Το φαινόμενο του φασισμού απέναντι στο ιστορικό δίπολο αριστεράς και δεξιάς
Σπύρος Μαρκέτος
Στο προηγούμενο άρθρο (Πριν 25ης Νοεμβρίου) εξετάστηκε τι σημαίνει φασισμός και γιατί δεν πρέπει να συγχέεται με την άκρα δεξιά, καθώς συνιστά ένα μονάχα κομμάτι της. Επίσης, αποδείχθηκε ότι δεν συνδέεται με άλλους πολιτικούς χώρους και κυρίως δεν υπάρχει «αριστερός φασισμός», όπως επιμένουν κάποιοι που προσπαθούν να τον εξωραϊσουν.
Για να φανεί όμως αυτό καθαρά, πρέπει πρώτα να ξεκαθαριστεί τι είναι δεξιά και τι αριστερά, δυο όροι γύρω από τους οποίους επικρατεί αρκετή σύγχυση. Εν μέρει αυτή είναι σκόπιμη, για ευνόητους πολιτικούς λόγους, ενώ εν μέρει οφείλεται στη φύση τους, αφού πρόκειται για όρους καταστατικά διαμφισβητούμενους, που παραμένουν εξ ορισμού πάντοτε υπό συζήτηση, που η σωστή τους χρήση συμπεριλαμβάνει αέναες διαμάχες σχετικά με το ποια ακριβώς είναι η σωστή τους χρήση.
Υπάρχουν επίσης ιστορικοί λόγοι. Σε κάθε συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία τα πολιτικά στρατόπεδα στήνονται ανάλογα με τα επίδικα ζητήματα. Ομάδες που προηγουμένως βρίσκονταν αριστερά, με το πέρασμα του χρόνου περνούν στη δεξιά και το αντίστροφο. Αρκεί εδώ να αναλογιστούμε, αφενός, την πορεία του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ ή τη συντηρητικοποίηση γειτονιών όπως η Καλαμαριά και, αφετέρου, τη ριζοσπαστικοποίηση μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή ή στη διάρκεια της Κατοχής στρωμάτων που προηγουμένως προσέβλεπαν στον μονάρχη ή στον Βενιζέλο. Ακόμη και προσώπων, λόγου χάρη του Νίκου Καρβούνη και του στρατηγού Σαράφη.
Αν δεξιά και αριστερά είναι τόποι όντως διαφορετικοί, αν διαφέρουν ουσιαστικά και οχι απλώς στις λεπτομέρειες, τότε λογικά η μεταξύ τους διάκριση βρίσκει εφαρμογή τόσο στην εσωτερική όσο και στην εξωτερική πολιτική. Επίσης, αφορά τους γενικούς τους στόχους μάλλον, παρά το αν τούτοι οι στόχοι επιδιώκεται να προαχθούν με μια περισσότερο ή λιγότερο ρεαλιστική πολιτική.
Τα όρια μεταξύ δεξιάς και αριστεράς
Μια χρηστική διάκριση μεταξύ αριστεράς και δεξιάς πρέπει επίσης να βλέπει τούτους τους όρους στο ιστορικό βάθος τους, κι επιπλέον να έχει συγκριτική εφαρμογή, επιτρέποντάς μας να αποτιμούμε τη συμπεριφορά των πολιτικών υποκείμενων σε κάθε δεδομένη στιγμή. Βεβαίως, η ερμηνεία τέτοιων ζητημάτων δεν δίνεται ακαριαία, καθώς οι αληθινές επιδιώξεις του καθενός κρινονται σε βάθος χρόνου.
Άλλα έλεγαν στα νιάτα τους ο Μουσολίνι και ο Τσίπρας και άλλα έκαναν όταν πήραν καρέκλα. Οι εξάρσεις μεσοπολεμικών επαναστατών όπως ο Άγις Στίνας και ο Ελευθέριος Σταυρίδης ή, πιο πρόσφατα, του Άκη Τσοχατζόπουλου, του Θόδωρου Πάγκαλου και του Θεόδωρου Τσουκάτου, έδειξαν το αληθινό τους νόημα μόνον εκ των υστέρων. Ο Παναγιώτης Ψωμιάδης δήλωνε «κοινωνικά αριστερός», ενώ ακόμη κι εγκληματίες πολέμου όπως ο Τόνι Μπλερ ή οικονομικοί δολοφόνοι όπως ο Γερούν Ντάισελμπλουμ και ο Εμανουέλ Μακρόν, αναδείχθηκαν από κόμματα τα οποία αυτοχαρακτηρίζονται σοσιαλιστικά ή εργατικά.
Χρειαζόμαστε, λοιπόν, σαφή μέτρα και σταθμά ώστε να ξεχωρίζουμε τι είναι αριστερό και τι δεξιό σε κάθε συγκεκριμένη ιστορική περίσταση. Αλλά συνάμα και διαλεκτική σκέψη. Γιατί η ποιότητα κάθε πολιτικής και ιδίως της επαναστατικής, πάντοτε κρίνεται από το πόσο πολύ ή λίγο μπορεί να βλέπει πίσω από όσα φαίνονται, εκείνα που δεν φαίνονται.
Το δίπολο αριστεράς και δεξιάς – επισήμανε ένας διαλεκτικός στοχαστής με τον οποίο θα ασχοληθούμε στη συνέχεια, ο Νορμπέρτο Μπόμπιο – είναι σχεσιακό. Δηλαδή, οι όροι αυτοί δεν αντιπροσωπεύουν δυο δεδομένα σύνολα ιδεών, δυο όρους ανιστορικούς και απόλυτους, αλλά μάλλον έναν άξονα που μετατοπίζεται από τη μια γενιά στην άλλη. Υπήρξαν αρκετές τέτοιες μετατοπίσεις από τον καιρό της Γαλλικής Επανάστασης, οπότε πρωτοεμφανίστηκε τούτο το δίπολο, ως τις ημέρες μας. Ωστόσο, γίνονται πάντοτε μέσα σε κάποια όρια, τα οποία πρέπει πρώτα πρώτα να ερευνήσουμε, να δούμε δηλαδή ποιες πολιτικές δεν θα μπορούσαν ποτέ να χαρακτηριστούν αριστερές ή δεξιές. Μόνον έτσι θα καταλάβουμε γιατί ο φασισμός δεν είναι ποτέ αριστερός.
Τι σημαίνει δεξιά και αριστερά;
Την καλύτερη αφετηρία για τη συζήτηση αναφορικά με το τι σημαίνει αριστερά και δεξιά θα έδινε ένας όσο το δυνατόν πιο χαμηλών απαιτήσεων και αδρός ορισμός, που θα παρέλειπε τις ιστορικά σύντυχες λεπτομέρειες. Αναζητώντας ακριβώς την ευρύτερη και απλούστερη δυνατή εννοιολόγηση, ο Μπόμπιο – ένας μετριοπαθής στοχαστής που αυτοχαρακτηριζόταν αριστερός φιλελεύθερος – λίγο μετά την κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ, δηλαδή κατά κάποιον τρόπο στην αρχή της δικής μας ιστορικής περιόδου, όρισε ως αριστερά εκείνο το πολιτικό στρατόπεδο που αγωνίζεται για ισότητα και απελευθέρωση των πολλών, ενώ αντίθετα η δεξιά θέτει σε πρώτη μοίρα και θεωρεί θετικές άλλες αξίες, όπως η ιεραρχία και η ανισότητα.
Ο ορισμός αυτός είναι χρηστικός ακριβώς επειδή είναι τόσο στοιχειώδης και απλός, ώστε δύσκολα προκαλεί αμφισβητήσεις. Από ρεαλιστική οπτική, η αξία κάθε ορισμού εξαρτάται όχι από το αν είναι «αληθινός» ή «ψεύτικος», αλλά από το πόσο χρηστικός είναι, δηλαδή πόσο βοηθά να κατανοηθεί το φαινόμενο που μελετάται. Ιδίως στην πολιτική, οι ορισμοί δεν μπορούν ποτέ να στέκονται μόνο στην αυτοπεριγραφή ή στις διακηρύξεις των διάφορων παραγόντων. Ο κριτικός ορισμός εστιάζει όχι μόνο στις αφηρημένες αξίες που επαγγέλλεται ένας πολιτικός χώρος, αλλά και στο τι κάνει αυτός. Η διάκριση μεταξυ αριστεράς και δεξιάς αυτονόητα δεν αφορά μόνον αξίες, αλλά και πρακτικές.
Το ερώτημα που τίθεται, λοιπόν, πάντοτε είναι πώς μεταφράζονται πρακτικά σε κάθε συγκεκριμένη περίσταση οι ιδέες ή οι αξίες της ισότητας και της απελευθέρωσης. Ποιους καλύπτουν και ποιους αποκλείουν, σε ποιο βαθμό και από ποιες απόψεις; Ποιο το περιεχόμενό τους; Όλα αυτά αλλάζουν από τόπο σε τόπο και ακόμη περισσότερο καθώς κυλά o ιστορικός χρόνος. Μολαταύτα, ο πιο αδρός και απλούστερος τρόπος για να τεθεί το ζήτημα φαίνεται να είναι ο εξής: Υπηρετώντας την ισότητα και την απελευθέρωση, η αριστερή πολιτική μεταφέρει πόρους κι εξουσία από τους λίγους στους πολλούς, από τους δυνατούς στους αδύναμους, από τους πλούσιους στους φτωχούς, από τους καπιταλιστές στο λαό. Αντίστοιχα, η δεξιά πολιτική μεταβιβάζει πόρους κι εξουσία από τους πολλούς στους λίγους, από τους αδύναμους στους δυνατούς, από τους φτωχούς στους πλούσιους, από το λαό στους καπιταλιστές. Οι αντίθετοι πόλοι των διπόλων τούτου του τριμερούς ορισμού σε μεγάλο βαθμό αλληλοεπικαλύπτονται, αλλά δεν ταυτίζονται ολότελα και αφορούν διαφορετικές αντιθέσεις. Αντιστοιχούν χονδρικά στο κράτος και στο κεφάλαιο ή στις διαστάσεις της οικονομικής και της πολιτικής εξουσίας, καθώς και της δημοκρατίας.
Συνεχίζοντας την ίδια συλλογιστική, ως άκρα αριστερά και άκρα δεξιά θα ορίζαμε τα τμήματα εκείνα της αριστεράς και της δεξιάς που αγωνίζονται προκειμένου να ανατρέψουν τους συσχετισμούς μέσα από τη συστηματική, μαζική και ταχύρρυθμη μεταφορά πόρων κι εξουσίας από τους πολλούς, φτωχούς και αδύναμους στους λίγους, πλούσιους και ισχυρούς ή αντίστροφα. Προωθούν, με άλλα λόγια, πολιτικές υψηλής ενδεχόμενης αποτελεσματικότητας, αλλά και μεγάλου ρίσκου.
Τούτος ο ορισμός στηρίζεται σε διαφορετικά κριτήρια, αλλά εν μέρει αλληλεπικαλύπτεται με έναν άλλο, που υιοθετεί μεταξύ άλλων και ο Μπόμπιο και ο οποίος συνδέει την άκρα αριστερά και την άκρα δεξιά με τη χρήση επιτακτικών ή αυταρχικών μεθόδων για την προώθηση των στόχων του αντίστοιχου στρατοπέδου. Επίσης, είναι συμβατός με τον κλασικό τριτοδιεθνιστικό ορισμό των φασιστικών καθεστώτων από τον Γκιόργκι Ντιμιτρόφ, που διέκρινε σ’ αυτά την «ανοιχτή τρομοκρατική δικτατορία των πιο αντιδραστικών, σωβινιστικών και ιμπεριαλιστικών στοιχείων του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου». Χωρίς να ξεχνάμε, βέβαια, πως ο φασισμός δεν είναι το σύνολο της άκρας δεξιάς, αλλά απλώς μόνο μια από τις μερίδες της και συγκεκριμένα εκείνη που επιδιώκει να φτιάξει μαζικό κίνημα.
Από την ίδια σκοπιά, κεντροαριστερά και κεντροδεξιά είναι αντίστοιχα οι πολιτικοί χώροι που, δίνοντας έμφαση στη σταθερότητα, επιδιώκουν μέτριες αλλαγές προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση μέσω συναίνεσης, συνεννόησης, συμβιβασμών. Είναι συντηρητικοί, με την έννοια ότι επιδιώκουν μάλλον να διατηρήσουν το σύστημα και τους υπάρχοντες συσχετισμούς δύναμης παρά να τους ανατρέψουν.
Κεντροαριστερά και κεντροδεξιά έχουν περιθώρια δράσης κυρίως σε καιρούς που ο καπιταλισμός ανθεί και η πίτα μεγαλώνει. Μεταπολεμικά στην Ευρώπη εκφράστηκαν από σοσιαλδημοκρατικούς, χριστιανοδημοκρατικούς ή ρεπουμπλικανικούς φορείς και συνήθως χρησιμοποίησαν κεϋνσιανού τύπου πολιτικές. Ωστόσο, παραμερίζονται σε εποχές στις οποίες μεσουρανεί το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, όπως ήταν ο Μεσοπόλεμος και είναι ακόμη περισσότερο η δική μας. Όσο για το ποιος είναι οι προοπτικές εφαρμογής τέτοιων πολιτικών σε περιόδους απαλλοτριωτικής συσσώρευσης; Μάλλον ανύπαρκτες!
Στον ιστορικό και τον χρηματιστικοποιημένο καπιταλισμό
Στον σημερινό χρηματιστικοποιημένο καπιταλισμό, οι «αγορές», δηλαδή οι καπιταλιστές, τιμωρούν ακαριαία κάθε απόκλιση από τις δικές τους προτεραιότητες και η κοινωνική πόλωση κλιμακώνεται ακατάπαυστα. Με άλλα λόγια, η δεξιά αν όχι ακροδεξιά πολιτική έχει εγγραφεί στη δομή και στη λειτουργία του συστήματος.
Σε τέτοιες συνθήκες η αριστερή πολιτική, δηλαδή ο αγώνας για αναδιανομή πόρων κι εξουσίας προς τα κάτω, είναι δύσκολη αν όχι αδύνατη. Προϋποθέτει, πρώτα-πρώτα, ενάντια στις κάθε λογής πολώσεις που φέρνει στη φυσιολογική της λειτουργία η αναπαραγωγή του κεφαλαίου, οργάνωση και κινητοποίηση που να είναι ανθεκτικές στο χρόνο και στις αντιξοότητες. Επίσης, απαιτεί επίγνωση του εχθρού, σαφείς πολιτικές στοχεύσεις και ικανότητα ένωσης των λαϊκών δυνάμεων, γιατί χωρίς όλες αυτές δεν φτιάχνονται ούτε ελπιδοφόρα μαζικά κινήματα ούτε συσχετισμοί δυνάμεων απαραίτητοι για τέτοιες αναδιανομές. Ακόμη κι έτσι, ωστόσο, παραμένει έννοια αρκετά ευρύτερη από τη σοσιαλιστική πάλη για ανατροπή του καπιταλισμού.
Τα επίδικα μεταξύ δεξιάς και αριστεράς είναι κυρίως – αλλά όχι αποκλειστικά – οικονομικά και πολιτικά. Καπιταλισμός σημαίνει ταξική σύγκρουση. Η κοινωνική σχέση του κεφαλαίου αναπόφευκτα χωρίζει τους ανθρώπους σε καπιταλιστές κι εργαζόμενους, με τους λίγους που κατέχουν μέσα παραγωγής να εκμεταλλεύονται τους πολλούς. Ιστορικά ωστόσο, η ταξική διάκριση μπόρεσε ν’ αναπαραχθεί μόνον όποτε συναρθρώθηκε με άλλες – φύλου, ράτσας και εκείνες που περιβάλλουν κάποιες ομάδες κύρους, όπως τις χαρακτηρίζει ο Βαλερστάιν, λόγου χάρη έθνους, θρησκείας ή εντοπιότητας. Δεν υπήρξε ποτέ και λογικά δεν θα υπάρξει ο «καθαρός» καπιταλισμός, στον οποίο όλες οι υπόλοιπες διακρίσεις εκτός από την ταξική θα είναι ασήμαντες.
Οι δευτερεύουσες στον καπιταλισμό διακρίσεις είναι πολιτικά σημαντικές επειδή κρατούν διασπασμένους τους εργαζόμενους και τους εμποδίζουν να ορθώσουν κοινό μέτωπο απέναντι στους καπιταλιστές. Είναι δευτερεύουσες με την έννοια ότι δεν είναι λογικά απαραίτητες για την αναπαραγωγή του συστήματος, αντίθετα από τη διάκριση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Από την άλλη μεριά, είναι πολιτικά αναγκαίες κι έχουν ισχυρά πρακτικά αποτελέσματα όσο και ιστορικό και βιωματικό βάθος.
Αν το καπιταλιστικό σύστημα έχει ιστορία πεντακοσίων χρόνων και η πατριαρχία έξη ως δέκα χιλιάδων χρόνων, οι θρησκείες παράγουν πολιτικά αποτελέσματα εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια, ενώ και τα ευρωπαϊκά έθνη από διακόσια πενήντα χρόνια. Αποτελούν, λοιπόν, αναπόσπαστες πλευρές του ενσαρκωμένου καπιταλισμού, του υπαρκτού και ιστορικά διαμορφωμένου καπιταλιστικού συστήματος.
Σε τέτοιες διακρίσεις στηρίζεται η ισχυρή στις ημέρες μας πολιτική των ταυτοτήτων (identity politics), η οποία δεν συνδέεται αναγκαστικά με την αριστερά. Ο φασισμός τις φέρνει επίσης στο προσκήνιο. Είναι και αυτός ένας από τους τρόπους με τους οποίους προσπαθεί να κρύψει την ουσιώδη ταξική διάκριση. Ιστορικά διαπιστώνουμε ότι ενώ ο φασισμός συνεργάζεται πάντοτε με το κεφάλαιο και κατεξοχήν με το μεγάλο και ιδίως με το χρηματιστικό κεφάλαιο, δεν βρίσκουμε παραδείγματα φασισμών που να μένουν μόνο στην ταξική διάσταση. Πάντοτε, την ντύνουν με κάποια δευτερεύοντα χαρακτηριστικά, τα οποία ωστόσο παρουσιάζουν σαν να ήταν ιδιαίτερα σημαντικά. Αποκλείοντας όσο μπορούν περισσότερους, εγκαθιδρύουν ιεραρχίες μεταξύ των θυμάτων της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης πολιτικά λειτουργικές για την αφαίμαξη και την καταστολή τους.
Εμπειρικά γνωρίζουμε πως όλοι οι φασισμοί χρειάζονται αποδιοπομπαίους τράγους – Εβραίους, μαύρους, πρόσφυγες ή άλλους – ενώ συνήθως, αλλά όχι απαραίτητα, εμπλουτίζονται και με ισχυρά στοιχεία μισογυνισμού, ομοφοβίας, ρατσισμού, αντισημιτισμού, εθνικισμού και ποικίλων μισαλλοδοξιών.
Τούτο το ιστορικό δεδομένο, εμφανές σήμερα όσο και στον Μεσοπόλεμο, συνδέεται με τη λειτουργική λογική του φασισμού, δηλαδή την επίδειξη πυγμής και την πόλωση απέναντι σ’ εξωτερικούς κι εσωτερικούς εχθρούς, που ακόμη και αν δεν προϋπάρχουν, κατασκευάζονται. Επίσης, συνδέεται με το γεγονός ότι η σταθεροποίηση της κεντρικής στον καπιταλισμό σχέσης της εκμετάλλευσης απαιτεί διάσπαση των υποτελών, με τη δημιουργία ενδιάμεσων στρωμάτων, ομάδων δηλαδή που οι από πάνω τις εκμεταλλεύονται και τις καταπιέζουν λιγότερο από ό,τι τη μεγάλη μάζα των εργαζόμενων.
Κατά συνέπεια, ο φασισμός αναλαμβάνει με σχετικά χαμηλό κόστος να παράξει, μέσα από ανελέητη καταδίωξη, και εκείνους που τελικά γίνονται βάση της διατροφικής αλυσίδας του καπιταλισμού κι έτσι κάνουν όλους τους υπόλοιπους να αισθάνονται προνομιούχοι. Από τούτη την άποψη, είναι το σημερινό λειτουργικό αντίστοιχο της θρησκευτικής μισαλλοδοξίας των πρώιμων νεότερων χρόνων, της απανθρωποποίησης και γενοκτόνησης των κατακτημένων λαών και της δουλείας επί ιμπεριαλισμού, και του κυνηγιού των μαγισσών που καθυπέταξε τις γυναίκες σε μια ιδιαίτερα τοξική μορφή πατριαρχίας ανάμεσα στην κατάκτηση της Αμερικής και τη Γαλλική Επανάσταση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου