαθητές της στρατιωτικής σχολής τηλεγραφητών και άλλους, μεταξύ των οποίων και ο ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΣ του υπουργού Λαδά. Αλλά μη ξέροντας την υπηρεσία δεν κατόρθωσαν ούτε στοιχειωδώς να αποκαταστήσουν τις διακοπείσες συγκοινωνίες. Επίσης η κυβέρνηση έδωσε διαταγή σε όλους τους διευθυντές των υπηρεσιών ΤΤΤ να προσλαμβάνουν αμέσως όποιον έχει προϋπηρεσία ως Τριατατικός με προσωρινό διορισμό. Πολύ ελάχιστοι όμως μέχρι της στιγμής παρουσιάστηκαν».
Βλέποντας η κυβέρνηση ότι αυτά τα τρομοκρατικά μέτρα δε φέρνουν αποτέλεσμα «προέβη στη δημοσίευση χτες το απόγευμα εκτάκτου διατάγματος, με το οποίο επιστρατεύονται όλοι οι απεργοί. (...) Και παρά τη δημοσίευση όμως του παραπάνω διατάγματος καμία διάσπαση δεν παρατηρήθηκε στις τάξεις των απεργών».
Τη δεύτερη μέρα της απεργίας μπήκαν στον αγώνα και οι υπάλληλοι των οικονομικών υπηρεσιών (ταμιακοί, εφοριακοί, τελωνειακοί, καπνεργοστασιακοί) δημιουργώντας μια δυναμική γενίκευσης της απεργίας στο Δημόσιο. Οι Τριατατικοί συνεχίζουν με την ίδια επιτυχία καθώς σε όλα τα κέντρα εμφανίστηκαν μόνο έξι απεργοσπάστες.
Η ηγεσία στην Ομοσπονδία των «κατώτερων» πρωτοστατεί στην υπονόμευση της απεργίας, «συστήνουν στους υπαλλήλους να μη μαζεύονται έξω από το ταχυδρομείο προς φρούρηση της απεργίας τους αλλά να κάθονται στα καφενεία και τα σπίτια τους».
Αντίθετα, η Πανυπαλληλική έβαλε το σύνθημα γενίκευσης της απεργίας και καλεί τους ΤΤΤ να «περιφρουρήσουν ομαδικά τα ταχυδρομικά και τηλεγραφικά καταστήματα». Ακόμα αποφάσισε την διενέργεια απεργιακού εράνου για την ενίσχυση του αγώνα τους.
«Εγκλημα» η απεργία!
Ο πρωθυπουργός Ελ. Βενιζέλος χαρακτηρίζει την απεργία «έγκλημα» και δηλώνει πως εάν η απεργία γενικευθεί «η κυβέρνηση θα τη θεωρήσει ως κίνημα επαναστατικό, ότι θα θεωρήσει επομένως ότι η χώρα βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση» και «θα προβεί σε όλους τους περιορισμούς των ατομικών ελευθεριών». Μαζί του συμφωνούν όλα τα αστικά κόμματα...
 Η  ΡΕΦΟΡΜΙΣΤΙΚΉ ηγεσία της Ομοσπονδίας των «κατώτερων» δήλωσε στον Τύπο ότι «μόλις παραιτηθεί η κυβέρνηση θα λύσουν την απεργία προς τον σκοπό να διευκολύνουν την ομαλή εξέλιξη της πολιτικής κατάστασης»…. στις 21 Μάη η κυβέρνηση Βενιζέλου παραιτήθηκε.
Αντιπρόσωπος της Πανυπαλληλικής δήλωσε στο «Ριζοσπάστη» ότι η στάση της Ομοσπονδίας «δεν αντιπροσωπεύει τις γνώμες και τη θέληση των δημοσίων υπαλλήλων και ιδιαίτερα των τριατατικών και οικονομικών (...) η απεργία μας δεν στρέφεται μόνον εναντίον της κυβερνήσεως Βενιζέλου. Στρέφεται επίσης και εναντίον όλων των κεφαλαιοκρατικών κομμάτων, εναντίον όλων των κεφαλαιοκρατικών κυβερνήσεων».
Η απεργία σταματά μετά από τρεις μέρες. Στις 23 Μάη ο «Ριζοσπάστης» γράφει: 
«Η απεργία προδόθηκε (...) Οι ηγούμενοι όμως των δύο Ομοσπονδιών Τ.Τ.Τ. (...) παρότι σε σύσκεψη που έγινε αποφασίστηκε η συνέχιση της απεργίας, αποφάσισαν το πρωί να δώσουν το σύνθημα της λύσης της απεργίας. Ειδοποίησαν δε όσους έβρισκαν ότι η απεργία λύθηκε. Ταυτόχρονα πήγαν στο τηλεγραφείο και διαβίβασαν στις επαρχίες την εντολή να λύσουν την απεργία».
Σε ανακοίνωσή της η Πανυπαλληλική Επιτροπή ανέφερε: «Οι συνεργαζόμενοι προδότες αρχηγοί σας ανώτεροι και κατώτεροι, από τους Κοκολάκηδες ως τους Δρίβα Γεωργούλη Αθανασίου Μπεσμπέα κλπ. σας πρόδωσαν πιο αισχρά αυτή τη φορά και μαζί σας όλους τους υπαλλήλους. Η κυβερνητική μανούβρα ψευτοαλλαγής κυβέρνησης χρησίμευσε σαν ευκαιρία να τορπιλιστεί η ιστορική σας απεργία...».Μπορεί η απεργία του Μάη του 1932 να προδόθηκε από την ρεφορμιστική ηγεσία των δύο Ομοσπονδιών, ωστόσο ο σκληρός αγώνας άφησε το αποτύπωμά του. Σύντομα, οι συσχετισμοί θα άλλαζαν και οι «Τριατατικοί» θα αναδεικνύονταν σε ένα από τα πιο ισχυρά και μαχητικά συνδικάτα.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ :

Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2020

4 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1936 ΜΥΤΙΛΗΝΗ


 Λέσβιοι Ακροναυπλιώτες  φωτ 1937 


Θεωρείται  από πολλούς ιστορικούς η πιο μαύρη περίοδος της Ελληνικής Ιστορίας .To όνειρο του φασίστα Μεταξά ήταν να δημιουργήσει ένα  Νέο Κράτος το οποίο θα αποτελούσε τον «Τρίτο Ελληνικό Πολιτισμό» μετά τον ά Αρχαϊκό και τον ΄β Βυζαντινό αποτελούμενο από Έλληνες σε ένα έθνος με στρατιωτική πειθαρχεία,  μία κοινωνία αντίστοιχη της αρχαίας Σπάρτης. Ο ίδιος οπαδός Χίτλερ θαύμαζε την πειθαρχεία και την εργατικότητα που είχαν οι Γερμανοί, κυρίως επί Εθνικοσοσιαλισμού.

Πίστευε πως η Μεγάλη Ιδέα όπως είχε εφαρμοστεί, ήταν λάθος. Θεωρούσε πως, δεν έπρεπε να υλοποιηθεί υπό το πρίσμα του Βυζαντίου, της εξάπλωσης δηλαδή του ελληνικού κράτους στις περιοχές οι οποίες αποτελούσαν την Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Αντιθέτως πίστευε στην Μεγάλη Ιδέα, υπό το πρίσμα της αρχαιότητας.

Σε  άρθρο του στην  εφημερίδα Καθημερινή, στις 23/1/1935, γράφει χαρακτηριστικά πως «Εδώ είναι το σφάλμα. Δεν κατέπεσεν η Μεγάλη Ιδέα. Κατέπεσεν η προσπάθεια προς πραγματοποίησιν αυτής υπό εδαφικήν μορφήν. Κατέπεσε η Ελληνοβυζαντινή αντίληψις αυτής. Δεν κατέπεσεν όμως η αρχαία αντίληψις αυτής, η αντίληψις της κυριαρχίας του Ελληνισμού, όπου ευρίσκεται και δρα... Αλλά τότε ποία θα είναι η ενότης ενός τοιούτου Ελληνισμού; Ο πολιτισμός του!».


Στη Μυτιλήνη η πρώτη λαϊκή μαζική αντίδραση άγνωστες πτυχές της δικτατορίας του Μεταξά.Προσπάθεια δημιουργίας Αντιδικτατορικού Μετώπου. Την ιστορία κρατούν ζωντανή οι Φίλοι Ιστορικής Μνήμης και Πολιτιστικής Δημιουργίας Λέσβου.

 ΠΗΓΗ: 
https://www.facebook.com/groups/410013412688781/?post_id=460806240942831
  


          Λεσβιακή σατιρική εφημερίδ ΤΡΙΒΟΛΟΣ του Στρ.Παπανικόλα

Από το εξαιρετικό βιβλίο των  ΚΕΜΕΡΛΗ – ΠΟΛΥΧΡΟΝΙΑΔΗ  Αθήνα 1988 σελ 16-21 Η ΑΝΤΙΙΣΤΑΣΗ ΣΤΗ ΛΕΣΒΟ διαβάζουμε τα παρακάτω :

 Μυτιλήνη 4 Αυγούστου 1936. Πολύ λίγοι είχαν τότε τη διαίσθηση απειλής για δικτατορία. Κι ένας από αυτούς ήτανε ο γερο-Μανώλης Βάλλης. Παρά την μεγάλη διαφορά ηλικίας που είχε με τον Π. Κεμερλή ένιωθαν αμοιβαία ευχαρίστηση να κάνουν παρέα, κουβεντιάζοντας πάντα γύρω στις πολιτικές εξελίξεις κι άλλα πολιτικοκοινωνικά θέματα.
 Τρεις – τέσσερις μέρες, πριν τη δικτατορία, κουβέντιαζαν γύρω στην κατάσταση. Ο Π. Κ. έχοντας κατά νου τα αισθήματα που έκφραζε ο Λαός για Ελευθερία, Δημοκρατία, κ.λπ. μίλησε με κάποια αισιοδοξία για τις εξελίξεις αυτές.
 Και, τότε, ο γερο-Μανώλης, ο φίλος του, στάθηκε και τον κοίταξε με απορία, λέγοντας: Μακάρι να λαθέψω. Μα εγώ τη δικτατορία την βλέπω στο κατώφλι μας. Την χρειάζεται το κεφάλαιο – ντόπιο και ξένο. Την χρειάζονται ξένα στρατηγικά συμφέροντα. Θα την κάνουν…
 Σήμερα (4 Αυγούστου), ο πολύς κόσμος είχε ξαφνιαστεί απ’ τη μαύρη είδηση. Υπήρχαν εκείνοι, οι λίγοι, με τα «αναμμένα τζάκια» και τα μεγάλα στομάχια, που ένιωσαν ανακούφιση -ικανοποίηση. Έλεγαν: «επιτέλους θα ησυχάσουμε από τις διαμαρτυρίες και τις απεργίες. Να στρωθούν στη δουλειά τους οι αχόρταγοι…».
 Μα υπήρχαν και οι άλλοι, οι πολλοί. Νέοι άνθρωποι, με ρυτιδιασμένα και ηλιοκαμένα πρόσωπα, ροζιασμένα χέρια και δίχως προκοίλια. Αυτοί, οι δουλευτάδες της πόλης και του χωριού, που ήξεραν πως, άμα τους κοπεί η φωνή απ’ τη δικτατορία, θα λιώνει το κορμί τους στη δουλειά, για να εξασφαλίζεται η πολυτέλεια της ζωής των αφεντικών…
 Ακόμα υπήρχαν οι πνευματικοί άνθρωποι. Κι ανάμεσά τους όλοι εκείνοι, που πίστευαν πως, άμα λείψει απ’ τον άνθρωπο, η ελευθερία σκέψης και λόγου, πέφτει σε κατάσταση στατικού πρωτογονισμού.

Μυτιλήνη 6 Αυγούστου. Σ’ αυτό το διήμερο, μέσα στην πόλη, η αγανάκτηση φούντωσε. Από νωρίς ξέσπασε μια εκδήλωση λαού – ίσως μοναδικό φαινόμενο σ’ ολόκληρη την Χώρα – προς το χώρο του Δημαρχείου, πάνω στη Προκυμαία (όπου σήμερα το κτίριο της «Τράπεζας Ελλάδος»),
«Κάτω η δικτατορία»… Μυριόστομη κραυγή, βγαλμένη απ’ τα σπλάχνα του πλήθους. Και, η Χωροφυλακή, με μεγάλες δυνάμεις, αφηνιασμένη, ρίχτηκε ανάμεσα να την διαλύσει. Ο κόσμος αντιστέκεται και καινούργιες ενισχύσεις φτάνουν. Ο αγώνας είναι άνισος.
 Μέσα στο Λαϊκό εκείνο ξέσπασμα αποδοκιμασίας της δικτατορίας και την αντίσταση που ακολούθησε, ξεχωριστή θέση παίρνει η ηρωική μορφή ενός παλικαριού. Του Γιάννη Ματθαίου (Λαπίνα) απ’ το Πληγώνι. Πάλαιψε σαν δράκος. 
Ο Λαπίνας, μέσα στη παραζάλη της πάλης και της αντίστασης, άρπαγε, σαν αντικείμενο, ένα χωροφύλακα και τον πετούσε πάνω σε άλλον. Αλλά η πάλη ήταν σκληρή και άνιση. Έγιναν συλλήψεις. Το παλικάρι τους ξέφυγε. Τον καταδίωξε αρκετή δύναμη χωροφυλάκων, και τελικά τον έπιασαν.
 Στα κρατητήρια βασάνισαν κτηνώδικα αυτόν τον πρώτο μάρτυρα και ήρωα  του αντιδικτατορικού αγώνα στο νησί. Τον πότισαν ρετσινόλαδο. Και, όπως ειπώθηκε από συγγενείς του, αφού τον άφησαν να διψάσει πολύ, τούδοσαν νερό με καυστική ποτάσα. Ήτανε η χαριστική βολή. Μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο σε κακά χάλια. Αργότερα, αφού ταλαιπωρήθηκε αρκετά, πέθανε. Ήταν το πρώτο θύμα του αγώνα και της αντίστασης κατά της 4/Αυγουστιανής δικτατορίας στη Μυτιλήνη.Αν άλλοι δεν το σκέφτηκαν, σημειώνουμε εδώ το περιστατικό, για να τιμήσουμε τη μνήμη του παλικαριού.

Τα πολιτικά Κόμματα και Οργανώσεις έπαυσαν να λειτουργούν. Ακολούθησαν συλλήψεις. Πολλοί στάλθηκαν εξορία και άλλοι κρατιόντανε μήνες στα κρατητήρια χωρίς καμιά εξήγηση. Ήταν κι αυτός ένας τρόπος «εθνικής διαπαιδαγώγησης».

Ο τύπος μπήκε κάτω από έλεγχο. Το «Εμπρός» όργανο του ΚΚΕ αμέσως σταμάτησε την έκδοσή του. Επιβλήθηκε λογοκρισία. Υποδείχτηκε, στις εφημερίδες, πως ο Τύπος πρέπει να υπηρετεί και να εγκωμιάζει το καθεστώς.

Η εφημερίδα «Φως» ήτανε στο στοιχείο της· δεν χρειαζότανε παραίνεση. Η εφημερίδα «Δημοκράτης», αλλάζοντας τον τίτλο της, έγινε «Πρωινή» και συνέχισε ομαλά την έκδοσή της, μέσα στο ΝΕΟ κλίμα. Ο «Ταχυδρόμος» του Θείελπη Λευκία, αφού, κάμποσο καιρό, δεν ευθυγραμμίστηκε με το καθεστώς, σταμάτησε την έκδοσή της. Ο ίδιος στάλθηκε εξορία στην Αμοργό, Οκ/βρης 1936.

Τέλος, η εφημερίδα «Αγροτική» αφού πάλεψε επί τρίμηνο με τη λογοκρισία, χωρίς να ευθυγραμμιστεί ή να δεχτεί τη δημοσίευση άρθρου υπέρ της δικτατορίας, παύτηκε με εντολή του τότε Νομάρχη ναύαρχου Λούντρα, με τυπωμένη την ύλη στις μέσα σελίδες, πάνω στο πιεστήριο.

Ο εκδότης και διευθυντής της «Αγροτικής» Παν. Κεμερλής στο διάστημα αυτό (μέσα στον Αύγουστο), είχε συγκροτήσει «Αντιδικτατορικό Μέτωπο» με ηγετική ομάδα 1) τόν ίδιο, 2) τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Γεώργ. Τράμπο, 3) το Μιχάλη Γάσπαρη τεχνικό της Ηλεκτρικής Εταιρείας (υπεύθυνο διχτύου), και 4) το λοχαγό Ξεν. Αμανίτη (λίγο αργότερα, ο Ξεν. Αμανίτης αποσύρθηκε από την ομάδα – αλλά δεν αποκάλυψε). Ακόμα ο Π. Κεμερλής αποκατέστησε επαφή με τον τότε παράνομο καθοδηγητή του Κ.Κ.Ε. Τσουρτσούλη για συντονισμό της δράσης.

Όμως δεν πρόλαβε να αναπτυχθεί παραπέρα δραστηριότητα, με στόχο το Αντιδικτατορικό Μέτωπο, γιατί ο Κεμερλής πιάστηκε, σε ένα άλλο κύκλο συλλήψεων, σαν επικίνδυνος, με άλλους.

Ανάμεσα στους τότε συλληφθέντες ήτανε, ο οδοντογιατρός Γιάννης Χατζηδημήτρης, ο Ανδρέας Νούλας οδοντογιατρός από τη Λήμνρ, ο Αριστ. Μούχαλος από τη Λήμνο, Παντελάκης Βλαχόπουλος δικηγόρος, που σε λίγες ημέρες τον άφησαν ελεύθερο σαν υπέργηρο, ο Παναγ. Φουντής, ο ανάπηρος πολέμου Ευαγγελινέλλης από την Αγιάσο και άλλοι. Όλοι τους κρατήθηκαν στα κρατητήρια και στο Β.Ι.Ν. μερικούς μήνες. Αφέθηκαν ελεύθεροι, κατά την επίσκεψη του βασιλιά στη Μυτιλήνη, στις αρχές του 1937 με παροχή βασιλικής αμνηστείας, ύστερα από σχετική κινητοποίηση των μητέρων και συζύγων των κρατούμενων.
Αλλά, όσο περνούσε ο καιρός, η τρομοκρατία γινότανε πιο ωμή. Και όσοι στέκανε με πίστη στα δημοκρατικά τους φρονήματα ήτανε συνεχούμενος στόχος των χαφιέδων κι είχανε συχνές προσκλήσεις από την Ασφάλεια για νουθεσία ή και απειλές. Πολλές φορές, ο «καλούμενος» όταν πήγαινε μόνος ή συνοδευόμενος, κατά «σύμπτωση» απούσιαζε ο καλών διοικητής και βρισκότανε σε κατάσταση αναμονής· ούτε κρατούμενος ούτε ελεύθερος να φύγει. Περίμενε εκεί 5-6 ώρες ή κατά περίπτωση και περισσότερο. Έτσι, για… να σπάσουν τα νεύρα. Οι έρευνες στα σπίτια, από Χωροφύλακες, γινότανε οποιαδήποτε ώρα, μέρα ή νύχτα. Αδιάκριτα σκάλιζαν οι χωροφύλακες, ανακατεύοντας τα πιο τακτοποιημένα μπαούλα με προίκες και νοικοκυριά. Αυτό επαναλαμβανότανε κατά διαστήματα.

Ένα άλλο φαινόμενο τρομοκρατίας ήτανε οι ομαδικές παραπομπές στα δικαστήρια, με σκηνοθέτημένες κατηγορίες, για ανατροπή του «κοινωνικού καθεστώτος». Υπήρξε περίπτωση παραπομπής στο ακροατήριο ομάδας 8-10 προσώπων, που τα περισσότερα άγνωστα μεταξύ τους, γνωριζότανε, για πρώτη φορά, στο δικαστήριο. Κι ακόμα ένα – δύο έμεναν στην Αθήνα εργαζόμενα.
 Το ευτύχημα ήτανε πως υπήρχαν δικαστές που έκριναν κατά συνείδηση και όχι κατ’ εντολή. Αλλά, σε τέτοιες περιπτώσεις, το ξεσκέπασμα της σκηνοθεσίας δεν σταματούσε εκεί την υπόθεση και τις περιπέτειες. Η Ασφάλεια είχε όλα τα μέσα να εντείνει την τρομοκράτηση. Διέθετε την ασυδοσία για καταπίεση. Είχε απεριόριστα μέσα για εξαγορά συνειδήσεων. Κι ακόμα είχε, στη διάθεσή της, στρατιά χαφιέδων και επαγγελματοποιημένων ψευτομαρτύρων. Παρ’ όλα αυτά, μέσα στη δικτατορία, γεννιέται και ξεπηδά η «συνείδηση της αντίστασης» κατά της βίας.