Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2018

27 χρόνια από την κατάρρευση του παλινορθωμένου καπιταλισμού της «ΕΣΣΔ». Το «τέλος της ιστορίας» δεν ήρθε ακόμα

Συμπληρώθηκαν ακριβώς 27 χρόνια από τότε που ο πρώην πρόεδρος της «Σοβιετικής Ενωσης» Μιχαήλ Γκορμπατσόφαναγνώρισε επίσημα το τέλος του συστήματος που συνδέθηκε με τις μεγαλύτερες επαναστατικές παραδόσεις της εργατικής τάξης παγκόσμια.
Στις 26 Δεκέμβρη του 1991, η κόκκινη σημαία με το σφυροδρέπανο κατέβηκε από το Κρεμλίνο και ο Γκορμπατσόφ υπέβαλε την παραίτησή του, παραδίδοντας την εξουσία στον Μπορίς Γέλτσιν. Ο Γέλτσιν ήταν επίσης πριν από μερικά χρόνια μέλος του πολιτικού γραφείου του «ΚΚΣΕ», όμως παραιτήθηκε για να πρωτοστατήσει στην αποκατάσταση ενός καπιταλισμού δυτικού τύπου στην «ΕΣΣΔ». Αυτό ήταν το κύκνειο άσμα της περιβόητης «Περεστρόικα», που είχε ξεκινήσει λίγα χρόνια πριν και κατέληξε στο τέλος της «Σοβιετικής Ενωσης».
Η παλινόρθωση του καπιταλισμού στην ΕΣΣΔ αποτέλεσε σημείο μεγάλων αντιπαραθέσεων μέσα στο κομμουνιστικό κίνημα, οι οποίες δεν μπορούν να περιοριστούν στα περιορισμένα πλαίσια μιας εφημερίδας [1]. Θα επιχειρήσουμε μόνο μια συνοπτική αναφορά στα όσα διαδραματίστηκαν στην πρώτη χώρα του σοσιαλισμού και στο πώς αυτή μετατράπηκε πρώτα σε μια κρατικο-καπιταλιστική και σοσιαλ-ιμπεριαλιστική οντότητα, για να καταλήξει σε μία κλασικού τύπου ιμπεριαλιστική χώρα με ιδιαίτερη βαρύτητα μέχρι και σήμερα στη διεθνή σκακιέρα.
Μη μπορώντας να κατανοήσουν ότι ο σοσιαλισμός μπορεί να ανατραπεί από τα «μέσα» (μέχρι τότε ο κίνδυνος της παλινόρθωσης εντοπιζόταν κυρίως στην εξωτερική παρέμβαση), πολλοί κομμουνιστές παγιδεύτηκαν στη λογική της υποστήριξης μιας «Σοβιετικής Ενωσης» που ελάχιστα κοινά είχε με τη Σοβιετική Ενωση των Λένιν και Στάλιν. Ταυτόχρονα, τα κομμουνιστικά κόμματα μετατράπηκαν από οργανώσεις της πρωτοπορίας της εργατικής τάξης σε πρακτορεία μίας σοσιαλ-ιμπεριαλιστικής πολιτικής που προβοκάρισε όσο κανένας άλλος τα κομμουνιστικά ιδανικά.
Πέρα απ’ αυτούς που αποδέχτηκαν το σοβιετικό σοσιαλ-ιμπεριαλισμό, άλλοι διέγραψαν εξολοκλήρου όλη την επαναστατική ιστορία της Σοβιετικής Ενωσης, η οποία μέσα σε δύο δεκαετίες (το μεσοδιάστημα μεταξύ δύο Παγκόσμιων Πολέμων) κατόρθωσε να πετύχει τόσα πράγματα υπέρ της εργατικής τάξης και της φτωχομεσαίας αγροτιάς που δεν έχουν επιτευχθεί από καμία επαναστατική εξουσία πουθενά στον κόσμο.
Ομως, μια ιστορική αποτίμηση του τι πέτυχε και πώς έχασε η πρώτη σοσιαλιστική επανάσταση στον κόσμο, θα πρέπει να αποφύγει τις εύκολες απαντήσεις, οι οποίες συνήθως γίνονται χωρίς σοβαρή τεκμηρίωση με γνώμονα τις πολιτικές σκοπιμότητες του καθένα.
Πέτυχε κάτι ο σοσιαλισμός;
Μπορεί σήμερα, τόσες δεκαετίες μετά, πολλοί να αναρωτιούνται αν είχαν αξία όλες οι θυσίες και οι αγώνες που έδωσε η εργατική τάξη, έχοντας στο μυαλό τους τους «σοσιαλισμούς» που κατέρρευσαν (ψευτοκομμουνιστικά καθεστώτα του λεγόμενου ανατολικού μπλοκ) ή εξακολουθούν να λεκιάζουν αυτό το κοινωνικό σύστημα (όπως ο κινέζικος, ο βορειοκορεάτικος ή ο κουβανέζικος «σοσιαλισμός») ή ακόμα και το «σοσιαλισμό του 21ου αιώνα» του Τσάβες στη Βενεζουέλα, που αποδείχτηκε φιάσκο και τώρα καταρρέει, όμως η αλήθεια είναι ότι η διεθνής ακτινοβολία της Σοβιετικής Ενωσης δε θα υπήρχε, αν το προλεταριάτο δεν πετύχαινε τόσα πράγματα μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Γιατί το χρονικό διάστημα που οικοδομήθηκε ο σοσιαλισμός στην ΕΣΣΔ ζήτημα είναι αν ξεπέρασε τις δύο δεκαετίες ειρηνικής περιόδου. Ομως, αυτές οι δύο δεκαετίες, που μπορεί να φαίνονται σημαντικό χρονικό διάστημα για τη ζωή σε ατομικό επίπεδο, σε ιστορικό επίπεδο αποτελούν ελάχιστο χρόνο, ιδιαίτερα αν συνυπολογιστούν τα καθήκοντα που είχαν τεθεί.
Οι μπολσεβίκοι κατόρθωσαν ν’ ανορθώσουν μια κατεστραμμένη από τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο και την ιμπεριαλιστική επέμβαση οικονομία, να οργανώσουν σε εθελοντική συνεταιριστική βάση (και όχι βίαιη, όπως τόσο διαστρεβλωμένα παρουσιάζουν οι θιασώτες της καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων) τα διάσπαρτα αγροτικά νοικοκυριά, να εκβιομηχανίσουν τη χώρα για να πετύχουν επάρκεια φτηνών αγαθών, κι όλα αυτά κόντρα στις επιβιώσεις του καπιταλισμού στις συνειδήσεις των ανθρώπων, ιδιαίτερα των πλατιών μαζών των αγροτών-μικροϊδιοκτητών και την τεράστια δύναμη της συνήθειας που αυτοί κουβαλούσαν, πράγματα που δεν μπορούσαν να ξεπεραστούν από τη μια στιγμή στην άλλη, κόντρα στην αντίσταση των πλούσιων αγροτών (κουλάκων), που έβλεπαν εχθρικά τους συνεταιρισμούς (κολχόζ), και σε ένα διεθνές κλίμα εχθρότητας από τον καπιταλιστικό περίγυρο, που εκμεταλλευόταν τις όποιες αδυναμίες ή λάθη της νεαρής σοβιετικής δημοκρατίας για να την αφανίσει. Παράλληλα, οι μπολσεβίκοι κατόρθωσαν να αναπτύξουν έναν άλλο τρόπο δουλειάς, μέσω της άμιλλας και όχι του ανταγωνισμού.
Αναφέρει ο -δηλωμένος αντισταλινικός- γάλλος συγγραφέας Λουί Αραγκόν στο έργο του «Παράλληλη Ιστορία»: «Το 1946, οι εργάτες και οι τεχνικοί έκαναν πέντε εκατομμύρια προτάσεις, βρίσκοντας παραγωγικότερες μεθόδους εργασίας. Η εξάπλωση του κινήματος της σοσιαλιστικής άμιλλας, που ξαναμπήκε σε εφαρμογή από το Μάιο, ύστερα από πρωτοβουλία των μεταλλουργών του εργοστασίου Κύροβ της Μακέγιεβκα και στην οποία πήραν σε λίγο μέρος τα ανθρακωρυχεία, τα υφαντουργεία, οι μεταφορές, η ελαφρά βιομηχανία, η βιομηχανία αυτοκινήτων, η βιομηχανία πετρελαίου και τροφίμων, οι οικοδόμοι κλπ, δείχνει ότι η σοβιετική δημοκρατία λειτουργούσε σωστά την εποχή εκείνη, παρόλο που είχε δεχτεί καίρια χτυπήματα στον κυβερνητικό μηχανισμό. Το 1946 το 80% των εργατών πήραν μέρος στο κίνημα της σοσιαλιστικής άμιλλας».
Οι εργάτες ωφελήθηκαν από αυτό το κίνημα. Γιατί η άνοδος της παραγωγικότητας της εργασίας δεν πήγε στις τσέπες των αφεντικών, αλλά στις δικές τους, αφού το 1952 οι τιμές των τροφίμων και βιομηχανικών προϊόντων ήταν κατά μέσο όρο δύο φορές χαμηλότερες από όσο ήταν το 1947, ενώ το πραγματικό εισόδημα των εργατών και υπαλλήλων ήταν το 1951 κατά 57% μεγαλύτερο από το 1940 και των αγροτών κατά 60%. Το δε δελτίο στα τρόφιμα (που δημιουργούσε ατέλειωτες ουρές στα χρόνια πριν από την κατάρρευση του παλινορθωμένου καπιταλισμού το ’91) είχε καταργηθεί από το Δεκέμβρη του 1947 [3].
Χωρίς την επάρκεια αγαθών, χωρίς την ικανοποίηση των ολοένα αυξανόμενων υλικών αναγκών της εργαζόμενης κοινωνίας, κάθε λέξη για σοσιαλισμό είναι κενό γράμμα. Ο σοσιαλισμός δεν είναι μοίρασμα της φτώχειας, όπως εντελώς διαστρεβλωμένα τον παρουσιάζουν οι επικριτές του, αλλά η ικανοποίηση των διαρκώς αυξανόμενων υλικών και πολιτιστικών αναγκών της κοινωνίας, πάνω στη βάση της πιο υψηλής τεχνικής. Οι ηγέτες των μπολσεβίκων το γνώριζαν αυτό και το επεσήμαιναν συνεχώς.
Ο σοσιαλισμός είναι η πρώτη φάση της οικοδόμησης μιας νέας κομμουνιστικής κοινωνίας. Οπως τόνιζε ο Μαρξ, «εδώ έχουμε να κάνουμε με μια κομμουνιστική κοινωνία, όχι όπως έχει εξελιχθεί πάνω στη δική της βάση, αλλά αντίθετα όπως ακριβώς προβάλλει από την καπιταλιστική κοινωνία, με μία κομμουνιστική κοινωνία, επομένως, που από κάθε άποψη, οικονομικά, ηθικά, πνευματικά, είναι γεμάτη με τα σημάδια της παλιάς κοινωνίας, που από τους κόλπους της βγήκε» [2].
Η παλινόρθωση του καπιταλισμού
Η κατάρρευση που έγινε το 1991 δεν ήταν η κατάρρευση του σοσιαλισμού. Για όσους δεν θέλησαν να σταθούν στην επιφάνεια των γεγονότων, ο σοσιαλισμός στη Σοβιετική Ενωση δεν κατέρρευσε το Δεκέμβρη του 1991, αλλά τέσσερις δεκαετίες πριν, όταν στην ηγεσία του ΚΚΣΕ ανέβηκε ο Νικήτα Χρουτσιόφ.
Οι ανατροπές που συντελέστηκαν από τα μέσα της δεκαετίας του ’50, με την άνοδο του Νικήτα Χρουτσιόφ στην εξουσία, έφεραν τα πάνω κάτω στη σοβιετική κοινωνία. Η επίθεση των δυνάμεων που εξέφραζε ο Χρουτσιόφ (η οποία κατά τον Χρουτσιόφ ξεκίνησε ενάντια στο «δικτατορικό» καθεστώς που υποτίθεται ότι επιβλήθηκε από τον «αιμοσταγή» Στάλιν, σύμφωνα με αυτά που αναφέρει στη μυστική έκθεση στο 20ό συνέδριο του ΚΚΣΕ το 1956, για την οποία θα μιλήσουμε στο επόμενο φύλλο) επικεντρώθηκε αρχικά στην αγροτική οικονομία. Ηδη, από το Σεπτέμβρη του 1953 η ΚΕ του ΚΚΣΕ αποφάσισε εντελώς τυχοδιωκτικά ν’ αυξήσει μαζικά την καλλιεργήσιμη επιφάνεια ξεχερσώνοντας νέα εδάφη. Τα έξοδα των ξεχερσωμάτων φορτώθηκαν στην πλειοψηφία τους στα κολχόζ (τους συνεταιρισμούς της αγροτιάς, δηλαδή), ενώ το κράτος μείωσε δραματικά τις επενδύσεις του στην αγροτική οικονομία. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι στα χρόνια 1946-51 επενδύθηκαν 180 δισ. ρούβλια, ποσό που προβλεπόταν να υπερδιπλασιαστεί (380 δισ.) την πενταετία 1951-55. Ξέρετε πόσα επενδύθηκαν στο σύνολο της οικονομίας το 1956-60; Μόλις 100 δισ. ρούβλια [3]!
Το 1956 αποφασίζουν μάλιστα να φορτώσουν στα κολχόζ τα έξοδα για την κατασκευή κτιρίων, λεσχών, παιδικών σταθμών κ.λπ. κάνοντας νέα αφαίμαξη στα οικονομικά τους, ενώ το Μάρτη του 1958 αποφασίζουν να πουλήσουν τα τρακτέρ και τις μηχανές στα κολχόζ, υποστηρίζοντας ότι «τώρα που η πλειοψηφία των κολχόζ είναι σε θέση να προμηθευτεί και να χρησιμοποιήσει σωστά και πιο παραγωγικά τα τρακτέρ, τα κομπάιν και τις άλλες γεωργικές μηχανές, επιβάλλεται να αρχίσει η πούληση των μηχανών αυτών στα κολχόζ»! [4]
Τι σήμαινε αυτό; Ο,τι ακριβώς προειδοποιούσε ο Στάλιν το 1952 στο έργο του «Οικονομικά προβλήματα του Σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ»: «Μπορούν, άραγε, να σηκώσουν αυτά τα έξοδα τα κολχόζ μας κι αν ακόμα ήταν εκατομμυριούχα; Οχι, δεν μπορούν, γιατί δε βρίσκονται σε θέση να αναλάβουν έξοδα δισεκατομμυρίων, που μπορούν να ξεπληρωθούν μονάχα ύστερα από 6-8 χρόνια. Τα έξοδα αυτά μπορεί να τ’ αναλάβει μονάχα το κράτος, γιατί αυτό και μόνο αυτό είναι σε θέση να σηκώσει πάνω του τις ζημιές από την εκτόπιση των παλιών μηχανών και την αντικατάσταση τους από νέες, γιατί αυτό και μόνο αυτό είναι σε θέση να αντέξει αυτές τις ζημιές επί 6 ως 8 χρόνια, με σκοπό να βγάλει τα έξοδα του στο τέλος αυτού του χρονικού διαστήματος. Τι σημαίνει ύστερα από όλα αυτά το να ζητάμε να πουληθούν οι μηχανοτρακτερικοί σταθμοί στα κολχόζ, σαν ιδιοκτησία τους; Αυτό σημαίνει, να οδηγήσουμε τα κολχόζ σε μεγάλες ζημιές και να τα καταστρέψουμε, να υπονομεύσουμε την εκμηχάνιση της αγροτικής οικονομίας, να κατεβάσουμε τους ρυθμούς της κολχόζνικης παραγωγής». [5]
Στο ίδιο έργο, αναφέρονταν ακόμα πιο συγκεκριμένα τα αποτελέσματα που θα είχε μια τέτοια πολιτική: «Το αποτέλεσμα θα ήταν, πρώτα-πρώτα, ότι τα κολχόζ θα γίνονταν ιδιοκτήτες των βασικών εργαλείων παραγωγής, θα καταλήγανε, δηλαδή, να βρίσκονται σε μια ιδιότυπη κατάσταση, στην οποία δε βρίσκεται καμιά επιχείρηση στη χώρα μας, γιατί, όπως είναι γνωστό, ακόμα κι οι εθνικοποιημένες επιχειρήσεις δεν είναι σ’ εμάς ιδιοκτήτες των εργαλείων παραγωγής… Μπορούμε, άραγε, να πούμε ότι μια τέτοια κατάσταση θα συντελούσε στην ανύψωση της κολχόζνικης ιδιοκτησίας μέχρι το επίπεδο της κοινωνικής ιδιοκτησίας, ότι θα επιτάχυνε το πέρασμα της κοινωνίας μας από το σοσιαλισμό στον κομμουνισμό; Δε θα ήταν πιο σωστό να πούμε ότι μια τέτοια κατάσταση θα μπορούσε μονάχα να απομακρύνει την κολχόζνικη ιδιοκτησία από την κοινωνική ιδιοκτησία κι ότι θα οδηγούσε όχι στο πλησίασμα προς τον κομμουνισμό, αλλά αντίθετα στην απομάκρυνση απ’ αυτόν;»[5] (οι εμφάσεις δικές μας).
Η ζωή έδειξε πόσο δίκιο είχε ο Στάλιν σε αυτές τις επισημάνσεις. Τα οικονομικά αποτελέσματα μιλούν από μόνα τους. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το 1952 η παραγωγή σταριού ήταν 131 εκατ. τόνους, ενώ στα χρόνια 1956-60 κατά μέσο όρο 121.5 και το 1961-65 έφτασε τα 130.2 κι ας υποσχόταν η κλίκα Χρουτσιόφ ότι το 1960 η παραγωγή σταριού θα έφτανε τους 180 εκ. τόνους! Αντί γι’ αυτό, το 1965 δεν είχαν πιάσει ούτε την παραγωγή του 1952! [3]
Τον ίδιο δρόμο ακολούθησε η κλίκα Χρουτσιόφ και στη βιομηχανία. Μείωσαν τις επενδύσεις στις ακριτικές δημοκρατίες για να εξοικονομήσουν λεφτά για το κυνηγητό των εξοπλισμών και αναγόρευσαν το υλικό κίνητρο σε βασικό μοχλό για την άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας, αποβλέποντας στο άνοιγμα της ψαλίδας των μισθών ανάμεσα σε διευθυντικά στελέχη και τους εργαζόμενους. Η σοσιαλιστική άμιλλα, η κομμουνιστική ηθική, η κριτική και αυτοκριτική θεωρούνταν… ξεπερασμένες! Τα κεφάλαια αρχίζουν να πηγαίνουν στην πολεμική και την ελαφριά βιομηχανία, που δίνουν εύκολο και γρήγορο κέρδος. Την ίδια στιγμή, ο Χρουτσιόφ διακήρυσσε ότι η ΕΣΣΔ βαδίζει προς την πλέρια οικοδόμηση του… κομμουνισμού! Τα αρνητικά οικονομικά αποτελέσματα αυτής της πολιτικής στοίχισαν στον Χρουτσιόφ τη θέση του, ενώ το 23ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, το Μάρτη του 1965, παραδέχτηκε ότι «δεν μπορέσαμε να εκπληρώσουμε τα καθήκοντα του εφτάχρονου σχεδίου σε μερικούς σπουδαίους δείκτες» και ότι «τα τελευταία χρόνια άρχισαν να εκδηλώνονται ορισμένα αρνητικά φαινόμενα, όπως είναι η επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης της παραγωγής και της παραγωγικότητας της εργασίας». [6]
Η αποδοχή της οικονομικής αποτυχίας από την άποψη των δεικτών ανάπτυξης της σοβιετικής οικονομίας, που χρεώθηκε στον Χρουτσιόφ από τον Μπρέζνιεφ, δεν έγινε για να διορθωθεί ο ολισθηρός δρόμος προς τον καπιταλισμό, που είχε πάρει η Σοβιετική Ενωση, αλλά για να συνεχιστεί και να εδραιωθεί αυτή η πορεία, υπό την κλίκα Μπρέζνιεφ αυτή τη φορά, μετατρέποντας την Σοβιετική Ενωση σε μια χώρα όχι μόνο κρατικο-καπιταλιστική αλλά σοσιαλ-ιμπεριαλιστική.

ΠΗΓΗ: κόντρα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου