Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2024

Η νέα κοινή αγροτική πολιτική (ΚΑΠ) και "Πράσινη Συμφωνία" καταστρέφουν την μικρομεσαία αγροτιά .

 

Η Ευρωπαϊκή Ένωση και όλες οι έως τώρα κυβερνήσεις οδηγούν σε ξεκλήρισμα τη μικρή και μεσαία αγροτιά σε όφελος των νεοτσιφλικάδων επιχειρηματιών του αγροτικού τομέα. Με το «Μητρώο Αγροτών» διώχνουν από την γη τον εργαζόμενο που με τα λίγα στρέμματα προσπαθούσε να τα βγάλει πέρα.

Η νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) και η «Πράσινη Συμφωνία», στο όνομα δήθεν της προστασίας του περιβάλλοντος, ενισχύουν αποκλειστικά τους μεγαλοαγρότες και τις μεγάλες επιχειρήσεις, που τσεπώνουν το 80% των επιδοτήσεων.

Η ανατρεπτική Αριστερά παλεύει με συνέπεια για την κατάργηση του Μητρώου και την ανατροπή της ΚΑΠ της ΕΕ.Η εφαρμογή της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) της ΕΕ, από το 1981 μέχρι σήμερα, από όλες τις κυβερνήσεις ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ, είχε και έχει βαριές συνέπειες στους εργαζομένους του χωριού και της πόλης. Συγκεκριμένα:

  1. Τεράστια μείωση παραγωγής σε βασικά προϊόντα (καπνός, βαμβάκι, ζάχαρη, Κορινθιακή σταφίδα, σουλτανίνα, βιομηχανική ντομάτα, γάλα, κτηνοτροφία).

  2. Μετατροπή της χώρας από εξαγωγέα αγροτικών προϊόντων (πριν από την ένταξη στην ΕΟΚ, το 1981) σε εισαγωγέα! Με το αγροτικό εμπορικό έλλειμμα να φτάνει τα 3,5 – 4 δισεκ. ευρώ το χρόνο και να ξεπερνά το σύνολο των «αγροτικών» επιδοτήσεων της ΕΕ (2,5 δισεκ. ευρώ το χρόνο), που κατά 80% πηγαίνουν στις τσέπες των μεγαλοαγροτών και των βιομηχάνων τροφίμων, σε βάρος των φτωχών αγροτών.

  3. Μαζικό ξεκλήρισμα της φτωχής αγροτιάς (ξεκληρίστηκαν πάνω από 300.000 φτωχοί αγρότες, μείωση αγροτικού πληθυσμού από 25% στο 10% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού) και διόγκωση της ανεργίας.

  4. Συγκέντρωση του 50% της αγροτικής γης και του 60% της παραγωγής σε μια μικρή μειοψηφία μεγαλοαγροτών (6% του συνόλου) μέσω αγοράς και ενοικίασης γης.

  5. Πλήρης κατάργηση των υπολειμμάτων του «αγροτικού κράτους πρόνοιας»: Κατάργηση της Αγροτικής Τράπεζας Ελλάδας και των θυγατρικών της βιομηχανιών. Υπονόμευση των Συνεταιρισμών μέσω των «Ομάδων Παραγωγών» και μετατροπή τους σε Α.Ε. μεγαλοαγροτών. Απογείωση του κόστους παραγωγής και εξευτελιστικές αγροτικές τιμές, με διαδοχική κατάργηση των τιμών «Αθηνών» και «Βρυξελλών» και πλήρη παράδοση της φτωχής αγροτιάς στις ληστρικές «δυνάμεις της αγοράς»!

  6. Καπιταλιστική αναδιάρθρωση στον αγροτικό τομέα με πολλά και συντονισμένα εργαλεία: «Καλλικρατικοί» Συνεταιρισμοί και Αγροτικοί Σύλλογοι, «Συμβολαιακή Γεωργία», Ομάδες Παραγωγών, Διεπαγγελματικές Οργανώσεις, Αγροτοδιατροφικές Συμπράξεις στις Περιφέρειες.

«Μητρώο αγροτών και αγροτικών εκμεταλλεύσεων»

Βασικό εργαλείο επιτάχυνσης της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης στον αγροτικό τομέα και οικοδόμησης νέων κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών του κεφαλαίου, αποτελεί το Μητρώο Αγροτών και Αγροτικών Εκμεταλλεύσεων (Βασικός Κανονισμός ΕΟΚ, αριθ. 2328/15-7-1991 και Νόμος 2332/1995).

Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, εφαρμόζοντας πιστά την ΚΑΠ της ΕΕ και ικανοποιώντας το διαχρονικό – διακομματικό αίτημα των μεγαλοαγροτών, προχώρησε το Φλεβάρη του 2016 (εν μέσω κινητοποιήσεων) σε χειροτέρευση της τελευταίας εκδοχής του Νόμου για το «Μητρώο Αγροτών» (Ν. 3874/2010). Αυτό έγινε με το άρθρο 65 του πολυνομοσχεδίου του τρίτου Μνημονίου. Στόχος της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, (όπως δήλωσε ωμά ο τότε υπουργός Γεωργίας Β. Αποστόλου στη βουλή), να περιοριστούν δραστικά οι αγρότες που παίρνουν κάποια επιδότηση από την ΕΕ, από 725.000 που ήταν το 2015, μόνο σε 275.000 «κατά κύριο επάγγελμα αγρότες». Να ξεκληριστούν δηλαδή και με νομοθετικό – διοικητικό τρόπο 450.000 εργατοαγρότες, αγροτοεργάτες, όλη η φτωχολογιά του χωριού. Όλοι εκείνοι, που για να επιβιώσουν, συμπληρώνουν το φτωχό αγροτικό τους εισόδημα με εργατική απασχόληση (πχ. στον τουρισμό, στις οικοδομές κ.α.). Όλοι αυτοί δεν θεωρούνται πλέον αγρότες κατά το «Μητρώο Αγροτών». Αποκλείονται από όλες τις επιδοτήσεις και ενισχύσεις του κράτους και της ΕΕ, από αποζημιώσεις του ΕΛΓΑ, από άδειες για λαϊκή αγορά, αγροτικό αυτοκίνητο κ.α. Στις συνθήκες αυτές προκαλεί αλγεινή εντύπωση, η διαχρονική αποσιώπηση και απουσία του αιτήματος για κατάργηση του «Μητρώου Αγροτών» από τις διεκδικήσεις της «Πανελλαδικής Επιτροπής των Μπλόκων» αλλά και του ΚΚΕ. Έτσι στις αγροτικές κινητοποιήσεις δυστυχώς ηγεμονεύουν τα συμφέροντα των μεγαλοαγροτών που θέλουν να αρπάξουν το σύνολο των επιδοτήσεων!

Η κοινή και συντονισμένη πάλη φτωχής αγροτιάς – εργατών γης (μεταναστών και Ελλήνων) – εργαζομένων – νεολαίας, για την άμεση κατάργηση του «Μητρώου Αγροτών και Αγροτικών Εκμεταλλεύσεων» και την ανατροπή της ΚΑΠ της ΕΕ, αποτελεί βασική προϋπόθεση για την επιβίωση της φτωχής αγροτιάς και την ικανοποίηση των δίκαιων αιτημάτων της (μείωση κόστους παραγωγής, εγγυημένες τιμές προϊόντων, ενίσχυση πρωτοβάθμιων Συνεταιρισμών, ανθρώπινες συντάξεις κ.α.). Είναι επιπλέον κομβικό ζήτημα για την οικοδόμηση αξιόπιστων και στέρεων κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών της εργατικής τάξης και της μαχόμενης αριστεράς, για την ύπαρξη της και την πολιτική προοπτική της.

Η πάλη του μαζικού λαϊκού κινήματος και της ανατρεπτικής Αριστεράς για την άμεση αντικαπιταλιστική – διεθνιστική αποδέσμευση (έξοδο) από την ΕΕ, αποτελεί προϋπόθεση για την εργατική λαϊκή αντεπίθεση και την ανατροπή της βάρβαρης πολιτικής κυβέρνησης – ΕΕ – ΔΝΤ – κεφαλαίου. για τη λαϊκή κυριαρχία και την ισοτιμία στις διεθνείς σχέσεις. Για να ανοίξει ο επαναστατικός δρόμος για μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση και καταπίεση, στα χέρια των παραγωγών του πλούτου, σοσιαλιστική και σύγχρονα κομμουνιστική. Με αγροτική παραγωγή και προϊόντα για τις ανάγκες του λαού και όχι του κέρδους, σε πλήρη αρμονία με τη φύση.


Σάββατο 17 Φεβρουαρίου 2024

Η Αριστερά απέναντι στα ιδιωτικά Πανεπιστήμια

Δεν βόσκει κανείς ατιμώρητος στα λιβάδια της αστικής τάξης, δεν σπουδάζει ατιμώρητος στα πανεπιστήμιά της, δεν διαβάζει ατιμώρητος τα βιβλία της, δεν χρησιμοποιεί ατιμώρητος τις επιστήμες της… σχεδόν ανεπαίσθητα, καταπίνει το δηλητήριό της, παραλύει…”

Karin Struck, Ταξική Αγάπη  (Το απόσπασμα αυτό από το μυθιστόρημα της Κάριν Στρουκ, παρατίθεται ως κατακλείδα σε ομιλία του Ν. Πουλατζά με θέμα «Παιδεία και κοινωνικό περιβάλλον», που δόθηκε το Μάιο του 1975 στο ΕΜΠ. https://tvxs.gr/life-plus/paideia/paideia-kai-koinoniko-periballon-toy-n-poylantza-omilia-toy-prin-40-xronia/)


«Η βία της άκρας αριστεράς στα Πανεπιστήμια δεν είναι νορμάλ, είναι μια ζοφερή πραγματικότητα, κι ένας ακόμα από τους λόγους που η ανάγκη ίδρυσης μη κρατικών πανεπιστημίων είναι ακόμα πιο επιτακτική. Για να απαλλαγούμε από όλες αυτές τις νοοτροπίες. Με το νόμο αυτό, κάπου τελειώνει το τελευταίο άπαρτο κάστρο της άκρας αριστεράς στην Ελλάδα. Δεν τους έχει μείνει άλλο». (Α. Γεωργιάδης, συνέντευξη στον Status FM, 26/1/24) (2)

Το ενδιαφέρον του συγκεκριμένου αποσπάσματος της συνέντευξης αυτής του Α.Γ. έγκειται στο γεγονός ότι ο αντιπρόεδρος του κυβερνώντος κόμματος, με τη γνωστή έπαρση και το στυλ «να τα πούμε έξω από τα δόντια» που τον διακρίνει, εκστόμισε κάποιες αλήθειες, τις οποίες βεβαίως φρόντισε να τις διαστρέψει έτσι ώστε να είναι συμβατές με τις σκουριασμένες εμφυλιοπολεμικές ιδέες του. Ακόμα όμως κι έτσι, οι θέσεις αυτές αποκαλύπτουν κάποιες σχετικά άγνωστες αλλά και κρίσιμες πλευρές της αντιπαράθεσης σε σχέση με τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια, και ως τέτοιες έδωσαν την αφορμή για τη γραφή αυτού του άρθρου. 

Αυτό που ομολογεί εμμέσως εδώ ο Α. Γ. χωρίς να το παραδέχεται ευθέως, είναι ότι ακόμα και σήμερα, σαράντα χρόνια μετά την αρχική εισαγωγή των ιδεών του νεοφιλελευθερισμού στην ελληνική πολιτική ζωή, προς τα τέλη της πρώτης κυβερνητικής θητείας του ΠΑΣΟΚ, και τη σταδιακή εμπέδωσή τους στο σώμα του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, και τη διάχυσή τους σε όλο το εύρος του πολιτικού φάσματος, μέχρι τη σημερινή απόλυτη κυριαρχία μιας ακραιφνώς νεοφιλελεύθερης ΝΔ, τα ελληνικά πανεπιστήμια απέχουν πολύ από το να συγχρονίζονται με τη γενική εικόνα. 

Πιστεύω ότι αυτό που εξοργίζει τον Α.Γ. δεν είναι κάποια μεμονωμένα περιστατικά βίας που μπορούμε να εντοπίσουμε στους πανεπιστημιακούς χώρους, προερχόμενα από αντιεξουσιαστικές ή άλλες ομάδες, και που σχεδόν πάντα έχουν χαρακτήρα απάντησης σε αυταρχικές κυβερνητικές ή πρυτανικές πρακτικές. Αυτό που τον εξοργίζει είναι μάλλον το γεγονός ότι ο συνολικός πολιτικός συσχετισμός μέσα στα ΑΕΙ, ακόμα και σε συνθήκες πλειοψηφικής κυριαρχίας  της ΔΑΠ, είναι τέτοιος που δεν επιτρέπει στα κυβερνητικά επιτελεία να προχωρήσουν στη συντριβή των αντιστάσεων που αναπτύσσονται διαχρονικά μέσα στα πανεπιστήμια, αν και σε διαφορετικές μορφές και κλίμακα, ανάλογα με τη γενικότερη συγκυρία. Με μια άλλη διατύπωση, θα λέγαμε ότι αυτό που εξοργίζει τον Α.Γ. είναι το γεγονός ότι ακόμα και αυτή η εύθραυστη ηγεμονία μιας κάποιας εκδοχής της αριστεράς που χαρακτήριζε το πανεπιστήμιο της μεταπολίτευσης (και η οποία πήγαζε πριν απ’ όλα από ένα μαζικό, έντονα πολιτικοποιημένο, και καταξιωμένο στη λαϊκή συνείδηση, φοιτητικό κίνημα) στο διάστημα των πενήντα χρόνων που μεσολάβησαν μέχρι σήμερα, ενώ έχει δεχτεί σοβαρά πλήγματα, αφού εν τω μεταξύ χρεωκόπησαν τα αντίστοιχα οράματα του σοβιετικού ή του κινέζικου «σοσιαλισμού», του ευρωκομμουνισμού, κτλ, δεν έχει (ακόμα) παραχωρήσει τη θέση της σε μια ηγεμονία των ιδεών του (νέο)φιλελευθερισμού, που μέσα στα Πανεπιστήμια παραμένουν σε μεγάλο βαθμό ανυπόληπτες.

Θα μπορούσε εδώ να ρωτήσει κανείς: είναι λοιπόν τόσο σημαντικό πρόβλημα αυτή η πάλαι ποτέ ηγεμονία των ιδεών της αριστεράς, της αμφισβήτησης, ή του φιλελευθερισμού μέσα στα πανεπιστήμια, μήπως δεν είναι το κύριο πρόβλημα η ποιότητα των παρεχόμενων γνώσεων, η αντιστοίχισή τους με τις «ανάγκες της οικονομίας και της κοινωνίας», και εν πάση περιπτώσει, με ποιον τρόπο η ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων θα μπορούσε να οδηγήσει στην εξάλειψη κάθε ίχνους των ενοχλητικών αριστερών ιδεών μέσα στα ΑΕΙ, ή τέλος πάντων, στην άλωση του τελευταίου άπαρτου κάστρου της άκρας αριστεράς, κατά τον Α.Γ.;

Θα ξεκινήσουμε με το δεύτερο ερώτημα, για το οποίο η απάντηση είναι σχετικά εύκολη, παρ’ όλον ότι ο ίδιος ο Α.Γ. αποφεύγει να δώσει κάποια εξήγηση. 

Σύμφωνα με τις επίσημες κυβερνητικές διαβεβαιώσεις, η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων δεν πρόκειται να οδηγήσει σε μείωση της κρατικής χρηματοδότησης της δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης, ούτε και σε μείωση του αριθμού των εισακτέων φοιτητών /τριών. Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός δήλωνε πρόσφατα ότι η αναβάθμιση και βελτίωση των δημόσιων πανεπιστημίων παραμένει πάντα μια από τις προτεραιότητές της κυβέρνησής του. 

Ωστόσο, έχουμε κάθε λόγο να είμαστε επιφυλακτικοί απέναντι σε αυτές τις διαβεβαιώσεις. Οι εκθέσεις του Συμβουλίου διοίκησης του Μετσόβιου Πολυτεχνείου(3) και της Συγκλήτου του Πανεπιστημίου Κρήτης που δημοσιοποιήθηκαν πρόσφατα δίνουν μια διαμετρικά αντίθετη εικόνα  σε σχέση με τις επίσημες διαβεβαιώσεις: οι κρατικές επιχορηγήσεις των δυο αυτών ΑΕΙ έχουν μειωθεί στη διάρκεια της τελευταίας δεκαπενταετίας (2009-2024) σε ποσοστό μεγαλύτερο του 50%, ενώ παράλληλα έχει μειωθεί σημαντικά ο αριθμός των διδασκόντων, του ερευνητικού προσωπικού, και των διοικητικών υπαλλήλων. Με σχετική βεβαιότητα μπορούμε να προβλέψουμε ότι με την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων η τάση αυτή δεν πρόκειται να αντιστραφεί. Εξ άλλου, ο ίδιος ο Α.Γ. που περηφανεύεται για το ότι δεν μασάει τα λόγια του, στην παραπάνω συνέντευξη μας εξηγούσε ότι «όταν κάποιος πρύτανης διαφωνήσει με την ηλεκτρονική διαδικασία των εξετάσεων των μαθημάτων και ταυτόχρονα αμυνθεί στο να φέρει την αστυνομία στο Πανεπιστήμιο για να αντιμετωπιστεί η κατάληψη, εκεί θα μπορούσε το Υπουργείο Παιδείας να διερευνήσει άλλους τρόπους διαχείρισης, όπως είναι το θέμα της χρηματοδότησης στο πανεπιστήμιο»(4). Η χρηματοδότηση των Πανεπιστημίων από τον δημόσιο προϋπολογισμό γίνεται μ’ αυτό τον τρόπο μέσο πειθάρχησης των πρυτανικών αρχών και της πανεπιστημιακής κοινότητας συνολικά. Το ότι αυτό σημαίνει ουσιαστικά κατάλυση του αυτοδιοίκητου των ΑΕΙ είναι βεβαίως άνευ ιδιαίτερης σημασίας για τον κ. Υπουργό. 

Αυτό που έχει για μας σημασία είναι να δούμε πώς εννοούν κάποιοι κυβερνητικοί τη διαπάλη των ιδεών και την ανατροπή των δυσμενών γι’ αυτούς ιδεολογικών συσχετισμών (στο βαθμό που αυτοί εξακολουθούν να υφίστανται, και όπου τέλος πάντων υφίστανται) μέσα στο Πανεπιστήμιο: Διαβάζοντας «μέσα από τις γραμμές», καταλαβαίνουμε ότι η ανατροπή αυτή, αφού όλες οι άλλες μέθοδοι (διαγραφές φοιτητών, Πανεπιστημιακή Αστυνομία, κλπ.) δεν αποδίδουν τα αναμενόμενα μπορεί κατά τον Α.Γ. να προκύψει μέσα από τη συνεχή περιθωριοποίηση του δημόσιου Πανεπιστήμιου, την αδυναμία του να ανταπεξέλθει στον ανταγωνισμό με τα μη κρατικά Πανεπιστήμια, και τη μέχρι στραγγαλισμό συρρίκνωση της κρατικής χρηματοδότησής του, στην περίπτωση μη συμμόρφωσής του προς τα φιλελεύθερα πρότυπα. 

Προκειμένου να απαντήσουμε στο πρώτο ερώτημα (γιατί είναι τόσο σημαντικό το ποιες ιδέες – επομένως και ποιες πρακτικές – ηγεμονεύουν μέσα στο Πανεπιστήμιο) θα πρέπει να προσφύγουμε σε κάποιες αναλύσεις, που ήταν πάντα μειοψηφικές στην αριστερά, και που σήμερα έχουν μάλλον παραδοθεί στη λήθη. Αναλύσεις που αναφέρονται στο ρόλο της εκπαίδευσης ως ιδιαίτερου μηχανισμού του αστικού κράτους, όπως και στις αντιθέσεις που αναπτύσσονται στο εσωτερικό της από τον ίδιο το ρόλο που της ανατίθεται.

Ας θυμίσουμε λοιπόν ότι η εκπαίδευση αποτελεί έναν ιδιαίτερο (καθότι δομικά χωρισμένο από τη σφαίρα της παραγωγής και τους λοιπούς μηχανισμούς του αστικού κράτους) εξαιρετικά κρίσιμο για την αναπαραγωγή ενός σύγχρονου κοινωνικού σχηματισμού κρατικό μηχανισμό, με βασικό ρόλο τη δημιουργία ατόμων ικανών και πρόθυμων να στελεχώσουν τις θέσεις εργασίας που δημιουργεί ο δεδομένος κοινωνικός καταμερισμός εργασίας. Σε μια καπιταλιστικά οργανωμένη οικονομία και κοινωνία, όπως η σημερινή ελληνική, ο κοινωνικός καταμερισμός εργασίας μορφοποιείται σε μια ιεραρχική δομή οργανωμένη κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η αναπαραγωγή σχέσεων ταξικής εξουσίας και εκμετάλλευσης. Προκειμένου λοιπόν να προετοιμαστούν οι μικροί μαθητές να στελεχώσουν τις θέσεις εργασίας που τους περιμένουν στην έξοδό τους από το σχολικό μηχανισμό, θα πρέπει να εξοπλιστούν τόσο με τις κατάλληλες τεχνικές γνώσεις και δεξιότητες που απαιτεί η συγκεκριμένη θέση (αλλά και οι παρόμοιες που θα κληθούν να υπηρετήσουν στη διάρκεια του επαγγελματικού τους βίου), όσο και με τις αντίστοιχες ιδέες και συμπεριφορές που είναι απαραίτητες για την άσκηση των καθηκόντων που πηγάζουν από τη δεδομένη θέση(5).

Έτσι λοιπόν, αυτοί που προορίζονται να στελεχώσουν τις κατώτερες θέσεις στην πυραμίδα της κοινωνικής ιεραρχίας θα πρέπει να είναι εκπαιδευμένοι στις αξίες της πειθαρχίας, του σεβασμού των ανωτέρων, της τήρησης των υποχρεώσεών τους, όπως επίσης να αποδέχονται ως φυσική και αυτονόητη την υφιστάμενη κοινωνική τάξη πραγμάτων, τον καταμερισμό εργασίας σε διευθύνοντες και διευθυνόμενους, σε χειρώνακτες και πνευματικά εργαζόμενους, κοκ. Ιδανικά, τα άτομα αυτά θα πρέπει να μάθουν να εκτιμούν την αξία της χειρωνακτικής εργασίας και τους καρπούς των κόπων τους, να είναι ολιγαρκείς και ευτυχείς με τις πενιχρές απολαβές τους και ευγνώμονες απέναντι στον εργοδότη, την πατρίδα και το θεό τους. 

Αντίστοιχα, αυτοί που προορίζονται να καταλάβουν τις ανώτερες θέσεις της κοινωνικής ιεραρχίας θα πρέπει, εκτός από τις απαραίτητες τεχνικές γνώσεις, το κριτικό πνεύμα, την ικανότητα ανάληψης πρωτοβουλιών, να διαθέτουν και τα αναγκαία ηγετικά προσόντα της διοίκησης των υφισταμένων τους, πράγμα που σημαίνει ότι θα πρέπει να είναι σε θέση να αξιολογούν την εργασία τους, να επιβραβεύουν τους πιο αποδοτικούς, αλλά και να επιβάλουν ποινές σε όσους παραμελούν τα καθήκοντά τους ή υποκύπτουν σε πειθαρχικά παραπτώματα. Ιδανικά, θα πρέπει τα άτομα αυτά, να είναι σε θέση να λαμβάνουν τις γνωστές «δύσκολες αποφάσεις», όταν πχ. θα πρέπει να επιλέξουν ανάμεσα στο συμφέρον του οργανισμού του οποίου φέρουν την ευθύνη, και το ατομικό συμφέρον κάποιων εργαζόμενων που σε μια καμπή της οικονομικής συγκυρίας θα κριθούν πλεονάζοντες και δυσβάστακτο φορτίο. 

Με δυο λόγια, τα άτομα που θα στελεχώσουν τις διάφορες θέσεις του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας θα πρέπει, εκτός των άλλων προσόντων τους, να είναι φορείς της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας , με τις ιδιαίτερες μορφές που εμφανίζεται αυτή ανάλογα με την ταξική θέση των υποκειμένων. Μάλιστα, έχουμε σοβαρούς λόγους να πιστεύουμε ότι η εγχάραξη της κυρίαρχης ιδεολογίας (του αρμόζοντος κώδικα συμπεριφοράς) στους εκπαιδευόμενους, τουλάχιστον της κατώτερης και της μέσης βαθμίδας, αποτελεί μια λειτουργία κρισιμότερη από τη μετάδοση των σχετικών γνώσεων. Σε πολλές δε περιπτώσεις, όπως πχ στο μάθημα των θρησκευτικών ή της (εθνικής) ιστορίας, όπου γνώσεις και μύηση σε κώδικα συμπεριφοράς είναι στοιχεία αξεδιάλυτα μεταξύ τους αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές: Αυτό που μένει από τα μαθήματα αυτά δεν είναι οι λεπτομέρειες της ιστορίας του έθνους ή της Καινής Διαθήκης, αλλά η διαμόρφωση χαρακτήρων θεοσεβούμενων και φιλοπάτριδων. 

Ακριβώς γι’ αυτό, ακριβώς δηλ. επειδή η κρίσιμη πλευρά της εκπαίδευσης είναι η εγχάραξη στα κεφάλια των εκπαιδευόμενων και η εμπέδωση της κυρίαρχης ιδεολογίας, είναι σωστό να μιλάμε, όπως πρότεινε ο Λ. Αλτουσέρ, για την εκπαίδευση ως ιδεολογικό μηχανισμό του κράτους. Και παραπέρα, να συνδέουμε την πιθανή δυσλειτουργία ή την κρίση του εκπαιδευτικού μηχανισμού με την αδυναμία του να μεταδώσει στον επιθυμητό βαθμό (και επομένως να αναπαράξει) στους εκπαιδευόμενους την κυρίαρχη ιδεολογία. Είναι σημαντικό να σημειώσουμε εδώ ότι μια τέτοια πιθανή αδυναμία του εκπαιδευτικού μηχανισμού ή τμήματός του δεν προκύπτει ως αποτέλεσμα κάποιων ατελειών ή ελλείψεων του, αλλά κατά βάση είναι αποτέλεσμα κοινωνικών, πολιτικών και ιδεολογικών συγκρούσεων που αναπτύσσονται εντός και εκτός της εκπαίδευσης, συγκρούσεων που οδηγούν στο να γίνεται ορατή στα μάτια των εκπαιδευόμενων η αναντιστοιχία μεταξύ κυρίαρχης ιδεολογίας και κοινωνικής πραγματικότητας. Οι κοινωνικές συγκρούσεις αποκτούν χαρακτήρα τροχοπέδης της ιδεολογικής λειτουργίας των εκπαιδευτικών μηχανισμών, δυσχεραίνουν δηλ. τη μετάδοση της κυρίαρχης ιδεολογίας στους εκπαιδευόμενους και με αυτή ακριβώς την έννοια μπορούμε να μιλάμε για κρίση της εκπαίδευσης. 

Αυτή ήταν η περίπτωση του ελληνικού Πανεπιστημίου της μεταπολίτευσης. Οι αντιδημοκρατικές δομές με την καθηγητική αυθεντία και τους επιμελητές – υπηρέτες, το ίδιο το συντηρητικό και σε μεγάλο βαθμό ανυπόληπτο, λόγω της συνεργασίας του με τη χούντα, καθηγητικό κατεστημένο, τα παλιομοδίτικα προγράμματα σπουδών, με τα άδεια αμφιθέατρα, σημάδι του μηδενικού ενδιαφέροντος των φοιτητών για το περιεχόμενο των παραδόσεων, αλλά και η γεροντοκρατία του τότε καραμανλικού καθεστώτος από τη μια μεριά, έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με το φοιτητικό κίνημα της εποχής και την αναζήτηση μιας «δημοκρατικής πορείας», σε ρήξη με το «αμαρτωλό παρελθόν».   

Οι διαδοχικές εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις των επόμενων χρόνων (ο «αστικός εκσυγχρονισμός, που ξεκίνησε η Καραμανλική δεξιά, και ολοκλήρωσε το ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ‘80) αποσκοπούσαν ακριβώς στην υπέρβαση αυτής της κρίσης του Πανεπιστημίου, στην αποκατάσταση της ιδεολογικής λειτουργίας του, και σε τελική ανάλυση, στην αποκατάσταση της ηγεμονεύουσας θέσης της κυρίαρχης ιδεολογίας μέσα στα ΑΕΙ. Από τη χρονική απόσταση που μας χωρίζει από εκείνα τα χρόνια, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι οι στόχοι αυτών των μεταρρυθμίσεων σε μεγάλο βαθμό επιτεύχθηκαν: δεν είναι μόνον ότι οι εκπρόσωποι της δεξιάς στους φοιτητικούς συλλόγους και τις συνελεύσεις έπαψαν να αποτελούν θλιβερές μειοψηφίες,  είναι πριν απ’ όλα ότι σε πολλές σχολές το κλίμα έχει ανατραπεί θεαματικά: για παράδειγμα, στις οικονομικές σχολές, καθώς απενοχοποιήθηκε κοινωνικά η επιδίωξη του επιχειρηματικού κέρδους και της  ατομικής καριέρας στον επιχειρηματικό τομέα, εμφανίστηκαν και έγιναν ιδιαίτερα δημοφιλή μαθήματα και κατευθύνσεις διοίκησης επιχειρήσεων, χρηματοοικονομικής διαχείρισης, κλπ., ενώ παράλληλα περιθωριοποιήθηκαν τα θεωρητικά μαθήματα με αναφορές στην κριτική της πολιτικής οικονομίας και τις σύγχρονες κριτικές θεωρίες(6).

Ωστόσο, η νίκη αυτή των καθεστωτικών δυνάμεων στα πανεπιστήμια δεν υπήρξε ποτέ πλήρης και οριστική. Οι εστίες αντίστασης και ριζοσπαστικοποίησης στα ΑΕΙ παρέμειναν ενεργές αν και σε λανθάνουσες συνήθως μορφές, τροφοδοτούμενες από υπόγεια κοινωνικά ρεύματα δυσαρέσκειας και διαμαρτυρίας.  Οι ίδιες οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις είχαν συχνά αντιφατικά αποτελέσματα. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της πολιτικής της μαζικοποίησης της ανώτατης εκπαίδευσης με τη δημιουργία νέων περιφερειακών ΑΕΙ και ΤΕΙ, η οποία από τη μια  εκτόνωνε τις προσδοκίες των λαϊκών στρωμάτων για πρόσβαση στην ανώτατη εκπαίδευση και κοινωνική άνοδο, από την άλλη τροφοδοτούσε το νεολαιίστικο ριζοσπαστισμό, αφού η χαμηλού επιπέδου οργάνωση των νέων σχολών και τμημάτων, αλλά και η αγορά εργασίας που συναντούσαν οι νέοι πτυχιούχοι διέψευδε τις όποιες προσδοκίες.

Ισχυριζόμαστε ότι η πολιτική επιλογή της ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων που πρωτοεμφανίστηκε την άνοιξη του 2006 με την ανακοίνωση της πρόθεσης αναθεώρησης του άρθρου 16, και που ουσιαστικά δεν αποσύρθηκε ποτέ από το προσκήνιο, αποτελεί τη μετεξέλιξη, σε συνθήκες κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού, της ίδιας πολιτικής «εκσυγχρονισμού» (και επομένως, υπέρβασης της κρίσης) των Πανεπιστημίων που ακολούθησαν όλες οι αστικές κυβερνήσεις από το 1974 μέχρι σήμερα(7)

Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η πολιτική αυτή δεν πήρε διαφορετικές μορφές στην πορεία του χρόνου, ανάλογα με τη συνολικότερη συγκυρία. Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του Γ. Λιάνη, για παράδειγμα, με το Νόμο-Πλαίσιο του 1982, στόχευε στην αποκατάσταση της ιδεολογικής λειτουργίας των Πανεπιστημίων για την οποία μιλήσαμε προηγουμένως, κυρίως μέσω της ενσωμάτωσης των διάχυτων αιτημάτων εκδημοκρατισμού, της συμμετοχής των φοιτητών και των διοικητικών υπαλλήλων των ΑΕΙ στη διοίκησή τους, κλπ. Η πολιτική επιλογή της ίδρυσης ιδιωτικών Πανεπιστημίων στοχεύει, όπως διαφαίνεται και από τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει το ζήτημα και ο Α.Γ., στην υπέρβαση της κρίσης μέσω της περιθωριοποίησης της παρουσίας του λαϊκού ριζοσπαστισμού μέσα στα Πανεπιστήμια, η οποία θα επέλθει ως αποτέλεσμα πολλαπλών συνδυασμένων δράσεων. Σαν τέτοιες μπορούμε να δούμε: 

  • τη συρρίκνωση του αριθμού των εισαγόμενων φοιτητών στις Σχολές,

  • την έμμεση υποβάθμιση της αξίας των πτυχίων των δημόσιων Πανεπιστημίων στην αγορά εργασίας μέσω της γενίκευσης των (ουσιαστικά ιδιωτικοποιημένων ελέω διδάκτρων) μεταπτυχιακών προγραμμάτων, 

  • την αναμόρφωση (για μια ακόμα φορά) της τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης προκειμένου να εκτονωθεί σ’ αυτήν ένα μεγαλύτερο μέρος της ζήτησης για ανώτατη ή απλά μεταλυκειακή εκπαίδευση(8), και τέλος, 

  • την αδειοδότηση της ίδρυσης Ιδιωτικών Πανεπιστημίων, που (ευσεβής πόθος των υποστηρικτών τους) θα πειθαναγκάσουν τα δημόσια Πανεπιστήμια μέσω του ανταγωνισμού να λειτουργήσουν σύμφωνα με τις «ανάγκες και την (τρέχουσα) ζήτηση της αγοράς εργασίας». 

Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι η πολιτική της αδειοδότησης ιδιωτικών Πανεπιστημίων, όπως και η στρατηγική του νεοφιλελευθερισμού συνολικά, στοχεύει και σε μια αναδιάταξη των ταξικών συμμαχιών, μέσω του προσεταιρισμού μερίδας των λαϊκών στρωμάτων που προσβλέπουν σε κοινωνική ανέλιξη μέσω ενός πτυχίου με αντίκρισμα στην αγορά εργασίας, για το οποίο είναι πρόθυμοι να καταβάλουν το ανάλογο οικονομικό τίμημα. Ας μην ξεχνάμε ότι καμιά από τις μεταρρυθμίσεις του νεοφιλελευθερισμού δεν θα είχε στεριώσει αν δεν είχε αποσπάσει τη συναίνεση τέτοιων μερίδων των μικροαστικών και των λαϊκών τάξεων.

Θεωρώ ότι η πιο πάνω κατανόηση της πολιτικής των ιδιωτικών Πανεπιστημίων είναι απολύτως βάσιμη, όχι γιατί κάτι τέτοιο ισχυρίζεται ο (συχνά παραληρηματικός) Α.Γ., αλλά κατ’ αρχήν γιατί έτσι έχουμε μια πολύ πιο πειστική ερμηνεία της επιμονής  της πολιτικής εξουσίας (της δεξιάς και του ΠΑΣΟΚ με κάποιες αμφιταλαντεύσεις) στη μεταρρύθμιση της αδειοδότησης των ιδιωτικών Πανεπιστημίων, παρά τους γνωστούς πολιτικούς κλυδωνισμούς που παρήγαγε η αντιπαράθεση για το άρθρο 16 κατά την περίοδο 2006-7. Πράγματι, θα ήταν παράλογο να υποθέσουμε ότι όλος ο καυγάς γίνεται προκειμένου να εξυπηρετηθούν κάποιοι φιλικοί προς τη ΝΔ επιχειρηματίες που επιθυμούν να επενδύσουν στην ανώτατη εκπαίδευση, ή προκειμένου να ικανοποιηθούν κάποιοι ιεροφάντες του φιλελευθερισμού που θέλουν να δουν τον ανταγωνισμό δημοσίου – ιδιωτικού να εισβάλλει και στα ΑΕΙ. Το διακύβευμα, για το οποίο η πολιτική εξουσία επιστρατεύει για μια ακόμα φορά το σύνολο των εφεδρειών της, είναι πολύ κρισιμότερο: αφορά την οριστική εξάλειψη των εστιών αντίστασης στην ανώτατη εκπαίδευση, με τη διαμόρφωση ενός ριζικά νέου περιβάλλοντος απρόσκοπτης λειτουργίας της ως μηχανισμού μετάδοσης και αναπαραγωγής της κυρίαρχης ιδεολογίας. Και, υπ’ αυτή την έννοια, αφορά τη μακροημέρευση της κυριαρχίας του συγκεκριμένου μπλοκ εξουσίας. 

Κλείνοντας αυτό το σημείωμα, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ο αγώνας που έχουμε μπροστά μας δεν τελειώνει με μια ενδεχόμενη ψήφιση νόμου υπέρ των ιδιωτικών Πανεπιστημίων, ούτε ακόμα και με μια πιθανή εγκατάσταση και λειτουργία τους. Το φοιτητικό κίνημα θα κριθεί στα επόμενα χρόνια (και) από την ικανότητά του να παρεμβαίνει στα πανεπιστημιακά πράγματα του δημόσιου Πανεπιστήμιου, να ανοίγει ρωγμές, να υπερασπίζεται τη δημοκρατική λειτουργία του, να οικοδομεί σχέσεις αλληλεπίδρασης και διαλόγου με τα κοινωνικά κινήματα, και τελικά, σε πείσμα της στρατηγικής της νεοφιλελεύθερης αναμόρφωσής του, να «μπλοκάρει», με την έννοια που ορίσαμε πιο πάνω, τη λειτουργία του ως μηχανισμού διάδοσης και αναπαραγωγής της κυρίαρχης ιδεολογίας, πράγμα που σε τελευταία ανάλυση σημαίνει: να βαθύνει την κρίση του



1 Το απόσπασμα αυτό από το μυθιστόρημα της Κάριν Στρουκ, παρατίθεται ως κατακλείδα σε ομιλία του Ν. Πουλατζά με θέμα «Παιδεία και κοινωνικό περιβάλλον», που δόθηκε το Μάιο του 1975 στο ΕΜΠ. https://tvxs.gr/life-plus/paideia/paideia-kai-koinoniko-periballon-toy-n-poylantza-omilia-toy-prin-40-xronia/

2 Αδωνις Γεωργιάδης: Ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων για να τελειώνουμε με την Αριστερά, https://left.gr/news/adonis-georgiadis-idrysi-idiotikon-panepistimion-gia-na-teleionoyme-me-tin-aristera

3 https://www.ntua.gr/el/news/announcements/item/3856-anakoinosi-tou-symvouliou-dioikisis-tou-emp

4 Α. Γεωργιάδης, στο ίδιο.

5 Για μια εκτεταμένη παρουσίαση των θεμάτων αυτών, βλ. Γ. Μηλιός, Εκπαίδευση και Εξουσία, 4η έκδοση, εκδ. Κριτική, Αθήνα, 1993, και Ανδ. Βλάχου, Επαναπροσδιορίζοντας τη διαδικασία της εκπαίδευσης στον καπιταλισμό, http://theseis.com/index.php?option=com_content&view=article&id=331:category-331&catid=81&Itemid=113

6 Για την ανατροπή αυτή του ιδεολογικού κλίματος μέσα στα Πανεπιστήμια θα πρέπει να αναζητηθούν και οι ευθύνες του φοιτητικού κινήματος των χρόνων της πασοκικής διακυβέρνησης, που σε μεγάλο βαθμό αναλώθηκε σε μια άγονη υπερπολιτικοποίηση, εγκαταλείποντας το πεδίο της παρέμβασης στην ίδια την κρίση του Πανεπιστημίου. Ωστόσο, ένα τέτοιο ζήτημα ξεφεύγει από τους στόχους αυτού του σημειώματος. 

7 Η ειρωνεία της ιστορίας είναι ότι ενώ τόσο η μεταρρύθμιση Κουτσίκου, το 2006-7, όσο και η πιο πρόσφατη παρέμβαση με τη σύσταση της πανεπιστημιακής αστυνομίας το 2022, στόχευαν στην καταστολή του φοιτητικού ριζοσπαστισμού, τελικά το μόνο που κατόρθωσαν ήταν να τον αναζωπυρώσουν… 

8 Η τεχνική – επαγγελματική εκπαίδευση, ένας ακόμα θεσμός του «εκσυγχρονισμού» της μεταπολίτευσης, ως επιλογή μετά την εννιάχρονη υποχρεωτική εκπαίδευση, παίζει σημαντικό ρόλο στη σταθεροποίηση της εκπαίδευσης ως μηχανισμού κατανομής των εκπαιδευόμενων στις θέσεις που προβλέπει ο κοινωνικός καταμερισμός εργασίας, αφού δημιουργεί πολύ νωρίς δυο «κυκλώματα» με διαφορετικό προορισμό για τους εκπαιδευόμενους, εξυπηρετώντας ουσιαστικά την αναπαραγωγή της ταξικής τους προέλευσης. Ωστόσο η αριστερά δεν διέκρινε ποτέ αυτή την κρίσιμη κοινωνική διάσταση του θεσμού της τ.ε.ε. 



Τρίτη 6 Φεβρουαρίου 2024

Βιολογία, ΚΚΕ και Επανάσταση

 

         ΠΗΓΗ: https://pandiera.gr/        γράφει ο Μιχάλης Ρίζος   ΓΓ

Η σχέση βιολογικού-κοινωνικού είναι αντικείμενο φιλοσοφικής, οντολογικής και πολιτικής διαπάλης εδώ και αιώνες. Το τελευταίο διάστημα επανέρχεται με ιδιαίτερη ένταση και με διάφορες αφορμές (γάμος ομόφυλων ζευγαριών, παρένθετη κύηση, εμβόλια και πανδημία κλπ) δημιουργώντας αρκετές προκλήσεις και τριβές στα αριστερά και κομμουνιστικά κόμματα.

Εδώ θα κάνουμε μόνο μια μικρή αναφορά:

1) Ο άνθρωπος είναι και βιολογικό και κοινωνικό ον. Σε ενότητα και αντίθεση διαλεκτική ανάμεσα στη «διπλή φύση» του. Η κοινωνική του φύση, σύμφωνα με τον ιστορικό υλισμό, προέρχεται από την ικανότητα για παραγωγή-εργασία, συνειδητή δημιουργία με σχέδιο και σκοπό, που ωριμάζει μέσα από την ιστορική και διαρκώς κλιμακούμενη αλληλεπίδρασή του με το περιβάλλον, και είναι εκείνη που διακρίνει τους ανθρώπους από τα υπόλοιπα έμβια όντα.

2) Η κοινωνική ωρίμανση του ανθρώπου είναι μια δυναμική και συνεχώς μεταβαλλόμενη διαδικασία που επηρεάζει και τη βιολογία του, επεμβαίνοντας στον οργανισμό του μέσα από την κατάκτηση και εφαρμογή επιστημονικών γνώσεων. Μετασχηματίζει επομένως τη βάση από την οποία προέκυψε, την «πρώτη του φύση», υπερβαίνοντας ως ένα βαθμό και τα σχετικά όρια που αυτή θέτει.

3) Φυσικά, η κοινωνική εξέλιξη και οι κατευθύνσεις της προσκρούουν στα ταξικά όρια που θέτουν οι εκμεταλλευτικές κοινωνίες, ιδιαίτερα ο σύγχρονος ολοκληρωτικός καπιταλισμός, και που έχουν ως αποτέλεσμα να στρεβλώνουν τη σχέση κοινωνικού-βιολογικού, ατόμου-κοινωνίας, επιστήμης-εφαρμογής της, σε βάρος της εργατικής τάξης. Ακόμα και μεγάλες κατακτήσεις της σύγχρονης επιστήμης όπως πχ στον τομέα της τεκνοποίησης (υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, παρένθετη κύηση), έχουν μετατραπεί σε γενικευμένη εμπορευματική διαδικασία.

4) Η μεταφυσική, δογματική και όχι διαλεκτική προσέγγιση της σχέσης βιολογικού-κοινωνικού συνεπάγεται απολυτότητες υπέρ της μιας ή της άλλης πλευράς, κάποιες φορές με επικίνδυνες πολιτικές συνέπειες, που επανέρχονται στη σύγχρονη αντιπαράθεση. Είναι γνωστό ότι βασικό ιδεολογικό πυλώνα του ναζισμού αποτέλεσε η τερατώδης θεωρία περί βιολογικής ανωτερότητας της άριας φυλής που θα έπρεπε να εφαρμοστεί στο κοινωνικό πεδίο, για επιστροφή στις ρίζες της φυλετικής καθαρότητας. Το γεγονός ότι η κοινωνία και ο πολιτισμός διαμορφώθηκαν από τα (ιδιαίτερα) βιολογικά χαρακτηριστικά του προϊστορικού ανθρώπου, μπορεί να οδηγήσει στο ψευδές συμπέρασμα ότι τα κοινωνικά φαινόμενα ανάγονται στους βιολογικούς (και άρα γενετικούς) προσδιορισμούς του (βιολογικός αναγωγισμός).

Από την άλλη, η εντυπωσιακή διαδικασία της κοινωνικής εξέλιξης που αναπτύσσει φαινόμενα μοναδικά, που δεν υπάρχουν στην κοινωνική ζωή κανενός άλλου βιολογικού είδους, δίνει την ψευδαίσθηση πως ο πολιτισμός έχει μετασχηματίσει πλήρως την ανθρώπινη φύση, την έχει μηχανοποιήσει, και πως τελικά δεν έχει μείνει τίποτε το βιολογικό στο σύγχρονο άνθρωπο. Έχει γίνει ένα smart human being απόλυτα κοινωνικά καθορισμένο (κοινωνιολογικός αναγωγισμός). Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, τα πάντα είναι «κοινωνικές κατασκευές» (και κατά βάση προϊόντα υποκειμενισμού) μη υπαγόμενα σε αντικειμενικές τάσεις – νόμους κίνησης. Ο διαλεκτικός υλισμός καταργείται και τη θέση του παίρνει ο πραγματισμός.

5) Τόσο ο «βιολογικός» όσο και ο «κοινωνικός» αναγωγισμός ακριβώς επειδή εξετάζουν τα φαινόμενα απλοποιητικά και μηχανιστικά, δεν κατανοούν την έννοια της ανώτερης ποιοτικής σύνθεσης ως διαλεκτικό προϊόν μιας αντιφατικής διαδικασίας, που «είναι και δεν είναι», «μοιάζει και δεν μοιάζει» με το αρχικό δημιούργημα από το οποίο προέρχεται. Θεωρούν π.χ. ότι οι κοινωνίες είναι απλές προεκτάσεις της βιολογίας των ανθρώπων, δηλαδή της φυσιολογίας των οργάνων τους, δηλαδή των κυττάρων τους, δηλαδή του DNA τους, άρα και των γονιδίων τους. Κατ’ αυτούς τα παντοδύναμα γονίδια καθορίζουν τις κοινωνικές διαδικασίες και την κοινωνική μας θέση, είναι η μοίρα μας, το κατά πώς είμαστε πλασμένοι, το πιστοποιητικό αξιολόγησής μας (από εδώ προκύπτει π.χ. η άρνηση στο RNA εμβόλιο που θα διαταράξει την προαιώνια φύση μας). Έτσι η ευγονική μπαίνει κανονικά από το παράθυρο για τους νεογιάπηδες πραγματιστές (βλέπε απαράδεκτη θέση του νυν προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ για την κατά παραγγελία τεκνοποίηση), η θρησκεία, ο ιδεαλισμός και ο ανορθολογισμός από την πόρτα για τους φτωχούς.

6) Η ανθρώπινη φύση δεν είναι μόνο βιολογία και γονίδια (ευτυχώς!). Η τελευταία προσφέρει καθορισμένες δυνατότητες σε συγκεκριμένη φάση της οντολογικής εξέλιξης, αναγκαίες για να αποκτήσει ο άνθρωπος και την «κοινωνική» του φύση, απαραίτητες για μια ανώτερη κοινωνική οργάνωση. Ταυτόχρονα οι δυνατότητες αυτές τροποποιούνται από την κοινωνική παρέμβαση, και εξαιτίας της, ώστε τελικά η φύση του ανθρώπου να είναι διαδικασία μεταβαλλόμενη και όχι γραμμικά καθορισμένη. Ο άνθρωπος δεν είναι ένα άβουλο ον, μια προγραμματισμένη μηχανή που δρα με βάση κάποιους κωδικούς. Δεν προσαρμόζεται μόνο στο περιβάλλον αλλά αντεπιδρά, επιχειρεί να το αλλάξει.

7) Για τη θεωρία του κοινωνιολογικού ανταγωνισμού, ο αποφασιστικός (για άλλους ο μοναδικός) παράγοντας που διαμορφώνει τον άνθρωπο είναι οι κοινωνικές επιδράσεις, η κοινωνική πραγματικότητα, γι’ αυτό και η μελέτη της ανθρώπινης ύπαρξης μπορεί να γίνει μόνο με όρους κοινωνιολογίας. Ο άνθρωπος γεννιέται tabula rasa, δίχως καμία ιδιαιτερότητα ως προς τη βιολογία του και είναι έτοιμος να δεχθεί με πανομοιότυπο τρόπο τα «αποτυπώματα» του κοινωνικού περιβάλλοντος, το είδος του οποίου είναι και το μόνο που θα καθορίσει, σε τελευταία ανάλυση, το χαρακτήρα και την προσωπικότητά του. Όμως ο άνθρωπος ως από την φύση του έλλογο και κοινωνικό ον είναι ήδη μια ενότητα της βιολογικής του ύπαρξης και της διαδικασίας αλληλεπίδρασης με τον κόσμο, που τον «εξανθρώπισε» και τον ξεχώρισε από το ζωικό βασίλειο, είναι ήδη μια ενότητα «βιολογικού-κοινωνικού».

8) Ο άνθρωπος δεν ανάγεται στη βιολογική του ολότητα ούτε όμως το βιολογικό στοιχείο εξαφανίζεται. Σύμφωνα με το σύντροφο Ευτύχη Μπιτσάκη (2003), «η κοινωνική φύση του ανθρώπου προϋποθέτει τη φυσική και τη βιολογική του ιδιαιτερότητα, και ταυτόχρονα τις υπερβαίνει».

9) Με βάση τις παραπάνω τοποθετήσεις, θεμελιώδεις για τον διαλεκτικό υλισμό, είναι ιδιαίτερα προβληματική η θέση του ΚΚΕ για το γάμο και την τεκνοθεσία των ομόφυλων ζευγαριών, όπως έγινε γνωστή σε πρόσφατη απόφαση της ΚΕ του, 26/1/2024.

Παραθέτουμε τη σύνοψή της: «Το ΚΚΕ είναι αντίθετο με τον πολιτικό γάμο των ομόφυλων ζευγαριών, γιατί κατοχυρώνει γονεϊκότητα σε άτομα του ίδιου φύλου, οδηγεί στον αποκλεισμό είτε της μητρότητας, είτε της πατρότητας. Θεσμοθετεί τη διπλή γονική μητρότητα ή τη διπλή γονική πατρότητα αντίστοιχα. Η έννοια της διπλής ομόφυλης γονεϊκότητας στην ουσία αποκόπτει την έννοια της γονικής ευθύνης από την αντικειμενική κοινωνική και βιολογική βάση της».

Δηλαδή το ΚΚΕ υποστηρίζει όχι μόνο την αντικειμενική, αυστηρά βιολογική ύπαρξη των φύλων αλλά και την αντικειμενική έννοια της «μητρότητας» και της «πατρότητας». Αυτές όμως είναι συνδεδεμένες με τη μορφή που ο οικογενειακός δεσμός παίρνει σε κάθε κοινωνία. Διότι ξέρουμε ότι υπήρχαν κοινωνίες που ο «πατέρας» δεν υπήρχε (όχι με την έννοια του αντρικού φύλου γενικά, αλλά με την έννοια του κοινωνικού ρόλου στην ανατροφή του παιδιού) και τα παιδιά τα μεγάλωνε η κοινότητα. Και ότι «μητρότητα» και «πατρότητα» σαν αποκλειστική ιδιότητα δύο ακριβώς προσδιορισμένων βιολογικά ατόμων δεν είναι παρά η θεωρητική ένδυση των σημερινών οικογενειακών σχέσεων, που έχουν μπει σε κρίση. Το ΚΚΕ θεωρεί ότι «η αμφίπλευρη σχέση μητρότητας – πατρότητας προκύπτει από τη συμπληρωματική λειτουργία άνδρα – γυναίκας στη διαδικασία τεκνοποίησης».

Ταυτίζει δηλαδή τη γονεϊκή σχέση και ευθύνη με τη βιολογική σχέση της τεκνοποίησης. Κι αυτό τη στιγμή που υπάρχουν χιλιάδες παιδιά που μεγαλώνουν σε μονογονεϊκές οικογένειες ή έχουν υιοθετηθεί και μεγαλώνουν με τους μη βιολογικούς τους γονείς και επομένως ακόμα και αν έχουν σχέση «πατρότητας-μητρότητας» δεν έχουν καμία σχέση με την διαδικασία της τεκνοποίησης! Η θέση αυτή είναι απαράδεκτη, οπισθοδρομική και αντιδιαλεκτική. Αν ήταν η γονική ευθύνη να είναι απόρροια της βιολογικής σχέσης θα ήταν όλα τα παιδιά ευτυχισμένα.

10) Επιπλέον, η περιφρονητική αναφορά της θέσης του ΚΚΕ περί «γονέα 1 και γονέα 2», η υπεράσπιση της «μητρότητας» και «πατρότητας», οι συχνές αναλύσεις υπέρ της αξίας της παραδοσιακής πυρηνικής οικογένειας, οι υπογραμμίσεις του για τη βιολογία και τις «αντικειμενικές συνθήκες» αποτελούν εκδηλώσεις μιας βαθύτερης και πιο στρατηγικής πολιτικοθεωρητικής προσέγγισης. Στο δίπολο βιολογία-κοινωνική φύση του ανθρώπου τοποθετείται υπέρ της πρώτης, με την έννοια μιας αντικειμενικής κατάστασης που το κοινωνικό υποκείμενο σε μικρό βαθμό μπορεί να επηρεάσει.

11) Η γονική ευθύνη είναι ζήτημα βαθιά κοινωνικό. Η σημερινή οικογένεια είναι σε βαθιά κρίση παρότι κυριαρχεί η σχέση «πατρότητας-μητρότητας» γιατί από την μια οι γυναίκες παλεύουν, και σωστά, για τη χειραφέτησή τους από το κυρίαρχο μοντέλο των έμφυλων ρόλων και από την άλλη γιατί η σύγχρονη καπιταλιστική οργάνωση της εργασίας, ο σφετερισμός του ελεύθερου χρόνου, οι ανταγωνιστικές και αλλοτριωτικές σχέσεις που εισβάλλουν παντού διαλύουν τους κοινωνικούς δεσμούς.

12) Όλο το ζήτημα για τους κομμουνιστές είναι να «απελευθερωθούν» οι ανθρώπινες σχέσεις από τα δεσμά του οικονομικού καταναγκασμού και τις προλήψεις, και να αποκτήσουν το πλήρες κοινωνικό δηλαδή ανθρώπινο περιεχόμενό τους (που ολοκληρωμένα μπορεί να γίνει στην κομμουνιστική κοινωνία) και όχι να γυρνάνε σε συντηρητικές θέσεις όπως «η διαφωνία του ΚΚΕ στην τροποποίηση του Σύμφωνου Συμβίωσης και ιδιαίτερα στην επέκτασή του στα ομόφυλα ζευγάρια απορρέει από το χαρακτήρα και την εξέλιξη του θεσμού της οικογένειας, από το ρόλο της στην αναπαραγωγή του είδους. Στη συμβίωση των ομόφυλων ζευγαριών αντικειμενικά το παιδί –από τα πρώτα καθοριστικά χρόνια της ζωής του– αποκτά παραποιημένη αντίληψη αυτής της βιολογικής σχέσης των δύο φύλων, η οποία είναι απαραίτητο συστατικό για την ομαλή ψυχοσωματική και κοινωνική ανάπτυξή του», να υιοθετούν δηλ. αντεπιστημονικές απόψεις που παρουσιάζουν την ομοφυλοφιλία περίπου σαν ασθένεια.

Πραγματικά αν ισχύουν όλα αυτά, πώς εξηγείται το γεγονός ότι η συντριπτική πλειονότητα των ομοφυλόφιλων ατόμων είναι παιδιά ετερόφυλων οικογενειών; Δεν λειτούργησε σε αυτά το «απαραίτητο συστατικό»;

13) Αλλά και σε άλλα ζητήματα και μέτωπα, οι αντικειμενικές συνθήκες, η «ωρίμανσή» τους παίζουν καθοριστικό ρόλο για το ΚΚΕ. Το υποκείμενο ως παράγοντας αποφασιστικής παρέμβασης, αλλαγής, ανατροπής, υποβαθμίζεται. Πάντα «είναι ανέτοιμο», «ανώριμο», «δεν έχει τις προϋποθέσεις» ακόμα και σε κορυφαίες στιγμές της ταξικής πάλης. Οι κοινωνικοπολιτικοί συσχετισμοί αντιμετωπίζονται εν πολλοίς ακίνητοι και αμετάβλητοι, μια φωτογραφία στο αρνητικό της, και έτσι τελικά αυτό που απομένει είναι το μέτρο της «κομματικής» συσπείρωσης και ποσότητας. Όμως «οι άνθρωποι διαμορφώνουν τις συνθήκες όσο οι συνθήκες διαμορφώνουν τους ανθρώπους».*

14) Η επαναστατική, κομμουνιστική αριστερά στέκεται απέναντι και στον βιολογικό και στον κοινωνικό αναγωγισμό. Και οι δύο αποτελούν αστική μέθοδο σκέψης. Αντιμετωπίζει τη βιολογία ως δυνατότητα επίδρασης στην κοινωνική οργάνωση και όχι ως προκαθορισμένο σχέδιο τυποποιημένης δράσης. Αναγνωρίζει ότι οι εκμεταλλευτικές κοινωνίες και ο καπιταλισμός με την ταξική τους διαίρεση στρεβλώνουν εμπορευματικά την κοινωνική δράση των ανθρώπων για τις ανάγκες και τα δικαιώματά τους. Ότι ο όποιος δικαιωματισμός των αστικών κυβερνήσεων και η όποια κάλυψη των κοινωνικών αναγκών γίνεται υποκριτικά, περιορισμένα, παροδικά και πάντα με κριτήριο το καπιταλιστικό κέρδος, την καθολική υπαγωγή των ανθρώπινων σχέσεων, της συμβίωσης, της οικογένειας, της ανατροφής παιδιών, της επιστήμης και της βιολογίας στο κεφάλαιο.

Ωστόσο, είναι επίσης εξαιρετικά υποκριτικό να μην προωθείς τη μαζική πάλη για την κατοχύρωση ατομικών δικαιωμάτων και πολιτικών ελευθεριών στο όνομα του ότι ο καπιταλισμός είναι εκμεταλλευτική κοινωνία ή πολύ περισσότερο να ταυτίζεις αυτή την πάλη με τον αστικό δικαιωματισμό. Η ίδια η καπιταλιστική κοινωνία γεννάει αντικειμενικά τις τάσεις εκείνες που θα την ανατρέψουν, όχι όμως προτυποποιημένα, νομοτελειακά και εσχατολογικά αλλά με την υποκειμενική δράση των οργανωμένων τάσεων χειραφέτησης της εργατικής τάξης σε κάθε χώρα και διεθνώς. Ο διαλεκτικός υλισμός δεν αφορά μια παθητική αντανάκλαση του εξωτερικού κόσμου και της αντικειμενικότητάς του στο υποκείμενο αλλά μια ανώτερη διαδικασία σύνθεσης, ενεργοποίησης και αντενέργειας του υποκειμένου σε αυτόν για να τον αλλάξει. Τα αντικειμενικά δεδομένα έχουν τεθεί, από το υποκείμενο εξαρτάται …το μέλλον του κόσμου μας, η βαρβαρότητα ή η απελευθέρωση.

…………………………………………………………………………………………………………

* ΜΑΡΞ 1η ΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΦΟΪΕΡΜΠΑΧ

Η κυριότερη ατέλεια όλου του υλισμού ως τώρα – βάζοντας μαζί και το φοϊερμπαχικό – είναι πως το αντικείμενο, η πραγματικότητα, ο αισθητός κόσμος, γίνεται αντιληπτός μόνο με τη μορφή του αντικειμένου ή της άμεσης παράστασης (Anschauung), όχι όμως σαν ανθρώπινη υλική δραστηριότητα ή σαν πράξη, όχι υποκειμενικά. Γι’ αυτό συνέβηκε ώστε η ενεργητική πλευρά, σε αντίθεση με τον υλισμό, να έχει αναπτυχθεί από τον ιδεαλισμό -μα μόνο αφηρημένα, γιατί βέβαια ο ιδεαλισμός δεν γνωρίζει την πραγματική, τη συγκεκριμένη δραστηριότητα σαν τέτοια. Ο Φόιερμπαχ θέλει υλικά, διαφοροποιημένα από τα ιδεατά, αντικείμενα, μα δεν αντιλαμβάνεται την ίδια την ανθρώπινη δραστηριότητα σαν δραστηριότητα πάνω σε αντικείμενα. Κατά συνέπεια, στην Ουσία του Χριστιανισμού βλέπει τη θεωρητική στάση σαν τη μοναδική γνήσια ανθρώπινη, ενώ την πράξη την αντιλαμβάνεται με τη βρόμικη-εβραϊκή της μορφή εκδήλωσης. Δεν καταλαβαίνει, κατά συνέπεια, τη σημασία της «επαναστατικής», της «πρακτικο-κριτικής» δράσης.