Θεσσαλονίκη 1931 η Ιερουσαλήμ
των Βαλκανίων όπως συνήθιζαν να την αποκαλούν ένα μωσαϊκό από Έλληνες Εβραίους
Βούλγαρους Ρουμάνους εργατικό προλεταριάτο κατά πλειοψηφία.
29 Ιούνη 1931 ένα άλλο πογκρόμ στην συνοικία ΚΑΜΠΕΛ στην Καλαμαριά στην
σημερινή οδό Εθνικής Αντιστάσεως στη
Θεσσαλονίκη αυτή τη φορά το μεγαλύτερο αντισημιτικό πογκρόμ στην Ιστορία του
Ελληνικού έθνους. Αντισημίτες φασίστες παρακρατικοί και λογής λογής κατακάθια
της αντισημιτικής και αντικομουνιστικής
οργάνωσης ΕΕΕ τους γνωστούς χαλυβδόκρανους καίνε λεηλατούν σκοτώνουν
βιαιοπραγούν εναντίον φτωχών εργατών και αμάχων μεταξύ όλων αυτών και δύο
νεκροί ένας Έλληνας φούρναρης ο Λεωνίδας Παππάς και ο Εβραίος Λεόν Βιδάλ . Στην
συνοικία ζούσαν 210 οικογένειες 780
άνθρωποι υπήρχαν καταστήματα σχολείο φαρμακείο και τόποι θρησκευτικής λατρείας
τα οποία πυρπολήθηκαν και καταστράφηκαν όλα .
«Η Θεσσαλονίκη έχει ανάγκην εθνικιστικών οργανώσεων και προς
τας οργανώσεις ταύτας η Κυβέρνησής οφείλει να παρέχει ενθάρρυνσίν και προστασία»
(«Καθημερινή» 26/6/1931)
Από το βιβλίο του
Μιχάλη Τρεμόπουλου «Τα τρία ΕΕΕ και ο εμπρησμός του Κάμπελ», διαβάζουμε τα
παρακάτω «Αυτό το αιματηρό ξέσπασμα οργανωμένων ομάδων με στόχο έναν συνοικισμό
φτωχών Εβραίων της πόλης δεν ταιριάζει με τις επίσημες και επί χρόνια
επαναλαμβανόμενες διακηρύξεις ότι ο ρατσισμός και ειδικά ο αντισημιτισμός δεν
έχουν θέση στην Ελλάδα ή έστω ότι είναι εντελώς περιθωριακά φαινόμενα.»
«Ολος ο κόσμος γνωρίζει ότι εις την Ελλάδα δεν υπάρχει
αντισημιτισμός» έγραφε η «Μακεδονία» στις 25/6/1931, μόλις τέσσερις μέρες πριν
από την κορύφωση του πογκρόμ, στο οποίο η ίδια πρωτοστάτησε.
Αυτά έγραφε η «Καθημερινή» στις 26/6/1931, τρεις μέρες πριν
από την κορύφωση του πογκρόμ
Ο επίλογος του
πογκρόμ. Ενα χρόνο μετά το Κάμπελ μετατρέπεται στον προσφυγικό συνοικισμό
«Στυλιανού Γονατά» (νυν Ναυάρχου Βότση). Τα εγκαίνια της «πλατείας Λ.
Ιασωνίδου» (1932) από τον μητροπολίτη Γεννάδιο, τον γενικό διοικητή Μακεδονίας
Γονατά και τον τιμώμενο (βουλευτή) Λεωνίδα Ιασωνίδη | Μ. ΤΡΕΜΟΠΟΥΛΟΣ, «ΤΑ ΤΡΙΑ
Ε» (2018).Ενδιαφέρον είναι και το γεγονός ότι, όπως παρατηρεί ο Τρεμόπουλος,
«την ίδια στιγμή που η Βουλή καταδίκαζε και ο Τύπος διχαζόταν για τις ευθύνες
και τα αίτια του πογκρόμ εναντίον των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, κάποιες
υπηρεσίες του κράτους είχαν τη δική τους ατζέντα και άποψη. Είναι
χαρακτηριστικό ένα από τα εμπιστευτικά υπομνήματα του διευθυντή του γραφείου
Τύπου Θεσσαλονίκης Ι. Μινάρδου, δηλαδή του επικεφαλής της υπηρεσίας πληροφοριών
του υπουργείου Εξωτερικών, που παρακολουθούσε τις εξελίξεις στην εβραϊκή
κοινότητα και μετέφραζε τον εβραϊκό Τύπο της πόλης. Ο Μινάρδος, στις 5 Ιουλίου
1931, αναλύοντας το πλαίσιο του εμπρησμού του Κάμπελ, θεωρούσε ως αιτία τις επί
σειρά ετών εβραϊκές “προκλήσεις” προς τα αισθήματα των Ελλήνων. Τέθηκε θέμα να
διωχτεί ως φυσικός αυτουργός, αλλά απαλλάχτηκε με άνωθεν εντολή». Και δυστυχώς όπως και σήμερα έτσι και τότε τα
μέσα ενημέρωσης πάσχιζαν να δικαιολογήσουν τη στάση των Τριεψιλιτών: «Ο
εμπρησμός του συνοικισμού του Κάμπελ θα επρολαμβάνετο αν εις την έξαψιν των
εθνικών οργανώσεων οι Ισραηλίται δεν αντέτασσον την όλως προκλητικήν των
στάσιν....» έγραφε το φιλελεύθερο «Ελεύθερον Βήμα» την επομένη του πογκρόμ
(1/7/1931).
Η κραυγή του Σικελιανού
Μία βδομάδα μετά το
πογκρόμ δημοσιεύτηκε στο «Ελεύθερον Βήμα» ένα εκτενές άρθρο του Αγγελου
Σικελιανού, με τίτλο «Αφορμαί και αίτια» και υπέρτιτλο «Μετά τα γεγονότα» (6/7/1931).
Ούτε «Κάμπελ», ούτε «Θεσσαλονίκη» στον τίτλο. Ο Σικελιανός απευθυνόταν σε όσους
θεωρούσε ότι μπορεί να τον ακούσουν. Ομως το άρθρο αυτό, παρά το γεγονός ότι
προέρχεται από έναν συντηρητικό και ασφαλώς «ελληνόφρονα» διανοητή,
περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία μιας απάντησης στο εθνικιστικό πάθος με το οποίο
καλύπτεται ο δολοφονικός ρατσισμός, εν προκειμένω ο αντισημιτισμός. Δεν
ακούστηκε ο Σικελιανός τότε. Εχει όμως σημασία να διαβαστεί σήμερα.
«Τα τελευταία
επεισόδια, τα oποία έλαβον χώραν εις Θεσσαλονίκην μεταξύ Ισραηλιτών και
Ελλήνων, επαναφέρουν απροόπτως επί τάπητος εν σκολιόν ιστορικόν θέμα, το οποίον
από πολλού θα ώφειλε να είχε διευκρινισθή εξ ολοκλήρου εις την συνείδησιν των
ανθρώπων, αλλά το οποίον, δυστυχώς, δεν έπαυσε ν’ αποτελή εν από τα κυριότατα
κριτήρια της πρωτογόνου καταστάσεως, εις την οποίαν η γενική εκπαίδευσις του
συγχρόνου μας πολιτισμού αφήκε και εξακολουθεί να αφήνη το πνεύμα των
ευρωπαϊκών λαών απέναντι όλων των άλλων και συγκεκριμένως, εις την περίπτωσιν
αυτήν, απέναντι του λαού του Ισραήλ.
Δεν σκοπεύομεν εις το άρθρον αυτό να επιρρίψωμεν ακεραίαν
την ευθύνην των τελευταίων επεισοδίων ούτε εις τους Ελληνας, ούτε εις τους
Ισραηλίτας, διότι [εις] ζητήματα παρομοίας φύσεως, κατά τα οποία τον πρωτεύοντα
ρόλον παίζει εις εκατέρωθεν ακούσιος και συνεπώς ορμήλατος αγνωστικισμός,
ουδείς ποτέ έχει δίκαιον και ουδείς ποτέ έχει άδικον.
Αλλά, θ’ αντείπη τις εκ των ημετέρων, αι αφορμαί αι
προκαλέσασαι τα επεισόδια ταύτα εκ μέρους των Ελλήνων ήσαν αμέσως πολιτικοί,
εθνικαί και, επομένως, το δίκαιον είναι ολόκληρον υπέρ ημών. Δυστυχώς όμως,
ουδείς σοβαρώς και τιμίως σκεπτόμενος θα επείθετο ότι αι αφορμαί αύται,
διδόμεναι από οιονδήποτε άλλον λαόν εκτός του Ισραηλιτικού, θα επροκάλουν παρομοίας
αυτοδίκους σκηνάς. Οσονδήποτε εάν αι αφορμαί αύται ήσαν σοβαραί, εις περίπτωσιν
κατά την οποίαν θα ήτο άλλος ο προκαλών λαός, η λύσις των διαφορών θα
επεδιώκετο αναμφιβόλως δι’ άλλης οδού. Αλλαι, άρα, αι αφορμαί και άλλα τα
αίτια.
Καθήκον, ώστε, παντός γνησίως ιστορικώς σκεπτομένου είναι να
βοηθήση, παραμερίζων τας εφημέρους αφορμάς, εις την οριστικήν άρσιν προ παντός
των λανθανόντων αιτίων, τα οποία επροκάλεσαν τα μεταξύ Ισραηλιτών και Ελλήνων
επεισόδια, το δε λιτόν περιεχόμενον του παρόντος άρθρου δεν αποσκοπεί άλλο τι ή
να δώση προς πάντας, αλλά προ παντός προς τους Ελληνας φοιτητάς της
Θεσσαλονίκης, ως προς γνησίους φορείς των ιστορικών και πνευματικών ευθυνών της
εποχής μας, ένα απλούν υπαινιγμόν ως προς την ανάγκην της οριστικής άρσεως, εκ
της συνειδήσεώς των, των αιτίων αυτών. Διότι ασφαλώς είναι τρομερόν να
σκέπτεται τις ότι εις τας ημέρας μας, κατά τας οποίας εις την μεταξύ των λαών
επαφήν επιβάλλεται προ παντός άλλου η ακεραία πνευματική και ιστορική επίγνωσις
της αποστολής ενός εκάστου, τα στελέχη ενός συγχρόνου υπευθύνου διανοητικού
οργανισμού, ως ούτος είναι το Πανεπιστήμιον Θεσσαλονίκης, επιτρέπουν εις εαυτά
να παρατείνουν ιστορικάς και πνευματικάς παρεξηγήσεις, σφραγιζομένας από τον
μάλλον άστοχον και ωμόν αναχρονισμόν.
Γνωστός είναι εις πάντας ο μύθος του περιπλανωμένου
Ιουδαίου, ερμηνευόμενος κατά την φαντασίαν ενός εκάστου, αλλά του οποίου η
βαθυτέρα σημασία διαφεύγει δυστυχώς μέχρι σήμερον τους πολλούς.
Από των απωτάτων λοιπόν αιώνων και πολύ προ του Μωυσέως, το
ερευνητικόν ως προς τας καταγωγάς βλέμμα διακρίνει μίαν κελτικήν κατά βάθος
φυλήν, συνδυασθείσαν βραδύτερον προς άλλας ασιατικάς ή αφρικανικάς, η οποία από
καταβολής των αιώνων, ασύμβλητος προς πάσαν μηχανικήν πολιτικήν και προς πάσαν
τυραννικήν κυβέρνησιν, προχωρούσα από πολιτισμού εις πολιτισμόν και από κοινωνίας
εις κοινωνίαν, διά μέσου των ερήμων, των ορέων και των θαλασσών, διατηρεί εις
το βάθος της το σπέρμα μιας αμειώτου εσωτερικής ελευθερίας και τον ψίθυρον ενός
παναρχαίου κοινωνικού συνθήματος, το οποίον από τόπου εις τόπον και από αιώνος
εις αιώνα αναταράσσει ευεργετικώς πάντοτε τα λιμνάζοντα ύδατα των παρηκμασμένων
πολιτισμών. Διότι από της προϊστορικής εκκινήσεώς της μέχρι της πρώτης
πατριαρχικής αυτής εξόδου από της Βαβυλώνος της Σεμιράμιδος και πολύ πέραν της
άλλης εξόδου αυτής από της Αιγύπτου, της συντελεσθείσης υπό την κολοσσιαίαν
μωσαϊκήν επιταγήν, η φυλή αύτη αναπτύσσει ασφαλώς, παραλλήλως προς την
τεραστίαν οικονομικήν εμπειρίαν, η οποία είναι και το κύριον γνώρισμά της -και
χάρις εις την οποίαν δύναται να εγκαθίσταται οπουδήποτε της γης μετ’ ασυζητήτου
κύρους- μίαν ακαταμάχητον ενέργειαν προς συγχώνευσιν των πολιτικών διαιρέσεων
και ουσιαστικωτέραν ένωσιν των πνευματικών και υλικών συμφερόντων των λαών
μεταξύ των οποίων παροικεί. Την μεγαλυτέραν απόδειξιν της ενεργείας ταύτης δεν
θα μας δώση βεβαίως τόσον η εξιστόρησις της εθνικής ζωής της φυλής ταύτης, όσον
η τραγική ιστορία αυτής, από της στιγμής κατά την οποίαν, εστερημένη οιασδήποτε
πολιτικής ζωής και οιουδήποτε εθνικού εδάφους, αναλαμβάνει, θα έλεγέ τις, αντ’
αυτών, ολόκληρον την οργανικήν παράδοσιν της ανθρωπότητος, επανευρίσκει
πτέρυγας πολύ μεγαλυτέρας από τας εθνικάς πτέρυγάς της και κατορθώνει να υψωθή
και να επιζήση ως φυλή και ως έννοια οργανική και ακεραία, υπεράνω όλων των
κατ’ αυτής ακατονομάστων διώξεων και όλων των ιστορικών τής ανθρωπότητος
θυελλών.
Καιρός εν τούτοις θα ήτο να είπωμεν ότι, όσον αφορά την
κυριωτέραν αφορμήν των διώξεων αυτών, οποία εμφανίζεται διά τους πολλούς η
απόσχισις του Ιουδαϊσμού και Χριστιανισμού, ασφαλώς την μεγαλυτέραν ευθύνην
φέρουν ουχί οι Ιουδαίοι αλλ’ αυτοί ούτοι οι Χριστιανοί. Δεν πρόκειται να
επιμείνωμεν εδώ επί των δογματικών αυτών διαφορών. Τα επιχειρήματα άλλωστε κατά
τα οποία η πλήρης πνευματική συμφιλίωσις μεταξύ Χριστιανών και Ιουδαίων θα ήτο
απολύτως εφικτή είναι άπειρα, όσον και αι επί μακρούς αιώνας σχετικαί
προσπάθειαι, ιστορικώς συνεχείς. Αλλ' εκείνο το οποίον είναι βέβαιον, είναι ότι
η πίεσις, την οποίαν έκτοτε υπέστη η εβραϊκή φυλή, είναι το ασφαλέστερον
τεκμήριον του βαθμού του εκάστοτε ιστορικού αγνωστικισμού των κυβερνώντων. Διότι
η πίεσις αύτη ενετάθη ή εχαλαρώθη διά μέσου των αιώνων, αναλόγως του βάθους και
της εκτάσεως της μορφώσεως των διαφόρων αυτοκρατόρων, παπών και λαών.
Τοιουτοτρόπως, μετά την ανεξιθρησκείαν, επί παραδείγματι, του Ιουλιανού,
επέρχεται ο φανατισμός του Ιοβιανού, ή μετά την ευμένειαν του Βαλεντιανού και
του Μαξίμου, η κακεντρέχεια του Βαλεντινιανού και του Θεοδοσίου, ολονέν
επεκτεινομένη και μεταδιδομένη από της Ανατολής εις την Δύσιν, δια ν’ αποτελέση
συν τω χρόνω το οικτρόν αυτό θρησκευτικόν και πολιτικόν όργιον, το οποίον
λέγεται διά την ιστορίαν ολόκληρον «αντισημιτισμός».
Αλλ’ ιδού ότι, παρ’ όλον αυτό το ακατονόμαστον όργιον, η
φυλή αύτη, μεταφέρουσα από περιπετείας εις περιπέτειαν και από κολάσεως εις
κόλασιν, ως μόνον εγκόλπιον αυτής, τον πανάρχαιον θεσμόν της προγονικής
λατρείας και τον θεσμόν της παναρχαίας αυτής κοινότητος και διαιτησίας, όχι
μόνον κατώρθωσε να διατηρήση επί ολοκλήρους αιώνας την ιδιαιτέραν αυτής
φυσιογνωμίαν, αλλά και να γίνη ο φορεύς μιας ουσιαστικής προόδου εις το
διανοητικόν, ηθικόν και οικονομικόν επίπεδον ολοκλήρου της γης. Πιστεύομεν ότι
θα ήτο περιττολογία δια τους γνωρίζοντας τα πράγματα, ν’ αναπτύξωμεν εδώ εν
πλάτει, τι εις το διανοητικόν επίπεδον οφείλουν τα πανεπιστήμια όλου του κόσμου
από της ιδρύσεώς των εις την εβραϊκήν διανοητικήν συνδρομήν, τι εις το ηθικόν
επίπεδον η νεωτέρα ιστορική περίοδος οφείλει εις την βαθείαν δημοκρατικήν πνοήν
των ιουδαϊκών κοινοτήτων, και εις τι επί τέλους ολόκληρος ο ευρωπαϊκός
πολιτισμός είναι οφειλέτης απέναντι της εβραϊκής φυλής, δι’ όλας απολύτως τας
οικονομικάς προόδους και την οικονομικήν συντήρησιν αυτού.
Ο σκοπός άλλωστε του συντόμου τούτου άρθρου, ως εξαρχής
είπα, δεν είναι άλλος τις ή να δώσω προς τους Ελληνας φοιτητάς ιδίως, ως προς
γνησίους φορείς των ιστορικών και πνευματικών ευθυνών της εποχής μας, ένα
απλούν υπαινιγμόν ως προς την ανάγκην μιας ριζικής άρσεως πάσης παρεξηγήσεως
εχούσης την αφορμήν αυτής είτε εις σύγχρονα είτε εις παλαιότερα αίτια, μετά
μιας φυλής την οποίαν δικαιούνται να καλέσουν ουχί επί του επιπέδου των εξ ίσου
εφημέρων όσον και βλαβερών φανατικών διαφορών, αλλ’ επί του επιπέδου μιας
ανωτέρας ιστορικής συνεννοήσεως και συζητήσεως, εις οιονδήποτε σημείον
προκαλούν εκ μέρους αμφοτέρων μίαν πιθανήν διάσχισιν κατευθύνσεων και γνωμών.
Οιαδήποτε άλλη λύσις διαφορών, εκτός αυτής της βασικής
διανοητικής συνεννοήσεως μεταξύ των οπωσδήποτε ευρισκομένων κατά τας ημέρας μας
εις ιστορικήν επαφήν λαών, θα ήτο ασφαλώς αναχρονιστική, εφήμερος και άγονος,
είμεθα δε βέβαιοι ότι, μετά τας πρώτας ακαίρους εξάψεις, ο φοιτητικός κόσμος
της Θεσσαλονίκης θα στραφή με βαθυτέραν και διαρκεστέραν την συνείδησιν των
ευθυνών του, τόσον απέναντι της ιδίας του μεγάλης αποστολής και ιστορίας, όσον
και της ιστορίας και της αποστολής ενός απείρως σεβαστού και μεγάλου λαού, ως
ούτος υπήρξε και είναι ο λαός του Ισραήλ.»
(«Ελεύθερον Βήμα», 6/7/1931)