«Ο πολιτισμός δεν μπορεί να καταστραφεί με τη βία», έγραφε το πανό που κρατούσαν οι εκπρόσωποι του Σωματείου Εργαζομένων της Τόχο [東宝従業員組合 – Τόχο τζουγκιόιν κουμιάι] στις 19 Αυγούστου 1948, καθώς αντιμετώπιζαν περισσότερους από 2.000 αστυνομικούς και πέντε αμερικανικά άρματα μάχης Sherman, «τα πάντα εκτός από τα θωρηκτά», σύμφωνα με την ηθοποιό και συνδικαλίστρια Ακάγκι Ράνκο. Πίσω από τα οδοφράγματα, βιαστικά κατασκευασμένα από σκηνικά ταινιών που βρίσκονταν σε εξέλιξη, στέκονταν χίλιοι απεργοί εργαζόμενοι από κάθε τμήμα του στούντιο Τόχο στο Τόκιο.
Η Κιόκο Χιράνο, στο βιβλίο της του 1992, Ο κ. Σμιθ πηγαίνει στο Τόκιο: Ιαπωνικός κινηματογράφος υπό αμερικανική κατοχή, 1945-1952 [Kyoko Hirano, Mr Smith Goes to Tokyo: Japanese Cinema Under the American Occupation, 1945-1952], καταγράφει την απεργία με εξαιρετικές λεπτομέρειες. Η Χιράνο παραθέτει έγγραφα της αμερικανικής κυβέρνησης που περιγράφουν πώς οι μεγάλοι ανεμιστήρες του σκηνικού, οι οποίοι στήθηκαν απέναντι από τους απεργοσπάστες σαν πυροβόλα στο οδόφραγμα, προετοιμάστηκαν με «θραύσματα γυαλιού και άμμο», αν και σύμφωνα με την Χιράνο ήταν πιο πιθανό να ήταν πιπέρι καγιέν. Οι τεχνικοί των σκηνικών επίσης μεταποίησαν τις μηχανές βροχής σε κανόνια νερού. Ένας «αρχηγός άμυνας» που φορούσε καουμπόικο καπέλο εμφανιζόταν περιοδικά στο μπροστινό μέρος του οδοφράγματος για να κάνει αστεία εις βάρος της αστυνομίας. Οι εργαζόμενοι και τα αφεντικά σε όλο το Τόκιο περίμεναν με αγωνία να μάθουν την τύχη του απεργιακού οχυρού της Τόχο. Αυτός ο αγώνας έμελλε να αποτελέσει κρίσιμη καμπή στην ταξική πάλη της Ιαπωνίας.
Η εταιρεία Τόχο ήταν η σημαντικότερη εταιρεία διανομής ταινιών, θεάτρων και στούντιο της Ιαπωνίας κατά το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα. Το δυτικό κοινό είναι πιθανό να γνωρίζει την παραγωγή της Τόχο μέσω του Γκοτζίλα ή των Επτά Σαμουράι του Ακίρα Κουροσάβα.
Πριν από την ήττα της στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η αυτοκρατορική Ιαπωνία υπέστη ταχεία και βίαιη εκβιομηχάνιση, το βάρος της οποίας επωμίστηκαν οι φτωχοί, ιδίως οι Κορεάτες αποικιοκρατούμενοι υπήκοοι και η εργατική τάξη των πόλεων. Ο Τζον Χάλιντεϊ [John Halliday] γράφει στο New Left Review ότι οι περισσότεροι εργάτες «δεν είχαν δικαιώματα, δεν είχαν εργασιακή ασφάλεια (και) δεν είχαν εγγυημένη αύξηση μισθού».
Υπήρχαν λίγες διέξοδοι για τους εργαζόμενους να εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους∙ τα συνδικάτα απαγορεύτηκαν ή τους επιβλήθηκαν με βία περιορισμοί σε σημείο αδρανοποίησης, και οι αγωνιστές που συλλαμβάνονταν να κάνουν προπαγάνδα ήταν γνωστό ότι εξαφανίζονταν. Η μοίρα πολλών τέτοιων αγωνιστών καταγράφεται στη συλλογή προπολεμικών κειμένων, Σκέψεις στο δρόμο προς την αγχόνη, που επιμελήθηκε ο Μικίσο Χάνε [Mikiso Hane (επιμ.), Reflections on the Way to the Gallows].
Οι αναρχικές και κομμουνιστικές τάσεις σιγόκαιαν κάτω από την επιφάνεια των ιαπωνικών πόλεων, με αποτέλεσμα να εκδηλώνονται περιστασιακά με απεργίες, όπως το 1932 από τους εργάτες του μετρό του Τόκιο. Αν και οι νίκες ήταν λίγες, οι απεργίες ήταν σημαντικές για τη ριζοσπαστικοποίηση των εργατών και την ανάδειξη των αντιτιθέμενων συμφερόντων μεταξύ αφεντικών και εργατών που θα μπορούσαν να θέσουν τα θεμέλια για την ανάδυση ενός σοσιαλιστικού ρεύματος. Ένα παράδειγμα είναι η ημι-νόμιμη Λέσχη Εργαζομένων Εκτυπώσεων και Εκδόσεων, η οποία διοργάνωνε απεργίες επειδή «αυτό που έχει σημασία είναι ο αριθμός των αγωνιστών με ταξική συνείδηση που θα προκύψουν… για να συμμετάσχουν ενεργά στην ταξική πάλη», σύμφωνα με τον ηγέτη της Λέσχης Σιμπάτα Ριουιτσίρο.
Η Χιράνο περιγράφει ότι τα κινηματογραφικά στούντιο αυτής της περιόδου διοικούνταν με βάση ένα αυταρχικό μοντέλο σκηνοθέτη-δημιουργού, που αποθάρρυνε τη δημιουργική συμβολή των τεχνικών, του συνεργείου, ακόμη και των ηθοποιών. Αυτό θεωρήθηκε ως ο καλύτερος τρόπος για την παραγωγή εμπορικά αποδοτικών ταινιών, καθώς το προσωπικό είχε αυστηρό χρονοδιάγραμμα και προϋπολογισμό, μετακινούνταν από το ένα έργο στο άλλο, υπερεργαζόταν και συχνά είχε ελάχιστη γνώση της ταινίας που παρήγαγε.
Η αρχική πολιτική των αμερικανικών δυνάμεων κατοχής κατά την περίοδο του άμεσου ελέγχου της Ιαπωνίας μετά τον πόλεμο ήταν προς την κατεύθυνση του «εκδημοκρατισμού» της χώρας – ενθάρρυναν τα συνδικάτα και διεξήγαγαν εκλογές με την ελπίδα ότι μια σταθερή εθνική κυβέρνηση θα μπορούσε να βασιστεί στην προστασία των αμερικανικών επενδύσεων και στον περιορισμό της αντίπαλης ιμπεριαλιστικής δύναμης, της Σοβιετικής Ένωσης.
Η μέχρι τότε καταπιεσμένη εργατική τάξη ξέσπασε σε μια ξέφρενη πολιτική δραστηριότητα. Ο ιστορικός Άντριου Γκόρνταν [Andrew Gordan] ισχυρίζεται ότι «τα μέλη των συνδικάτων αυξήθηκαν από περίπου 5.000 τον Οκτώβριο (1945) σε σχεδόν 5 εκατομμύρια τον Δεκέμβριο του 1946, πάνω από το 40% των μισθωτών της χώρας». Το στούντιο της Τόχο βρισκόταν στο βιομηχανικό κέντρο του Τόκιο, την καρδιά του εργατικού αγώνα.
Τον Μάρτιο του 1946, το Σωματείο Εργαζομένων της Τόχο, η οποία αριθμούσε 5.000 άτομα, ξεκίνησε την πρώτη της απεργία. Διαθέτοντας μέλη σε όλο το φάσμα των διαφορετικών ρόλων που απαιτούνται για την παραγωγή ταινιών, από τον σκηνοθέτη μέχρι τον υπεύθυνο τροφοδοσίας, απαίτησαν και κέρδισαν μια μέτρια αύξηση του κατώτατου μισθού. Πιο σημαντική από την αύξηση του μισθού, ωστόσο, ήταν η απόφαση των εργαζομένων να ιδρύσουν μια «Επιτροπή Αγώνα».
Οι Επιτροπές Αγώνα, οι οποίες πρωτοεμφανίστηκαν στις βιομηχανίες εξόρυξης και μεταφορών, αποτελούνταν από εκλεγμένους εκπροσώπους της βάσης του συνδικάτου, οι οποίοι θα διαπραγματεύονταν την καθημερινή παραγωγή με τη διοίκηση. Μέχρι το τέλος του 1946, οι εργάτες στο Τόκιο είχαν συστήσει 250 τέτοιες επιτροπές.
Η δύναμη και η πολιτική αυτών των οργάνων εξαρτιόταν εξ ολοκλήρου από τη μαχητικότητα των εργαζομένων. Στις επιτροπές συμμετείχαν όλοι, από καριερίστες μέχρι σκληροπυρηνικούς κομμουνιστές μαχητές.
Ο ιστορικός Τζο Μουρ [Joe Moore], του οποίου τα έργα για τη μεταπολεμική Ιαπωνία αποτελούν εξαιρετική εισαγωγή για τους μαρξιστές που ενδιαφέρονται για την ιαπωνική ταξική πάλη, εξηγεί την τάση ριζοσπαστικοποίησης που ενυπήρχε σε αυτά τα σώματα: «Στην αρχή οι Ιάπωνες εργάτες πραγματικά θεωρούσαν τον έλεγχο της παραγωγής ως μια αποτελεσματική αν και ανορθόδοξη τακτική διαμάχης», αλλά αποτελούσε «ένα μικρό βήμα παραπέρα προς τη θέση ότι η επιχείρηση δεν χρειάζεται ποτέ να επιστρέψει στον έλεγχο των ιδιοκτητών… αυτοί ως εργάτες μπορούσαν όχι μόνο να διευθύνουν μια επιχείρηση με επιτυχία αλλά και να το κάνουν καλύτερα από τους καπιταλιστές ιδιοκτήτες».
Οι ταινίες των εργαζομένων της Τόχο από αυτή την περίοδο απεικονίζουν την αυξανόμενη αυτοπεποίθηση των εργαζομένων τόσο εύγλωττα όσο κανένα γραπτό μανιφέστο δεν θα μπορούσε.
Η ταινία του 1946 Αυτοί που δημιουργούν το αύριο [明日を創る人々 – Ασου ο τσουκούρου χιτόμπιτο], η οποία γυρίστηκε αποκλειστικά σε ώρες εργασίας στην εταιρεία, ήταν, σύμφωνα με τον συν-σκηνοθέτη Κουροσάβα, προϊόν δημοκρατικής διαβούλευσης και προοριζόταν τόσο για να εξυμνήσει τις προσπάθειες συνδικαλιστικής οργάνωσης των εργαζομένων όσο και για να υποστηρίξει πώς ο αγώνας των καταπιεσμένων μπορεί να εμπνεύσει άλλους. Η Χιράνο επισημαίνει ότι οι κεντρικοί χαρακτήρες της ταινίας δεν είναι οι γνωστοί λαμπεροί σταρ, αλλά οι ξεχασμένοι εργαζόμενοι που βρίσκονται πίσω από κάθε ταινία – κυρίως μια γυναίκα πρωταγωνίστρια της εργατικής τάξης. «Μόνο η εταιρεία βγάζει χρήματα… δεν σκέφτονται ποτέ το κοινό μας», λέει ένας χαμηλόβαθμος τεχνικός, «θέλουμε να κάνουμε καλές ταινίες, αλλά πρέπει να μοιραστούμε το αγωνιστικό πνεύμα».
Δεν ήταν μόνο οι σοσιαλιστές εργαζόμενοι που ενθουσιάστηκαν από τα προϊόντα του δημοκρατικού ελέγχου του κινηματογράφου: το Κινέμα Τζούμπο [キネマ旬報], το κορυφαίο ιαπωνικό περιοδικό κριτικής κινηματογράφου, κατέταξε έξι ταινίες της Τόχο στις 10 καλύτερες ταινίες για τα βραβεία του 1947.
Αλλά ενώ ο δημοκρατικός έλεγχος της κινηματογραφικής παραγωγής οδήγησε σε αύξηση της ποιότητας των ταινιών και της ευημερίας των παραγωγών και των καταναλωτών, ήταν καταστροφή για τα αφεντικά.
Οι εργαζόμενοι έκαναν κουμάντο, με τα στελέχη να περιορίζονται στο να πληρώνουν τους λογαριασμούς και τους μισθούς. Η Χιράνο σημειώνει ότι οι προϋπολογισμοί ορισμένων έργων υπερκαλύφθηκαν κατά σχεδόν 200%.
Καθ’ όλη τη διάρκεια του 1947, γινόταν όλο και πιο σαφές στα αφεντικά της Ιαπωνίας και στις πολιτικές αρχές των ΗΠΑ ότι η συνύπαρξη με τις Επιτροπές Αγώνα ήταν αφόρητη. Η ταξική αντιπαράθεση έγινε αναπόφευκτη καθώς οι υψηλοί μισθοί μείωναν τα κέρδη και οι εργαζόμενοι αμφισβητούσαν τις εντολές των αφεντικών τους.
Δεδομένου ότι η παραγωγή της Τόχο ήταν πολιτιστική και επομένως όχι κεντρική για τη λειτουργία της οικονομίας όπως άλλοι παρόμοιοι μαχητικοί τομείς, ήταν ο τέλειος πρώτος στόχος για μια καπιταλιστική αντεπίθεση.
Η εταιρεία φέρεται να ενθάρρυνε τη δημιουργία ενός αντικομμουνιστικού συνδικάτου απεργοσπαστών, του Σιν-Τόχο (ή Νέα Τόχο), για να εκμεταλλευτεί τις βαθιά ριζωμένες προκαταλήψεις των ηθοποιών που προέρχονταν από την ανώτερη τάξη. Αυτοί οι απεργοσπάστες, γράφει η Χιράνο, «προβληματίζονταν από τον τρόπο με τον οποίο οι συνήθως ικανοί, φιλικοί και ήσυχοι υπάλληλοι μετατράπηκαν σε επιθετικούς, εριστικούς δημαγωγούς που ξεσήκωναν τους ακροατές τους με μαχητική ρητορική».
Σε αυτό το σωματείο απεργοσπαστών προσφέρθηκε το δικό του στούντιο και, σε συνδυασμό με άλλες αποσχισθείσες ομάδες, έφτασε τελικά τα δύο τρίτα του μεγέθους του αρχικού σωματείου. Αξιοποιώντας περισσότερο το πλεονέκτημά τους, τα αφεντικά άρχισαν μια «αναδιάρθρωση» της εταιρείας Τόχο. Τον Απρίλιο του 1948, απέλυσαν περισσότερο από το ένα έκτο του εργατικού δυναμικού με την κατηγορία ότι ήταν «ύποπτοι κομμουνιστές» και απέκλεισαν τους εργαζόμενους.
Οι εργαζόμενοι αντέδρασαν με απεργία και άμεση κατάληψη του στούντιο, ανοίγοντάς το σε φιλικά προσκείμενους συνδικαλιστές και σοσιαλιστές. Η Χιράνο περιγράφει λεπτομερώς τη ζωή πίσω από τα οδοφράγματα για τους δύο μήνες που κράτησε η κατάληψη: «Διοργανώνονταν πάρτι, τραγουδιόταν η “Διεθνής” και γίνονταν ομαδικές συζητήσεις και εκδηλώσεις μέσα στο ίδιο το στούντιο».
Ωστόσο, το Ιαπωνικό Κομμουνιστικό Κόμμα, η σημαντικότερη δύναμη του εργατικού κινήματος, είχε ουσιαστικά εγκαταλείψει την τακτική του εργατικού ελέγχου μέχρι το 1947. Ο Μουρ συνοψίζει την επιχειρηματολογία της ηγετικής ομάδας του κόμματος: «Αν η Ιαπωνία αναμενόταν να ακολουθήσει τον κοινοβουλευτικό δρόμο προς το σοσιαλισμό και όχι να δει σύντομα την εγκαθίδρυση μιας λαϊκής δημοκρατίας, τότε ούτε τα εξωθεσμικά επαναστατικά όργανα, όπως τα σοβιέτ, ούτε οι παράνομες εργατικές αναλήψεις επιχειρήσεων μέσω του ελέγχου της παραγωγής θα μπορούσαν να έχουν ρόλο».
Βασιζόμενο στην απροθυμία του Κομμουνιστικού Κόμματος να υπερασπιστεί τα μέλη της βάσης του στην Τόχο, στις 19 Αυγούστου 1948, το περιφερειακό δικαστήριο του Τόκιο εξέδωσε διαταγή εκκένωσης για να σπάσει την απεργία.
Ακόμη και οι πιο πολιτικά προχωρημένοι εργαζόμενοι της Τόχο δεν περίμεναν ότι οι απεργοσπάστες θα συνοδεύονταν από αμερικανικά τανκς. Χωρίς απάντηση από το ευρύτερο εργατικό κίνημα, το οποίο υπάκουε στο Κομμουνιστικό Κόμμα, οι εργάτες της Τόχο απομονώθηκαν.
Μέχρι τη δεκαετία του 1950, οι Επιτροπές Αγώνα στο Τόκιο είχαν συντριβεί. Ο Μουρ χαρακτηρίζει την έκβαση της μάχης στην Τόχο ως μια «δοκιμαστική περίπτωση» που αποτέλεσε προηγούμενο για την ευρύτερη επιδρομή των αφεντικών να ανακτήσουν τον έλεγχο της βιομηχανίας. Η συντριβή ενός τόσο προβεβλημένου προπυργίου αποθράσυνε το συνδικαλιστικό κίνημα σε εθνικό επίπεδο, οδηγώντας πολλούς εργαζόμενους να χάσουν την εμπιστοσύνη στη συλλογική τους δύναμη.
Οι περισσότεροι κορυφαίοι αγωνιστές ήταν αφοσιωμένοι στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Δεν υπήρχε καμία οργάνωση έμπειρων εργατικών αγωνιστών ικανή να ενώσει τις επιτροπές στους χώρους εργασίας σε συνδυασμό με πολιτικές οργανώσεις –εργατικά συμβούλια– που θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν τους κυρίαρχους καπιταλιστικούς θεσμούς.
Οι εργαζόμενοι της Τόχο δεν αγωνίζονταν μόνο για καλύτερες ταινίες- αγωνίζονταν ενάντια στη δικτατορία των αφεντικών και των κυβερνητικών υπηρεσιών σε όλους τους τομείς της ζωής. Η συλλογική κουλτούρα που έχτισαν ζει μέσα από την επιρροή τους στον κινηματογράφο, αλλά μπορεί να τιμηθεί όπως πρέπει και ελπίζουμε να πραγματοποιηθεί πλήρως μόνο μέσα από τον συνεχή αγώνα για έναν καλύτερο, πιο όμορφο κόσμο.
Πρώτη
δημοσίευση στην επαναστατική Αυστραλιανή
εφημερίδred
flag Μετάφραση: elaliberta.gr
Nick
de Voil, “When workers ran the film industry: Tokyo 1946-48”, Red
Flag,
10 Αυγούστου
2023, https://redflag.org.au/article/when-workers-ran-film-industry-tokyo-1946-48.