Κυριακή 30 Αυγούστου 2020

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ ΠΑΙΔΟΜΑΖΩΜΑ Ή /ΚΑΙ ΠΑΙΔΟΦΥΛΑΓΜΑ




Μία απ’ τις πιο μαύρες σελίδες της σύγχρονης Ιστορίας του τόπου είναι η δημιουργία των «αναμορφωτηρίων» από την Φρειδερίκη και ο εγκλεισμός εκεί χιλιάδων παιδιών, που τα ξερίζωσαν απ’ τον τόπο τους, για να τα κλείσουν στις περιβόητες «παιδουπόλεις». Πρόκειται για ένα εγκληματικό σχέδιο αρπαγής παιδιών, στην πιο τρυφερή τους ηλικία (από 5-6 χρόνων μέχρι 16-17), που καταστρώθηκε και οργανώθηκε υπό την προσωπική εποπτεία της βασίλισσας Φρειδερίκης και είχε την πλήρη στήριξη των τότε κυβερνήσεων και φυσικά των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Aυτό ακριβώς το παιδομάζωμα η αστική τάξη έχει επιχειρήσει ξανά και ξανά να το καθαγιάσει και αντίστροφα επιχειρεί να καταγγείλει το ΚΚΕ παρουσιάζοντας την επιχείρηση σωτηρίας των παιδιών που οργάνωσε η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση, το 1948, ως παιδομάζωμα. Μια τέτοια ωμή διαστρέβλωση της Ιστορίας επιχείρησε ξανά την προηγούμενη Κυριακή η «Καθημερινή» στο πλαίσιο μιας συνολικότερης προσπάθειας που κάνει εδώ και μήνες να ενισχύσει το ξαναγράψιμο της ιστορίας του Εμφυλίου στα μέτρα της αστικής τάξης.



Στη διάρκεια του ένοπλου ελληνικού Εμφυλίου (1946-1949) και οι δύο αντιμαχόμενοι στρατοί συγκέντρωσαν και μετακίνησαν παιδιά από τις «εστίες» τους. Οι κυβερνητικές δυνάμεις κι μετέφεραν στις παιδοπόλεις, οι οποίες είχαν ιδρυθεί από τον «Έρανο "Πρόνοια Βορείων Επαρχιών της Ελλάδος" υπό την Υψηλήν Προοτασίαν της Α.Μ. της Βασιλίσσης», ο οποίος έμεινε γνωστός ως ο Έρανος της βασίλισσας, ο Έρανος της Φρειδερίκης ή απλώς ο Έρανος. Ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδος (ΔΣΕ) μετέφερε παιδιά έξω από τα σύνορα της χώρας. Το γεγονός δεν ήταν πρωτοφανές. Δέκα χρόνια νωρίτερα, στη διάρκεια του ισπανικού εμφυλίου (1936-1939), η δημοκρατική κυβέρνηση είχε πράξει το ίδιο.
Στην Ελλάδα, το θέμα των παιδιών εντάχθηκε στην πολιτική και στρατιωτική αντιπαράθεση την πιο κρίσιμη χρονιά, το 1948. Στις 27 Φεβρουαρίου 1948 η κυβέρνηση της Αθήνας κατηγόρησε την κυβέρνηση του βουνού, στην Ειδική Επιτροπή του ΟΗΕ για τα Βαλκάνια (UNSCOΒ), ότι μετέφερε παιδιά έξω από τα σύνορα της χώρας, με σκοπό να τα «αφελληνίσει» και μετακίνησε και η ίδια παιδιά για να τα «σώσει» από τους κομμουνιστές (ΟΗΕ Α/574, σσ. 18-20, Βaerentzen 1992). Οι μετακινήσεις αυτές αποτέλεσαν μέρος των στρατιωτικών επιχειρήσεων, αφού και οι δύο αντιμαχόμενοι στρατοί έκαναν πολλές φορές αγώνα δρόμου για να προλάβουν να πάρουν τα παιδιά πριν από τους άλλους, τους εχθρούς. Οι μετακινήσεις των παιδιών είναι συνδεδεμένες επίσης και με τους πολιτικούς και διπλωματικούς χειρισμούς. Το θέμα, και λόγω της ευαισθησίας του, χρησιμοποιήθηκε στο ψυχολογικό παιγνίδι του Ψυχρού Πολέμου, στα πλαίσια του οποίου διεξήχθη ο ελληνικός Εμφύλιος, και αποτέλεσε αφορμή για αντιπαράθεση των δύο υπερδυνάμεων στα διεθνή fora.
Η κυβέρνηση της Αθήνας ονόμασε την πολιτική της κυβέρνησης του βουνού να συγκεντρώσει και να μεταφέρει παιδιά από την Ελλάδα στις ανατολικές χώρες «παιδομάζωμα» ενώ τις δικές της ενέργειες «παιδοφύλαγμα».


Το ιστορικό υπόβαθρο

Εκτός από τα ίδια τα παιδιά, τους πραγματικούς πρωταγωνιστές, οι κύριοι συντελεστές της επιχείρησης «Σωτηρία των παιδιών» ήταν η βασίλισσα Φρειδερίκη και το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΚΕ). Ο Έρανος ιδρύθηκε με το βασιλικό διάταγμα της 10ης Ιουλίου 1947 και η διάρκειά του προβλεπόταν εξάμηνος. Η δημιουργία του αποτελούσε μια προσπάθεια κατοχύρωσης της θέσης του Παλατιού στους πολιτικούς εμφυλίους, που μαίνονταν μέσα στον Εμφύλιο, αλλά και της ίδιας της βασίλισσας στην πολιτική αρένα. Διοικούνταν από μια πενταμελή Εκτελεστική Επιτροπή (ΕΕ) αλλά τα νήματα κινούσαν οι «Εντεταλμένες Κυρίες», εθελόντριες, οι οποίες προΐστατο προνοιακών/ φιλανθρωπικών οργανώσεων. Βασικές πρωταγωνίστριες, η Αλεξάνδρα Μελά το γένος Πεσμαζόγλου, πρόεδρος της Λέσχης Εργαζομένου Κοριτσιού στη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια Διευθύντρια της «Βασιλικής Προνοίας» καθώς και η Λίνα Τσαλδάρη, κόρη του Σπυρίδωνα Λάμπρου και χήρα του αρχηγού του Λαϊκού Κόμματος Παναγή Τσαλδάρη, αντιπρόεδρος του ΠΙΚΠΑ, η οποία, το 1956, ως η πρώτη Ελληνίδα υπουργός ανέλαβε το Υπουργείο Κοινωνικής Προνοίας. Η βασίλισσα μέσω του Εράνου δημιούργησε ένα δίκτυο ανθρώπων, που κάλυπτε όλη την Ελλάδα. Συχνές ήταν οι επισκέψεις της ακόμη και σε χώρους επικίνδυνους, λόγω των συρράξεων, για τη στήριξη του έργου του Εράνου αλλά και του δικού της προφίλ (Βασίλισσα Φρειδερίκη, 1971).
Καθόλου τυχαία, ο Έρανος αφορούσε τις βόρειες επαρχίες της χώρας. Εκεί είχε την έδρα του το Γενικό Αρχηγείο του ΔΣΕ, κοντά στους «βόρειους γείτονες», οι οποίοι μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου είχαν εγκαθιδρύσει Λαϊκές Δημοκρατίες, φιλικά διακείμενες προς το ΔΣΕ/ΚΚΕ. Η βόρεια Ελλάδα επίσης, ήταν η «Νέα» Ελλάδα. Ο πληθυσμός της δεν ήταν εθνοτικά αμιγής και επιπλέον στη διάρκεια του Εμφυλίου το μέτρο της εκκένωσης των ορεινών χωριών και της μεταφοράς των κατοίκων τους στις γειτονικές πόλεις ίσχυσε κυρίως από τη Λαμία και πάνω.
Οι πρόσφυγες αυτοί, γνωστοί ως «ανταρτόπληκτοι» ή «συμμοριόπληκτοι», υπολογίζονται στο 10% του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Ο στόχος του Εράνου ήταν να συνεργασθεί και να συνδράμει το κράτος στην περίθαλψη των προσφύγων. Ως μία από τις δραστηριότητες του προβλεπόταν και η ίδρυση παιδοπόλεων. Οι Εντεταλμένες Κυρίες όμως εκφράζοντας την «επιθυμίαν της Ανάσσης» προσανατόλισαν και επικέντρωσαν τη δράση του Εράνου στα παιδιά - το μέλλον του έθνους (ΕΠΒΕΕ 15.7.1947 και 22.9.1947).
Από την άλλη πλευρά, το ΚΚΕ, μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, το Φεβρουάριο του 1945, και λόγω των διώξεων που υφίσταντο τα μέλη και οι οπαδοί του, είχε ιδρύσει κέντρα προσφύγων στη Βουλγαρία, τη Γιουγκοσλαβία και την Αλβανία, όπου συγκεντρώνονταν αριστεροί «απελπισμένοι ή ανυπόμονοι» (Γουίτνερ 1991, ο. 66). Το 1947 στο Μπούλκες της Γιουγκοσλαβίας, το οποίο βρίσκεται μακριά από τα σύνορα της Ελλάδας και όπου είχαν καταφύγει κυρίως στελέχη του ΚΚΕ μαζί με τις οικογένειες τους, λειτουργούσαν τρία δημοτικά σχολεία, δύο νηπιαγωγεία και ένας παιδικός σταθμός (Μητσόπουλος, 1979, σ. 23).


Στους προσφυγικούς καταυλισμούς που είχαν δημιουργηθεί κοντά στα σύνορα, όπως το Πρένιες στην Αλβανία, κατέφευγαν αγρότες από τις γύρω περιοχές. Εγκατέλειπαν τα χωριά τους - εκόντες άκοντες - κουβαλώντας πάνω στις πλάτες ή στα γαϊδούρια τους ό,τι μπορούσαν να μεταφέρουν από τα οικιακά τους είδη, πιστεύοντας ότι πρόκειται για κάτι προσωρινό. Την ευθύνη των καταυλισμών αυτών και ειδικότερα των παιδιών και των νέων, είχε η οργάνωση νεολαίας του ΚΚΕ, η Ενιαία Πανελλαδικά Οργάνωση Νέων (ΕΠΟΝ).
Στους συντελεστές της όλης επιχείρησης πρέπει να συμπεριλάβουμε και τα ίδια τα παιδιά. Αξίζει να επισημάνουμε ότι τα παιδιά του Εμφυλίου δεν ήταν παιδιά με την έννοια που τους αποδίδεται σήμερα. Είχαν γεννηθεί ή/και μεγαλώσει μέσα στον πόλεμο. Στη διάρκεια της Κατοχής κάποια από αυτά είχαν πάρει μέρος και στην Αντίσταση, κυρίως ως σύνδεσμοι. Οι δυνάμεις κατοχής δεν τους είχαν φερθεί ως παιδιά, με επιείκεια. Αναφέρεται ότι ένα 15χρονο αγόρι, τον Αντρέα Λυκουρίνο, το έβαλαν σε μια καρέκλα για να μπορέσουν να το φθάσουν οι σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος (Ανταίος, 1986, σσ. 81, 289-291).

Στη διάρκεια του ένοπλου Εμφυλίου τα παιδιά είχαν ήδη συμπεριλάβει τον πόλεμο στα παιγνίδια τους. Δεν έπαιζαν με βόλους αλλά με κάλυκες από σφαίρες, που μάζευαν ακόμη και την ώρα της μάχης - τα πιο τολμηρά -, ενώ άλλα έπαιζαν με οβίδες και βλήματα από τους βομβαρδισμούς. Η έκθεση στη βία - και στην πολιτική βία- αποτελούσε ένα καταπληκτικό, φανταστικό, παιγνίδι για πολλά από αυτά. παρ' όλους τους κινδύνους που περιέκλειε για τη σωματική τους ακεραιότητα (Cairns, 1996, σ. 105, Δροσάκη, 2002, σσ. 37-39).

 Ο "κρίσιμος" Μάρτιος του 1948

Μέχρι το 1947, το θέμα της μετακίνησης παιδιών δεν μπορεί παρά να ενταχθεί στις γενικότερες μετακινήσεις πληθυσμών που συντελούνταν λόγω του Εμφυλίου. Τελειώνοντας το 1947, ο Έρανος είχε ιδρύσει και λειτουργούσε επτά παιδοπόλεις με «προσφυγόπουλα» ορφανά, εγκαταλελειμμένα ή άπορα και ο ΔΣΕ/ΚΚΕ επέβλεπε τόσο τις μετακινήσεις ενηλίκων και ανηλίκων, όσο και τις εγκαταστάσεις των προσφύγων εκτός των συνόρων της ελληνικής επικράτειας.


Στις αρχές του 1948 όμως, η καταγγελία της κυβέρνησης της Αθήνας στην Ειδική Επιτροπή του ΟΗΕ για τα Βαλκάνια ότι οι αντάρτες συγκέντρωναν με τη βία παιδιά και τα μετέφεραν στις ανατολικές χώρες, έδωσε μια πολιτική διάσταση στο όλο ζήτημα. Ο Μάρτιος του 1948 υπήρξε ιδιαίτερα κρίσιμος.

Το Σάββατο 6 Μαρτίου, η βασίλισσα κάλεσε τον υπουργό Στρατιωτικών, τον υπουργό Κοινωνικής Πρόνοιας και τον υφυπουργό Εσωτερικών σε σύσκεψη και οι κυβερνητικές δυνάμεις άρχισαν να συγκεντρώνουν τα «απειλούμενα» παιδιά από τις «επισφαλείς περιοχές», δηλαδή τις περιοχές δράσης του ΔΣΕ, σε «Σταθμούς Ασφαλείας» και από εκεί τα μετέφεραν στις παιδοπόλεις που είχε ιδρύσει ή θα ίδρυε ο Έρανος (ΕΠΒΕΕ, 8.3.1948).

Στο βουνό, αφού είχε προηγηθεί το Συνέδριο της Νεολαίας των χωρών της Κομινφόρμ και το ραδιογράφημα Ν. 19,30 Ιανουαρίου 1948 (Γκριτζώνας, Ristovic, ΜGA CHRΟΝ 1), στις 7 Μαρτίου 1948, το Υπουργείο Εσωτερικών της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης (ΓΙΔΚ) εξέδωσε ανακοίνωση ότι «εγκρίνει την αποστολή και παραμονή των παιδιών, μέχρις ότου οι συνθήκες στη χώρα μας επιτρέψουν την επιστροφή τους». Η ΠΔΚ ισχυρίζεται ότι κατέληξε σε αυτή την απόφαση μετά από εκκλήσεις γονέων και οργανώσεων «της Ελεύθερης Ελλάδας», γιατί τα παιδιά κινδύνευαν από τον «υποσιτισμό και τη βαρβαρότητα του μοναρχοφαοισμού», αφού από τους βομβαρδισμούς είχαν σκοτωθεί ήδη 120 παιδιά. Στην ανακοίνωση γίνεται και αναφορά στη «διαταγή της Φρειδερίκης» για συγκέντρωση παιδιών, τα οποία θεωρούν ότι θα τα υποχρέωνε να ενταχθούν στις «χιτλερικές οργανώσεις νεολαίας» και θα το μετέτρεπε σε «γενίτσαρους (Δελτίον Ειδήσεων 8.3.1948, Εξόρμηση 15.3.1948).

Με λίγα λόγια η κυβέρνηση της Αθήνας αποφάσισε να μεταφέρει παιδιά για να τα σώσει από τους κομμουνιστές που τα "απήγαν" και η Κυβέρνηση του βουνού επικαλείτο ως αιτία για τις δικές της μετακινήσεις, εκτός από τα δεινά του πολέμου, και τη «διαταγή της Φρειδερίκης.

Το παιδομάζωμα και το παιδοφύλαγμα

Και οι δύο στρατοί «έσωζαν» ή «απήγαν» παιδιά μέχρι το τέλος σχεδόν της ένοπλης σύγκρουσης. Από την άνοιξη τοπ 1948 δημιούργησαν και οργανώσεις για τη στήριξη του έργου τους. Στην Αθήνα, με πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου (21 Απριλίου 1948) ιδρύθηκε η Συντονιστική Επιτροπή Περιθάλψεως Απειλουμένων Παιδιών. Σε αυτή μετείχαν εκπρόσωποι των Υπουργείων Στρατιωτικών, Υγιεινής, Παιδείας, Ανοικοδομήσεως και Προνοίας καθώς και αντιπρόσωποι του ΠΙΚΠΑ, του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού και βέβαια του Εράνου. Η πρώτη συνεδρίαση της Επιτροπής, όμως, δεν έγινε σε κάποιο από τα υπουργεία αλλά στο Παλάτι. παρ΄ όλο που επίσημα η Επιτροπή συνεκαλείτο από τον υπουργό Κοινωνικής Προνοίας (Αρχείο ΕΟΠ, Δ/ΚΥ. ΦΑΚ 1 και 2).


Στο Βουνό, εκτός από τη μεταφορά των παιδιών που γινόταν πάντα με την επίβλεψη του ΔΣΕ, την εγκατάσταση και τη φροντίδα τους στις Λαϊκές Δημοκρατίες αρχικά είχαν η ΕΠΟΝ και το ΚΚΕ καθώς και τα αδελφά» κόμματα, οι Ερυθροί Σταυροί και οι οργανώσεις νεολαίας των χωρών αυτών. Το Μάιο του 1948 όμως, το ΚΚΕ συγκρότησε την «Επιτροπή Βοήθεια στο Παιδί», η οποία ανέλαβε την επίβλεψη της όλης δραστηριότητας. Πρόεδρος της ήταν ο Πέτρος Κόκκαλης, γιατρός, πρώην καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το ΚΚΕ κάλεσε επίσης διανοούμενους κομμουνιστές, όπως την Έλλη Αλεξίου και το Γιώργο Αθανασιάδη να συμβάλουν στην εκπαίδευση των παιδιών (ΕΒΟΠ). Και οι δύο κυβερνήσεις διέθεταν οργανώσεις και φορείς υποστήριξης σε πολλές χώρες της Ευρώπης αλλά και στις ΗΠΑ.

Οι χώρες εγκατάστασης των παιδιών που μεταφέρθηκαν από το ΔΣΕ/ΚΚΕ ήταν η Γιουγκοσλαβία, η Βουλγαρία, η Τσεχοσλοβακία, η Ουγγαρία, η Πολωνία, η Ρουμανία, η Ανατολική Γερμανία και η Σοβιετική Ένωση. Για τις ανάγκες του «παιδοφυλάγματος» λειτούργησαν 53 παιδοπόλεις: 23 στην περιοχή της Αθήνας, 12 στη Θεσσαλονίκη, τρεις στα Γιάννενα, δύο στη Λαμία και από μία στην Καβάλα, το Αγρίνιο, το Βόλο, τη Λάρισα και την Πάτρα. Παιδοπόλεις ιδρύθηκαν επίσης και στα νησιά: τρεις στη Ρόδο, δύο στη Σύρο και από μία στην Τήνο, τη Μυτιλήνη και την Κέρκυρα.

Και για τις δύο πλευρές η εύρεση κατάλληλων κτιρίων για την εγκατάσταση των παιδιών υπήρξε προβληματική, λόγω των καταστροφών που είχε επιφέρει ο πόλεμος. Οι συνθήκες στέγασης ποικίλλουν: από καλοκαιρινές κατασκηνώσεις με υποτυπώδεις υποδομές έως πολυτελή κτίρια, σχεδόν παλάτια, όπως στη Σινάια της Ρουμανίας ή στην Ελλάδα η έπαυλη Ψιακή στη Σύρο και το Αχίλλειο στην Κέρκυρα.

Η ηλικία των παιδιών στις παιδοπόλεις είχε οριστεί από 4 έως 16 ετών. Συγκεντρώθηκαν όμως και μικρότερα παιδιά (συνήθως μαζί με τα μεγαλύτερα αδέλφια τους) αλλά και πάνω από 16, κυρίως αγόρια. Στην παιδόπολη του προσκοπικού καταυλισμού της Ρόδου, για παράδειγμα, διέμεναν 66 αγόρια ηλικίας 16-19 ετών. Στις παιδοπόλεις διαβίωσαν και «παιδιά» πάνω από 19 ετών, μια ηλικία που ούτε σήμερα, πόσο μάλλον στην ελληνική αγροτική κοινωνία της δεκαετίας του '40, δεν μπορούσαν να θεωρηθούν παιδιά που χρειάζονταν προστασία. Η «διαπαιδαγώγηση» τους απασχόλησε ιδιαίτερα τους υπευθύνους.

Το όριό ηλικίας για τα παιδιά που μετακινήθηκαν από το ΔΣΕ ήταν λίγο μικρότερο από του Εράνου: από 3 ως 14 χρόνων. Και σε αυτή την περίπτωση τα όρια δεν τηρήθηκαν. Πέρα από τις κατηγορίες των αντιπάλων τους, προφορικές μαρτυρίες από την πλευρό του ΔΣΕ επιβεβαιώνουν ότι συγκεντρώθηκαν παιδιά/αγόρια που, εκπαιδευμένα ή μη, πήραν μέρος σε μάχες (Γκριτζώνας, 1998, σσ. 45-46, Στόγιαν Κισελίνοφσκι, Σκόπια 24.10.1997. Γιάννης Σεκολόπουλος, Οξυά Πρέσπας 7.7.2003). Τα παιδιά αυτά ήταν σίγουρα πάνω από 14 ετών και κάτω από 18, γιατί διαφορετικά 0α είχαν επιστρατευθεί νόμιμα από το ΔΣΕ. Ωστόσο ο Νίκος, ο οποίος δεν είχε κλείσει ακόμα τα 16, δραπέτευσε μαζί με τη μάνα του και άλλους συγχωριανούς του από τον καταυλισμό του Πρένιες και εντάχθηκαν στο ΔΣΕ, όπου βρισκόταν ο πατέρας. Ο Νίκος σήμερα θυμάται ότι έβλεπε τον καταυλισμό ως «φυλακή», ότι δεν τον χωρούσε «ο τόπος των γυναικόπαιδων» και ότι ήθελε να γίνει αντάρτης. Και όταν τα κατάφερε, ήταν «στην κυριολεξία μεθυσμένος, μ' ένα μοναδικό ποτό, που μονάχα ο πόλεμος μπορεί να σου το χαρίσει» (Ράπτης, 1999, σσ. 58-67).

Με δεδομένο ότι ο ΔΣΕ αντιμετώπιζε πρόβλημα με τις εφεδρείες του, εκτός από τους «πολεμοχαρείς» εφήβους, υπήρχαν και οι γυναίκες. Αξίζει να σημειώσουμε ότι στις 20 Φεβρουαρίου 1948 δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Προσωρινής Κυβέρνησης στρατιωτική διάταξη που αφορούσε και την επιστράτευση των γυναικών (Βερβενιώτη, 2002). Μπορούμε λοιπόν να υποθέσουμε ότι ένας από τους λόγους για τους οποίους το ΚΚΕ απομάκρυνε και
τρίχρονα παιδιά από την εμπόλεμη ζώνη ήταν η δυνατότητα να χρησιμοποιηθούν οι γυναίκες στις στρατιωτικές, μάχιμες ή βοηθητικές, υπηρεσίες του ΔΣΕ. Θέμα προστασίας ετίθετο επίσης και για τα παιδιά των μαχητών/τριών του ΔΣΕ αλλά και των πολιτικών στελεχών του ΚΚΕ.

Ο αριθμός των παιδιών είναι πολύ δύσκολο να οριστεί με ακρίβεια. Το βέβαιο είναι ότι ο αριθμός των παιδιών που μετακινήθηκαν από τους δύο στρατούς είναι σαφώς μικρότεροι, από τον αριθμό των παιδιών που έτυχαν της «προστασίας» των οργανώσεων. Είναι εντυπωσιακό ότι οι αριθμοί που συναντούμε στα προσβάσιμα αρχεία λειτουργούν ως ένα βαθμό και παραπλανητικά. Ο Έρανος, για παράδειγμα, θέλοντας να τονίσει τη σημασία του έργου, μάλλον υπερβάλλει.

Στις αρχές του 1950, ο Έρανος, κάνοντας τον απολογισμό του (ΕΠΒΕΕ 23.2.1950) αναφέρει ότι οι κυβερνητικές δυνάμεις μετέφεραν 15.000 παιδιά και ότι ο αριθμός των τροφίμων των παιδοπόλεων ήταν 18.000 «περίπου» ενώ άλλες αρχειακές πηγές κατεβάζουν το συνολικό αριθμό σε 13-14.000. Στο κείμενο του απολογισμού υποστηρίζεται επίσης ότι συνολικά ο Έρανος «προστάτευσε» 65.000 παιδιά (τετραπλάσια από ό,τι τα κρατικά ιδρύματα), γιατί στα 18.000 προστίθενται 10.000 που σιτίζονταν μία φορά την ημέρα στις Εστίες Συσσιτίου (άλλες πηγές του ίδιου πολιτικού χώρου μιλούν για 3.000), γιατί συντηρούσε τους τροφίμους των Βασιλικών Τεχνικών Σχολών, κ.ά. Για τις συγκεκριμένες σχολές αξίζει ειδικά μνεία. Στη Λέρο, τη μεγαλύτερη, η οποία ιδρύθηκε το Μάρτιο του 1949, είχαν μεταφέρει ανήλικους αντάρτες του ΔΣΕ από την Πελοπόννησο, για να τους εκπαιδεύσουν επαγγελματικά και να τους «αναμορφώσουν» ηθικά. Είχε 1.253 τροφίμους και η διάρκεια της φοίτησης ήταν ένας χρόνος. Σε αυτές τις σχολές υπήρχε στρατιωτική πειθαρχία και χρησίμευαν ως φόβητρο για τους ανυπάκουους τροφίμους των παιδοπόλεων (ΜGΑ, ΡΜ 66/9, σο. 13-5, Αρχείο ΕΟΠ, Δ/ΚΥ, ΦΑΚ 14 και 16, Ιστορικό Αρχείο Λέρου).

Όσον αφορά τον αριθμό των παιδιών και τα στοιχεία που μας παρέχει το ΚΚΕ, παρ' όλη την οργανωτικά του δεινότητα, δεν είναι επακριβή. Το 1950 αναφέρεται ότι ζούσαν στις Λαϊκές Δημοκρατίες και την ΕΣΣΔ 25-28.000 παιδιά. Ο αριθμός δίνεται πάλι στο «περίπου». Η ύπαρξη παιδιών στη Γιουγκοσλαβία, με την οποία οι σχέσεις, λόγιο της σύγκρουσης Στάλιν - Τίτο, είχαν διακοπεί, περιπλέκει ακόμα περισσότερο τα πράγματα (Μπαρτζιώτας, σσ. 482, 504-5, Ristovic 1998, σ. 96) καθώς και το γεγονός ότι είναι δύσκολο να οριστεί o όρος παιδί. Σίγουρα όμως ο ΔΣΕ δεν μετακίνησε 25-28.000 παιδιά, γιατί σε αυτό το νούμερο συμπεριλαμβάνονται και οι νεαροί μαχητές του ΔΣΕ, όπως ο Νίκος που αναφέραμε παραπάνω, ο οποίος μετά το τέλος της ένοπλης σύγκρουσης από μαχητής πολιτογραφήθηκε πάλι ως παιδί και στάλθηκε στο σχολείο. Συμπεριλαμβάνονται ακόμη και τα παιδιά που γεννήθηκαν «έξω» και όσα είχαν φύγει με τις οικογένειες τους πριν ή στη διάρκεια του ένοπλου Εμφυλίου -στο Μπούλκες βρίσκονταν περίπου 2.000. Θεωρώ ότι είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα τα στοιχεία που παραθέτει ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός, σύμφωνα με τα οποία ο ΔΣΕ «απήγαγε» 12.941 παιδιά χωρίς τους γονείς τους και 721 με τους γονείς τους (όσα περίπου και οι κυβερνητικές δυνάμεις) ενώ 12.248 διέσχισαν τα σύνορα με τις οικογένειες τους και 2.100 ζούσαν ή γεννήθηκαν «έξω», σύνολο 28.010 (ΕΕΣ 1997, σ. 55).

Η έλλειψη επαρκών αρχειακών πηγών δεν μας εμποδίζει μόνο να γνωρίσουμε τον ακριβή αριθμό των μετακινηθέντων παιδιών αλλά και να θέσουμε τα όρια μεταξύ όσων μετακινήθηκαν με τις οικογένειες τους, ή έστω με τη συγκατάθεση τους, και όσων πήγαν με τους αντάρτες ή τους στρατιώτες χωρίς τη συγκατάθεση των δικών τους. Στην τελευταία περίπτωση όμως τα όρια είναι έτσι κι αλλιώς δυσδιάκριτα, όταν, σήμερα, τα τότε παιδιά που βρέθηκαν στις παιδοπόλεις του Εράνου, θυμούνται ότι αυτό έγινε -σε πολλές περιπτώσεις - παραβιάζοντας την εντολή των γονιών τους. Υποστηρίζουν ότι ακολούθησαν κάποια μεγαλύτερα παιδιά, που τα θαύμαζαν ή ότι η επιθυμία τους να ανέβουν και να ταξιδέψουν με το αυτοκίνητο που είχαν οι στρατιώτες, υπερέβαινε τη γονική εντολή (Συνεντεύξεις σε Τσοτύλι, Ομαλή, Βροντή, Ανθοχώρι: 30.7-3.8.2001).

Όσο βέβαιο είναι ότι πολλοί γονείς δεν ήθελαν να αποχωριστούν τα παιδιά τους άλλο τόσο είναι ότι αρκετοί τα έδωσαν οικειοθελώς, γιατί δεν είχαν να τα θρέψουν ή για να τα γλιτώσουν από τον πόλεμο και την πείνα ή γιατί πίστευαν ότι ήταν κάτι προσωρινά ή γιατί θεωρούσαν ότι έτσι τους εξασφάλιζαν ένα καλύτερο μέλλον. Αρκετά από τα μεγαλύτερα σε ηλικία παιδιά, αγόρια και κορίτσια, ήθελαν να ξεφύγουν από την κλειστή, αγροτική, πατριαρχική κοινωνία του χωριού. Επιπλέον, και οι δύο κυβερνήσεις υπόσχονταν καλύτερη διατροφή και Κυρίως μόρφωση. Η απήχηση αυτών των κηρυγμάτων ήταν μεγαλύτερη στις μειονοτικές ομάδες: τόσο στους σλαβόφωνους που βρίσκονταν με την πλευρά του ΚΚΕ/ΔΣΕ, όσο και στους τουρκόφωνους που πήγαν στις παιδοπόλεις του Εράνου.

Η προπαγάνδα

Σε μια αντιπαράθεση οι αντίπαλοι πάντα αναζητούν στηρίγματα στην «κοινή γνώμη». Στον ελληνικό Εμφύλιο και οι δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις επιδίωξαν να πείσουν ότι το μοναδικό τους κίνητρο για τη μετακίνηση των παιδιών ήταν η σωτηρία τους. Για τις μετακινήσεις που έκαναν οι ίδιοι επικαλούνταν ανθρωπιστικούς λόγους ενώ κατηγορούσαν τις αντίστοιχες πράξεις των αντιπάλων τους. Η προσπάθεια τεκμηρίωσης των ανθρωπιστικών λόγων στηριζόταν κυρίως στις κατηγορίες ότι οι «άλλοι» φταίνε γιατί άρχισαν πρώτοι (βασικό επιχείρημα της Δεξιάς) ή ότι οι «άλλοι» τους υποχρέωσαν να μεταφέρουν τα παιδιά, λόγω των βομβαρδισμών και της πείνας (επιχείρημα της Αριστεράς). Το ζήτημα δεν ήταν όμως απλά ανθρωπιστικό, αλλά βαθιά πολιτικό.

Το κοινωνικά ευαίσθητο θέμα της μετακίνησης των παιδιών τέθηκε στην πολιτική αρένα από τη Δεξιά. Λειτούργησε ως αντίβαρο στην πολιτική των εκτελέσεων και στην ύπαρξη στρατοπέδων, όπως η Μακρόνησος, όπου η Αριστερά είχε επικεντρώσει τη δική της προπαγάνδα.

Η δεξιά ρητορική χρησιμοποίησε εκτός από τον όρο «παιδομάζωμα» και τους όρους «γενοκτονία» και «έγκλημα κατά της ανθρωπότητας». Ωστόσο, το «παιδομάζωμα» επικράτησε και χρησιμοποιείται έως σήμερα, ακόμη και από τους αριστερούς, συνήθως με την προσθήκη «το λεγόμενο παιδομάζωμα».

Ο όρος «παιδομάζωμα» επικράτησε, γιατί ακουμπούσε στον εθνικισμό/πατριωτισμό των Ελλήνων. Ανακαλούσε στην εθνική συλλογική μνήμη τους «προαιώνιους» εχθρούς τους, τους Τούρκους, οι οποίοι, σύμφωνα με την εθνική ιστοριογραφία, άρπαζαν Ελληνόπουλα, τα εκπαίδευαν στα τάγματα των γενιτσάρων και τα έστελναν να πολεμήσουν ενάντια στους χριστιανούς συμπατριώτες τους. Επικράτησε γιατί στον ελληνικό Εμφύλιο το μήλο της Έριδος ήταν το έθνος. Η δεξιά ρητορική της εποχής ονόμαζε τον Εμφύλιο «συμμοριτοπόλεμο»· οι «συμμορίτες», εναντίον των οποίων πολεμούσε ο Εθνικός Στρατός δεν ήταν Έλληνες αλλά «Εαμοβούλγαροι», «Σλαβοκουμμουνιστές». Η Αριστερά πάνα ονόμαζε τον Εμφύλιο «δεύτεροαντάρτικο» - το πρώτο ήταν στη διάρκεια της ναζιστικής Κατοχής - και θεωρούσε ότι έκανε έναν εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα ενάντια στη «δεύτερη Κατοχή» των Άγγλων και Αμερικανών. Οι αριστεροί, στις κατηγορίες των δεξιών «εθνικοφρόνων» επιχειρηματολογούσαν αποδεικνύοντας την «εθνικοφροσύνη» τους με τη δράση τους στην Κατοχή: το ΚΚΕ είχε οργανώσει και καθοδηγήσει  την Αντίσταση ενάντια στους κατακτητές για την απελευθέρωση της πατρίδας, σε αντίθεση με τη Δεξιά που θεωρούσαν ότι συνολικά είχε συνεργασθεί, και για δεκαετίες αποσιωπούσαν το κοινωνικά όραμα της λαοκρατίας (Βερβενιώτη, 2002α). Ο όρος «παιδομάζωμα» επικράτησε, γιατί, απέναντι στο εθνικιστικό επιχείρημα της Δεξιάς, ο αριστερός λόγος ήταν αδύναμος. Ο ΔΣΕ πράγματι μετέφερε παιδιά εκτός Ελλάδας, ακόμη και στη Βουλγαρία, παρ' όλο που και οι Σλάβοι -Βούλγαροι όπως και οι Τούρκοι ανήκαν στους εχθρούς του ελληνικού έθνους.

Στο διεθνές επίπεδο, παρόλο τον Ψυχρό Πόλεμο και τις αντιθέσεις μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων και των χωρών που τις υποστήριζαν, το θέμα των παιδιών δεν άφηνε κανέναν ασυγκίνητο. Γα παιδιά αποτελούσαν τις ελπίδες και το μέλλον της ανθρωπότητας, και τελικά της κομμουνιστικής ή αντικομμουνιστικής ιδεολογίας. Κανένας δεν μπορούσε να μην υποστηρίξει το αίτημα για επιστροφή των παιδιών στους γονείς και στην πατρίδα τους, που είχε θέσει η κυβέρνηση της Αθήνας. Στον ΟΗΕ και τα τρία ψηφίσματα [ 193C(ΙΙΙ) 27.11,1948, 288B(V) 18.11.1949 και 382C (V) 1.12.1950] για τον επαναπατρισμό των παιδιών που είχαν μετακινηθεί στις Λαϊκές Δημοκρατίες και την ΕΣΣΔ ψηφίστηκαν ομόφωνα.

Ο επαναπατρισμός

Τα παιδιά από τις παιδοπόλεις, εκτός από αυτά που ήταν ορφανά και από τους δύο γονείς «ή των προς τούτοις εξομοιουμένων (γονείς συμμορίται ή υπόδικοι ή κατάδικοι ή εν εξορία)» επέστρεψαν στα σπίτια τους το 1950 με το τέλος του σχολικού έτους. Για τα ορφανά και τα παιδιά των ανταρτών, των φυλακισμένων και των εξόριστων διατηρήθηκαν 13 παιδοπόλεις.

Στις 24 Ιουνίου 1950, στο Σύνταγμα, μπροστά από το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη έλαβε χώρα η τελετή του επαναπατρισμού. Παρευρέθηκαν οι βασιλείς, οι πρόσκοποι, οι οδηγοί, οι μαθητές των σχολείων της Αθήνας καθώς και τα παιδιά των παιδοπόλεων. Ο σκοπός αυτής της εκδήλωσης ήταν διπλός: να «εκδηλωθή η ευγνωμοσύνη των προοφυγοπαίδων προς τας ενόπλους δυνάμεις χάρις εις τον ηρωισμόν των οποίων διεσώθησαν» και να απευθύνουν διαμαρτυρία προς «τους Ελεύθερους Λαούς δια την παρακράτηση» των απαχθέντων Ελληνοπαίδων» (ΕΠΒΕΕ 3.8.1949 και 16.6.1950).

Στο θέμα του επαναπατρισμού των παιδιών που βρίσκονταν στις χώρες του σοβιετικού μπλοκ η πολιτική εμπλοκή ήταν διεθνής και γι' αυτό πιο πολύπλοκη. Ο αριθμός των παιδιών που επέστρεψαν στην Ελλάδα μας είναι ακόμα άγνωστος. Μέχρι το Νοέμβριο του 1950 «ούτε ένα παιδί δεν έχει επιστρέψει στην πατρίδα του και. με εξαίρεση τη Γιουγκοσλαβία, καμία από τις χώρες υποδοχής δεν έχει προβεί σε καμιά ενέργεια» (ΟΗΕ Α/2236). Στις δεκαετίες 1950 και 1960 υπολογίζεται ότι 3-5.000 παιδιά επέστρεψαν στην Ελλάδα (Swenson 1957, Μανούκας 1969. σσ. 70-1. Μητσόπουλος 1979. σ. 18. Βουρνάς 1981. σ. 398). Τα περισσότερα όμως ακολούθησαν τα βήματα των υπόλοιπων πολιτικών προσφύγων. Άρχισαν να επιστρέφουν μαζικά στη δεκαετία του 1980. Και δεν ήταν πλέον παιδιά.

Επίλογος

Στον ελληνικό Εμφύλιο και οι δύο παρατάξεις ενδιαφέρονταν, ή έδειχναν να ενδιαφέρονται, για τα παιδιά, γιατί τα παιδιά σε μια κοινωνία που μόλις είχε βγει από έναν ολοκληρωτικό πόλεμο, το Β΄ Παγκόσμιο, αποτελούσαν μια κοινωνικά αδιαμφισβήτητη αξία. Επιπλέον, το τέλος του πολέμου και η συντριβή του φασισμού είχε εγείρει προσδοκίες για μια καλύτερη, δικαιότερη κοινωνία, όπου θα ζούσε η νέα γενιά. Δεν αποτελεί λοιπόν παράδοξο ότι στη διάρκεια της ένοπλης εμφύλιας σύγκρουσης, η οποία υπήρξε η βαριά κληρονομιά του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, το θέμα της «σωτηρίας» των παιδιών αποτέλεσε ένα από τα σημεία αιχμής του. Η «σωτηρία» όμως δεν αφορούσε τα πάνω από 340.000 παιδιά που υπολογίζεται ότι μετά το τέλος του πολέμου ήταν ορφανά αλλά περίπου 40-60.000 παιδιά.

Αυτά τα παιδιά και «σώθηκαν» και «αρπάχθηκαν». Σώθηκαν από τους βομβαρδισμούς και την πείνα, σιτίστηκαν καλύτερα από όσα έμειναν στα χωριά τους και πολλά από αυτά μορφώθηκαν. Τα έχουν αρπάξει όμως, με την έννοια ότι και τα δύο στρατόπεδα τα εκπαίδευσαν σύμφωνα με τα δικά τους πιστεύω, τα εγκλώβισαν στο δικό τους κόσμο. Γα παιδιά αυτά βρέθηκαν στη δίνη μιας στρατιωτικής και πολιτικής αντιπαράθεσης, η οποία μετέβαλε και καθόρισε τη ζωή τους.











Πέμπτη 27 Αυγούστου 2020

Η "Λεσβιακή Άνοιξη", και η αποκατάσταση των Παλαιών Πολεμιστών «Κάτω ο Ιμπεριαλισμός», «Κάτω η στρατοκρατία».


Το πρώτο δεκαήμερο του Ιούνη του 1924, διοργανώθηκε στη Μυτιλήνη, το δεύτερο παλλεσβιακό εφεδρικό συνέδριο, στο οποίο συμμετείχαν οι παλιοί πολεμιστές της περιόδου 1912-1922  με αιτήματα ασφαλώς  την αποκατάσταση των εφέδρων πολεμιστών, την φορολογία του κεφαλαίου και την διοικητική αποκέντρωση του νησιού.  
Ο όρος "Λεσβιακή Άνοιξη", χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Στρατή Μυριβήλη και τον  Αντώνη Πρωτοπάτση, προκειμένου να περιγράψει την πρωτόγνωρη πνευματική και καλλιτεχνική άνθηση που σημειώθηκε στη Μυτιλήνη την δεκαετία του 1920, μέχρι την κήρυξη δικτατορίας της 4ης Αυγούστου του 1936.

Τα πρακτικά δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά στο περιοδικό "Αιολικά Γράμματα" του 1975. Αξίζει να διαβαστούν κάποια  αποσπάσματα χαρακτηριστικά του ιδεολογικού και πολιτικού κλίματος της εποχής εκείνης.

Ο Βενέζης αναφέρει: «Ύστερα έγινε μια πρόταση. Την έκανε ο συν. Μυριβήλης. Ακολούθησε μια πλατιά συζήτηση (...). Μ’ όλο που αυτή η συζήτηση δεν ήταν παρά μια ανεπίσημη κουβέντα, φρόντισα να κρατήσω πιστές σημειώσεις για όλα που ειπώθηκαν. Κι επειδή θέλω να δείξω σε πόσο αψηλό σημείο στάθηκε το συνέδριο απ’ -την πρώτη στιγμή αφού συζητήθηκαν με ενθουσιασμό τέτοια θέματα, νομίζω πως πρέπει να βάλω εδώ όλη τη θαυμαστή κουβέντα με τις πιo μικρές λεπτομέρειες».
Η πρόταση του Μυριβήλη ήταν να αποφασίσει το συνέδριο, οι εργασίες του να καθαγιαστούν με ένα σεμνό και κατανυκτικό μνημόσυνο για τους σκοτωμένους των τελευταίων πολέμων:
«Λέγοντας, εξηγεί ο Μυριβήλης, «σκοτωμένους των πολέμων», δεν εννοώ μονάχα τους δυστυχισμένους συναδέλφους μας του Ελληνικού Στρατού. Εννοώ όλα τα θύματα της παράφρονος μανίας των στρατοκρατών και - των χρηματιστών και των μεγαλοβιομηχάνων, που έριξαν τον κόσμο μέσα στην κόλαση της πιo τρομερής ανθρωποσφαγής που είδε ίσαμε σήμερα η υφήλιος. Εννοώ όλους τους σκοτωμένους ανθρώπους που σκοτώθηκαν από συναδέλφους των, γιατί η ηθική και η σωματική βία, που επεβλήθη επάνω στους εκούσιους φονιάδες τους έκανε τέτοιους δίχως να έχουν συναίσθηση της φρίκης της ανθρωποκτονίας. Προτείνω κύριοι συνάδελφοι, το μνημόσυνό μας να μην είναι μνημόσυνο μίσους και εκδικήσεως, δηλαδή σύμβολον συνεχίσεως της σφαγής, αλλά μνημόσυνο απλώς όλων των ανθρώπων που σκοτώθηκαν στους πολέμους. Θα ήθελα το μνημόσυνο ως μία χειρονομία ανωτέρου ανθρωπισμού. Οι άνθρωποι που μας σκότωσαν και οι άνθρωποι που σκοτώσαμε, βιασμένοι κάτω από τη βία μιας σκληρής πιέσεως, είναι εξίσου «θύματα» θύματα αθώα κατά βάθος, γιατί η ιδέα του σκοτωμού δεν ήταν δική τους. Τους επεβλήθη και τους εκαλλιεργήθη από άλλους. Τόσο οι φονιάδες, όσο και τα θύματα δεν είχανε αναμεταξύ τους κανένα πραγματικό, αληθινό μίσος. Ήτανε όλοι τους άγνωστοι και όλοι τους δυστυχισμένοι εξίσου».
Ένας από τους συνέδρους διαφωνεί:
«Εγώ που έκανα αιχμάλωτος, εγώ που υπέφερα, ουδέποτε θα συγχωρήσω τα τέρατα αυτά...».
Ο Μυριβήλης:
«Επιτρέψατέ μου κ. συνάδελφε. Όλοι μας υποφέραμε αυτά τα μαρτύρια επί δέκα ολάκαιρα χρόνια, ακόμα κι όσοι δεν είχαμε την κακοτυχία να γίνουμε αιχμάλωτοι, αλλά ψοφούσαμε μες στο χαράκωμα, ή λιώναμε με ελώδης δίχως καμία ιατρική περίθαλψη στη Νιγρίτα, ή κάναμε εκατοστές χιλιόμετρα μες στη λάσπη και μες στους πάγους δίχως άρβυλα. Όσο για τα τέρατα αυτά που λέτε πως σκότωσαν αθώους ανθρώπους, να μου επιτρέψετε να σας πω πως κι εμείς είμαστε στην ίδια θέση μ' αυτούς. Προσωπικώς σας λέγω με βδελυγμό για το κατάντημά μου, και εγώ ο ίδιος έλαβα μέρος το 1912 μες στην Ε' Μεραρχία στο κάψιμο ένα πλήθος ευτυχισμένων τούρκικων χωριών, τα Καΐλάρια, εγώ ο ίδιος ντουφέκισα μαζί με τους συναδέλφους μου όλους τους Τούρκους πολίτας, που είχανε απομείνει μες στα σπίτια τους από 18 χρόνων κι απάνω, εγώ ο ίδιος είδα χανούμισες λυσίκομες και ζεφρενιασμένες απ’ τη φρίκη να χύνονται κοπάδια μέσα στους φλεγόμενους δρόμους των χωριών, για ν’ αναγνωρίσουνε τους σκοτωμένους των ανθρώπους. Λοιπόν, κι εμείς οι φονιάδες είμασταν κατά βάθος αθώα κτήνη σπρωγμένα απ’ τους ανώτερους μας κι αυτοί ήταν ολότελα αθώοι όπως κι όλοι οι Τούρκοι στρατιώτες που σκοτώθηκαν από μας. Το μόνο σφάλμα τους, που υπερασπιζότανε την πατρίδα τους και την οικογένειά τους που πήγαμε να καταχτήσουμε».
Στην παρέμβασή του ο Λεφκίας είπε χαραχτηριστικά σε κείνους που διαφωνούσαν:
«Το μνημόσυνο θα γίνει για τους ανθρώπους, αποκλειστικά για τους ανθρώπους. Τα θύματα μιας άθλιας πολιτικής περιοτάσεως που τους εστέρησε τη ζωή. Όταν λέμε ανθρώπους δεν εννοούμε Τούρκους, Βουλγάρους, αλλ’ απλώς τα όντα εκείνα που περικλείουν την ανθρώπινη ζωή και που κανένας δεν έχει το δικαίωμα να τους την αφαιρέσει. Οι σκοτωμένοι των πολέμων είναι για μας σύμβολα. Είναι σύμβολα της φρικτής ιδέας των πολεμικών ανθρωποκτονιών που είναι εκδήλωσις ελεεινής βαρβαρότητας. Μην παρασύρεστε από τον εύκολο πατριωτισμό, τον πατριωτισμό κάθε ώρας και κάθε στιγμής, αλλά θελήσετε να ανεβάσετε λίγο την σκέψη σας και τα αισθήματά σας σε μια σφαίρα ανθρωπιστικότερη, ευγενικότερη και πιό πολιτισμένη. Εμείς οι έφεδροι που είμαστε τα ζωντανά θύματα πρέπει να το συναισθανθούμε αυτό και να αγαπήσουμε τα νεκρά θύματα όποιο όνομα κι αν είχαν και σε όποια θρησκεία κι αν επίστευαν».
Ο αντιπρόσωπος του Παλαιόκηπου, Εμμανουήλ :
 «Ας καταλάβουμε μια για πάντα πως οι στρατιώτες Τούρκοι, Έλληνες και Βούλγαροι αλληλοσκοτώνονται μόνο επειδή άλλοι τους διατάζουνε ν’ αλληλοσκοτωθούν. Εμείς δεν ήρθαμε εδώ να ακονίσουμε τα σπαθιά μας και τη δυστυχία μας, που είναι αποτέλεσμα των βάρβαρων πολέμων».

Ένα σημείο που πρέπει σχολιαστεί, είναι ότι δεν πρέπει να γίνεται ταύτιση της αντιπολεμικής στάσης με τη σοσιαλιστική ιδεολογία και εννοείται με τον μπολσεβικισμό. Υπάρχουν μεγάλοι αντιπολεμικοί λογοτέχνες, που αν και έγραφαν ενάντια στην απληστία του μεγάλου κεφαλαίου και άφηναν μέσα από το έργο τους να εννοηθούν σοσιαλιστικές ιδέες (άλλοτε καθαρά, άλλοτε όχι), δεν μπόρεσαν να κατακτήσουν τη σοσιαλιστική ιδέα που αποτελεί ανώτερο στάδιο κοινωνικής συνείδησης. Παρέμειναν στα πλαίσια του αστικού ουμανισμού, στα πλαίσια του πολιτισμένου ανθρώπου που αποτροπιάζεται από τον πόλεμο και τα εγκλήματα που τον συνοδεύουν. Κάποιες φορές, μέσα από αυτήν την διαδρομή, έφταναν πολλές φορές στον διεθνισμό και στην καταδίκη της εθνικιστικής πατρίδας. Πρόχειρα παραδείγματα από την ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας, πέρα από τον Στρατή Μυριβήλη, ο Αριστοτέλης Σίδερης, ο Κώστας Χατζόπουλος, ο Ντίνος Θεοτόκης,Κανένας (ή σχεδόν κανένας), δεν έφτασε στο επίπεδο του επαναστατικού ντεφαιτισμού του Λένιν, αλλά το πολύ στον ουτοπικό σοσιαλισμό και τον πασιφισμό του αδικοσκοτωμένου Ζωρές.

Η Σοφία Ματθαίου στην εργασία της με θέμα την εφημερίδα ΚΑΜΠΑΝΑ του Στρ.Μυριβήλη σελ. 216 αναφέρει :
 «Η αποκατάσταση των πολεμιστών, που επιστρέφουν μετά τη μικρασιατική εκστρατεία δεν είναι πρόβλημα μόνο της Μυτιλήνης. Μετά την καταστροφή του 1922 ιδρύονται Οργανώσεις έφεδρων με ποικίλο πολιτικό προσανατολισμό. Οι ενώσεις αποστρατευομένων πολεμιστών και αργότερα Παλαιών Πολεμιστών απλώνονται σ' όλη την Ελλάδα. Αποτελούν συνέχεια της αντιπολεμικής κομμουνιστικής προπαγάνδας στο μέτωπο.Συνθήματα τους είναι: «Πόλεμος κατά του Πολέμου», «Κάτω ο Ιμπεριαλισμός», «Κάτω η στρατοκρατία». Η αποκατάσταση των εφέδρων θα επιτευχθεί σε τελευταία ανάλυση με την αλλαγή του κοινωνικού συστήματος και τον κοινό αγώνα πολεμιστών και κομμουνιστικού κόμματος. Αυτή είναι η απάντηση που δίνει στο πρόβλημα η αριστερή Ιδεολογία στην Ελλάδα. Η επικράτηση εξάλλου ριζοσπαστικών απόψεων στο κομμουνιστικό κόμμα και η σύνδεση του με την Γ' Διεθνή σχετίζονται με την προώθηση στην ηγεσία στελεχών του, που είναι Παλαιοί Πολεμιστές».

 Ένα ενδεικτικό ποίημα από τον Νουμά:
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ
Στον κάμπο όπου βροντούσε το κανόνι,
Μια πράσινη γαλήνη τώρα απλώνει
Με μύρια ολόχαρα άνθια κεντημένη.
Εκεί που πολεμούσαν σα λιοντάρια
Του οχτρού και τα δικά μας παλικάρια,
Τίποτα πια απ’ την έχθρητα δε μένει :
Αδερφωμένοι
Κοιμούνται οι μαχητές οι τιμημένοι,
Για μια πατρίδα !
Για μια πατρίδα ! Νιώθω να πλακώνει
Το στήθος μου μια μπόρα που ζυγώνει,
Που θάρθει κι ό,τι βρει θά το σαρώσει.
Για άκου, μακριά ! κάπου βροντολογάει,
Μια φωνη στον αγέρα τριγυρνάει,
Τους λαούς στο ποδάρι να σηκώσει :
Αδερφωμένοι
Στ' άρματα οι μαχητές οι τιμημένοι,
Για την Πατρίδα !
Για την Πατρίδα, κι όχι για μια Πατρίδα
Τσακίστε τη χρυσή την αλυσίδα !
Σαν ένας σηκωθείτε, σκλαβωμένοι !!
Τ' άρματα ακόμα μια φορά ας ζωστούμε,
Και πάλι, αδέρφια, στη φωτιά ας λουστούμε !
Σαλπίστε να τραντάξει η Οικουμένη :
Αδερφωμένοι
Κινούν οι μαχητές οι τιμημένοι
Για ΜΙΑ Πατρίδα !


Πέμπτη 20 Αυγούστου 2020

Ο μπολσεβίκος επαναστάτης Λέων Τρότσκι

Ο Τρότσκι δέχεται στο γραφείο του ένα δημοσιογράφο της εφημερίδας El Universal (30.11.1937). Φωτo: Archivo/EL UNIVERSAL. Πηγή: www.lifo.gr

“Δεν υπάρχει λεκές  στην επαναστατική μου τιμή. Ούτε άμεσα ούτε έμμεσα έχω εισέλθει σε παρασκηνιακές συμφωνίες ή ακόμα και διαπραγματεύσεις με τους εχθρούς της εργατικής τάξης… Επί σαράντα τρία χρόνια της συνειδητής ζωής μου παρέμεινα επαναστάτης, από αυτά, τα σαράντα δύο χρόνια πολέμησα κάτω από το λάβαρο του μαρξισμού… Θα πεθάνω ένας προλετάριος επαναστάτης, ένας μαρξιστής, ένας διαλεκτικός υλιστής και επομένως ένας ασυμβίβαστος άθεος. Η πίστη μου στο κομμουνιστικό μέλλον της ανθρωπότητας δεν είναι λιγότερο φλογερή, αλλά ισχυρότερη από τις ημέρες της νιότης μου” .

Ο θεωρητικός του μαρξισμού που αντιτάχθηκε στον σταλινισμό και τον μαοϊσμό.Ο Λεφ Νταβίντοβιτς Μπρόνσταϊν,  με το επαναστατικό του όνομα Λέων Τρότσκι, ήταν επαναστάτης από γεννησιμιού του. Ήδη από παιδί καταπιάστηκε με τους αγώνες του εργατικού κινήματος, πολύ πριν έρθει σε επαφή με τον μαρξισμό, στον οποίο θα αφιέρωνε κατόπιν τη ζωή του.Το σπουδαίο θεωρητικό έργο του μαρξιστή διανοουμένου δεν θα κηλιδωνόταν ωστόσο από τις μηχανορραφίες του Στάλιν, που θα τον εξόριζαν οριστικά από την ίδια την ιστορία της ρωσικής επανάστασης .

Τον Μάιο του 1940, ο Τρότσκι και οι υποστηρικτές του υιοθέτησαν το «Μανιφέστο για τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και την προλεταριακή επανάσταση», στο οποίο ανοιχτά δήλωνε ότι «η προετοιμασία για την επαναστατική ανατροπή της ηγετικής κάστας της Μόσχας είναι ένα από τα κύρια καθήκοντα της IV Διεθνούς». Μια τέτοια δήλωση ισοδυναμούσε με επίσημη κήρυξη πολέμου στην σοβιετική κυβέρνηση. 

Από το βιβλίο του Νίκου Θεοδοσίου Ο  Αγνωστος Βιτσώρης  

Η “Αριστερή Αντιπολίτευση”, με ηγέτη τον ΛΤ, έκανε την εμφάνισή της το 1923, με το “γράμμα των 46”, προς την Κεντρική Επιτροπή. (επρόκειτο για 46 ηγετικά μέλη του κόμματος, μεταξύ των οποίων ήταν οι Πιατάκοβ, Πρεομπραζένσκι, Σμυρνόβ, Αντόνοβ-Οβσέγιενκο κλπ). Δύο ήταν τα βασικά σημεία του προγράμματός της: Η επαναφορά της πλήρους δημοκρατίας μέσα στο κόμμα και η γρήγορη εκβιομηχάνιση της χώρας .Το 1926 ενώθηκαν μαζί της και οι Ζηνόβιεφ και Κάμενεφ  οι θέσεις της ενωμένης πλέον Αντιπολίτευσης, παρουσιάστηκαν στην περίφημη “Πλατφόρμα” προς το 15ο Συνέδριο του Κόμματος, το 1927. Ο Στάλιν, στηριζόμενος αποκλειστικά στην δεξιά πτέρυγα του κόμματος (Μπουχάριν, Ρύκοβ, Τόμσκι κλπ)…. πέτυχε να κηρυχθεί το κείμενο παράνομο.


Σύμφωνα με τον James Cannon, γενικό γραμματέα του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος των ΗΠΑ και στενού φίλου του Τρότσκι, τα τελευταία λόγια του ηγέτη στο νοσοκομείο ήταν: «Δεν θα επιβιώσω από αυτή την επίθεση. Ο Στάλιν κατάφερε τελικά να ολοκληρώσει το έργο που αποπειράθηκε ανεπιτυχώς και πρωτύτερα»...
 Η μελέτη της ζωής και των ιδεών του ΛΤ απέχει πολύ απ’ το να είναι ένα ζήτημα του παρελθόντος, με αποκλειστικά ιστορικό και θεωρητικό ενδιαφέρον. Ο καπιταλισμός εξακολουθεί, εδώ και δεκαετίες, να βρίσκεται σε συνθήκες δομικής κρίσης. Παρ’ όλη την τεράστια ανάπτυξη που γίνεται ολοένα και πιο φανερό πως αυτή η “ανάπτυξη” όχι μόνο δεν καλυτερεύει το βιοτικό επίπεδο των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων, αλλά ακριβώς το αντίθετο: ο μισός πλανήτης έχει στην κυριολεξία αφεθεί στην τύχη του, ενώ ακόμη και στις ανεπτυγμένες χώρες οι άνεργοι και οι φτωχοί αυξάνονται καθημερινά. Αν σ’ όλα αυτά προστεθεί η οικολογική καταστροφή στην οποία έχει καταδικάσει ο καπιταλισμός τον πλανήτη, γίνεται φανερό πως η επανάσταση και η εργατική δημοκρατία, όσο κι αν φαίνεται μακρινή προοπτική για πολλούς, δεν παύει ν’ αποτελεί τη μόνη ρεαλιστική προοπτική για την ανθρωπότητα.
Την ίδια στιγμή, οι σταλινικές και ρεφορμιστικές ηγεσίες του εργατικού κινήματος δεν κάνουν άλλο απ’ το να επαναλαμβάνουν τα λάθη του παρελθόντος και μάλιστα να στρέφονται με ταχείς ρυθμούς ολοένα και πιο δεξιά, έχοντας στην ουσία αποδεχτεί την οικονομική αλλά κυρίως την ιδεολογική κυριαρχία της “αγοράς”.
Τα ΚΚ εξακολουθούν να πιστεύουν στα “στάδια” της επανάσταση, οι συμμαχίες τους δε, εξακολουθούν να είναι στην κατεύθυνση των “λαϊκών μετώπων” του ’30. (το παράδειγμα του ΚΚΕ και του “αντιιμπεριαλιστικού – δημοκρατικού” του μετώπου, είναι από τα πιο χαρακτηριστικά).

 Διαβάζουμε χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το βιβλίο του  ΛΕΟΝΑΡΔΟ ΠΑΔΟΥΡΑ, Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιάπου αναφέρεται στην δολοφονία του Τρότσκι σε  Μτφρ.: Κώστας Αθανασίου, Σελ.: 685, τιμή: 19,17, Εκδόσεις Καστανιώτη Πηγή: www.lifo.gr

Περιπλανώμενος και διωκόμενος ακόμη και στις χώρες όπου έβρισκε καταφύγιο, ο Τρότσκι είχε καταλάβει ότι ο Στάλιν του επιτρέπει να παραμένει ζωντανός επειδή ακριβώς τον είχε ανάγκη ως εξιλαστήριο θύμα. Το σταλινικό καθεστώς, πρέπει να τονίσουμε, εκείνη την εποχή ήταν πανίσχυρο και διέθετε «μακριά χέρια» σε πολλές χώρες - ευρωπαϊκές και μη. Ο Τρότσκι συνωμοτούσε με τον Χίτλερ (!), αυτός καταδίκασε τους κομμουνιστές του ισπανικού εμφυλίου σε ηττα (!), αυτός χρησιμοποιούσε τη Νορβηγία ως βάση για τις τρομοκρατικές του ενέργειες ενάντια στη Σοβιετική Ενωση και τους ηγέτες της. Ο συκοφαντικός κατάλογος ήταν περίπλοκος και άλλαζε ανάλογα με τις πολιτικο-στρατιωτικές εξελίξεις. «Οι κομμουνιστές έπρεπε να διασφαλίσουν την επιτυχία μιας επιχείρησης ικανής να τους εγγυηθεί τον έλεγχο των μετόπισθεν απαλλαγμένων απο τροτσκιστές και αναρχικούς. Η σοβιετική διοίκηση ήλπιζε πως αυτήν τη φορά οι Ισπανοί θα ήξεραν να παίξουν τον ρόλο τους». Σε τι αποσκοπούσε ο Τρότσκι; Η «αποστολή» του θύμιζε τις κατηγορίες εναντίον του Λένιν το ‘17: ο Λένιν είχε κατηγορηθεί ότι ήθελε να παραδώσει τη Ρωσία στα χέρια του Κάιζερ, όσο για τον Τρότσκι ήταν ηλίου φανεινότερο ότι ήθελε να προσφέρει τη Σοβιετική Ενωση στον Φύρερ... Βέβαια, με πολιτικά πεπραγμένα, με συκοφαντίες και αναδρομές μυθιστόρημα δεν γράφεται. Η αφήγηση έχει ανάγκη την άμεση ζωή, να παίρνει ανάσες απο τον παγιδευμένο χρόνο ενός προσώπου που, επειδή ακριβώς ήταν καταδικασμένο, πάσχιζε να περιφρουρήσει τη ζωή του και να περισώσει την οικογένειά του. Ο Παδούρα επ’ αυτού πέτυχε διάνα. Ο χρόνος του Τρότσκι τεμαχίζεται μαεστρικά. Τον παρακολουθούμε στην Πρίγκιπο όπου το θέαμα της Κωνσταντινούπολης τον αποσπά για λίγο από τις απειλές των διωκτών του, στη Γαλλία όπου οι άνθρωποι του Στάλιν δεν θ’ αργήσουν να τον καταστήσουν ανεπιθύμητο, στη Νορβηγία όπου ο πρωθυπουργός Κουίσλιγκ τον θέτει σε απομόνωση στο σπίτι του, και τέλος στο Μεξικό. Το χαρακτηριστικό είναι οτι ο Λιεφ Νταβίντοβιτς -ως πολιτικός με παγκόσμια φήμη- όφειλε σε κάθε εξορία του να υπογράφει βεβαίωση ότι δεν αποσκοπεί να εμπλακεί στην πολιτική κατάσταση της εκάστοτε χώρας. Το λογοτεχνικό τρικ του αφηγητή εν προκειμένω είναι ισχυρό: έχει έναν καταδικασμένο σε θάνατο, στον οποίο επιτρέπει ν’ απολαμβάνει οικογενειακές στιγμές, να ελπίζει, να διαβάζει και να γράφει ακαταπόνητα τα διάσημα κείμενά του - ένα από τα οποία ήταν, φυσικά, η βιογραφία του Στάλιν. Επίσης, να ερωτεύεται τη Φρίντα Κάλο... Το βιβλίο παίζει με τις δυο όψεις του αφηγηματικού νομίσματος: από τη μια ο Νταβίντοβις - από την άλλη ο δολοφόνος του Μερκαντέρ. Όσο κι αν γνωρίζουμε το τέλος, τα ενδιάμεσα περιστατικά που διαβάζουμε τα νιώθουμε ως δώρα προς έναν εκτελεσμένο που παραδόξως ζει ακόμα. Γι’ αυτό, άλλωστε, η περίπτωση του Μερκαντέρ λαμβάνει τέτοια διάσταση. Όταν, εν τέλει, ο Ραμόν φτάνει στη Μόσχα, η πρώτη σοβαρή κουβέντα που του απευθύνουν είναι μοιραία: «Φαντάζεσαι τι τιμή θ’ αποτελούσε να είσαι ο εκλεκτός που θα εξαφανίσει από προσώπου γης αυτό το προδοτικό κατακάθι, τον Τρότσκι; Ξέρεις οτι αυτός ο βρόμικος αρουραίος έχει ξεπουληθεί στους Γερμανούς και τους Γιαπωνέζους; Ότι έχει φτάσει σε σημείο να σχεδιάζει μαζικές δηλητηριάσεις Σοβιετικών εργατών για να σπείρει τον τρόμο στη χώρα;». Από ‘κει και πέρα αρχίζει η μεταμόρφωση του Ραμόν ή, πιο σωστά, η πλαστογράφηση της προσωπικότητάς του. Αλλάζει όνομα, από Ραμόν Μερκαντέρ ονομάζεται Στρατιώτης 13, Ρομάν Πάβλοβιτς, Ζακ Μορνάρ κ.λπ. Αλλάζει εθνικότητα - από Ισπανός γίνεται Βέλγος. Αλλάζει μητρική γλώσσα - απωθεί την ισπανική και υιοθετει τη γαλλική. Ασκείται στην απώθηση του αληθινού εαυτού του: δεν είναι αυτός που ήταν, αντίθετα είναι αυτός που του υπαγόρευσαν. Όλη του η ζωή ηταν προσχέδιο για να καταλήξει εκτελεστής του Τρότσκι. Οι εκπαιδευτές του τού εμφύτευσαν δανεικές αναμνήσεις, ιδέες που δεν ήξερε, τρόπους αντίδρασης σε συγκεκριμένες καταστάσεις, απαντήσεις στο καθετί. Από κει και πέρα ασκήθηκε στην αντοχή του δολοφόνου, στη χρήση των όπλων, στην πτώση με αλεξίπτωτο, στον αμοραλισμό που ιδιάζει στους ψυχρούς εκτελεστές. Άρα, ήταν έτοιμος για τον μεγάλο του άθλο. Ο αναγνώστης που τρώει σελίδες σαν άγρια κατσίκα μόνο και μόνο για να φτάσει επιτέλους στη δολοφονία πιστεύουμε ότι δυσανασχετεί λιγάκι με την άπειρη υπομονή του αφηγητή Ιβάν. Άλλωστε, από ένστικτο έχει υποψιαστεί ότι το βιβλίο έχει πολλαπλά διαζώματα και διάφορα μέρη που είναι δευτέρας διαλογής. «Ο θάνατος δεν βιαζόταν», διαβάζουμε στη σελίδα 562, ούτε βέβαια ο Παδούρα. Ο αναγνώστης, ωστόσο, βιάζεται για να βρεθεί στη σκηνή όπου ο άνθρωπος με τα πολλά ονόματα (και την αγάπη για τα σκυλιά) θα νιώσει ενώπιος ενωπίω με την ίδια την Ιστορία και τη μοίρα του. Εν τέλει, η τραγική σκηνή ανασκηνοθετείται στις σελίδες 576, 577, 578. Ο Ραμόν έχει δώσει ένα κείμενό του στον Τρότσκι για να το διορθώσει, αφού πρώτα κέρδισε την εμπιστοσύνη της οικογένειας και των φρουρών. Ο καταδικασμένος σε θάνατο γερο-Τρότσκι κάθεται στο γραφείο εκνευρισμένος για τα ορνιθοσκαλίσματα του κειμένου, ενώ ο Ραμόν τραβάει απο το πανωφόρι του την ορειβατική σκαπάνη: «Εκείνη τη στιγμή ο Ραμόν Μερκαντέρ αισθάνθηκε πως το θύμα του του είχε δώσει τη διαταγή. Ύψωσε το δεξί του μπράτσο, το έφερε μέχρι πίσω από το κεφάλι του, έσφιξε δυνατά την κομμένη λαβή κι έκλεισε τα μάτια. Δεν μπόρεσε να δει ότι την τελευταία στιγμή ο κατάδικος, με τα μουντζουρωμένα χαρτιά στο χέρι, έστρεφε το κεφάλι και είχε ακριβώς όσο χρόνο χρειαζόταν για να διακρίνει τον Ζακ Μορνάρ τη στιγμή που κατέβαζε με όλη του τη δύναμη τη σκαπάνη που αναζητούσε το κέντρο του κρανίου του. Η κραυγή τρόμου και πόνου ταρακούνησε τα θεμέλια του άχρηστου φρουρίου της λεωφόρου Βιένα». Ανεκδοτολογικά και μόνο μπορούμε να θυμισουμε τη διαφορά αντίδρασης έναντι του Στάλιν που επέδειξε ένα άλλο, εξίσου διάσημο, υποψήφιο θύμα. Το 1950, τρία χρόνια πριν από τον θάνατο του Στάλιν, ο Γιόσιπ Μπροζ, γνωστός ως Τίτο, έστειλε μια επιστολή στον Στάλιν όπου έγραφε τα εξής: «Στάλιν, πάψε να στέλνεις δολοφόνους για να με βγάλουν από τη μέση. Αν δεν σταματήσεις αυτή την ιστορία, θα στείλω εγώ προσωπικά έναν άνθρωπο στη Μόσχα και δεν θα χρειαστεί να στείλω άλλον.

Πέμπτη 13 Αυγούστου 2020

Να αντιμετωπίσουμε τον Λένιν… λενινιστικά



Δεν χρειάζονται δοξολογίες,αλλά ανάπτυξη της επαναστατικής θεωρίας
Bασίλης Μηνακάκης   https://prin.gr/
Είναι αναμφισβήτητα ο Λένιν μια εμβληματική μορφή του επαναστατικού κινήματος. Από μία άποψη, η εμβληματική του μορφή είναι, κυρίως, διότι συνδύασε τη θεωρία με την πράξη (τη νικηφόρα πράξη της Οκτωβριανής επανάστασης), καινοτομώντας και στο ένα όσο και στο άλλο πεδίο, πάνω απ’ όλα όμως στη σύνδεσή τους. Εμβληματική μορφή, ωστόσο, δεν σημαίνει μορφή που αγιοποιείται ή θεοποιείται, δεν επιδέχεται κριτικής αντιμετώπισης, απαλλάσσεται από τα χαρακτηριστικά του τέκνου της εποχής και του κινήματος που την ανέδειξε, από αντιφάσεις είτε αμφιλεγόμενες ή λανθασμένες θέσεις στο θεωρητικό έργο, την πολιτική και οργανωτική πρακτική που πρέπει να αντιμετωπίζεται ως το «τελευταίο» στάδιο της επαναστατικής θεωρίας, πέραν του οποίου ουδέν νέο μπορεί να λεχθεί.
Όποιος τον αντιμετωπίζει έτσι, θεωρώντας ότι οι παρακαταθήκες του αντιστοιχούν όχι σε σώμα ζωντανό και δοκιμαζόμενο στην εξέλιξη της ταξικής πάλης αλλά σε αρχές ανάλογες με τις δέκα εντολές που το μόνο που μπορούν να κάνουν οι «πιστοί» είναι να τις ασπάζονται τυφλά και μονολιθικά, βρίσκεται παρασάγγας μακριά από την ουσία της λενινιστικής συνεισφοράς. Για την ακρίβεια, ίσως να αντιμετωπιζόταν χλευαστικά από τον ίδιο τον Λένιν — κι ας τον εκθειάζει.
Το ίδιο ξένη προς την ουσία του λενινισμού είναι και η οπτική που αναδεικνύει τις εν λόγω αντιφάσεις και τις παλινωδίες για να αποκρύψει την επαναστατική ουσία της· εκείνη που τον αντιμετωπίζει επιλεκτικά ή τσιτατολογικά, εστιάζοντας σε τούτη ή την άλλη πλευρά και αποσιωπώντας άλλες (συνήθως με οργανωτικό και πολιτικό κριτήριο κι όχι αυστηρά θεωρητικό) που αντιπαραθέτει τον Λένιν στον Μαρξ, μέσα από μια διαστρεβλωμένη αντιμετώπιση και του ενός και του άλλου. 
Ίσως εδώ, όμως, βρίσκεται ένα από τα πλέον κρίσιμα σημεία για τον τρόπο με τον οποίο οι επαναστάτες του 21ου αιώνα οφείλουν να αντιμετωπίσουν τον Λένιν. Θα λέγαμε, λενινιστικά, δηλαδή διαλεκτικά, μαρξιστικά. Όπως ο ίδιος αντιμετώπισε τον Μαρξ — επίσης εμβληματική και, με μια έννοια, ιδρυτική μορφή του επαναστατικού ρεύματος. Στηρίχτηκε στους ακρογωνιαίους λίθους του έργου του Μαρξ. Όμως δεν αρκέστηκε στην απλή αναπαραγωγή τους, στον αναμηρυκασμό τους· αν έκανε μόνο αυτό, μάλλον σήμερα δεν θα τον μνημόνευε κανείς. Τουναντίον, έκανε κάτι διαφορετικό, κάτι που «προσκαλεί» τους επαναστάτες του σήμερα που τον τιμούν πραγματικά. Πάτησε γερά στα θεμέλια που δημιούργησε ο Μαρξ. Μάλιστα τα ισχυροποίησε, εμβαπτίζοντάς τα στα δεδομένα της εποχής του. Κυρίως, όμως, έχτισε πάνω σε αυτά, δημιούργησε, αναπτύσσοντας κι εμπλουτίζοντας το μαρξιστικό οικοδόμημα. Ενίοτε τροποποιώντας ή αναιρώντας κάποιες θέσεις-σχέδια του «αρχιτέκτονα» Μαρξ — όχι αυθαίρετα αλλά με βάση την πραγματικότητα και την εξέλιξη της ταξικής πάλης.
Στηρίχτηκε στους ακρογωνιαίους λίθους του έργου του Μαρξ. Όμως δεν αρκέστηκε στην απλή αναπαραγωγή τους, στον αναμηρυκασμό τους
Για παράδειγμα, ο Μαρξ στο Κεφάλαιο διέκρινε τις διάφορες περιόδους στην εξέλιξη του καπιταλισμού, εστιάζοντας στη σχέση εκμετάλλευσης, την απόσπαση υπεραξίας και την άμεση διαδικασία της παραγωγής — δηλαδή με όρους πιο θεωρητικούς. Ο Λένιν, λειτουργώντας με όρους κυρίως πολιτικούς, για να τεκμηριώσει την ανάγκη της επανάστασης έγραψε τον Ιμπεριαλισμό, ένα εκλαϊκευτικό έργο, όπως αναφέρει, δίνοντας βάρος στη συγκέντρωση του κεφαλαίου και τη δημιουργία του μονοπωλίου. Ο Μαρξ, εκκινώντας από μια αφετηρία που αντιμετώπιζε την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και την καπιταλιστική διεθνοποίηση ως αντικειμενικά προοδευτική διαδικασία που βοηθά την επαναστατική πάλη, μιλούσε για διεθνή επανάσταση. Ο Λένιν μίλησε για τη δυνατότητα της επανάστασης σε μία μόνο χώρα, υπογραμμίζοντας παράλληλα τόσο την τεράστια σημασία του εργατικού διεθνισμού όσο και το ότι η πορεία προς τον κομμουνισμό μπορεί να διασφαλιστεί μόνο αν η εργατική εξουσία επικρατήσει σε ικανό αριθμό χωρών διεθνώς.
Ο Μαρξ μίλησε για το «κόμμα με την ευρεία και ιστορική έννοια του όρου», περιλαμβάνοντας σε αυτό εκτός από το κομμουνιστικό κόμμα και αντικαπιταλιστικά-επαναστατικά μέτωπα και ανατρεπτικά κινηματικά ρεύματα και γράφοντας στο Μανιφέστο ότι μπορούν να υπάρξουν περισσότερα του ενός εργατικά κόμματα. Ο Λένιν αποστασιοποιήθηκε από αυτό το μοντέλο θεωρητικά και πρακτικά, υιοθετώντας μια ποικιλία απόψεων και πρακτικών, συχνά αντιφατικών και ενίοτε προβληματικών, που δέχτηκαν κριτική από επαναστάτες όπως η Λούξεμπουργκ και έγιναν ακόμη πιο προβληματικές, ή και εχθρικές στην επαναστατική υπόθεση, όταν μετατράπηκαν σε εργαλείο επιβολής μιας μονολιθικής σιγής νεκροταφείου. Μια μονολιθικότητα που ταιριάζει γάντι σε όσους έχουν πάρει διαζύγιο με την υπόθεση του κομμουνισμού — με την υπόθεση στην οποία αφιερώθηκε ολοκληρωτικά ο Λένιν.
Η τιμή, λοιπόν, στον Λένιν δεν ταυτίζεται με δοξολογίες και απολυτίκια, αλλά με τη δημιουργική ανάπτυξη της επαναστατικής θεωρίας και πράξης.

Πέμπτη 6 Αυγούστου 2020

Γιώργος Νικολαΐδης: «Η νόσος δεν έχει ποτέ ένα αίτιο»

Μια συζήτηση εφ’ όλης της ύλης, για την πανδημία, την ψυχική υγεία, το lockdown και τις συνέπειές του, ανάμεσα στον Γιώργο Νικολαΐδη, επικεφαλής της Διεύθυνσης Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού, και τον Γιώργο Καλαμπόκα.

Τη συνέντευξη απομαγνητοφώνησε και επιμελήθηκε ο Γιώργος Καλαμπόκας

Φωτογραφία της Αναστασίας Δεληγιάννη

Ο Γιώργος Νικολαΐδης είναι ψυχίατρος, επικεφαλής της Διεύθυνσης Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού , ενώ από το 2018 είναι Πρόεδρος της Επιτροπής Lanzarote του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των παιδιών από την σεξουαλική βία και εκμετάλλευση. Τις σπουδές του σε μεταπτυχιακό επίπεδο πάνω στη φιλοσοφία της ψυχικής διαταραχής και την ψυχανάλυση, ολοκλήρωσε με τη διδακτορική του διατριβή στις επιστήμες δημόσιας υγείας. Συγγραφέας του βιβλίου Ιστορία των επιστημών της δημόσιας υγείας (εκδόσεις Κοινός Τόπος Ψυχιατρικής, Νευροεπιστημών & Επιστημών του Ανθρώπου, 2008), έχει συμμετέχει σε πλήθος συλλογικών τόμων και επιστημονικών συνεδρίων, ενώ αρθρογραφεί συστηματικά στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο.

Κατά την περίοδο της πανδημίας και του εγκλεισμού επιχείρησε συστηματικά να διατυπώσει δημοσίως μια, διαφορετική από την κυρίαρχη, οπτική για την πανδημία ως κοινωνικό φαινόμενο και τις προτεραιότητες που θα έπρεπε να έχει η αντιμετώπισή της, ασκώντας έντονη κριτική στις κεντρικές της επιλογές. Με τις ανακοινώσεις για το πέρας της περιόδου εγκλεισμού, στο τέλος Μαΐου, τον προσκαλέσαμε σε μια συζήτηση εφ’ όλης της ύλης, για την πανδημία, την ψυχική υγεία, το lockdown και τις συνέπειές του, την επιστήμη και την αριστερά.

Γιατρός, ψυχίατρος, διδάκτωρ επιδημιολογίας, και ασφαλώς ενεργός πολιτικά στο υγειονομικό κίνημα και την αριστερά εδώ και χρόνια, θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται για ένα σύνολο ιδιοτήτων που βρίσκονται στον πυρήνα των ερωτημάτων και των διακυβευμάτων της τρέχουσας κρίσης. Ας ξεκινήσουμε από την ψυχική υγεία. Πώς εκτιμάς ότι επηρέασε τη γενική ψυχική υγεία του πληθυσμού η πανδημία και οι αποφάσεις διαχείρισής της; Έχουμε εμπειρικά στοιχεία για τη μέχρι τώρα εικόνα;

Αν δούμε τις πρόσφατες τοποθετήσεις και του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, ειδικά της Ευρώπης, και της Επιτρόπου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης, όπως και άλλων φορέων, φαίνεται ότι η περίοδος αυτή είναι πολύ κρίσιμη. Τόσο καθαυτή η επιδημία και η εμβίωση από μεγάλα κομμάτια πληθυσμού ενός φόβου απειλής ζωής, τα μέτρα για την αντιμετώπισή της, δηλαδή το lockdown και ο περιορισμός κατ’ οίκον, η διατάραξη της κανονικότητας των ζωών δισεκατομμυρίων ανθρώπων και η αναγκαστική διαβίωση σε τελείως πρωτόγνωρες συνθήκες, αλλά και η διαγραφόμενη σοβαρή οικονομική κρίση που θα ακολουθήσει τα μέτρα αυτά, φαίνεται ότι έχει πολύ σημαντικές επιπτώσεις στην ψυχική υγεία μεγάλου κομματιού του πληθυσμού των χωρών και του αναπτυσσόμενου, αλλά πολύ περισσότερο ίσως του αναπτυγμένου κόσμου. Μάλιστα, στην ανακοίνωση του ΠΟΥ της Ευρώπης αυτή την εβδομάδα, υπάρχει ο εύγλωττος τίτλος «μετά την υγειονομική έρχεται η κρίση της ψυχική υγείας».
Για το τι μορφή θα πάρει αυτό, μπορούμε να κάνουμε εύλογες εκτιμήσεις. Δημοσιεύονται τώρα οι πρώτες μελέτες, από την Κίνα μέχρι κάποιες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ιταλία και η Γαλλία, και περιμένουμε ότι στο αμέσως επόμενο διάστημα θα υπάρχουν πολύ περισσότερα εμπειρικά δεδομένα. Παρ’ όλα αυτά, με βάση αντίστοιχες συνθήκες όπου μια στρεσογόνος συνθήκη, εφαρμόστηκε μαζικά σε πληθυσμούς, μπορούμε να προβλέψουμε ότι αυτά που θα επακολουθήσουν είναι τα παρακάτω: πρώτον, αύξηση των αγχωδών και καταθλιπτικών διαταραχών -φοβίες, πανικοί, καταθλίψεις, διάφορων ειδών τέτοιου είδους καταστάσεις. Δεύτερον, το οποίο δυστυχώς σχετίζεται πολύ περισσότερο με την οικονομική κρίση που είναι απότοκος των μέτρων περιορισμού, αναμένεται αύξηση της βίας, ιδιαίτερα προς εαυτόν, των αυτοκτονιών δηλαδή, αλλά και των ανθρωποκτονιών. Ξέρουμε ότι περίπου 1% αύξηση της ανεργίας αντιστοιχεί σε 0,73% αύξηση των αυτοκτονιών, οπότε αντιστοίχως αναμένουμε ότι θα αυξηθούν και αυτές το επόμενο διάστημα. Τρίτον, η έκθεση σε ενδοοικογενειακή βία. Όσον αφορά τις γυναίκες, τον καιρό του lockdown αναφορές από πολλές χώρες στην Ευρώπη που είχαν γραμμές SOS δείχνουν μεγαλύτερο αριθμό αιτημάτων. Σε ό,τι αφορά τα παιδιά, επειδή αυτό το χρονικό διάστημα βρισκόντουσαν σε καθεστώς εικοσιτετράωρης επιτήρησης από τους πιθανότερους δράστες, που είναι συχνά οι ίδιοι οι φροντιστές τους, κατά πάσα πιθανότητα υπέστησαν πολλή περισσότερη ενδοοικογενειακή βία, αλλά δεν είχαν τρόπο να ζητήσουν βοήθεια. Οπότε σε πάρα πολλές χώρες υπάρχει πυρετώδης προετοιμασία για την περίοδο του ανοίγματος, όπου αναμένεται ότι θα βγουν πολύ περισσότερες αναφορές για την προηγούμενη περίοδο, αφού πια πηγαίνοντας το παιδί στο σχολείο θα έχει τη δυνατότητα να ζητήσει βοήθεια. Σε αυτές τουλάχιστον τις τρεις κατευθύνσεις λοιπόν περιμένουμε μαζική αύξηση: αγχώδεις και καταθλιπτικές διαταραχές, ανθρωποκτονία-αυτοκτονία και ενδοοικογενειακή βία. Και νομίζω ότι σε αυτά θα πρέπει να υπάρχει μια αντίστοιχη αναδιάταξη των μηχανισμών και των παροχών των κοινωνιών έτσι ώστε να μπορέσουν να κρατήσουν αυτό το κύμα που θα έρθει.
Εκτιμάς ότι η σταδιακή άρση των μέτρων θα βελτιώσει τη γενική ψυχική υγεία του πληθυσμού;
Σε αρκετές τέτοιες καταστάσεις ξέρουμε, χωρίς να υπάρχει σε αυτό μια ακρίβεια ντετερμινιστικού νόμου, ότι πολύ συχνά όσο διαρκεί ένας στρεσογόνος παράγοντας επιβιωτικού χαρακτήρα οι άνθρωποι επιστρατεύουν ό,τι ψυχικές δυνάμεις έχουν για να μπορέσουν να ανταποκριθούν στα προβλήματα επιβίωσης και μόλις αυτά φανεί ότι σταθεροποιούνται, τότε επιτρέπουν στον εαυτό τους να καταρρεύσει ψυχικά. Οπότε, με αυτή την έννοια, η αύξηση των κρουσμάτων και στους τρεις άξονες που είπα πριν αναμένεται ότι θα συνεχίσει όλο το επόμενο χρονικό διάστημα και δεν πρόκειται να σταματήσει επειδή θα αρθεί το lockdown. Η σταδιακή άρση των μέτρων δηλαδή δεν αναμένεται να βελτιώσει άμεσα τους δείκτες ψυχικής υγείας, με την έννοια ότι απλώς θα εκδηλωθούν αυτά που είχαν συσσωρευτεί το τελευταίο χρονικό διάστημα. Και αν σε αυτά προσθέσουμε την οικονομική κρίση που έρχεται και θα είναι επίσης στρεσογόνος παράγοντας, θα έχουμε για αρκετούς μήνες πολλαπλάσια κρούσματα.
Δηλαδή, η γενική ευφορία από την «ελευθερία» να μπορείς να βγαίνεις έξω, ή η άρση των χαρακτηριστικών που δημιουργούσαν αυτά τα φαινόμενα, η συνύπαρξη π.χ. με τον κακοποιητή σου στο ίδιο σπίτι, δεν θα μειώσει λίγο το στρες;
Αυτό μπορεί να κάνει διάφορα προβλήματα ορατά, αλλά δεν πρόκειται να ακυρώσει την αυξημένη συχνότητα αγχωδών διαταραχών ή αυτοκτονιών. Σε ό,τι αφορά την ενδοοικογενειακή βία, θα δώσει τη δυνατότητα καταγγελιών, αλλά δεν πρόκειται να κάνει τους ανθρώπους ξαφνικά να νιώσουν απελευθερωμένοι. Αντιθέτως, επειδή μόλις απελευθερώνονται από το lockdown έρχεται η οικονομική κρίση, η οποία για μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού θα έχει επίσης επιβιωτικού χαρακτήρα διάσταση, πάλι θα τεθεί ο πληθυσμός σε δοκιμασία από πλευράς ψυχικών αντοχών, πάλι θα επιστρατεύσει δυνάμεις, οπότε αυτό που προβλέπεται είναι ότι μπαίνουμε σε μια περίοδο που θα είναι σταθερά αυξημένες αυτού του είδους οι διαταραχές.
Υπάρχει επίσης ένα τελευταίο κομμάτι που πάντα θέλω να τονίζω. Ότι εκτός από την κλινική ψυχοπαθολογία, αυτά που ήδη είπαμε δηλαδή, υπάρχει και η γενικότερη ψυχική υγεία της κοινότητας που παίζεται αυτό το διάστημα, με την άρση των μέτρων. Φυσικά, αυτό θα αναδιαμορφωθεί αναλόγως και πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα: θα εξαρτηθεί από την ίδια την πανδημία, αν θα έχουμε ξανά lockdown, τώρα ή το φθινόπωρο, αν θα έχουμε νέα κύματα ή κάτι τέτοιο κ.ά. Έχει, όμως, μια σημασία η γενικότερη στάση των ανθρώπων, σε μαζικό επίπεδο, σε πληθυσμιακό επίπεδο· πώς μεταβολίζουν ψυχικά αυτή την εμπειρία, τι την κάνουν. Ένας τρόπος που κατά τη γνώμη μου θα είναι επίφοβος, είναι να μείνει αυτή η εμπειρία απειλής της ζωής ως μια παρακαταθήκη εν πολλοίς ανεξήγητη, χωρίς μια ερμηνεία. Αυτό θα κάνει αυτούς τους ανθρώπους να κουβαλάνε ψυχικά μια μόνιμη αίσθηση απειλής την οποία δεν θα μπορούν να προσεγγίσουν με ορθολογικά γνωστικά εργαλεία. Αυτό θα τους κάνει να παλινδρομήσουν σε πολύ πρώιμες αναπτυξιακές συμπεριφορές και συναισθήματα και αυτό με τη σειρά του θα παράξει και ψυχοπαθολογία άλλου τύπου. Δηλαδή, το να παλινδρομήσει μαζικά ένα κομμάτι κόσμου σε αυτό που λέμε εμείς οι ψυχίατροι «προ-οιδιπόδιες άμυνες του Εγώ», διατηρώντας μια εσωτερικευμένη αίσθηση διαρκούς απειλής για το Εγώ· αυτό θα το πληρώσουμε μεσοπρόθεσμα με την ανάπτυξη ψυχοπαθολογίας και κοινωνικής παθολογίας.

Ένα δεύτερο στοιχείο σε σχέση με αυτό είναι το πώς θα μπορέσουμε να κρατήσουμε στον ψυχισμό μας τη δυνατότητα να σχετιζόμαστε με τον Άλλο. Όλη αυτή η εμπειρία έβαλε σε κρίση και την σχέση μας με τον Άλλο, από την απλή χειραψία, με όλη αυτή την προβληματική της κοινωνικής αποστασιοποίησης, μέχρι το αν συγχρωτιζόμαστε σε πλατείες, αν φλερτάρουμε, αν διασκεδάζουμε. Το να προσχωρήσει ένα κομμάτι των κοινωνιών σε μια οπτική του Άλλου ως απειλής, δηλαδή να βλέπει τον Άλλο ως απειλή για τη ζωή του και όχι ως δυνητική πηγή ευχαρίστησης, με την ευρεία έννοια, να δουλεύουμε μαζί, να σαχλαμαρίζουμε μαζί, να φλερτάρουμε μαζί, να κάνουμε διάφορα πράγματα μαζί με άλλους ανθρώπους, αυτό επίσης μεσοπρόθεσμα θα είναι μια τρομακτική επιβάρυνση για την κοινωνία, θα παράξει και ψυχοπαθολογία, αλλά θα παράξει επίσης και κοινωνική παθολογία πάρα πολύ έκδηλη.
Σε ποιον βαθμό η επιβάρυνση της ψυχικής υγείας, πέρα από τα προσίδια προβλήματα που δημιουργεί, συμβάλλει αρνητικά στην ίδια την αντιμετώπιση της πανδημίας;
Αυτό πρέπει να το δούμε πάλι σε δύο διαστάσεις. Η μία είναι αμιγώς βιολογική. Ξέρουμε ότι η ανοσολογική απάντηση του ανθρώπου εξαρτάται από την ψυχική του κατάσταση. Υπάρχουν πολύ σοβαρές έρευνες που πια αρχίζουν να ανιχνεύουν το αποτύπωμα του άγχους και του στρες στον ανθρώπινο οργανισμό. Δεν είναι τυχαίο ότι ένα από τα πρώτα βιβλία που είχαν συζητήσει αυτό το θέμα, σε φαινομενολογικό βέβαια επίπεδο, πολύ εμπειρικό, συμπεριφοράς, είχε εκδοθεί από τέσσερις Έλληνες ψυχιάτρους τη δεκαετία του ’40 αμέσως μετά τη λήξη της Κατοχής και του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, με τον τίτλο Η ψυχοπαθολογία της πείνας του φόβου και του άγχους . Αλλά σήμερα ξέρουμε ότι η βιολογική απάντηση, π.χ. του έντονου άγχους, είναι παρόμοια με αυτή της έντονης πείνας στον οργανισμό. Οπότε είναι πλέον βέβαιο ότι, βιολογικά, ο πληθυσμός που φοβάται είναι και ο πιο ευάλωτος. Επίσης, ξέρουμε από μελέτες στη δημόσια υγεία και τα μεταδοτικά νοσήματα, ότι ο πληθυσμός που είναι πολύ αγχωμένος είναι πιο μεταδοτικός και ευεπίφορος να κολλήσει λοιμώδη νοσήματα. Οπότε, η πρόκληση πανικού σίγουρα μεγέθυνε τον αριθμό των κρουσμάτων και των θυμάτων.

Το δεύτερο κομμάτι στο οποίο πρέπει να σκεφτούμε είναι ότι μια κοινωνία η οποία έχει κυρίως τα χαρακτηριστικά που είπαμε προηγουμένως όσον αφορά την κοινωνική ψυχοπαθολογία, δηλαδή να εσωτερικεύει αυτή την πίεση παλινδρομώντας σε ανορθολογικές άμυνες του Εγώ και να θεωρεί τον Άλλο ως απειλή, είναι επιρρεπής να υιοθετήσει ή να αποδεχτεί, ως κοινωνία πια, μέτρα και πολιτικές που μάλλον θα κάνουν χειρότερα τα πράγματα. Αυτό φοβάμαι ότι έχει γίνει ήδη. Δηλαδή, η παλινδρόμηση σε αυτή την κατάσταση του ανορθολογικού φόβου και της πρόσληψης του Άλλου ως απειλής έχει κάνει κοινωνίες να αποδεχτούν μέτρα, ειδικά στην Ευρώπη, που δεν θα φανταζόμασταν ποτέ πως θα μπορούσαν να αποδεχτούν, ακόμα και λίγους μήνες πριν. Έγραφε κάποιος «ο παλιός ο κόσμος πια είναι ο κόσμος του Φλεβάρη». Στον παλιό εκείνο κόσμο του Φλεβάρη, λοιπόν, θα ήταν αδιανόητα διάφορα πράγματα που τώρα γίνονται αποδεκτά ή συζητιούνται στο έδαφος αυτής της εσωτερίκευσης της ανορθολογικής απειλής και της πρόσληψης του Άλλου ως απειλής. Αυτά τα μέτρα δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα βοηθήσουν τελικά την επιβίωση των κοινωνιών ή ότι θα μειώσουν τα κρούσματα ή τα θύματα. Παρατηρώ μάλιστα ότι ένα μεγάλο κομμάτι του διαλόγου γίνεται με τελείως ανορθολογικούς τρόπους.
Συχνά συζητάμε ότι σε μια περίοδο κρίσης, σε μια «κατάσταση εξαίρεσης» από την κανονικότητα, όπως αυτή που ζούμε, αυτό που προέχει είναι η άμεση αντιμετώπιση -η «θεραπεία»- του μείζονος παράγοντα της κρίσης. Η προτεραιότητά αυτής της επίλυσης κυριαρχεί έτσι έναντι όλων των άλλων παραμέτρων της κοινωνικής ζωής, ενδεχομένως δε και της ίδιας της υγείας, δημιουργώντας συνακόλουθα νέα μείζονα προβλήματα. Πώς αντιμετωπίζει η επιδημιολογία αυτή την αντιφατική κατάσταση που διαμορφώνεται από το κατεξοχήν πολυπαραγοντικό πρόβλημα που θέτει η πανδημία;
Στην επιδημιολογία που κάναμε στα χρόνια μου στο δεύτερο έτος της φοίτησης στην Ιατρικής (και στις Ιατρικές Σχολές συνήθως είναι ένα μάθημα που μαθαίνει κανείς νωρίς σχετικά στις σπουδές, ένα από τα πράγματα που μαθαίνουν σε όλο τον κόσμο οι γιατροί) είναι ότι η νόσος δεν έχει ποτέ ένα αίτιο, καμία νόσος δεν έχει ένα αίτιο . Ακόμα και στα νοσήματα που τα ξέρουμε πολύ καλά και είναι λοιμώδη, όπως η ευλογιά, και πάλι η αιτιολογία είναι πολυπαραγοντική, δηλαδή προϋποθέτει: πρώτον, έναν εξωτερικό λοιμώδη παράγοντα, δεύτερον, μια ανοσολογική επάρκεια ή ανεπάρκεια του επίνοσου ανθρώπου, τρίτον, μια κατάσταση στο περιβάλλον που ζει ο άνθρωπος για να μπορέσει να διευκολυνθεί η νόσηση του ατόμου από τον λοιμώδη παράγοντα, και τέταρτον μια σχέση ανάμεσα σε όλα αυτά, η οποία έχει μια αυτοτέλεια. Η αντίληψη ότι κάθε νόσος έχει ένα αίτιο, ότι έχει το μικρόβιο και τέλος, ανάγεται στην πιο μηχανιστική, εμπειρική, αντίληψη για τη νοσολογία, του 19ου αιώνα. Το πολυπαραγοντικό μοντέλο για την αιτιότητα έχει γίνει αποδεκτό ήδη από τις προπολεμικές δεκαετίες, πολύ δε περισσότερο μεταπολεμικά. Κανένα νόσημα δεν έχει μία και μόνο αιτία, απλώς επειδή συχνά, πρώτον, πολλές από τις συνθήκες είναι εντός αυτού που λέμε «κανονικές» συνθήκες», αυτό το ξεχνάμε. Δεύτερον και πολύ περισσότερο, επειδή οι γιατροί εκπαιδευόμαστε να κάνουμε ό,τι είναι να κάνουμε με αυτό που μπορούμε να κάνουμε, δηλαδή με τον λοιμώδη παράγοντα κυρίως, ή τον άλλο παράγοντα, που προκαλεί ένα μη μεταδοτικό νόσημα, γι’ αυτό «ξεχνάμε» όλα τα υπόλοιπα. Ξεχνάμε, δηλαδή την ομοιόσταση του ατόμου με τις συνθήκες του περιβάλλοντός του, την ομοιόσταση του ατόμου ώστε να συμβιώνει με τον λοιμώδη παράγοντα χωρίς να παράγονται συμπτώματα παθολογικά ή όχι, τη δυνατότητα του παθογόνου οργανισμού να συμβιώνει ή όχι μέσα σε συνθήκες περιβάλλοντος που επιτρέπουν αυτή την συμβίωση με άλλους οργανισμούς κ.λπ. Αυτά τα ξεχνάμε γιατί ως γιατρός καλείσαι συνήθως να κάνεις μια πολύ συγκεκριμένη δουλειά που είναι επικεντρωμένη στον συγκεκριμένο παράγοντα, που είναι ένας και μοναδικός. Δεν πιστεύει όμως κανένας ότι οι παράγοντες είναι τόσο απομονωμένοι.
Επίσης, ξέρουμε είναι ότι αυτά που μπορούμε να καταλάβουμε ως ιατρική για την περίπτωση ενός ατόμου που νοσεί από οτιδήποτε μεταδοτικό ή μη μεταδοτικό, από τον κορονοϊό ή κάποιο άλλο λοιμώδες νόσημα, από στεφανιαία νόσο, καρκίνο, είναι διαφορετικά, τουλάχιστον σε έναν βαθμό, από αυτά που καταλαβαίνουμε όταν μελετάμε τα ίδια νοσήματα σε κοινωνίες, πληθυσμούς. Δηλαδή, όταν μελετάς πώς απαντάει μια κοινωνία σε ένα καινούργιο λοιμώδες αίτιο, όπως ο κορονοϊός, το παιχνίδι παίζεται με διαφορετικούς όρους απ’ ότι όταν μελετάς έναν άνθρωπο που νοσεί. Γιατί μια κοινωνία έχει μια πολυπλοκότητα που την κάνει να απαντά διαφορετικά. Για παράδειγμα, ένα κομμάτι του πληθυσμού στα περισσότερο λοιμώδη νοσήματα και δη στους RNA ιούς -του αναπνευστικού- δεν θα έχει συμπτώματα ή δεν θα νοσήσει καν, για λόγους που άλλους τους έχουμε καταλάβει πλήρως, άλλους τους μελετάμε, άλλους πιθανώς δεν τους υποψιαζόμαστε καν. Το γεγονός ότι ο ένας μεταδίδει στον άλλον και κάποια στιγμή αυτού του είδους η μετάδοση φτάνει σε μια κορύφωση και μετά αρχίζει η πτώση, αυτό δεν ισχύει σε ατομικό επίπεδο: ένας άνθρωπος ή θα νοσήσει ή δεν θα νοσήσει, αυτά ισχύουν μόνο σε έναν πληθυσμό, σε μια κοινωνία. Τον πρώτο καιρό της καραντίνας, όταν η ενασχόληση όλου του κόσμου επικεντρώνονταν μονομερώς στα θέματα του ιού, διάφοροι που είχαν και όρεξη και γνώσεις μαθηματικών, έφτιαχναν κάτι απίθανα μοντέλα παίρνοντας π.χ. νούμερα κρουσμάτων, θανάτων κλπ. τριών εβδομάδων, τα οποία αν τα ακολουθούσαμε θα έπρεπε τώρα να μετράμε μερικές δεκάδες εκατομμύρια νεκρούς σε όλο τον κόσμο. Αυτό, όμως, που παίζεται εδώ δεν είναι απλά μια μαθηματική, γεωμετρική, εξίσωση· μια κοινωνία έχει ποικιλομορφία στην ανοσολογική απάντηση: ένα άτομο θα είναι πιο επίνοσο, ένα θα είναι λιγότερο, ένα θα μεταδώσει, θα έχει πολλές επαφές, ένα άλλο δεν θα μεταδώσει, κ.λπ. Δεν είναι ένα μαθηματικό μοντέλο που θα το τρέξεις και θα σου βγάλει το αποτέλεσμα, γι’ αυτό και όλα τα μαθηματικά μοντέλα μέχρι τώρα έχουν διαψευστεί από την εξέλιξη των πραγμάτων.
Αφού κάνουμε λόγο για την επιδημιολογία, πες μας λίγο πιο αναλυτικά ποια είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της ως επιστημονικού κλάδου και ποια η σχέση της με την στατιστική και την ιατρική; Εμπειρικά παρατηρούμε ότι υπάρχει πολύ συχνά μια απόκλιση «βλέμματος» ανάμεσα στους γιατρούς και τους επιδημιολόγους, και από την άλλη, το κομμάτι της στατιστικής, το οποίο είναι πολύ κρίσιμο για τους επιδημιολόγους είναι, όπως ήδη ανέφερες, πάντα επίφοβο.
Ένα φίλος που κάνουμε επιδημιολογική έρευνα στα θέματα που ασχολούμαι κι εγώ, έλεγε κάποτε ότι αν βασανίσεις τα νούμερα αρκετά θα ομολογήσουν οτιδήποτε. Η σύγχρονη ιατρική ας πούμε ότι αρχίζει χοντρικά κάποια στιγμή τον 17ο – 18ο αιώνα. Γύρω στον 19ο αιώνα και στο γύρισμα του 20ου, που ουσιαστικά μπαίνουν τα θεμέλια της σύγχρονης ιατρικής, ταυτόχρονα, το ίδιο χρονικό διάστημα μπαίνουν τα θεμέλια των επιστημών δημόσιας υγείας και δη της επιδημιολογίας, της προληπτικής ιατρικής, της ιατρικής της εργασίας, κλπ. Σε εκείνη την περίοδο των απαρχών, ενδεχομένως κάποιοι άνθρωποι, κορυφαίοι ερευνητές, συνεισέφεραν στην οικοδόμηση και των δύο· και της ατομικώς ασκούμενης κλινικής ιατρικής και των επιστημών δημόσιας υγείας, συμπεριλαμβανομένης της επιδημιολογίας. Ένα παράδειγμα είναι ο Ρούντολφ Βίρχοφ, πολύ μεγάλη μορφή, θεμελιωτής της παθολογικής ανατομίας, που ανακάλυψε ότι οι ιστοί αποτελούνται από κύτταρα και θεωρείται επίσης ο θεμελιωτής της δημόσιας υγείας ως επιστήμης, τουλάχιστον στον κεντροευρωπαϊκό χώρο. Έπειτα, ο Παστέρ, ο οποίος ανακάλυψε τα μικρόβια. Μια από τις σημαντικότερες ρήσεις του ήταν η εξής: «τα μικρόβια δεν είναι τίποτα, το πλαίσιο είναι το παν». Γιατί καταλάβαινε αυτό που λέγαμε πριν για το αιτιολογικό πρότυπο της νόσου: ότι ένα μικρόβιο από μόνο του δεν κάνει τίποτα, ένα μικρόβιο που έρχεται σε σχέση με έναν πληθυσμό που έχει αυτά κι αυτά τα χαρακτηριστικά, αυτές τις σχέσεις με το φυσικό – κοινωνικό περιβάλλον, και πώς αυτά δένουν, αυτό κάνει τη νόσο. Αυτού του είδους η ανάπτυξη κατά τον 20ο αιώνα, και στις μεταπολεμικές δεκαετίες, συνεχίστηκε σε μια σχέση κάπως επάλληλη, που είχε σημεία τομής, αλλά δεν έχει και συνολικά κοινή οπτική. Για παράδειγμα, ενώ ταυτοχρόνως οι επιστήμονες εντόπισαν διάφορα μικρόβια, όπως το δονάκιο της χολέρας και έβρισκαν σιγά-σιγά και διαφόρων ειδών θεραπείες για το πώς να αντιμετωπίσουν τη νόσο, αυτό που στην πραγματικότητα έκανε το άλμα στο προσδόκιμο επιβίωσης ήταν τα πορίσματα της πληθυσμιακής ιατρικής, των επιστημών της δημόσιας υγείας, όχι της ατομικής. Το ότι για παράδειγμα βγήκε η θεωρία του υδροφόρου ορίζοντα και κάναμε τα δίκτυα αποχέτευσης σε πιο χαμηλό επίπεδο απ’ ότι τα δίκτυα ύδρευσης, έτσι ώστε οι διαρροές των μεν να μην πέφτουν στα δε, πράγμα που είναι περισσότερο ζήτημα μηχανικής, παρά ιατρικής. Αυτό λοιπόν, που στην πραγματικότητα ήταν μια ανακάλυψη των επιστημών της δημόσιας υγείας, έκανε τεράστια διαφορά στη θνησιμότητα των αστικών κέντρων στην Ευρώπη και αλλαχού, όση δεν έκανε κανένα φάρμακο ως μεμονωμένο θεραπευτικό μέσο.
Ας πάμε στον σύγχρονο κόσμο. Είπα πριν ότι η ανεργία σχετίζεται με τις αυτοκτονίες. Πολύ περισσότερο σχετίζεται με τα καρδιαγγειακά νοσήματα. Όσο κι αν παρακολουθούμε τους θανάτους από κορονοϊό κάθε μέρα και έχουν φτιαχτεί διάφορα site , όπως του Πανεπιστημίου Τζων Χόπκινς, που μπαίνει εκατομμύρια κόσμος και κοιτάει, η θνησιμότητα από καρδιαγγειακά είναι χιλιόμετρα μακριά, σε κάθε περίπτωση. Η θνησιμότητα από κορονοϊό δεν πρόκειται να είναι στην πρώτη δεκάδα των αιτιών θανάτου του σύγχρονου κόσμου, έτσι κι αλλιώς. Βεβαίως, οι καρδιολόγοι καλά κάνουν και ψάχνουν καινούργια φάρμακα και θεραπείες, οι καρδιοχειρουργοί επεμβάσεις, και αυτά όντως σώζουν ζωές, παρόλα αυτά ξέρουμε ότι παράγοντες όπως η ανεργία και η κοινωνική ανισότητα διαμορφώνουν πολύ περισσότερο το ποιο ποσοστό μιας κοινωνίας θα πεθάνει από καρδιαγγειακά νοσήματα παρά η επάρκεια στεφανιαίων μονάδων ή αντιπηκτικών φαρμάκων. Το μεν το κάνει η μία επιστήμη, το δε το κάνει η άλλη. Υπάρχει μια συζήτηση που προσπαθεί κάπως να φέρει σε επικοινωνία αυτές τις γνωστικές περιοχές, αλλά εν πολλοίς στην ανάπτυξή τους καθεμία έχει την ατζέντα της.
Ας επανέλθουμε λίγο σε μερικά νήματα που αφήσαμε να εκκρεμούν στην αρχή. Στο Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού έχετε ασχοληθεί συστηματικά με την ανάπτυξη μηχανισμών καταγραφής, ελέγχου και αντιμετώπισης της παιδικής κακοποίησης. Μας είπες ήδη ότι εκτιμάς πως είχαμε σημαντική αύξηση των φαινομένων ενδοοικογενειακής βίας κατά των παιδιών την περίοδο του εγκλεισμού. Πώς εκτιμάς ότι επηρέασε πιο συνολικά την ψυχική υγεία των παιδιών η περίοδος αυτή και οι συναισθηματικές και ιδεολογικές συνέπειες που είχε η διαχείριση της πανδημίας στο οικογενειακό και το ευρύτερο περιβάλλον τους;
Σε αυτή την αύξηση των αγχωδών και συναισθηματικών διαταραχών, των ανθρωποκτονιών και των αυτοκτονιών που έλεγα νωρίτερα ότι αναμένουμε, τα παιδιά και οι έφηβοι κυρίως είναι από τους πιο ευαίσθητους δείκτες. Το είδαμε στην Ελλάδα και κατά την προηγούμενη οικονομική κρίση, δηλαδή τα χρόνια από το 2010 ως τώρα. Αυτοί που αφορούν τα παιδιά και κυρίως τους εφήβους, την παραβατικότητα των εφήβων, αυτοκτονίες και αυτοκτονικές συμπεριφορές, είναι από τους πρώτους δείκτες που αυξάνονται. Ωστόσο, οι έφηβοι έχουν και μηχανισμούς ώστε σιγά σιγά να προσαρμοστούν ακόμη και σε μια νέα πολύ πιο δυσχερή και επίφοβη γι’ αυτούς κατάσταση. Δηλαδή, αυτό που θα ανέμενε κανείς αν ήμασταν πιο αυστηροί στην πρόβλεψή μας, είναι αυτού του είδους οι δείκτες να πεταχτούν πάρα πολύ, πολύ γρήγορα, και σιγά σιγά να υποστρέψουν, να έρθουν σε μια κανονικότητα. Ενώ σε αυτούς των ενηλίκων θα έχουμε μια συνεχή και βαθμιαία αύξηση.
Τι μορφή παίρνει σε αυτή τη συνθήκη η ενδοοικογενειακή βία εναντίον των παιδιών; Η σεξουαλική βία αυξάνεται;
Αυτά που περιμένουμε ότι αυξάνονται σε περιόδους που μια κοινωνία έχει οικονομική και κοινωνική κρίση είναι κυρίως σωματική βία, η ψυχολογική βία και η παραμέληση. Η σεξουαλική βία συνήθως δεν εξαρτάται από κοινωνική παθολογία, είναι πιο ατομικό, ψυχολογικό θέμα. Ίσως το μόνο της κομμάτι που θα επηρεαστεί είναι αυτό της σεξουαλικής βίας κατά εφήβων, που είναι και αυτό που συνήθως λαμβάνει χώρα στην κοινότητα και όχι μέσα στο σπίτι. Η ενδοοικογενειακή σεξουαλική βία δεν αλλάζει σε ποσοστά, μένει πάνω κάτω η ίδια. Αυτό που ενδεχομένως θα κάνει την τωρινή κατάσταση λίγο διαφορετική είναι ότι κατά τον εγκλεισμό πολλά παιδιά κλείστηκαν μαζί με τους δράστες, που συνήθως είναι μέλη της οικογένειας, και αυτό ίσως σημάνει παραπάνω αναφορές ή αιτήματα βοήθειας στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα.
Άρα, συνολικά, είχαμε ήδη μια επιβαρυμένη κατάσταση σχετικά με την παιδική κακοποίηση, η οποία μέσα στη συνθήκη της πανδημίας και του εγκλεισμού θα δυσχερανθεί όσον αφορά τη σωματική βία και την παραμέληση, αλλά μάλλον όχι όσο όσον αφορά τη σεξουαλική βία, με την επιφύλαξη του εγκλεισμού των θυμάτων με τους δράστες στην περίοδο του lockdown.
Ας επιστρέψουμε στα της πανδημίας. Αν ισχύουν οι εκτεταμένες αναφορές που βλέπουν το φως της δημοσιότητας, ένα συγκλονιστικό ποσοστό ως και 50% των θυμάτων του κορονοϊού στη δυτική Ευρώπη ήταν άνθρωποι ηλικιωμένοι που διαβιούσαν σε γηροκομεία. Έχοντας, σε άλλες περιπτώσεις, διατυπώσει συστηματικό επιστημονικό λόγο υπέρ της ανάγκης αποασυλοποίησης ή αποϊδρυματοποίησης, και έχοντας επίσης καταγράψει τις επιφυλάξεις σου για το κατά πόσο τα οριζόντια μέτρα καθολικού περιορισμού μπορούν να αποτελούν μια κοινή συνταγή για κάθε χώρα και οποιαδήποτε στιγμή, εκτιμάς ότι το δεδομένο αυτό είναι ίσως το σημείο που αναδεικνύει πιο γλαφυρά από οποιοδήποτε άλλο μια αποτυχία της πολιτικής διαχείρισης της κρίσης; Τι εκτιμάς ότι θα έπρεπε να γίνει σε περιπτώσεις όπως της Γαλλίας, της Ισπανίας, της Σουηδίας, της Ιταλίας και ποια είναι η κατάσταση στη χώρα μας;
Καταρχάς να πούμε ότι μέχρι τώρα, από όσα ξέρουμε, οι θάνατοι στα γηροκομεία αποτελούν ένα τεράστιο κομμάτι της θνησιμότητας στον αναπτυγμένο κόσμο. Δηλαδή, η εικόνα των θυμάτων του κορονοϊού δεν θα ήταν η ίδια αν δεν είχαμε αυτή τη θανατηφόρα πανδημία των γηροκομείων. Αν διάλεγε κανένας πώς να ονοματίσει αυτή την επιδημία γρίπης του 2020, εγώ θα πρότεινα να την πούμε «πανδημία των γηροκομείων», γιατί πραγματικά εκεί είναι που πεθαίνει βασικά ο κόσμος. Απλώς, αυτό το καταλαβαίνουμε με λίγη χρονοκαθυστέρηση σε σχέση με άλλα χαρακτηριστικά, γιατί δεν υπάρχει η ίδια ενάργεια στον δημόσιο λόγο για τα προνοιακά θέματα, όπως για την υγεία. Στην Ευρώπη ξέρουμε ότι ένα ποσοστό από 30 ως 55% των θανάτων ήταν σε γηροκομεία, σε χώρες όπως η Ιταλία, η Ισπανία, η Γαλλία, το Βέλγιο, η Βρετανία, η Σουηδία, η Νορβηγία, ενδεχομένως και η Δανία, και πολλές άλλες. Επίσης, το ίδιο ξέρουμε για διάφορες πόλεις ή πολιτείες των Ηνωμένων Πολιτειών ή του Καναδά όπου τα αντίστοιχα ποσοστά κυμαίνονται από 40 έως 62%. Δηλαδή, σε όλο τον αναπτυγμένο κόσμο, ένα μεγάλο κομμάτι της θνησιμότητας είναι άνθρωποι σε γηροκομεία.
Δεύτερον, πέθαναν όλοι αυτοί οι άνθρωποι από κορονοϊό; Υπάρχει μεγάλη αμφιβολία για το αν αυτοί οι άνθρωποι πέθαναν, όπως λέει ο Ιωαννίδης, με ή από τον κορονοϊό. Η αλήθεια είναι ότι μπαίνοντας ο ιός σε ένα γηροκομείο ήταν θέμα χρόνου να κολλήσουν όλοι οι ένοικοι και το προσωπικό. Άρα, όλοι είναι επίνοσοι, και οι περισσότεροι από αυτούς είχαν προϋπάρχουσες ιατρικές καταστάσεις σοβαρές, δυνητικά θανατηφόρες -κάποιοι είχαν και δύο και τρεις σοβαρές υποκείμενες νόσους. Αν δει κανείς τα ποσοστά που τώρα δημοσιεύονται από την Ιταλία, τη Βρετανία και αλλού, φαίνεται ότι ένα μεγάλο κομμάτι από αυτούς τους ανθρώπους που έχασαν τη ζωή τους είχαν έτσι κι αλλιώς μεγάλη πιθανότητα να πεθάνουν από κάποιο από τα υποκείμενα νοσήματα. Δεν εννοώ ότι είναι λιγότερο τραγικός ο θάνατός τους, προς θεού! Αυτοί οι άνθρωποι κόλλησαν ο ένας από τον άλλον μέσα στα γηροκομεία. Οπότε δεν ξέρουμε σε τι ποσοστό ήταν ο ιός που τους σκότωσε ή ήταν το υποκείμενο νόσημα που απορρυθμίστηκε. Επιπλέον, ξέρουμε ότι σε κάποιες τουλάχιστον περιπτώσεις, όπως στην Ισπανία, το Βέλγιο, και τη Βρετανία, που έχουν επιβεβαιωθεί –ενώ και σε άλλες χώρες στις οποίες έχουν αρχίσει σοβαρές εισαγγελικές έρευνες, όπως στη Γαλλία, την Ιταλία και τη Σουηδία-, με το που άρχιζαν τα κρούσματα κορονοϊού, το προσωπικό παράταγε τους ηλικιωμένους κλειδωμένους μέσα και αρκετοί από αυτούς βρήκαν τραγικό θάνατο. Όλοι αυτοί πέθαναν βεβαίως με κορονοϊό γιατί κόλλησαν όλοι, αλλά, μολονότι καταγράφηκαν ως κρούσματα του κορονοϊού, ο θάνατός τους δεν οφειλόταν στον ιό καθαυτό, αλλά στο ότι αφέθηκαν χωρίς νερό, χωρίς τροφή και χωρίς τα φάρμακά τους που τα είχαν απολύτως ανάγκη. Πέθαναν δηλαδή γιατί δεν πήραν τα αντιαρρυθμικά τους, πέθαναν από αιμορραγία, πέθαναν από δίψα και από πείνα γιατί τους παράτησαν κλειδωμένους μέσα και βέβαια βρέθηκε να έχουν και τεστ θετικό για τον κορονοϊό, αλλά πολύ αμφιβάλλει κανείς αν τελικά πέθαναν από τον κορονοϊό ή από την ανθρώπινη αδιαφορία. Σε κάποιες άλλες περιπτώσεις, όπως στην Αγγλία ή στη Νέα Υόρκη, υπάρχει μια τεκμηριωμένα πολύ κακή διαχείριση των ηλικιωμένων που έπασχαν από κορονοϊό σε σχέση με τα νοσοκομεία. Δηλαδή, για να μην τους πάνε στα νοσοκομεία, είτε επειδή φοβόντουσαν οι ίδιοι οι ηλικιωμένοι είτε επειδή τα νοσοκομεία δεν ήθελαν να τους εκθέσουν στο να κολλήσουν βαριά, ξαναγυρνούσαν πίσω τους ηλικιωμένους που είχαν σχετικά ήπια συμπτώματα από κορονοϊό στα γηροκομεία. Όπως έχει ειπωθεί χαρακτηριστικά, το να βάλεις έναν ηπίως νοσούντα ηλικιωμένο μέσα σε ένα γηροκομείο, είναι σαν να πετάς αναμμένο δαδί μέσα σε μια πυριτιδαποθήκη: μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα όλοι είχαν νοσήσει και όποιος είχε μεγαλύτερη ευαλωτότητα προφανώς δεν τα κατάφερε να επιβιώσει. Επίσης πρέπει να τονισθεί ότι οι χώρες που ως μοντέλο διαχείρισης είχαν πολύ μεγαλύτερα σε μέγεθος γηροκομεία, είχαν πολύ μεγάλο αριθμό θανάτων από τον κορονοϊό σε αυτά. Εν μέρει, και δεν λέω αποκλειστικά, αυτό μπορεί να εξηγήσει τη διαφορά στη θνησιμότητα ανάμεσα στη Σουηδία και τη Νορβηγία, ας πούμε. Στη Νορβηγία έχουν πολύ μικρότερου μεγέθους μονάδες ευγηρίας σε σχέση με τη Σουηδία.
Αυτό κάνει τα αιτήματα της αποϊδρυματοποίησης πάρα πολύ επίκαιρα και πάρα πολύ ζωτικά για την επιβίωση των ηλικιωμένων ανθρώπων, αλλά και των χρονίως πασχόντων. Να μην το ξεχνάμε αυτό: εκτός από ανθρώπους ηλικιωμένους, υπάρχουν ιδρυματικές δομές και για χρονίως πάσχοντες που είναι ευάλωτες ομάδες, εφόσον έχουν υποκείμενα νοσήματα που σχετίζονται με τη καρδιοαναπνευστική λειτουργία ή με την ανοσολογική επάρκεια. Με αυτή την έννοια, ένα μέτρο που θα έπρεπε να λάβουν οι κυβερνήσεις πολύ πριν αρχίσουν να κλείνουν τα πάντα θα ήταν τουλάχιστον να κλείσουν τα πολύ μεγάλα, μαζικά, γηροκομεία και τα ιδρύματα χρονίως πασχόντων και ατόμων με αναπηρία.
Πώς θα μπορούσε όμως να γίνει αυτό;
Για τους ηλικιωμένους αλλά και για άλλες κατηγορίες φιλοξενούμενων σε ιδρύματα, αυτό θα μπορούσε να γίνει με προγράμματα κατεπείγουσας αναδοχής σε οικογένειες ώστε τουλάχιστον οι ηλικιωμένοι να έχουν ίδιες πιθανότητες με τους ηλικιωμένους που ζουν στην κοινότητα και παίρνουν τις προφυλάξεις που παίρνουν για να μην εκτεθούν. Αλλά το να έχουμε στην Ελλάδα δύο μήνες κλειστή την κοινωνία και να έχουμε στο Γηροκομείο Αθηνών 140 ηλικιωμένους όλους μαζί είναι αν μη τι άλλο ανορθολογική παραφροσύνη. Το ίδιο ισχύει και για άλλα γηροκομεία ανά τη χώρα, ή άλλες μονάδες χρονίως πασχόντων που πάλι είναι μεγάλου μεγέθους.
Ένα από τα βασικά προβλήματα στην Ελλάδα είναι ότι επειδή δεν υπάρχει μια τυπική, συμβατική ανάπτυξη του προνοιακού τομέα όπως στις χώρες της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης, τα πράγματα είναι πια χειρότερα στα θέματα αυτά. Τώρα πλέον η κατάσταση στην Ελλάδα είναι χειρότερη και από αρκετές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης οι οποίες εντωμεταξύ κάλυψαν κάπως το έδαφος. Εδώ, ειδικά στο κομμάτι των ηλικιωμένων, η παροχή κλειστής φιλοξενίας, δηλαδή τα γηροκομεία, είναι μια πανσπερμία άτυπων μορφών εμπορικών επιχειρήσεων του παλιού Υπουργείου Εμπορίου: γενικών κλινικών που πρακτικά λειτουργούν ως γηροκομεία, ψυχιατρικών κλινικών που λειτουργούν ως αποθήκες ανοϊκών ή χρονίως ψυχωτικών που πέρασαν κάποια ηλικία –τα είδαμε αυτά και με συγκεκριμένα παραδείγματα που είδαν το φως της δημοσιότητας-, θρησκευτικών ή μοναστηριακών δομών χωρίς κανένα χαρτί, καμιά επίσημη άδεια λειτουργίας ή μοντέλο, στα οποία επίσης φιλοξενούνται γέροντες σε μεγάλα νούμερα. Δεν υπάρχει κανένας έλεγχος, απολύτως. Δηλαδή, αντί το κράτος να πει ότι εκεί έχουμε υγειονομικές βόμβες και ότι παίρνει μια πρωτοβουλία για να τα διαλύσει, να τα μικρύνει σε μέγεθος, να διασπείρει τους ηλικιωμένους στην κοινότητα για να μπορούν να προστατευτούν, ώστε να μην έχουμε εκατόμβες αν τυχόν επεκταθεί η επιδημία μέσα σε αυτούς τους χώρους, αυτό που έκανε ήταν γενικές συστάσεις. Δεν γίνεται έτσι αυτή η δουλειά. Αυτό που πληρώνει ο προνοιακός τομέας στην Ελλάδα είναι ότι δεν υπάρχει δυστυχόμετρο· αν υπήρχε ένα μηχάνημα που μετράει τη δυστυχία και από πίσω μια πολυεθνική ιατρικού εξοπλισμού σίγουρα θα είχαμε και πρόνοια στην Ελλάδα, γιατί κάποιος πολιτικός θα την είχε φροντίσει για να κάνει μαζικές αγορές δυστυχομέτρων. Εδώ αγοράσαμε αναπνευστήρες. Καλά κάναμε, δεν λέω. Αλλά εκτός από τους αναπνευστήρες, ως προς τα γηροκομεία δεν κάναμε τίποτα. Τόσο στην Ελλάδα, όσο και σε όλη την Ευρώπη, ο προσανατολισμός των κυβερνήσεων ήταν η αγορά βαριάς ιατρικής τεχνολογίας και τίποτα άλλο. Θα έπρεπε να γίνουν κατεπείγοντα προγράμματα αποϊδρυματοποίησης ώστε να μικρύνουν οι συγκεντρώσεις ηλικιωμένων, να διασπαρούν στην κοινότητα, για να έχουν τουλάχιστον ίδιες πιθανότητες με τον πατέρα μας, τη μάνα μας, τον παππού μας, τη γιαγιά μας, που τους έχουμε σε ένα σπίτι, γιατί στο γηροκομείο είναι μια πολύ επικίνδυνη συνθήκη. Όπως επίσης και για να παρέχονται υπηρεσίας φροντίδας σε αυτούς τους ανθρώπους, ώστε αν τυχόν νοσήσουν να μην τους γυρίζουμε πάλι σε μαζικές συγκεντρώσεις ηλικιωμένων, γιατί αυτό είναι αυτοκτονικό.

Και να προσθέσω κάτι τελευταίο, μιας που το ανέφερες στην αρχική ερώτηση. Εγώ έχω όλες τις επιφυλάξεις για το αν το lockdown τελικά αποδίδει ή δεν αποδίδει και νομίζω ότι η πραγματικότητα επιβεβαιώνει τις επιφυλάξεις αυτές, αλλά για μια χώρα σαν την Ελλάδα που ξεκινάει με τόσες «τρύπες» στο σύστημα θα μπορούσα να συζητήσω να κλείσουμε λίγο για να κερδίσουμε κάποιο χρόνο, να φτιάξουμε πέντε πράγματα από τις «τρύπες» που έχουμε, ώστε να μπορέσουμε να ξανανοίξουμε και να περάσει αυτό από πάνω μας με τον μικρότερο δυνατό αριθμό θυμάτων. Όχι να κλείσουμε για να περάσει η επιδημία και να τη γλιτώσουμε, γιατί δεν βλέπω πώς μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο. Τώρα, η εμπειρία που είχαμε είναι ότι όπως ανορθολογικά κλείσαμε, έτσι ανορθολογικά ανοίξαμε. Το μόνο που έχει αλλάξει είναι ότι είναι πια καλοκαίρι και ελπίζουμε στον θεό του ελληνικού θέρους.
Ασφαλώς, δεν είναι μόνο οι ηλικιωμένοι συνάνθρωποί μας που «απορρίπτονται» από το ιδεολογικό πρότυπο εξατομικευμένης διαχείρισης της κρίσης του κορονοϊού. Δομές εγκλεισμού και αποκλεισμένες κοινωνικές ομάδες, παρότι συνιστούν διαφορετικές περιπτώσεις, ωστόσο αθροίζονται ως μάλλον αποσιωπημένες «εξαιρέσεις» του γενικού υποδείγματος: ψυχιατρεία, φυλακές, προσφυγικά – μεταναστευτικά στρατόπεδα, αλλά και κοινότητες όπως οι Ρομά, ή κοινωνικές ομάδες όπως οι άστεγοι και οι τοξικοεξαρτημένοι. Τι φροντίδας τυγχάνουν στη χώρα μας από το κράτος απέναντι στην πανδημία και σε ποιον βαθμό αυτό μπορεί να αναδειχθεί σε καθοριστικό παράγοντα αντιμετώπισής της το επόμενο διάστημα;
Όλες οι δομές μαζικής διαμονής ανθρώπων προφανώς θα πρέπει να αποσυμφορηθούν, να απομειωθούν, να τείνουν προς ένα οικογενειακό πρότυπο κανονικής διαβίωσης. Θα έπρεπε κατά τη γνώμη μου, ως εκ τούτου, σε όλες τις χώρες να υπάρχουν και μέτρα για την αποσυμφόρηση των φυλακών, ιδιαίτερα στους ηλικιωμένους κρατούμενους, γιατί οποιοσδήποτε είναι φυλακισμένος είναι καταδικασμένος να εκτίσει μια ποινή, δεν είναι καταδικασμένος σε θάνατο. Στην Ελλάδα οι μόνες αποφυλακίσεις που είδαμε σε αυτό το χρονικό διάστημα ήταν του Γιάννου Παπαντωνίου και του Σειραγάκη, του παιδόφιλου του Ρεθύμνου, ενώ στην Τουρκία ο Ερντογάν απέλυσε υπό όρους 90.000 κρατούμενους, εξαιρώντας δυστυχώς τους πολιτικούς κρατούμενους. Το λέω αυτό για να αποκτήσουμε ένα μέτρο της κατάστασης: είναι πολύ πίσω από τις απαιτήσεις. Το ίδιο και με τις προσφυγικές δομές στις οποίες δυστυχώς, εφαρμόστηκαν δύο μέτρα και δύο σταθμά σε σχέση με την υπόλοιπη κοινωνία. Το είδος του lockdown που εφαρμόστηκε στα στρατόπεδα των προσφύγων ήταν πολύ διαφορετικό από αυτό που εφαρμόστηκε στην υπόλοιπη κοινωνία. Εκεί ήταν «ζήστε – πεθάνετε μόνοι σας, έξω μη βγείτε». Και ο παραλογισμός, η παλινδρόμηση στον ανορθολογισμό, είναι ότι όταν έσκασαν τα κρούσματα κατηγόρησαν τους εγκλείστους μέσα ενώ ήταν προφανές ότι σε ένα περίκλειστο στρατόπεδο, κάποιος από τους εργαζόμενους που μπαινοβγαίνανε θα έφερε τον ιό. Δεν μπορεί μια ωραία πρωία να γεννήθηκε στο Κρανίδι ένας κορονοϊός.
Το ίδιο ισχύει και για όλες τις άλλες δομές, πλην όμως, σε αυτή την επιδημία, ήμασταν απλώς «τυχεροί», γιατί, αντίθετα με ό,τι έγραφαν μερικοί, αυτός ο ιός χτυπά -υπό την έννοια όχι της νόσησης, αλλά της βαρύτητας- σχεδόν αποκλειστικά ηλικιωμένους. Παντού πια, σε όλες τις χώρες όπου δημοσιεύονται και εμπλουτίζονται οι στατιστικές, πάνω από 70 – 80% των συνολικών θανάτων είναι ηλικιωμένοι. Φανταστείτε τι θα συνέβαινε αν αυτός ο ιός ήταν σαν τον Η1Ν1, που είχε λίγο πολύ ομότιμη θνησιμότητα στις διάφορες ηλικίες.
Τα στατιστικά των θυμάτων του κορονοϊού, π.χ. στις ΗΠΑ, μας δείχνουν ότι, αντίθετα με ό,τι ακούγαμε καθημερινά, δεν είμαστε όλοι ίσοι απέναντι στον ιό: σε κάποιες πόλεις το 70% των θυμάτων είναι μαύροι, παρότι μπορεί να συνιστούν μόνο το 30% του πληθυσμού τους. Στις δε υποβαθμισμένες, «μαύρες» συνοικίες της Νέας Υόρκης, όπως το Μπρονξ, έχουμε εκατόμβες θυμάτων. Τι θεσμικές και κοινωνικές μορφές παίρνει αυτός ο «εμπράγματος» ρατσισμός· ποιες οι αιτίες δηλαδή για αυτό το προδιαγεγραμμένο έγκλημα ενάντια στους πληθυσμούς αυτούς και τι μας δείχνουν όλα αυτά ως προς τη διαχείριση της πανδημίας;
Εδώ θα ξαναγυρίσουμε σε αυτό που λέγαμε για την επιδημιολογία και τις επιστήμες δημόσιας υγείας: όταν μελετάς έναν πληθυσμό τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά από ότι όταν μελετάς μόνο ένα άτομο, που πάσχει από μια νόσο. Ξέρουμε για παράδειγμα ότι για μια σειρά από νοσήματα, όπως τα καρδιαγγειακά και οι καρκίνοι, η κοινωνική ανισότητα στις αναπτυγμένες κοινωνίες είναι πιο σημαντικός προσδιοριστής από οποιονδήποτε άλλο παράγοντα που αφορά τον τρόπο ζωής (από το αν τρέχεις, αν καπνίζεις, αν είσαι παχύσαρκος, αν πίνεις κλπ.). Αν είσαι στα κατώτατα στρώματα της πυραμίδας της κοινωνικής ιεραρχίας της κοινωνίας σου, αυτό, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, αυξάνει τις πιθανότητές σου να πεθάνεις από καρδιά ή από καρκίνο. Λοιπόν, δεν μου έκανε εντύπωση όταν είδα τις στατιστικές για τους θανάτους στη Μεγάλη Βρετανία –είναι η πιο μεγάλη στατιστική σειρά που έχει δημοσιευτεί μέχρι τώρα, και βγήκε τον προηγούμενο μήνα, όπου αν ήσουν σε υποβαθμισμένη περιοχή της Αγγλίας, οι πιθανότητές σου να πεθάνεις και από κορονοϊό εκτοξεύονταν. Δεν χρειάζεται πάρα πολλή εμπειρία στη δημόσια υγεία για να ξέρει κανείς ότι οι πιο φτωχοί άνθρωποι, οι πιο αποστερημένοι πληθυσμοί έχουν μια σειρά από άλλα προβλήματα που μπορεί να περιλαμβάνουν σειρά παραμελημένων χρόνιων ιατρικών νοσημάτων, πράγμα που νομίζω έπαιξε σημαντικό ρόλο στις αντίστοιχες στατιστικές σειρές των ΗΠΑ. Το λέω αυτό γιατί είναι ένα αμιγώς αμερικανικό φαινόμενο, ότι 45 – 50 εκατομμύρια πληθυσμού δεν έχουν καμία πρόσβαση στην περίθαλψη. Είναι ανασφάλιστοι, οπότε και να έχουν διαβήτη, υπέρταση κλπ. δεν έχουν τρόπο να πάνε σε γιατρό να πάρουν φάρμακο, άρα έχουν παραμελημένες ιατρικές καταστάσεις. Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Το δεύτερο είναι η ανοσολογική επάρκεια. Ένας άνθρωπος πιο φτωχός, πιο ζορισμένος κοινωνικο-οικονομικά γενικά έχει πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες να νοσήσει βαριά ή να έχει και άλλα προβλήματα υγείας ή καταστάσεις που επιδρούν στην κατάσταση της υγείας του: όλα αυτά ταυτόχρονα θα επιβαρύνουν την όποια κατάληξη. Μ’ αυτή την έννοια, ναι, δεν είναι μια ταξικά ουδέτερη επιδημία . Και περιμένουμε να δούμε πώς θα εξελιχθεί και στον αναπτυσσόμενο κόσμο, γιατί τώρα έχουν αρχίσει τα πιο μεγάλα νούμερα σε εκείνες τις χώρες. Εκεί μπορεί να υπάρχει μια άλλη εικόνα. Μέχρι το τέλος του Μαΐου πάντως, μια από τις πιο εντυπωσιακές συσχετίσεις των θανάτων από τον κορονοϊό είναι αυτή της θνησιμότητας με το ΑΕΠ ανά κάτοικο των χωρών. Είναι μια σχεδόν ευθύγραμμη σχέση, δηλαδή η θνησιμότητα είναι μεγαλύτερη όσο πιο πλούσια γενικά είναι μια κοινωνία. Στην πιο πλούσια κοινωνία, όμως, δεν πεθαίνουν οι πιο πλούσιοι, πεθαίνουν οι πιο φτωχοί. Είναι μια νόσος των κατώτερων στρωμάτων των πλούσιων κοινωνιών. Μέχρι τώρα τουλάχιστον. Θα δούμε πώς θα εξελιχθεί το φαινόμενο και στον αναπτυσσόμενο κόσμο.
Κατά τη δεκαετία του 1960, στα ομότιτλα βιβλία του, ο Φουκώ, μελέτησε την ιστορία της τρέλας και τη γέννηση της κλινικής, καταλήγοντας να μιλήσει για μια αρχαιολογία του ιατρικού βλέμματος, και για την (ψυχ)-ιατρική εξουσία που είναι καταστατικά συνυφασμένη με την επιστημονική γνώση. Έχει σήμερα νόημα να μιλάμε με τέτοιους όρους ή η χρονική και κοινωνική απόσταση από αυτές τις αναλύσεις κάλυψε αυτό το κενό και «θεράπευσε» πιθανές υπερβολές μιας θεωρίας πολύ κριτικής προς τον επιστημονικό κανόνα; Κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να επιβεβαιώνει η τρέχουσα κρίση; Είναι ξεπερασμένο, με άλλα λόγια, να μιλάμε με τέτοιους όρους, να μπλέκουμε τον παράγοντα της εξουσίας με τη σύγχρονη επιστήμη και την ιατρική;
«Πάσα επιστήμη χωριζομένη αρετής, πανουργία, ου σοφία εστί», για να πάμε ακόμα πιο πίσω. Δεν υπάρχει ουδέτερη επιστήμη και δεν υπάρχει ουδέτερη επιστήμη ούτε ως προς την ουσία της, ούτε ως προς τις χρήσεις και τις λειτουργίες της. Τώρα, το ότι η ιατρική, και ακόμα περισσότερο οι επιστήμες της δημόσιας υγείας, είχε πάντα σχέσεις με εξουσιαστικά συστήματα όπως της πολιτικής διακυβέρνησης και της θρησκευτικής διακυβέρνησης, νομίζω ότι όχι μόνο δεν είναι παρωχημένο, αλλά επιβεβαιώνεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στην εμπειρία του 2020. Και για να μην λέμε μόνο για τον Φουκώ, θέλω να επισημάνω ως πιθανές πηγές για να κατανοήσουμε τι συμβαίνει και άλλες αντίστοιχες αναφορές των κλασικών. Για παράδειγμα σε μια υποσημείωση στους Διανοούμενους , ο Γκράμσι, γράφει για το πόσο συχνά, στις απαρχές του σύγχρονου κόσμου, οι λειτουργίες των θρησκευτικών ηγετών, των βασιλιάδων και των γιατρών, μπορεί να είχαν μια εναλλαξιμότητα, με βάση την οποία μπορεί να πίστευες ότι το να αγγίξεις την άκρη του χιτώνα ενός επισκόπου ή ενός βασιλιά είχε θεραπευτική δράση για εσένα. Θέλω επίσης να επισημάνω την επικαιρότητα του έργου του Ιβάν Ίλιτς σε αυτή τη συγκυρία. Όχι για να πούμε ότι όλη η ιατρική είναι για πέταμα ή ότι δεν σώζει ζωές, αλλά για να καταλαβαίνουμε ότι προφανώς έχει και εξουσιαστικές πλευρές. Για παράδειγμα, στην κλασική διαφοροποίηση εντός των πιο ριζοσπαστικών φωνών κριτικής της ιατρικής επιστήμης, η διαφορά των οπαδών του Ίλιτς από τους οπαδούς του Ναβάρο, της πιο συνεκτικής μαρξιστικής σχολής σκέψης στο πεδίο αυτό, δεν ήταν ότι ο Ναβάρο έλεγε ότι οτιδήποτε εφαρμόζει η ιατρική στον καπιταλισμό είναι πάντα αποτελεσματικό. Αυτή νομίζω είναι μια λάθος ανάγνωση που γίνεται από ένα κομμάτι ανθρώπων που ακόμα ομνύουν σε αυτό το έργο. Η ορθότερη, νομίζω, ανάγνωση είναι ότι ο καπιταλισμός μπορεί να πουλάει κάθε είδους επισφαλή προϊόντα στον χώρο της περίθαλψης, ακριβώς επειδή έχει και μερικά που λειτουργούν. Ούτε έπεται ότι η ατομικώς ασκούμενη ιατρική είναι πάντα εξουσιαστική ενώ η δημόσια υγεία είναι πάντα απελευθερωτική. Το πρώτο βιβλίο που εξεδόθη ποτέ για την προληπτική ιατρική, είχε τον εύγλωττο τίτλο Για μια πλήρη ιατρική αστυνομία . Η προβληματική των επιστημών της επιδημιολογίας, της προληπτικής ιατρικής, από τις απαρχές τους, είχε ένα κομμάτι κατασταλτικό, αστυνομοκρατικό. Υπήρχαν και αντίπαλα εγχειρήματα σε αυτή την οπτική και προφανώς αυτές οι αντιφάσεις κληρονομούνται μέχρι σήμερα.
Στο σήμερα τώρα πιστεύω ότι αυτό που γράφεται ότι η πολιτική δεν έχει θέση στη διαχείριση της πανδημίας είναι μια ανοησία. Πρώτον, αποδείχτηκε ότι η ιατρική μπορεί να μας κυβερνάει διά διαγγελμάτων, το ζήσαμε. Μας ανακοίνωναν κάποιοι τι θα γίνει για τις ζωές μας, χωρίς κανέναν αντιπροσωπευτικό θεσμό, χωρίς τίποτα από αυτά που ως κοινωνίες είχαμε θεσπίσει για να αποφασίζουμε συλλογικά για τη ζωή μας· χωρίς κανένα περιθώριο συζήτησης ή κριτικής. Και αυτό γινόταν τάχα γιατί οτιδήποτε εξαγγελλόταν δια διαταγμάτων ήταν, όπως ισχυρίζονταν οι διαχειριστές της εξουσίας, «επιστημονικά κατοχυρωμένο» με έναν τρόπο που ήταν απολύτως περίκλειστος και αδιαφανής. Δεύτερον, ας γυρίσουμε ένα βήμα πίσω, σε μια συζήτηση που έχει παραγίνει: ήταν γρίπη, δεν ήταν γρίπη, έχει θνησιμότητα σαν τη γρίπη; Ούτε στις χώρες που έκαναν αυστηρά lockdown, ούτε στις χώρες που τα άφησαν ελεύθερα, σαν τη Σουηδία, τη Λευκορωσία, ή σε αυτές που τα άφησαν σχετικά ελεύθερα σαν την Ιαπωνία, την Ταϊβάν, την Ολλανδία, δεν βλέπω να υπάρχει μια τέτοια θνησιμότητα π.χ. σαν κι αυτή των επιδημιών γρίπης του ’68 ή του ’57. Να θυμίσω ότι τα κρούσματα που υπολογίζονταν από αυτά τα δύο επιδημικά κύματα ήταν δύο με τέσσερα εκατομμύρια το ’68, και ένα με δύο εκατομμύρια το ’57. Γιατί τότε δεν μπήκε στη συζήτηση να κλείσουμε τα πάντα; Το ενδιαφέρον ερώτημα λοιπόν για εμένα είναι γιατί υπάρχει χώρος για το ερώτημα του lockdown. Γιατί για πρώτη φορά στην ιστορία συζητάμε την πιθανότητα να κλείσουμε τα πάντα. Αυτό είναι το αποτύπωμα της βιοπολιτικής εξουσίας, που θα έλεγε και ο μακαρίτης ο Φουκώ. Το ότι συζητάμε απέναντι σε αυτό το ενδεχόμενο ενώ μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες, ό,τι και να γινόταν αυτό δεν υπήρχε ως ερώτημα.
Δεν είναι μια αντικειμενικά θετική πρόοδος αυτή; Δεν μετράμε την ανθρώπινη ζωή ως μεγαλύτερης αξίας;
Θα μου επιτρέψεις να είμαι λίγο επιφυλακτικός σε αυτό. Θα ήθελα πάρα πολύ να το δω έτσι: ότι ξαφνικά η ανθρώπινη ζωή απέκτησε τόσο μεγάλη αξία. Προσωπικά δεν το πιστεύω, γιατί πιστεύω, αντιθέτως, ότι είναι η παλινδρόμηση στον ανορθολογισμό που μας κάνει να υιοθετούμε μέτρα όπως το lockdown, τα οποία αυξάνουν αντί να μειώνουν τους θανάτους. Στην Αγγλία, την Ιταλία και σε άλλες χώρες της Ευρώπης ήδη έχουν αρχίσει να δημοσιεύονται κάποιες εργασίες πάνω σε αυτό, στις οποίες φαίνεται ότι η excessive mortality , η επιπλέον αύξηση της θνησιμότητας των εβδομάδων 13 ως 15 του 2020, μάλλον δεν μπορεί να αποδοθεί στον κορονοϊό, ακόμα και με όλα τα τεχνάσματα της καταγραφής των θανάτων με κορονοϊό ως θανάτους από κορονοϊό. Μάλλον θα πρέπει να αποδοθεί σε άλλου τύπου παθολογία, η οποία κατέληξε εξαιτίας του πανικού και του lockdown. Αυτό είχε σχέση και με τα γηροκομεία, που λέγαμε προηγουμένως. Ότι δηλαδή ένα κομμάτι δεν πήγαινε ή ανέβαλε να πάει για να χρησιμοποιήσει υπηρεσίες περίθαλψης στα νοσοκομεία επειδή φοβόταν τον κορονοϊό ή επειδή οι τρέχουσες υπηρεσίες περίθαλψης είχαν μπει σε αναστολή. Το ίδιο έχει πια τεκμηριωθεί σε διάφορες χώρες και για τα εμφράγματα και τα εγκεφαλικά, για νοσολογικές οντότητες που έχουν μαζικούς θανάτους κάθε χρόνο. Νομίζω ότι επειδή πανικοβληθήκαμε, υιοθετήσαμε το lockdown και κάναμε χειρότερα τα πράγματα. Πέθανε κόσμος μαζικά, τζάμπα και βερεσέ. Και αυτές είναι επίσης ανθρώπινες ζωές που θα πρέπει κανείς να αναλογιστεί.
Νομίζω επίσης ότι αυτό που κατέστησε κάτι τέτοιο δυνατό, είναι η πολύ πιο ατομική πρόσληψη της ζωής και του κόσμου που έχει επικρατήσει. Δεν είναι η αξία της ανθρώπινης ζωής που μας κάνει να κλείνουμε τις κοινωνίες παρότι αυτό θα οδηγήσει περισσότερους ανθρώπους πιθανώς στον θάνατο· είναι αξία της δικής μας της ζωής και μόνο. Είναι ότι έχουμε μονομερώς εγκλωβιστεί σε μια πολύ ατομικιστική οπτική για τα πράγματα και τον κόσμο και αυτό μας κάνει πολύ ευεπίφορους στο να μας φοράνε κάθε είδους βιοπολιτικά μοντέλα κοινωνικής μηχανικής «για το καλό μας», γιατί αυτά μας προστατεύουν. Βεβαίως, υπάρχουν και οι εμφανείς ορθολογικές αντιφάσεις: γιατί μας κλείσανε και γιατί τώρα μας βγάζουν. Για το οποίο πραγματικά δεν έχω ακούσει ορθολογική εξήγηση. Ίσως ένα κομμάτι του κόσμου στη βάση αυτών και όσων θα επακολουθήσουν, μπορέσει να ξανασκεφτεί αν αυτό στο οποίο προσχώρησε, δηλαδή μια πανικόβλητη αμυντική λογική να κλειστεί κάπου, να εξαφανιστεί από τον κόσμο για να γλιτώσει, μπορεί να μας βγάλει τελικά κάπου ως κοινωνίες και ως άτομα. Αυτό το θεωρώ πιο ελπιδοφόρο.
Δεν εκτιμάς ότι είναι ορθολογική εξήγηση για το κλείσιμο η προσπάθεια «επιπέδωσης» της καμπύλης; Άλλωστε έχεις γράψει κι εσύ ότι υπό προϋποθέσεις όλα τα μέτρα είναι προς συζήτηση. Φαίνεται δηλαδή ότι η γενική στρατηγική της κυβέρνησης ήταν να κάνει το lockdown νωρίς, να γλιτώσει από το ενδεχόμενο να διασπαρεί πολύ στην κοινότητα ο ιός, να τον καθυστερήσει, να το πάει πιο πίσω, ελπίζοντας ότι θα μειώσει τη διάδοση και ότι δεν θα έχει δεύτερο κύμα, για να μπορέσει να ξαναξεκινήσει την οικονομική δραστηριότητα το καλοκαίρι. Αυτό δεν είναι μια ορθολογική διαχείριση;
Θα μπορούσα να συζητήσω να κλείσουμε ό,τι μπορούμε για να χτίσουμε μηχανισμούς, ώστε να μπορέσουμε να ξανανοίξουμε και να περάσει η επιδημία από πάνω μας· αυτό θα είχε μια λογική. Εδώ δεν έγινε κάτι τέτοιο όμως. Εδώ ακόμα και οι μονάδες του κορονοϊού διαλύθηκαν. Οι προσλήψεις στην περίθαλψη -τα γράφουν, άλλωστε, τα σωματεία των νοσοκομειακών γιατρών- ήταν αστείες. Ακόμη και οι αντιπολιτευόμενες φωνές του ΣΥΡΙΖΑ, στην πραγματικότητα, τι πρότειναν; Το πλάνο των 20.000 προσλήψεων του Ξανθού το 2019, το οποίο αφορούσε βάθος πενταετίας και ήταν ακριβώς το ίδιο με τον αναμενόμενο ρυθμό συνταξιοδοτήσεων, δηλαδή απλώς να μείνει το ΕΣΥ όπως είναι. Δηλαδή, κανένας δεν είπε ότι χρειαζόμαστε όντως μια γενναία πολιτική ενίσχυσης της περίθαλψης για να μπορεί να αντέχει ο κόσμος να υπάρχουν επιδημίες και να πηγαίνει να γιατρεύεται. Δεύτερο πράγμα, βεβαίως πρέπει να αυξηθούν τα κρεβάτια ΜΕΘ, γιατί η Ελλάδα ήταν από τη δεκαετία του ’90 από τις χειρότερες χώρες του ΟΟΣΑ στην αναλογία κρεβατιών ΜΕΘ προς πληθυσμό. Έγινε κάτι τέτοιο; Κάπου 200 κρεβάτια, 300 μετά βίας. Όμως οι ΜΕΘ δεν είναι τα κρεβάτια και οι αναπνευστήρες που αγοράσαμε, είναι πρωτίστως το εξειδικευμένο προσωπικό τους, που ελάχιστα αυξήθηκε. Τρίτον, πρωτοβάθμια περίθαλψη για να είναι ο κόσμος στα σπίτια του και να νοσεί ηπίως, αλλά με συνεχή ιατρική παρακολούθηση φτιάξαμε κατεπειγόντως; Όχι. Τέταρτον, μηχανισμός να έρχονται σπίτι να σου κάνουν τεστ για να μη διασπείρεις τον ιό πηγαίνοντας να σου πάρουν επίχρισμα ή αίμα, φτιάξαμε; Δεν φτιάξαμε. Λοιπόν, κλείσαμε για να κάνουμε ακριβώς τι;
Δεν πήγαμε όμως καλά, όπως λέει ο κόσμος; Ότι πήγαμε καλά γιατί είχαμε λίγους θανάτους; Δεν απέδωσαν τα μέτρα;
Η Λευκορωσία που είναι πάνω-κάτω στο ίδιο γεωγραφικό μήκος -γιατί η θνησιμότητα στην Ευρώπη είναι ανατολή–δύση, δεν είναι βορράς–νότος-, δεν έκλεισε καν το ποδοσφαιρικό πρωτάθλημα, έκανε και την παρέλαση της 9ης Μαΐου για την αντιφασιστική νίκη και έχει ελάχιστα μεγαλύτερο ποσοστό θνησιμότητας με την Ελλάδα. Εκεί γιατί δεν πεθαίνουν αθρόα και μαζικά; Δεν καταλαβαίνω όσους λένε ότι αυτό έγινε επειδή κλείσαμε. Γιατί στην Ιαπωνία δεν έχουμε εκατομμύρια θύματα; Να θυμηθούμε πως εκεί είχαν κρούσματα ήδη από τα μέσα του Γενάρη, πως είναι η χώρα με τον πιο γηρασμένο πληθυσμό στον κόσμο και πως έχει πόλεις-μεγαθήρια των δεκάδων εκατομμυρίων κατοίκων η καθεμιά. Διάβαζα μια κριτική σε ένα άρθρο που έγραψα το προηγούμενο διάστημα. Γράφουν π.χ. για θέμα του κλεισίματος των συνόρων, ότι φυσικά και εξαπλώθηκε σε δυο μήνες παντού σε όλον τον πλανήτη, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι τα σύνορα δεν πρέπει να είναι κλειστά. «Ουκ αν με πείσεις, κάν με πείσεις». Δεν καταλαβαίνω δηλαδή ποιο είναι το αντεπιχείρημα. Έγραφα, και μου ασκούσαν κριτική, για τη μελέτη της Οξφόρδης, της Γκούμπτα, που διόρθωνε τη μελέτη του Φέργκιουσον η οποία προέβλεπε μερικά εκατομμύρια θανάτων –έτσι κι αλλιώς ο Φέργκιουσον εδώ και είκοσι χρόνια κάθε τρεις και λίγο, προβλέπει εκατομμύρια θανάτους, δεν κάνει άλλη δουλειά: και στις τρελές αγελάδες, και στον Η1Ν1. Έλεγε λοιπόν η μελέτη ότι κάνουμε αυτές τις νέες παραδοχές –με δεδομένο δηλαδή ότι προφανώς οι αρχικές παραδοχές του Φέργκιουσον ήταν εσφαλμένες- και έβγαζε διάφορα σενάρια. Ένα από αυτά έδειχνε ότι για να έχουμε σημαντική μείωση της θνησιμότητας και άρα της ανάγκης για κρεβάτια ΜΕΘ έπρεπε, πρώτον, να κρατήσουμε το lockdown για τα 3/4 περίπου του 2020. Ποια κοινωνία αντέχει να είναι εννιά μήνες κλειστή; Θα πεθάνουμε από άλλα πράγματα αν το κάνουμε αυτό, και θα πεθάνουμε πολύ πιο μαζικά. Δεύτερον, η μελέτη αυτή έλεγε ότι ακόμα και τότε η «επιπεδωμένη» καμπύλη θα κατέληγε σε μια αναμενόμενη ανάγκη για κρεβάτια τέσσερις με πέντε φορές πάνω από τη δυνατότητα της Βρετανίας. Και πάλι οι σχολιαστές έλεγαν όχι, γιατί με βάση τις αρχικές της παραδοχές αν το αφήναμε ελεύθερο θα είχαμε 350.000 νεκρούς. Μα το θέμα δεν ήταν αυτό. Αυτή προσπαθούσε απλώς να δείξει ότι σε αυτά τα διαφορετικά σενάρια πρέπει να έχεις μια αναλογικότητα στο τι περιμένεις κάθε μέτρο να αποδώσει και αν μπορείς ως κοινωνία να το εξυπηρετήσεις. Τρίτον, για την αποτρεπτή θνησιμότητα, που μου έκαναν επίσης κριτική, φοβάμαι ότι δεν καταλαβαίνουν τι γράφω: ένας άνθρωπος 85 χρονών και να μπει στον αναπνευστήρα είναι πολύ μικρές οι πιθανότητες να βγει ή πολύ περισσότερο ακόμα και αν τα καταφέρει να βγει οι πιθανότητές του να επιβιώσει τους επόμενους μήνες είναι πολύ μικρές. Ό,τι μπορεί να κάνει η ιατρική επιστήμη πρέπει να το κάνει, αλλά αυτό είναι μια αλήθεια: η θεωρία του flatten the curve βγήκε από τον ΠΟΥ τον Γενάρη πριν καταλάβουν ότι η θνησιμότητα αυτής της επιδημίας είναι αποκλειστικά μεγάλης ηλικίας άνθρωποι με υποκείμενα ιατρικά προβλήματα. Αυτοί, και να έχεις διαθέσιμα κρεβάτια ΜΕΘ έχουν μικρές πιθανότητες να επιβιώσουν, παρότι θα γίνουν όλες οι προσπάθειες για να σωθούν. Άρα, όσο και να επιπεδωθεί η καμπύλη των κρουσμάτων (για να αποσυμφορηθεί η ζήτηση κρεβατιών ΜΕΘ) η θνησιμότητα σε βάθος χρόνου στο τέλος θα είναι πάνω-κάτω ίδια. Δεύτερο πράγμα που επίσης δεν γίνεται κατανοητό: εμβόλιο δεν πρόκειται να βγει μέσα στο 2020 και αν βγει τίποτα θα ήμουν πολύ επιφυλακτικός να το κάνω ο ίδιος. Ίσως ούτε και το 2021. Άρα να είμαστε κλειστοί μέχρι να βγει εμβόλιο δεν γίνεται. Η θνησιμότητα από εποχιακή γρίπη θεωρείται αποτρεπτή θνησιμότητα στους κάτω των 75 ετών, αποκλειστικά επειδή υπάρχει το εμβόλιο για την εποχιακή γρίπη (αν οι συγγραφείς της κριτικής στο άρθρο μου έμπαιναν στον κόπο να διαβάσουν τις παραπομπές προτού κριτικάρουν, θα το είχαν δει). Κι εδώ ας θυμηθούμε κάτι ακόμα: γιατί εξακολουθούν να πεθαίνουν μισό εκατομμύριο άνθρωποι από τη γρίπη παρότι υπάρχει εμβόλιο; Ακόμα και αν βρεθεί λοιπόν εμβόλιο για τον κορονοϊό, πάλι δεν θα υπάρχουν θάνατοι από τον κορονοϊό; Όπως 1,3 εκατομμύρια άνθρωποι πεθαίνουν από φυματίωση, ενώ το εμβόλιο υπάρχει εδώ και δεκαετίες. Δηλαδή αυτά τα περί lockdown μέχρι να βγει το εμβόλιο είναι απλουστεύσεις μιας υπόσχεσης ότι υπάρχουν κάποιοι μαγικοί τρόποι ώστε το κράτος να διασφαλίζει για πάντα την ατομικότητά μας και την επιβίωσή μας, οτιδήποτε κι αν συμβεί. Ένα από τα πιο εύστοχα πράγματα που διάβασα αυτό το διάστημα ήταν ότι το πολιτικό σύνθημα της διάσωσης κάθε ζωής ποτέ δεν είναι αθώο.
Όπως σε ακούω μου γεννιέται η απορία: κοινωνική αποστασιοποίηση θα έπρεπε να έχουμε; Δηλαδή, ακόμα κι αν δεν κάναμε lockdown, θα έπρεπε να δοθεί οδηγία στον κόσμο να είναι προσεκτικός;
Νομίζω ότι θα έπρεπε κυρίως να δοθεί για ανθρώπους που έχουν λόγους να φυλάγονται. Γιατί για τους υπόλοιπους, όντως, η αποστασιοποίηση δεν ξέρω τι σκοπιμότητα εξυπηρετεί. Στον βαθμό που δεν υπάρχει ορατό ούτε εμβόλιο, ούτε φάρμακο, στην πραγματικότητα όλες οι κοινωνίες, είτε το ομολογούν είτε όχι, πάνε προς την αναζήτηση μιας ή άλλης μορφής ανοσίας αγέλης. Το να εκτίθενται λοιπόν οι άνθρωποι που θα νοσήσουν αλλά δεν κινδυνεύουν να πεθάνουν, είναι θετικό πράγμα. Δηλαδή, πρέπει να κολλήσουν αυτοί που δεν φοβάσαι να πεθάνουν. Για να το περάσουν ώστε να έχουν αντισώματα ή άλλες μορφές κυτταρικής ανοσοποίησης, για να χτίζεις έτσι στην κοινωνία το τοίχος προστασίας για να σταματήσει η επιδημία. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος.
Ας έρθουμε λοιπόν στην περίφημη «ανοσία αγέλης». Στις παρεμβάσεις σου επιχείρησες να αποκαταστήσεις την έννοια, ως μια κατοχυρωμένη επιστημονική επιδημιολογική έννοια. Μπορεί όμως η ανοσία αγέλης να είναι καθαυτή μια «στρατηγική» που θα μπορούσαμε να ακολουθήσουμε χωρίς να έχουμε τεράστιες απώλειες σε ανθρώπινες ζωές; Σε τι θα διέφερε αυτό από ό,τι πρότεινε ο Τραμπ και η περίφημη «right to work» προσέγγιση;
Να αρχίσουμε λοιπόν από το γεγονός ότι η ανοσία αγέλης είναι μια επιστημονική έννοια, που διατυπώθηκε τη δεκαετία του ’30, και είναι μια δεδομένη επιστημονική έννοια. Μπορεί να κάνει κριτική κάποιος σε μια επιστημονική έννοια -οι έννοιες αυτές σε καμία περίπτωση δεν είναι θέσφατο- αλλά η ανοσία αγέλης δεν είναι μια επινόηση του Μπόρις Τζόνσον. Και δεύτερον να επαναλάβω, με δεδομένο ότι εμβόλιο ή τα φάρμακα, παρότι γίνονται προσπάθειες, δεν φαίνονται ούτε για το 2020, ενδεχομένως ούτε για το 2021, όλες οι κοινωνίες αυτό στο οποίο αποσκοπούν είναι στη μία ή άλλη μορφή ανοσίας αγέλης, γιατί απλώς δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Δηλαδή, μπορεί να λέμε ότι δεν μας αρέσει, αλλά είναι σαν να λέμε ότι δεν μας αρέσει που έχει ζέστη το καλοκαίρι. Δεδομένου τούτου είναι πιο προστατευτικό κοινωνικά να πεις «πάω όσο το δυνατόν γρηγορότερα προς τα εκεί». Και πώς θα πάω γρηγορότερα; Αν τα μέλη της κοινότητας τα οποία είναι επίνοσα, νοσήσουν, αλλά δεν κινδυνεύουν να πεθάνουν, εκτεθούν, κολλήσουν, κάνουν αντισώματα, ή κυτταρική ανοσία ή κάποιας μορφής ανοσοποίηση και προστεθούν στο τοίχος προστασίας για να προστατέψουν τους ευάλωτους και τους αδύνατους. Η δε απόπειρα που γίνεται από κάποιους να τσουβαλιάζεται στο στρατόπεδο του Τζόνσον ή του Τραμπ οποιοσδήποτε υποστηρίζει τα παραπάνω αυτονόητα, οποιοσδήποτε επισημαίνει τις πρόδηλες αντιφάσεις της πολιτικής του «τον Μάρτη lockdown, τον Μάιο έξοδος», στερείται κάθε σοβαρότητας. Αν εφαρμόσουμε μια τέτοια λογική σε άλλα πεδία θα καταλήξουμε σε τραγελαφικά συμπεράσματα όπως π.χ. ότι ο Ζαχαριάδης ήταν ίδιος με τον Μεταξά ή ότι ο Στάλιν ήταν αρχικώς ίδιος με τον Χίτλερ και μετά ίδιος με τον Τσώρτσιλ. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι οι σκληρότερες πολιτικές lockdown στον πλανήτη εφαρμόζονται από τους ακροδεξιούς προέδρους της Κολομβίας, Ντούκε, και των Φιλιππίνων, Ντουτέρτε.
Για να προχωρήσω και στο πιο πολιτικό κομμάτι, ένα κομμάτι του ριζοσπαστισμού και της αριστεράς, επικυρώνει μια ιδεολογική ηγεμονία του ακραίου κέντρου. Κατά τη γνώμη μου αυτού του είδους ο υπερπροστατευτικός λόγος του lockdown, που είναι τελείως κίβδηλος και χωρίς προοπτική, και ο οποίος στην Ευρώπη, αλλά και στις ΗΠΑ, κυρίως αναπαράχθηκε από το ακραίο κέντρο και συμπαρέσυρε ένα κομμάτι της αριστεράς, και της ριζοσπαστικής δυστυχώς συμπεριλαμβανόμενης, είναι τελείως αδιέξοδος και φαίνεται. Τώρα, γιατί κομμάτια που είχαν αριστερές περγαμηνές και παρακαταθήκη, παρασύρθηκαν και προσυπέγραψαν τελείως αυτή την ακροκεντρώα λογική του να κλειστούμε για πάντα, μπορώ να σκεφτώ διάφορες εξηγήσεις: η μία είναι φυσικά ότι ένα κομμάτι από το στελεχιακό δυναμικό αυτών των πολιτικών χώρων προέρχονται κυρίως από νέα μικροαστικά στρώματα των οποίων η δουλειά μπορεί πολύ πιο εύκολα να γίνει απ’ το σπίτι. Σε μεσαία και ανώτερα στρώματα μπορούν να γίνουν τέτοιου είδους μεταβολές. Η εργασία από το σπίτι όμως γίνεται ολοένα και λιγότερο εφικτή όσο περισσότερο πας προς τα κάτω στην οργάνωση της κοινωνικής ιεραρχίας. Για τα χαμηλότερα στρώματα λοιπόν είναι έτσι κι αλλιώς αδύνατη. Το δεύτερο είναι ότι οι γενιές κάτω των 70, αυτές που δεν είναι πραγματικά ευάλωτες δεν έχουν καθόλου εμπειρία διαβίωσης με καθημερινές απειλές ζωής στον αναπτυγμένο κόσμο. Κι αυτό ίσως ερμηνεύει τη διαφορά στάσης και συμπεριφοράς με τους ηλικιωμένους, που πραγματικά κινδυνεύουν αλλά τους βλέπεις ότι μια ρουτίνα ζωής τη διατηρούν. Για πρώτη φορά αυτός ο κόσμος βρέθηκε αντιμέτωπος με κάτι που δεν είχε ποτέ συναπαντήσει στη ζωή του, δεν το είχε διαχειριστεί. Οι μεγαλύτεροι άνθρωποι, ας πούμε από την ηλικία των γονιών μου και πάνω, έζησαν και πόλεμο και Κατοχή και Εμφύλιο και τα μετεμφυλιακά χρόνια, όπου οι κίνδυνοι για τη ζωή ήταν μέσα στο πρόγραμμα. Κάτι τέτοιο ήταν πρωτόγνωρο ως εμπειρία για τις επόμενες γενιές, και προφανώς τις έκανε να πανικοβληθούν και να προσχωρήσουν σε κάθε είδους σαθρά ιδεολογήματα. Και το τρίτο, βεβαίως, ειδικότερα για τους κόλπους της ριζοσπαστικής αριστεράς, υπήρχε την τελευταία τριακονταετία μια υποστολή της κριτικής στην επιστήμη, στον επιστημονισμό, την τεχνοκρατία. Αυτό συνδέεται με το γεγονός ότι τα τελευταία τριάντα χρόνια πολιτικά επικρατεί πλήρως ένα πολύ επιθετικό νεοφιλελεύθερο πρόταγμα από την πλευρά του αστισμού, με αποτέλεσμα οι δυνάμεις που αμύνονταν, περισσότερο να κάνουν αντινεοφιλελεύθερη πολιτική, παρά αντικαπιταλιστική. Έλειπε δηλαδή μια πολιτική πιο βαθιάς κριτικής στο σύστημα. Προϊόντος του χρόνου νομίζω ότι ένα κομμάτι του κόσμου έχει πάρει τους στόχους πάλης για την ουσία της πολιτικής, πράγμα που τον κάνει ευεπίφορο να τον αφομοιώσει ο Κουόμμο και ο Μακρόν. Αυτό νομίζω ότι επίσης έπαιξε έναν ρόλο σε αυτή τη συγκυρία, για το πόσο δημιουργήθηκε το ρεύμα των «μενοσπιτάκηδων» στον ριζοσπαστικό χώρο οι οποίοι σε κάποια στιγμή της πανδημίας είχαν περίπου κάνει «εχθρό του λαού» την νεολαία που διασκεδάζει στις πλατείες και τους γέρους που βολτάρουν στις παραλίες.
Όμως, υπάρχει και η αίσθηση ότι αναδύεται έτσι μια συλλογική προσπάθεια σαν κοινωνία να προστατέψουμε τους πιο αδύναμους, εξ ου και κοινωνική αποστασιοποίηση, και αυτό είναι ένα δομικά αριστερό στοιχείο. Αυτό το μοντέλο δεν σου λέει εσένα κάτι; Ως υπόδειγμα αριστερής πολιτικής θεωρείς ότι είναι εντελώς ηγεμονευόμενο;
Ναι, απολύτως. Και όσο περνάει ο καιρός και όσο οι κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις των μέτρων θα φαίνονται, τόσο οι λογικές αυτές θα συμπιέζονται ανάμεσα στην διατήρηση της συνοχής τους από τη μια, και τις δραματικά ταξικές επιπτώσεις των πολιτικών που θα στηρίζουν από την άλλη.
Αποκλιμακώνονται πλέον τα μέτρα, ο Μητσοτάκης ανακοίνωσε ότι στις 15 Ιουνίου ξεκινάει η τουριστική περίοδος, τελειώνει το «μένουμε σπίτι» και πάμε στο «μένουμε ασφαλείς». Παραμένουν μόνο τα οικονομικά μέτρα «στήριξης», που πρακτικά σημαίνουν μεγάλες μειώσεις εισοδήματος, ανεργία και εργασιακή ανασφάλεια. Όμως συνολικά ο τρόπος που γίνεται από την κυβέρνηση το άνοιγμα δεν έχει καμία συνέχεια με την προηγούμενη ρητορική της. Με δεδομένη τη θέση σου άρνησης του lockdown θα συμφωνούσε με το άνοιγμα ακόμα και με τον τρόπο που γίνεται; Δεν αναδεικνύει κάποια κενά, κάποια ερωτήματα; Δεν θα έπρεπε να γίνει με διαφορετικό τρόπο η αποκλιμάκωση;
Όπως είπα, θα μπορούσα να συζητήσω μια λογική lockdown «ορισμένου χρόνου» επειδή η Ελλάδα είναι γεμάτη «τρύπες»: τα γηροκομεία και ιδρύματα χρονίως πασχόντων είναι ένα χάος, στις ΜΕΘ είμαστε στον πάτο, πρωτοβάθμια δεν υπάρχει, μηχανισμοί επιδημιολογικής επιτήρησης δεν υφίστανται. Θα μπορούσα να συζητήσω μια λογική ότι κλείνουμε για δυο- τρεις μήνες, εκμεταλλευόμαστε και το καλοκαίρι μήπως μπορέσουν οι θερμοκρασίες και η ηλιοφάνεια να μειώσουν την επιδημική δραστηριότητα, ώστε να μπορέσουμε σε αυτούς τους συνολικά πέντε-έξι μήνες να φτιάξουμε πέντε πράγματα για να το περάσουμε. Εδώ όμως δεν βλέπω να υπάρχει καμία τέτοια συζήτηση. Υπάρχει προφανώς και ο ανορθολογισμός του γιατί κλείσαμε και γιατί ανοίγουμε, αλλά αυτό ας το αναρωτηθούν αυτοί που υποστήριξαν το να κλείσουμε χωρίς καμιά τέτοια προοπτική όπως αυτή που περιγράφω. Και δεύτερον, υπάρχει προφανώς, επειδή είναι άλλη ατζέντα, και η λογική της μη αναλογικότητας η οποία ορθώς επισημαίνεται. Ο Μπακογιάννης δεν κολλάει, η πιτσιρικαρία που φλερτάρει κολλάει· οι εκκλησίες δεν κολλάνε, οι διαδηλώσεις κολλάνε· το σινεμά κολλάει, το δελτίο του ΣΚΑΪ που βγαίνει όλο αυτό το διάστημα και για να βγει, όπως κάθε δελτίο θέλει τριάντα νοματαίους σε έναν κλειστό χώρο, δεν κολλάει· στις αεροπορικές εταιρείες δεν κολλάει στα δέκα εκατοστά, στις παραλίες χρειαζόμαστε δέκα χιλιόμετρα απόσταση ο ένας από τον άλλον. Προφανώς υπάρχει ένα θέμα αναλογικότητας στην εφαρμογή.
Ας επανέλθουμε για το τέλος στον Φουκώ. Αναρωτιόμουν: ο Φουκώ σημειώνει ότι η ιατρική εδραιώθηκε ως επιστήμη της ζωής μελετώντας τον θάνατο, όπως και ότι η τρέλα αποτέλεσε κατεξοχήν αντικείμενο μελέτης για την προσέγγιση του ανθρώπινου ψυχισμού. Και τα δύο διαμόρφωσαν τον κανόνα ανάμεσα σε τι ορίζεται ως «κανονικό» και τι ως «μη κανονικό», ως «παρέκκλιση», των οποίων την ιστορική διαμόρφωση και θεσμική συγκρότηση ο Φουκώ ανάγει σε κύριο θεωρητικό του αντικείμενο. Άλλωστε, και η θετική επιστημονική γνώση εν γένει πολλές φορές προχωρά μελετώντας κυρίως τα σημεία «ανωμαλίας», τις ακραίες περιπτώσεις, τις περιοχές που καταρρέουν οι εξισώσεις της κανονικότητας. Αν λοιπόν η σημερινή πρωτοφανής συγκυρία «εξαίρεσης» στην οποία μπήκε όλος ο πλανήτης είναι ενδεικτική για την εξαγωγή συμπερασμάτων για τον κοινωνικό κανόνα μας, ποια θα μπορούσαν να είναι τα κυριότερα από αυτά;

Δεν ξέρω τι ακριβώς μένει, θα δούμε. Προφανώς είναι πολύ επίφοβο το να εξάγει η Κίνα το βιοπολιτικό μοντέλο αυταρχικής εξουσίας της στην Ευρώπη. Και ξέρουμε ότι οι Ευρωπαίοι συχνά είναι τρισχειρότεροι στον τρόπο που τα εφαρμόζουν αυτά, ακόμα και από τις δεσποτικές παραδόσεις των χωρών της Άπω Ανατολής. Φοβάμαι ότι το επόμενο χρονικό διάστημα θα ζήσουμε και άλλα ανάλογα ή ακόμα πιο έντονα τέτοια φαινόμενα. Και το γεγονός ότι πέρασε αβρόχοις ποσί αυτού του είδους η κοινωνική μηχανική σε παγκόσμια κλίμακα προφανώς ανοίγει την όρεξη πολλών για πολλά περισσότερα παρακάτω. Ωστόσο νομίζω ότι έχουμε κάθε λόγο να εμπιστευόμαστε τις κοινωνίες, τους ανθρώπους, τα κινήματα ότι οι ανάγκες τους δεν είναι μόνο η γυμνή ζωή, γυμνή επιβίωση, και ότι θα συνεχίσουν να διεκδικούν το παραπάνω. Ότι δεν θα πηδήξουν από το γκρεμό χωρίς να ξέρουν το γιατί μόνο και μόνο από τον φόβο τους, και ότι θα συνεχίσουν να διεκδικούν τις ανάγκες τους. Η χειρότερη μεταπολεμική επιδημία γρίπης που ξέρουμε, και σίγουρα θα είναι μεγαλύτερη από τούτη εδώ, ήταν εκείνη του ’68, η οποία είχε απ’ ό,τι φαίνεται πενταπλάσια θύματα από τον κορονοϊό. Την ίδια χρονιά όμως είχαμε -σε όλο τον κόσμο, όχι μόνο τον Μάη στη Γαλλία- μεγάλες κινητοποιήσεις, οι οποίες δεν σταμάτησαν καν το ’68. Και όπως θυμόμαστε, ένα από τα αιτήματα των φοιτητών του γαλλικού Μάη ήταν οι κοινές φοιτητικές εστίες, όπου το αίτημα του συγχρωτισμού υποδήλωνε την ανάγκη μιας διαφορετικής ζωής. Η ιστορία δεν σταματάει, οι ανάγκες των ανθρώπων μπορούμε να έχουμε την αισιόδοξη εμπιστοσύνη ότι θα συνεχίσουν και θα επικρατήσουν αυτού του αυταρχικού μοντέλου θανατηφόρας επιβίωσης.