Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2019

Αιτούντες άσυλο: ανάμεσα στο «προσφυγικό» και το «μεταναστευτικό»





Tου Ερβίν Σέχου  υποψήφιου διδάκτορα στο Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου 
 ervinshehu@yahoo.gr, ervinshehu@sa.aegean.gr)

   ΠΗΓΗ :https://poli-k.net/

Ο σκοπός αυτού του κειμένου δεν είναι να αμφισβητήσει και να υποτιμήσει την εργασία των υπαλλήλων της Υπηρεσίας Ασύλου ούτε επιδιώκει να μπει στην ουσία των υποθέσεων των αιτούντων άσυλο διερευνώντας το πρόσφατο και το μακρινό τους παρελθόν. Εστιάζει στη διαδικασία χορήγησης ασύλου και στις θεσμικές πολιτικές που τη διέπουν, ζητήματα που για τους ίδιους τους αιτούντες άσυλο αποτελούν βασικούς παράγοντες μιας και καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τη δική τους καθημερινότητα, εξασφαλίζοντας τη συνέχεια της ζωής τους στην Ελλάδα. Έτσι, το κείμενο γράφτηκε με την ελπίδα να δοθεί φωνή στις δικές τους ανησυχίες, έγνοιες, προβλήματα και να γίνουν ορατές οι αδικίες που εκείνοι βιώνουν μέσα σε αυτό το νομικό πλαίσιο.
Όταν συναντάει κανείς πρόσφυγες/αιτούντες άσυλο ή μετανάστες και όσους από αυτούς είναι «χωρίς χαρτιά», σε μέρη και σε χώρους κοινωνικής συνεύρεσής τους, διαπιστώνει ότι δεν περνούν απαρατήρητοι οι διάφανοι φάκελοι των δέκα σεντ, καλά στηριγμένοι στις μασχάλες αυτών των ανθρώπων, την ώρα που συζητούν μεταξύ τους ή τη στιγμή που περνούν βιαστικά για να χτυπήσουν την πόρτα κάποιας ανθρωπιστικής οργάνωσης, με σκοπό να ζητήσουν νομικές συμβουλές και υποστήριξη. Χωρίς υπερβολή, μέσα σε αυτούς τους φακέλους οι αιτούντες άσυλο θα πρέπει να διπλώσουν την ίδια τη ζωή τους, το πρόσφατο και το μακρινό παρελθόν τους, τις εμπειρίες και τα βιώματά τους, τις ενδεχόμενες απειλές που παραμονεύουν στη χώρα τους και τις κακουχίες που πέρασαν (αποτυπωμένες σε επίσημα έγγραφα). Στη συνέχεια είναι υποχρεωμένοι να αφηγηθούν όλα αυτά τα βιώματα στα γραφεία της Υπηρεσίας Ασύλου, μπροστά σε κάποιον/α που για εκείνους είναι ένα ξένο πρόσωπο, ένας χειριστής, μια χειρίστρια. Προτού καλά καλά πατήσουν το πόδι στις χώρες της Ευρώπης, χωρίς να έχουν εξοικειωθεί με το νέο περιβάλλον, αναζητούν διεξόδους στους λαβύρινθους της γραφειοκρατίας και βρίσκονται αντιμέτωποι με έναν γραφειοκρατικό Γολγοθά, εμπόδια που πρέπει να τα ξεπεράσουν με κάθε θυσία.

Η ανάγκη μου να αναφερθώ –μέσα από αυτό το σύντομο κείμενο– στις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι αιτούντες/σες άσυλο κατά τη διαδικασία χορήγησής του, πηγάζει κυρίως από δύο παράγοντες. Ο πρώτος αφορά τις προσωπικές επαφές και σχέσεις που δημιούργησα μαζί τους και τις ανησυχίες που οι ίδιοι1 εξέφρασαν για αυτό το ζήτημα. Ύστερα από τις μεταξύ μας συζητήσεις, άρχισα να συνειδητοποιώ τη σημασία που αποδίδουν οι ίδιοι στη διαδικασία χορήγησης ασύλου και την αφοσίωση που επιδείκνυαν προσπαθώντας να ανταποκριθούν σε αυτή. Η απογοήτευση, η ανησυχία, η αβεβαιότητα και ο φόβος διαγράφονταν στα μάτια τους. Ο δεύτερος παράγοντας είναι το γεγονός ότι η αίσθηση του εγκλωβισμού και της αιχμαλωσίας μέσα στα γρανάζια ενός ακραίου γραφειοκρατικού μηχανισμού δεν μου είναι άγνωστη, καθώς την είχα βιώσει από τις αρχές του 1990, όταν είχα μεταναστεύσει στην Ελλάδα, γεγονός που με έκανε να συμμορφωθώ και να προσαρμοστώ πάση θυσία στο ύφος και στις διαστάσεις του γραφειοκρατικού ελέγχου πάνω στην καθημερινότητά μου. Ήταν τα χρόνια που στη μεταναστευτική πολιτική επικρατούσε η λογική ότι όποιος μπορεί να εργάζεται όλο τον χρόνο χωρίς διακοπή και να προσκομίζει έναν τεράστιο όγκο δικαιολογητικών, που αποδεικνύουν ότι πληροί τις ατελείωτες προϋποθέσεις του νόμου, μπορεί και να ανανεώσει για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα την άδεια παραμονής του. Και για αυτό έπρεπε να πληρώσει αδρά. Αν όμως κάποιος δεν είχε την δυνατότητα να καταθέσει τον απαιτούμενο αριθμό ενσήμων αυτόματα έβγαινε εκτός της διαδικασίας της νομιμοποίησης. Επομένως το μήνυμα που έστελναν οι κρατικοί θεσμοί ήταν σαφές: όποιος εργάζεται μπορεί να μείνει στην Ελλάδα.
Η διερεύνηση του παραπάνω ζητήματος, δηλαδή της θεσμικής διαχείρισης των προσφυγικών και μεταναστευτικών πληθυσμών – κυρίως προς τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης2, λαμβάνει ποικίλες διαστάσεις ανάλογα με τις εκάστοτε πολιτικές που ακολουθούν τα κράτη στο εσωτερικό τους. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι οι πολιτικές αυτές παρουσιάζουν μεταξύ τους τόσο ομοιότητες όσο και ουσιαστικές διαφορές καθώς το κάθε κράτος ξεχωριστά έχει τη δική του οπτική σε ό, τι αφορά το συγκεκριμένο θέμα. Παρ’ όλη την ποικιλομορφία που χαρακτηρίζει το εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι γενικές κατευθυντήριες επιταγές τείνουν να αποκλείσουν τους αιτούντες άσυλο από την αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα – όπως θα φανεί και παρακάτω. Επίσης, οι μετακινήσεις αυτές κινητοποιούν διεθνείς και τοπικούς ανθρωπιστικούς οργανισμούς, προκαλώντας τη δική τους εμπλοκή και παρέμβαση στην πολύπλευρη και πολυεπίπεδη διαχείριση του φαινομένου και μάλιστα στην καθημερινή του διάσταση. Με αυτόν τον τρόπο το ζήτημα, ειδικά όταν αναφερόμαστε στους αιτούντες άσυλο, λαμβάνει και νομικές διαστάσεις. Το νομικό οικοδόμημα που αναπτύχθηκε τα τελευταία εξήντα με εβδομήντα χρόνια έχει καταστεί μια σημαντική συνιστώσα του δικαιικού συστήματος εντός του οποίου η προσφυγική συνθήκη κάνει την εμφάνισή της, και στην πράξη αυτά τα νομικά εργαλεία τείνουν να λαμβάνουν τη σύγχρονη τάξη των κυρίαρχων εθνών ως δεδομένη3.
Σύμφωνα με την προσέγγιση της Malkki (1992), οι σύγχρονες προσφυγικές μελέτες συμμερίζονται την προσέγγιση ότι οι πρόσφυγες αποτελούν ένα «πρόβλημα», καθώς λόγω της θέσης τους γίνονται αντιληπτοί ως θύματα σε μια κατάσταση που χαρακτηρίζεται από σύγχυση και συνεπώς χρήζει παρέμβασης και «θεραπείας». Από την άλλη μεριά, συσχετίζοντας το ζήτημα με το εθνικιστικό αφήγημα θεωρεί –μέσα από μια κριτική οπτική– ότι αυτός ο λόγος συνδέει την εθνική ταυτότητα με ένα συγκεκριμένο τόπο, γεωγραφικά προσδιορισμένο. Και τα δύο παραπάνω στοιχεία είναι αναπόσπαστα μεταξύ τους4. Σε αυτό το σημείο τείνει να συγκρίνει το «προσφυγικό» με μια κατάσταση ή ένα σώμα που ο Turner ονομάζει between and betwixt και η Mary Douglas ορίζει ως matter out of place 5. Εξού και οι απελάσεις ούτε λίγο ούτε πολύ αποτελούν μορφές διαχείρισης και «θεραπείας» καθώς επιδιώκουν να βάζουν τα πράγματα στη θέση τους, προκειμένου να αποκαθίσταται η «εθνική τάξη πραγμάτων» με την επαναφορά στην πρωταρχική καθαρότητα6. Με αυτήν τη λογική και εξετάζοντας το ζήτημα σε σχέση με την επίσημη θεσμική πλευρά, η απόφαση απέλασης –με τη βίαιη επιστροφή στη χώρα καταγωγής ή την «εθελούσια» αναχώρηση και τον «υποβοηθούμενο» επαναπατρισμό7– αποτελεί εξίσου μια διευθέτηση του ζητήματος. Εξάλλου, πόση δύναμη και κουράγιο θα πρέπει να έχει ένας εγκλωβισμένος αιτών άσυλο στα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου για να αντέξει το μαρτύριο της αναμονής σε άθλιες συνθήκες; Η «εθελούσια» επιστροφή ίσως αποτελεί δράση απελευθέρωσης και απελπισίας συνάμα.

Ιδιαίτερα στα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου η περίοδος αναμονής για τους αιτούντες άσυλο ισοδυναμεί με συνθήκη εγκλωβισμού τους σε μια κατάσταση που επ’ ουδενί δεν έχουν οι ίδιοι επιλέξει, και σαφώς δεν έχουν προετοιμαστεί για αυτή. Φαίνεται επίσης ότι η εμπειρία της αναμονής αποτελεί για τους ανθρώπους που βρίσκονται στη διαδικασία χορήγησης ασύλου αναπόσπαστο πλέον στοιχείο του προσωπικού τους βιώματος, πολύ περισσότερο μιας και καθορίζει την ύπαρξη αυτής της κατηγορίας: τους τοποθετεί σε ασαφή όρια, ανάμεσα σε εκείνους που δικαιούνται άσυλο και σε εκείνους που δεν το δικαιούνται, ενισχύοντας με αυτόν τον τρόπο την αβεβαιότητά τους8. Η αναμονή αφορά επίσης και την περίοδο από την αρχική κατάθεση της αίτησης μέχρι την προσέλευση του αιτούντος στην Υπηρεσία Ασύλου για την προφορική συνέντευξη. Αυτή η αναμονή συνεπάγεται και μια βασική αβεβαιότητα σχετικά με την έκβαση της δικής τους προσωπικής περίπτωσης, κατάσταση που επιτείνεται από το γεγονός ότι η απόφαση έχει ως επί το πλείστον επιπτώσεις όχι μόνο στην καθημερινή τους ζωή αλλά και στο άμεσο μέλλον. Ο εγκλωβισμός στα νησιά είναι ο καθημερινός τους εφιάλτης ακριβώς επειδή τους βυθίζει σε καθεστώς αναμονής και αβεβαιότητας. Η μόνη ελπίδα, όσο κι αν ακούγεται οξύμωρο, είναι η απόφαση της Διοίκησης.

Οι θεσμικές πολιτικές διαχείρισης της «προσφυγικής κρίσης»

Η Σύμβαση της Γενεύης (1951) εισάγει με το άρθρο 1 έναν συγκεκριμένο ορισμό της έννοιας του πρόσφυγα. Ο πυρήνας αυτού του ορισμού αφορά την προστασία του ατόμου από πολιτικές, θρησκευτικές, φυλετικές και άλλες μορφές διώξεων. Από αυτή την οπτική γωνία, πρόσφυγας είναι σύμφωνα με τη Σύμβαση το άτομο εκείνο που δεν έχει τη δυνατότητα ή την επιθυμία να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του λόγω ενός βάσιμου φόβου δίωξης και απειλής για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, εθνοτικούς, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή εξαιτίας των πολιτικών του πεποιθήσεων. Μια από τις βασικότερες αρχές που διέπει τη Σύμβαση είναι το πνεύμα έτσι όπως εκφράζεται στο άρθρο 14 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και όπου τονίζεται ότι «Κάθε άτομο που καταδιώκεται έχει το δικαίωμα να ζητά άσυλο και να του παρέχεται άσυλο σε άλλες χώρες». Στη συνέχεια, με το Πρωτόκολλο του 1967 της Νέας Υόρκης επεκτάθηκε η γεωγραφική και χρονική ισχύς της Σύμβασης του 1951. Η Σύμβαση (1951) ρυθμίζει κάποια βασικά θέματα που αφορούν τους όρους παύσης και αποκλεισμού του ατόμου από το καθεστώς διεθνούς προστασίας, ορίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που έχουν τα άτομα υπό προστασία, κατοχυρώνει την αρχή της μη επαναπροώθησης σε χώρα όπου απειλείται η ζωή τους και παράλληλα θεσπίζει τις υποχρεώσεις των κρατών απέναντι στους πρόσφυγες. Με αυτόν τον τρόπο προβλέπει κάποια πρότυπα αντιμετώπισης του ζητήματος και προστασίας των ατόμων στις χώρες που έχουν εγκατασταθεί9. Αυτό συνεπάγεται το δικαίωμα του ατόμου να ζητά άσυλο στις χώρες υποδοχής και την εξατομικευμένη εξέταση κάθε αιτήματος προκειμένου να χορηγηθεί το καθεστώς του πρόσφυγα. Ωστόσο, η διάκριση της κατηγορίας των αιτούντων άσυλο από την κατηγορία των αναγνωρισμένων προσφύγων είναι αισθητή, καθώς δεν αναγνωρίζονται ως πρόσφυγες όλοι οι αιτούντες άσυλο. Σύμφωνα με την αρχή της μη επαναπροώθησης, ο αιτών άσυλο έχει το δικαίωμα μέχρι την εξέταση του αιτήματός του να μην επιστραφεί στην χώρα καταγωγής. Από την άλλη, πρόσφυγας είναι εκείνος ή εκείνη που ανταποκρίνεται στις προϋποθέσεις αναγνώρισης έτσι όπως αναφέρονται στον ορισμό της Σύμβασης10. Επομένως, αιτών άσυλο είναι το άτομο εκείνο που βρίσκεται σε μετακίνηση ή διασχίζει σύνορα και έχει ζητήσει άσυλο σε άλλη χώρα, με σκοπό την παροχή διεθνούς προστασίας. Με αυτόν τον τρόπο, η κατηγοριοποίηση των μετακινούμενων πληθυσμών σε πρόσφυγες, αιτούντες άσυλο ή μετανάστες καθορίζει τις θεσμικές πολιτικές και διοικητικές ενέργειες που θα ακολουθηθούν για τη διαχείριση αυτών των κατηγοριών στη συνέχεια. Η ίδια η διαδικασία της κατηγοριοποίησης, έτσι όπως έχει καθοριστεί από τα κέντρα εξουσίας, διέπεται από τη λογική της «τεκμηρίωσης της αλήθειας», δηλαδή από την προσήλωση στο να εξακριβωθεί αν ένας αιτών άσυλο είναι πρόσφυγας ή μετανάστης, και από μια σχετική και ιδιόμορφη καχυποψία κυρίως σε σχέση με τους αιτούντες άσυλο: μέχρι τη στιγμή της απόφασης εκείνος/εκείνη θεωρείται μετανάστης/τρια που βρίσκεται σε αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής και, με αυτήν την έννοια, υποδηλώνεται ότι δεν διατρέχει κάποια απειλή και άμεσο κίνδυνο στη χώρα του/της.

Ειδικά τις τελευταίες δεκαετίες η κατηγορία των αιτούντων άσυλο θεωρείται επιβάρυνση για τις χώρες της Ευρώπης, απειλή για την πολιτική και οικονομική σταθερότητα και παράλληλα συνδέεται με την ασφάλεια και τον κοινωνικό έλεγχο. Έτσι, ο κυρίαρχος λόγος που διαμορφώνεται όχι μόνο βρίθει προκατάληψης και ξενοφοβίας, τις οποίες άλλωστε ενέχουν οι πολιτικές αποκλεισμού, αλλά και ενθαρρύνει πολιτικές «κλειστής πόρτας» στις πληθυσμιακές ροές11. Τα παραπάνω συνεπάγονται μεγαλύτερους περιορισμούς σε ό, τι αφορά την πρόσβαση σε προσφυγικό καθεστώς, ειδικά όταν από την άλλη δεν υπάρχει μια ανοικτή διαδικασία νομιμοποίησης που να επιτρέπει τη διευθέτηση με άλλον τρόπο της νόμιμης παρουσίας τους στο ευρωπαϊκό έδαφος. Από την άποψη των θεσμικών ρυθμίσεων του ζητήματος οι φιλελεύθερες δημοκρατίες έχουν οικοδομήσει πολύπλοκα συστήματα και διαδικασίες προκειμένου να εκπληρωθεί ο σκοπός της εξατομικευμένης κρίσης σχετικά με το αν ο κάθε αιτών άσυλο πληροί τα κριτήρια καθορισμού προσφυγικού καθεστώτος. Η ίδια η διαδικασία της εκτίμησης απαιτεί μιαν εκτεταμένη κινητοποίηση και, επομένως, δόμηση εκείνων των πολιτικών που θα διεκπεραιώσουν αυτό το έργο. Γιατί η κατασκευή της κατηγορίας του αιτούντος άσυλο απαιτεί ακριβώς αυτές τις εκτεταμένες πολιτικές και ενέργειες σε πρακτικό και θεωρητικό επίπεδο, πράγμα που σημαίνει ότι θα πρέπει να διευθετούνται ποικίλες πλευρές της όλης κατάστασης με την ενεργοποίηση ενός ευρύτερου μηχανισμού, με την προετοιμασία και εδραίωση υπηρεσιών, με τη διερεύνηση των συνθηκών στις χώρες καταγωγής, με την εκπαίδευση του προσωπικού της Υπηρεσίας Ασύλου κ.α. Έτσι, η παγιωμένη πλέον πολιτική στις χώρες της Ευρώπης εξαντλεί όλα τα ενδεχόμενα για να προσδιοριστεί το status κάποιου ατόμου και διέπεται από τη λογική ότι ο μεγαλύτερος όγκος των αιτούντων άσυλο εκμεταλλεύεται τη γενναιοδωρία των χωρών υποδοχής12. Πιο συγκεκριμένα, οι αιτούντες άσυλο στο Ηνωμένο Βασίλειο θεωρούνται «υπαίτιοι» ή «ένοχοι», και τους σχετίζουν με τους «παράνομους μετανάστες» καθώς είναι νόμιμα διαμένοντες υπό αίρεση. Σύμφωνα με τα παραπάνω συνιστούν «απειλή», και ως εκ τούτου η πολιτική που δικαιολογείται είναι η επέκταση του ελέγχου και της επιτήρησης. Έτσι, οι αιτούντες άσυλο υπόκεινται σε διάφορες διαδικασίες που αφορούν την ποινικοποίηση, ένδειξη αναδιάρθρωσης της κρατικής διακυβέρνησης σε ένα παγκόσμιο πλαίσιο που χαρακτηρίζεται από τη μετατόπιση ή την αποδιάρθρωση της εδαφικής ακεραιότητας13. Τόσο σε επίπεδο κρατών όσο και σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης οι παραπάνω πολιτικές ελέγχου των ροών των ξεριζωμένων ή εκτοπισμένων ανθρώπων είναι η μια όψη του νομίσματος· η άλλη όψη του είναι άμεσα συνδεδεμένη με τις πολιτικές ασφάλειας των συνόρων μέσα από την εφαρμογή τακτικών «φιλτραρίσματος» των προσφυγικών/μεταναστευτικών ροών. Όλα όσα αναφέρθηκαν αποτελούν μέρος της στρατηγικής ενός οικοδομήματος που δεν επιδιώκει απλώς οι κινήσεις του να έχουν άμεσο αντίκτυπο στους πληθυσμούς σε κίνηση, αλλά επιπλέον εφαρμόζει πολιτικές πειθάρχησης, ελέγχου και εκμετάλλευσης με αποδέκτες φτωχά στρώματα και κοινωνικές ομάδες στο εσωτερικό της Ένωσης, επιδρώντας επομένως σε ευρύτερες κοινωνικές σχέσεις.

Ενδεχομένως, όσοι δεν έχουν ασχοληθεί ιδιαίτερα με το σύστημα χορήγησης ασύλου να σχηματίσουν εκ πρώτης όψεως μια γενική αντίληψη ότι αυτό σχετίζεται με μια μορφή νομικών διευθετήσεων και διακατέχεται από ένα πνεύμα «προστασίας» απέναντι στους βίαια ξεριζωμένους ανθρώπους. Ωστόσο η έννοια της προστασίας ενέχει ασάφειες. Ανάμεσα στην «εσωτερική προστασία», που παρέχεται από τα έθνη-κράτη, και στη «διεθνή προστασία», που υπάγεται στις οδηγίες της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ, υπάρχει ένα χάσμα καθώς τα πρώτα ερμηνεύουν τις δικές τους προστατευτικές υποχρεώσεις χώρια από τις πρακτικές των ανθρωπιστικών οργανώσεων14. Από την άλλη, ανεξάρτητα από την παραπάνω διάσταση η διαδικασία χορήγησης ασύλου αποτελεί ένα βασικό παράγοντα για τον έλεγχο των πληθυσμών σε κίνηση και των ευρωπαϊκών συνόρων επειδή μέσω αυτής πραγματοποιείται η securitization15, που σκοπεύει στον έλεγχο των μεταναστευτικών ροών. Επομένως, εφαρμόζεται μάλλον μια πολιτική προστασίας των συνόρων της Ευρώπης παρά μια πολιτική προστασίας των ανθρώπων που βρίσκονται σε κίνδυνο. Ο έλεγχος πραγματοποιείται εφόσον ο γραφειοκρατικός μηχανισμός θέτει σε εφαρμογή μέτρα, τεχνολογίες και εργαλεία που εξετάζουν λεπτομερώς το ποιόν του κάθε ανθρώπου που επιδιώκει να σκαρφαλώσει τις πύλες της «Ευρώπης-φρούριο». Φαίνεται ότι για ακόμη μια φορά επιβεβαιώνεται στην πράξη ότι οι βασικές αρχές της γραφειοκρατίας δεν θα μπορούσαν να μη διέπουν και την Υπηρεσία Ασύλου ως μια μορφή δημόσιας υπηρεσίας, που στην εμβέλεια της επιρροής της εισέρχονται όχι μόνο οι άνθρωποι που ανήκουν σε ένα έθνος-κράτος, δηλαδή οι άνθρωποι που εργάζονται σε αυτή την υπηρεσία, αλλά και το ίδιο το αντικείμενο της εργασίας και της μελέτης τους, με άλλα λόγια οι πρόσφυγες, οι μετανάστες, οι αιτούντες άσυλο που με τη σειρά τους περνούν από τον έλεγχό της και υπόκεινται στην κυριαρχία της. Η ίδια η υπηρεσία είναι αρμόδια να ικανοποιήσει τα αιτήματά τους, αλλά ταυτόχρονα και να τους καταστείλει ή να τους αποκλείσει16. Από αυτή την οπτική γωνία ο ρόλος που επιτελεί η γραφειοκρατία είναι να πλαισιώνει και να επιτελεί την ίδια την ιδεολογία του ελέγχου και της ασφάλειας.
Σε σχέση με τις πρόσφατες προσφυγικές ροές στην Ευρώπη –ένα φαινόμενο που έλαβε χώρα κυρίως στα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου το 2015-2016– φάνηκε ξεκάθαρα ο ρόλος που ανέλαβαν τόσο οι (κρατικοί) τοπικοί όσο και οι ευρωπαϊκοί επίσημοι μηχανισμοί για τον έλεγχο και την επιτήρηση των ροών, κυρίως μετά τη συμφωνία Ε.Ε.-Τουρκίας τον Μάρτιο του 2016. Αυτή η περίοδος ήταν καθοριστική προκειμένου οι πληθυσμιακές ροές να υπαχθούν στρατηγικά στη διαδικασία χορήγησης ασύλου17, πράγμα που συνέβαλε στον εξαντλητικό γεωγραφικό έλεγχο των πληθυσμών σε κίνηση. Φαίνεται ότι αρχικά διαμορφώθηκε ένα πλαίσιο άκρατου ανθρωπισμού, αμέριστης βοήθειας και προσφοράς σε όλο το φάσμα των πληθυσμιακών ροών και σε όλους τους τόπους, είτε στα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου είτε στην ηπειρωτική χώρα, γεγονός που ενεργοποίησε ένα μεγάλο σώμα εθελοντών από διάφορες χώρες, αλληλέγγυους, επαγγελματίες ανθρωπιστές, απλούς ανθρώπους18, ακόμη και εκείνους που δεν έχασαν την ευκαιρία να κάνουν τον δικό τους «κινηματικό τουρισμό». Αυτό το πλαίσιο όμως το διαδέχθηκε μια επόμενη φάση, αυτή της θεσμικής διαχείρισης κατά την οποία οι κρατικοί και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί που σχετίζονται άμεσα με το σύστημα χορήγησης ασύλου (όπως το EASO) σε συνδυασμό με το φάσμα του θεσμικού ανθρωπισμού (ΜΚΟ) ανέλαβαν δράσεις με σκοπό την υπαγωγή των ροών σε κανόνες, ελέγχους και διευθετήσεις καθημερινών ζητημάτων.
Ωστόσο, ο βασικός σκοπός αυτής της μετάβασης ήταν να σταλεί στους προσφυγικούς πληθυσμούς το μήνυμα ότι οι διάδρομοι προς την Ευρώπη είναι πλέον κλειστοί – κρατώντας βέβαια την ίδια στιγμή ελεγχόμενα ανοικτή τη «στρόφιγγα» των ροών. Αυτό σημαίνει ότι σε ευρωπαϊκό επίπεδο τα κράτη δεν μπορούν να προβούν στον ολοκληρωτικό έλεγχο και στην απαγόρευση εισόδου στα ευρωπαϊκά σύνορα, αν δεν επιθυμούν να διαταράξουν την δική τους εικόνα, αυτή δηλαδή των κρατών που εγγυώνται δημοκρατικές αρχές με γνώμονα τον σεβασμό των βασικών ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και την τήρηση των διεθνών τους υποχρεώσεων. Αυτός ο παράγοντας συμβάλλει στο να διατηρηθεί ένα σύστημα χορήγησης ασύλου που παραχωρεί κάποια δικαιώματα σε μικρό αριθμό αιτούντων άσυλο πανευρωπαϊκά19.
Το ζητούμενο είναι πώς αποτυπώνεται η παραπάνω πολιτική στην καθημερινότητα των ίδιων των ανθρώπων όταν βρίσκονται μπροστά στον/στην υπάλληλο της Υπηρεσίας Ασύλου. Γι’ αυτό έχει σημασία να αναλύσουμε και να κατανοήσουμε με ποιον τρόπο οι κρατικοί θεσμοί φιλτράρουν τα αιτήματα ασύλου, με ποιες πρακτικές και εργαλεία θυματοποιούν τους αιτούντες άσυλο, τι πνεύμα διέπει τις αποφάσεις της Υπηρεσίας Ασύλου στον πρώτο βαθμό και των Επιτροπών Προσφυγών στο δεύτερο βαθμό.20

Αποφάσεις επί των αιτημάτων χορήγησης ασύλου

Στη διαδικασία για την απόκτηση του ασύλου το βασικό αξιοπερίεργο και παράδοξο –με βάση την προσωπική εμπειρία του γράφοντος– ήταν ότι εκείνες οι ελάχιστες σελίδες της απόφασης, διαχωρισμένης σε κεφάλαια, επιδίωκαν να συμπεριλάβουν σχεδόν όλη την εμπειρία του ξεριζωμού, τα προσωπικά και συλλογικά βιώματα των ανθρώπων, τις δυσκολίες και τις απειλές που βίωναν στις χώρες τους, το ευρύτερο πλέγμα των δικών τους συγγενικών, οικογενειακών σχέσεων που κάθε φορά συμβάλλουν στην απόφαση των ατόμων να πάρουν ένα τέτοιο ρίσκο, τα βάσανα του ταξιδιού με όλο το οικονομικό βάρος που αυτό συνεπάγεται. Τα αιτήματα ασύλου όλων των αιτούντων άσυλο, με τους οποίους είχα έρθει σε επαφή, είχαν απορριφθεί σε πρώτο ή και σε δεύτερο βαθμό.
Κατ’ αρχάς, σχετικά με την Υπηρεσία Ασύλου θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι δεν είναι αποκλειστικά και μόνο προϊόν κάποιου συγκεκριμένου εθνικού κρατικού μηχανισμού. Υπάγεται σε διεθνικούς κανονισμούς και κατευθυντήριες οδηγίες, αντλεί τα εργαλεία της από διεθνείς θεσμούς με αντικείμενο ενασχόλησης τους πληθυσμούς σε κίνηση, αποκτά (και αναπαράγει) από τα ευρωπαϊκά κέντρα μελετών τη γνώση και τις πληροφορίες που τα τελευταία παράγουν για αυτούς, για την κατάσταση στη χώρα τους και για τους συγκεκριμένους λόγους που επικαλείται ένας αιτών άσυλο την ώρα της συνέντευξης.
Διαβάζοντας προσεκτικά όλες τις αποφάσεις σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, η πρώτη ενδιαφέρουσα παρατήρηση που μπορεί να κάνει κανείς είναι το γεγονός ότι οι χειριστές των υποθέσεων, για να τεκμηριώσουν τις αποφάσεις τους επιστημονικά και μεθοδολογικά, είχαν αντλήσει πληροφορίες και γνώση από πηγές και εγχειρίδια, εκθέσεις και συνέδρια ή από ήδη υπάρχουσες δικαστικές αποφάσεις άλλων δυτικών Αρχών21. Για παράδειγμα, σε σχέση με τους Πακιστανούς που επικαλούνται τις κτηματικές διαφορές ως αιτίες εκτοπισμού από τους τόπους τους, οι πηγές των χειριστών αναφέρονταν στις εκθέσεις των κέντρων τεκμηρίωσης των ευρωπαϊκών χωρών, στις εκθέσεις διεθνών οργανισμών, αλλά όχι σε μελέτες ή σε αναλύσεις –δημοσιευμένες σε έγκυρα περιοδικά– επιστημόνων που κατάγονται από το Πακιστάν, ζουν και δραστηριοποιούνται εκεί. Το θέμα είναι ότι τέτοιου ίδιους ζητήματα αναλύονται με μεγαλύτερη σαφήνεια και εγκυρότητα από μελετητές οι οποίοι ανήκουν στο ίδιο πολιτισμικό περιβάλλον και έχουν κατά τεκμήριο μια καλύτερη εικόνα του πολιτισμικού υπόβαθρου, του βάρους, της σημασίας και των κοινωνικών διαστάσεων του προβλήματος σε αντιδιαστολή με τις μελέτες που γίνονται από την ευρωπαϊκή διανόηση22. Κατά συνέπεια παράγεται και αναπαράγεται από τον ευρωπαϊκό επιστημονικό χώρο συγκεκριμένη γνώση για τους «άλλους» λαούς – στην προκειμένη περίπτωση γνώση για τους Πακιστανούς αιτούντες άσυλο, για τη σημασία και για το εύρος των προβλημάτων στη χώρα τους, στοιχεία που εκείνοι επικαλούνται. Μήπως στο σημείο αυτό υπάρχει μια τάση δυτικοκεντρισμού σε επίπεδο παραγωγής μιας τέτοιας γνώσης, γεγονός που συνδέεται με τη θεσμική περιθωριοποίηση των αιτούντων άσυλο, οδηγώντας ενδεχομένως και μαζί με άλλους παράγοντες σε αυτήν;
Σχεδόν σε όλες τις αποφάσεις επί αίτησης διεθνούς προστασίας μια από τις βασικότερες πηγές είναι το Home Office: Country Information and Guidance23, το οποίο μέσα από δημοσιεύσεις εκθέσεων ανά χώρα καταγωγής εκδίδει οδηγίες που αποτελούν την πηγή των δεδομένων για τους χειριστές του βρετανικού συστήματος ασύλου. Οι εκθέσεις περιλαμβάνουν διάφορες οδηγίες και πληροφορίες για τις χώρες των ανθρώπων που υποχρεούνται να εγκαταλείψουν τις εστίες τους, για τις αιτίες που –βάσει πιθανοτήτων– αναμένεται να επικαλεστούν αυτοί προκειμένου να υπαχθούν στο καθεστώς του πρόσφυγα, κατηγοριοποιώντας τους σε ομάδες υψηλού κινδύνου (risk profiles). Με άλλα λόγια παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τη χώρα καταγωγής και ταυτόχρονα παράγουν οδηγίες προς τους υπαλλήλους (caseworkers) που εμπλέκονται άμεσα στη διαδικασία χορήγησης ασύλου για το πώς να χειριστούν συγκεκριμένα αιτήματα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο εξετάζονται τα δεδομένα και το κατά πόσο οι ισχυρισμοί του αιτούντος άσυλο είναι πιθανό να δικαιολογήσουν τη χορήγησή του. Επίσης, σύμφωνα με αυτόν τον οδηγό, λαμβάνονται υπόψη η αξιοπιστία των πληροφοριών, η ακρίβεια και η αντικειμενικότητά τους χρησιμοποιώντας πηγές που διασφαλίζουν την εγκυρότητα των στοιχείων24. Με την επεξεργασία λοιπόν ενός τέτοιου υλικού και μέσα από τέτοιες διαδικασίες, όπως αυτές που περιγράφτηκαν παραπάνω, οι συγκεκριμένοι κρατικοί φορείς παράγουν, υποτίθεται, έγκυρη και αντικειμενική γνώση για τις συνθήκες, τη ζωή και τα προβλήματα που υφίστανται οι άνθρωποι, για παράδειγμα, στο Πακιστάν.
Η παραπάνω διάσταση μπορεί να αναλυθεί υπό το πρίσμα της φουκωικής αντίληψης σύμφωνα με την οποία η παραγωγή της γνώσης είναι αλληλένδετη με την άσκηση της εξουσίας. Για την ακρίβεια, η εξουσία δεν νοείται ξεχωριστά από τη γνώση, αποτελούν δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Η εξουσία και οι σχέσεις εξουσίας διαχέονται σε όλο το φάσμα των κοινωνικών σχέσεων και, για να εδραιωθούν και να σταθεροποιηθούν, έχουν την ανάγκη παραγωγής, συσσώρευσης και κυκλοφορίας του λόγου25. Μέσα από αυτές τις νέες προσεγγίσεις τίθεται το ζήτημα της σχέσης της εξουσίας και του λόγου ως ενός βασικού παράγοντα που αποκρυσταλλώνει και διαμορφώνει την έννοια της Αλήθειας, της μακροφυσικής και μικροφυσικής της εξουσίας σε σχέση με την υποκειμενικότητα. Η κριτική σκέψη του Foucault πάνω στο ζήτημα του διανοητικού λόγου έθεσε τον προβληματισμό σε σχέση με τις κατηγορίες και τις ταξινομήσεις που πηγάζουν από την ακαδημαϊκή σκέψη ως έναν συγκεκριμένο συλλογισμό που ταξινομεί την ανθρώπινη συμπεριφορά και το ανθρώπινο σώμα. Έτσι, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η αντίληψη για τους «άλλους» λαούς είναι από μόνη της μια κατασκευή του δυτικού διανοητικού λόγου συνδεδεμένη με μια σειρά από εξουσιαστικές σχέσεις. Αυτή η ανάλυση άσκησε επιρροή στον Edward Said, ο οποίος τονίζει τον βαθμό και τους μηχανισμούς με τους οποίους η γνώση, όπως αυτή παράγεται και αναπαράγεται από την ευρωπαϊκή διανόηση, είναι στην ουσία εξουσία που επηρεάζει και επεκτείνεται στους μη ευρωπαϊκούς λαούς. Σε αυτό το πλαίσιο του προβλήματος βρισκόμαστε στα ίχνη από τα κατάλοιπα της αποικιοκρατίας και στην αυγή της νέας αποικιοκρατίας που αφορά έμμεσα και τους θεωρητικούς επιστημονικούς κλάδους. Η σκέψη του Said συμβάλλει στο να κατανοήσουμε πώς ο Οριενταλισμός ως ένας συγκεκριμένος τρόπος διανοητικής σκέψης διέπεται από επιστημολογικές διακρίσεις μεταξύ της Ανατολής και της Δύσης. Μέσα από τις περιγραφές και τις μελέτες ενός σώματος διανοούμενων «έχει αποδειχθεί η θεμελιώδης διάκριση μεταξύ της Ανατολής και της Δύσης ως αφετηριακό σημείο για την επεξεργασία θεωριών, επών, μυθιστορημάτων, κοινωνικών περιγραφών και πολιτικών επισκοπήσεων αναφορικά με την Ανατολή, τους ανθρώπους της, τις συνήθειες, το πνεύμα, το πεπρωμένο κτλ26». Ο βασικός παράγοντας που διαδραματίζει σημαντικό ρόλο σε αυτήν τη συνάρτηση είναι ο ακαδημαϊκός λόγος και αυτός της διανόησης γενικότερα, ο οποίος πραγματεύεται την κοινωνική ζωή και διαμορφώνει απόψεις για τον τρόπο ζωής και τα πολιτικά συστήματα, απόψεις προκατειλημμένες, υποτιμητικές και ανεύθυνες27. Με αυτό το σκεπτικό, η Υπηρεσία Ασύλου και όσοι βρίσκονται στην παραγωγή των αποφάσεων για τους «άλλους» ανθρώπους, εκείνους που έχουν έρθει από τις χώρες της Μέσης Ανατολής, της Νότιας Ασίας και της Αφρικής, κρίνουν και ζυγίζουν την ζωή των «άλλων», τους ταξινομούν σε κατηγορίες όπως πρόσφυγας, αιτών άσυλο, μετανάστης, μέσα από τον ερευνητικό φακό μίας άλλης υπηρεσίας, ευρωπαϊκής, η οποία αποτελεί το «μάτι της εξουσίας». Δεν είναι τυχαίο ότι το Home Office, τις εκθέσεις του οποίου επικαλούνται όλες οι αποφάσεις που λαμβάνει υπόψη το παρόν κείμενο, αποτελεί βρετανική υπηρεσία, υπαγόμενη σε ένα κράτος με ηγεμονική θέση στο παγκόσμιο πολιτικό στερέωμα.

Το δεύτερο ενδιαφέρον στοιχείο είναι η δομή των αποφάσεων της ελληνικής Υπηρεσίας Ασύλου στο τμήμα της ίδιας της αφήγησης του υποκειμένου. Σε αυτό το σημείο το ζήτημα παίρνει ηθικές διαστάσεις καθώς αφορά την αξιοπιστία του αιτούντος άσυλο. Η αξιοπιστία βασίζεται σε δυο παράγοντες, βάσει των οποίων μπορεί η Υπηρεσία Ασύλου να κρίνει ότι ένα αίτημα πάσχει από έλλειψη του συγκεκριμένου χαρακτηριστικού. Ο πρώτος αφορά τις εσωτερικές ασυνέπειες ή αντιφάσεις στην ιστορία που επικαλείται ο αιτών, ο δεύτερος αφορά τις εξωτερικές ασυνέπειες, δηλαδή ασυνέπειες ανάμεσα σε πραγματικά γεγονότα και στα αντικειμενικά στοιχεία που σχετίζονται με τη χώρα καταγωγής, και επηρεάζει την εκτίμηση της αληθοφάνειας ή της αλήθειας των ισχυρισμών28. Η απόφαση αποτελείται από δύο βασικά μέρη. Το πρώτο κεφάλαιο αναφέρεται στους ισχυρισμούς του αιτούντος άσυλο κατά την συνέντευξη ενώπιον της Υπηρεσίας. Σε αυτό το πλαίσιο ο αιτών καλείται να δηλώσει τα προσωπικά του στοιχεία, στοιχεία για την οικογενειακή κατάσταση, την εκπαίδευση, την κατάσταση της υγείας του, το θρήσκευμα, τους συγγενείς του και τα μέρη όπου αυτοί βρίσκονται. Στη συνέχεια, πάλι σε αυτό το κεφάλαιο, αναφέρονται οι λόγοι για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, τα πρόσωπα, τα γεγονότα, τα προβλήματα, οι απειλές και οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζει εκεί αλλά και όσοι, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, ελλοχεύουν στο ενδεχόμενο να επιστρέψει στη χώρα του. Στο δεύτερο μέρος καταγράφεται η αξιολόγηση των ισχυρισμών. Σε αυτό αρχικά γίνεται η εκτίμηση της γενικής αξιοπιστίας ή της εσωτερικής αξιοπιστίας που αφορά την προθυμία και την συνεργασία ή μη του/της αιτούντος/σας άσυλο και κρίνεται αν τα λεγόμενα χαρακτηρίζονται από συνεκτικότητα, συνέπεια, συνοχή, σαφήνεια ή από ασάφειες και αντιφάσεις. Σε αυτό το πλαίσιο κάποιες αποφάσεις αναφέρουν: «Σε γενικές γραμμές ήταν συνεργάσιμος και πρόθυμος να απαντήσει στις ερωτήσεις που του τέθηκαν. Ωστόσο, οι δηλώσεις του δεν χαρακτηρίζονται από συνεκτικότητα και συνοχή. Υπάρχουν ασάφειες και αντιφάσεις», «…η αφήγησή του υπήρξε συνεκτική, σαφής και συνεπής στην σειρά των γεγονότων», «στην αφήγησή του εκτιμάται ότι αναφέρθηκε συγκεκριμένα και με επάρκεια στην προσωπική και οικογενειακή του ζωή και παρείχε σαφείς πληροφορίες σχετικά με….», «Ο αιτών δεν υπήρξε επαρκώς αναλυτικός στις σχετικές περιγραφές του αναφορικά με την …».

Η συνέχεια αφορά την εξωτερική αξιοπιστία που προκύπτει από τη διασταύρωση των δεδομένων και των πληροφοριών με όσα συμβαίνουν στη χώρα καταγωγής. Έτσι, φαίνεται ότι η αξιοπιστία στο νομικό σύστημα χορήγησης ασύλου είναι έννοια βασική στην όλη διαδικασία. Στις αποφάσεις που λήφθηκαν υπόψη για το παρόν κείμενο, στο τελευταίο μέρος, όπου αναφέρεται η νομική βάση για την υπαγωγή στο καθεστώς του πρόσφυγα ή στο καθεστώς επικουρικής προστασίας, συνυπολογίζονται η εσωτερική και η εξωτερική αξιοπιστία και εκτιμάται αν ο φόβος της απειλής στη χώρα καταγωγής ευσταθεί ή όχι. Για παράδειγμα αναφέρουν: «Ο φόβος του αιτούντος ότι θα κινδυνεύει από…σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του δεν εκτιμάται ως βάσιμος και δικαιολογημένος», «Ο αιτών κρίνεται εν μέρει αναξιόπιστος», «…δεν προκύπτουν ουσιώδεις λόγοι ώστε να θεωρηθεί ότι αυτός κινδυνεύει να υποστεί, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του…», «Ο φόβος του δεν θεωρείται βάσιμος και δικαιολογημένος…», «Γίνονται δεκτοί οι ισχυρισμοί του αιτούντα σχετικά με τα προσωπικά του στοιχεία. Δεν γίνονται δεκτοί οι ισχυρισμοί του αιτούντος σχετικά με τις απειλές που δεχόταν από …», «Δεν προκύπτουν ουσιώδεις λόγοι ώστε να θεωρηθεί ότι αυτός κινδυνεύει να υποστεί σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής σοβαρές βλάβες», «Δεν πιθανολογείται εύλογα μελλοντικός φόβος δίωξης αυτού σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του…».

Με βάση τα παραπάνω το ζητούμενο είναι να ξέρουμε ποιος μπορεί να κρίνει αν μια πληροφορία είναι αντικειμενική ή όχι. Πώς μπορεί αυτό να επιβεβαιωθεί και να τεκμηριωθεί με στοιχεία, όπως το απαιτεί η νομική διαδικασία; Έχουν άραγε οι συντάκτες/κτριες αυτών των αποφάσεων την απαιτούμενη ενσυναίσθηση ώστε να εισχωρήσουν σε βάθος στην πραγματικότητα που χαρακτηρίζει τις χώρες των αιτούντων άσυλο; Υπήρξαν μήπως αυτόπτες μάρτυρες των απειλών που εκείνοι βίωναν; Αυτή η διάσταση του ζητήματος μας δημιουργεί εύλογα την πεποίθηση ότι οι αποφάσεις διαπνέονται από ένα πνεύμα προκατάληψης και μη κατανόησης, καθώς από τη μια συνδέουν τη διαδικασία της αξιοπιστίας με την «πραγματική αλήθεια» –γεγονός που συσκοτίζει τη διάκριση μεταξύ της αξιοπιστίας και των αποδεδειγμένων στοιχείων29– και από την άλλη υπάρχει ήδη ένα διαμορφωμένο ιδιαίτερο περιβάλλον στη διαδικασία, ειδικά όταν οι αιτούντες άσυλο προέρχονται από πολιτισμικό περιβάλλον και υπόβαθρο διαφορετικό από εκείνο των υπαλλήλων30. Είναι γεγονός ότι οι αιτούντες άσυλο καλούνται να αποδείξουν τον κίνδυνο και τις απειλές που υφίστανται στην χώρα τους, ωστόσο από τη στιγμή που δεν έχουν τη δυνατότητα να το τεκμηριώσουν με έγγραφα, οι αποφάσεις εξαρτώνται, όπως είπαμε προηγουμένως, από τις εκτιμήσεις των θεσμών που παράγουν λόγο για την κατάσταση στη χώρα τους. Από τη στιγμή που η εκτίμηση αξιοπιστίας είναι αρκετή και δεν απαιτείται η προσκόμιση αποδεικτικών εγγράφων, καθώς εννοείται πως οι άνθρωποι που έχουν εγκαταλείψει τις εστίες τους με εσπευσμένες διαδικασίες δεν έχουν τη δυνατότητα να προσκομίσουν έγγραφα που να αποδεικνύουν με λεπτομέρειες όχι μόνο τα προσωπικά στοιχεία αλλά και τις απειλές που δέχονται, το πλέγμα της διαδικασίας της εκτίμησης της αξιοπιστίας ενδέχεται να διέπεται από αυθαιρεσία και προκατάληψη31. Το πολιτισμικό χάσμα και το διαφορετικό πολιτισμικό υπόβαθρο συσχετιζόμενα με την επιρροή του θεσμού που έχει λόγο για την αξιολόγηση της κατάστασης στις χώρες των αιτούντων άσυλο αποτελούν βασικούς παράγοντες ενίσχυσης του προβληματισμού γύρω από την ορθότητα και το ακριβοδίκαιο των αποφάσεων· ούτε οι άμεσα εμπλεκόμενοι υπάλληλοι ούτε ο θεσμός μπορούν να μας παρέχουν μια πλήρη εικόνα για το εύρος των προβλημάτων, των καταστάσεων και των απειλών που υφίστανται οι άνθρωποι στις χώρες τους, με αποτέλεσμα να παραγνωρίζουν τη σημασία που έχει για έναν άνθρωπο η αφήγηση της προσωπικής του ιστορίας.
Σημείωση: Αυτό το κείμενο δεν θα μπορούσε να ολοκληρωθεί χωρίς τη συμβολή των αιτούντων άσυλο με τους οποίους βρεθήκαμε, επικοινωνήσαμε, ζήσαμε από κοινού στιγμές· μοιράστηκαν μαζί μου τις δικές τους ανησυχίες, τις στεναχώριες, τα προβλήματα που βίωσαν και εξακολουθούν να βιώνουν ακόμη και σήμερα. Τους ευχαριστώ από καρδιάς για την εμπιστοσύνη τους. Επίσης ευχαριστώ ιδιαίτερα τη δικηγόρο Αγγελική Σεραφείμ για τις χρήσιμες συμβουλές και τα σχόλιά της πάνω σε θέματα που αφορούν τη διαδικασία χορήγησης ασύλου αλλά και γενικότερες νομικές διαδικασίες.

Γλωσσική επιμέλεια-διόρθωση: Αρετή Μουσουλιώτη


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου