Προκειμένου να μπορέσουμε να συμβάλλουμε στην ενότητα της
τάξης χρειάζεται:
– Να εξετάσουμε τις σημερινές εσωτερικές διαφοροποιήσεις
μέσα στο σώμα της εργατικής τάξης που δημιουργούνται από διάφορους παράγοντες,
εμφανίζουν ως κατακερματισμένα τα ενιαία συμφέροντα της και δημιουργούν
διαιρέσεις στην έκφρασή τους.
– Να εκτιμήσουμε τις επιδράσεις πάνω και μέσα στην τάξη
(θέσεις για αυτά θα παρουσιάσουμε πιο αναλυτικά σε επόμενο κείμενο) :
από την έκταση νέων τρόπων εργασίας (όπως η τηλεργασία),
από την επέκταση εφαρμογής των νέων τεχνολογιών (ίντερνετ,
η/υ, ρομποτική, αυτοματοποιήσεις κλπ),
από τις νέες μορφές εργασιακών σχέσεων που θέλει να
γενικεύσει το κεφάλαιο, όπως του συνεργάτη-αυτοαπασχολούμενου. Σχετική με αυτό
είναι η συγκλονιστική ταινία «Δυστυχώς απουσιάζατε» του Κεν Λόουτς και στα καθ’
ημάς η επιχείρηση της E-food να επιβάλλει μια τέτοια μορφή εργασιακής σχέσης,
που η κινητοποίηση των εργαζόμενων απέκρουσε.
Και αυτό γιατί η ενότητα της εργατικής τάξης, που σήμερα δεν
έχει οικοδομηθεί, είναι το κλειδί για την απελευθερωτική προσπάθεια. Η ταξική ενότητα είναι αναγκαία προϋπόθεση, ώστε η τάξη να
γίνει «τάξη για τον εαυτό της» στο δρόμο της κομμουνιστικής απελευθέρωσης. Να
αποτελέσει το κοινωνικό υποκείμενο της εργατικής αντικαπιταλιστικής
επανάστασης, τροφοδοτώντας την με το σύγχρονο κομμουνιστικό περιεχόμενο,
εμπνέοντας τη νεολαία που ασφυκτιά και πετυχαίνοντας, με ηγεμονία των εργατικών
απελευθερωτικών τάσεων, τη συμμαχία με ευρύτερα λαϊκά κοινωνικά στρώματα και
ειδικά εκείνα που φτωχοποιούνται (μικρομεσαίους, φτωχά λαϊκά στρώματα της πόλης
και του χωριού, κόσμο της εργασιακής περιπλάνησης), αλλά και όλους τους
καταπιεσμένους και εκμεταλλευόμενους (μειονότητες, πρόσφυγες κλπ).
Για τη συγγραφή αυτών των πρώτων προσεγγίσεων μελετήσαμε
κριτικά στοιχεία που προέρχονται από το πληροφοριακό σύστημα ΕΡΓΑΝΗ[i],
ιδιωτικές ερευνητικές εταιρείες[ii], ινστιτούτα συνδικαλιστικών
οργανώσεων[iii], μελέτες ερευνητών[iv], παλιότερα και σύγχρονα βιβλία μαρξιστών
για τη θεωρία των τάξεων και την ταξική διαστρωμάτωση στη χώρα[v].
Πρώτη εκτίμηση που καταθέτουμε είναι ότι οι καπιταλιστικές
αναδιαρθρώσεις, που προωθούνται την περίοδο του σύγχρονου καπιταλισμού με
εργαλείο τα μνημόνια, επιφέρουν διαφοροποιήσεις στα μεγέθη, τη δύναμη και
χαρακτηριστικά των κοινωνικών ομάδων, χωρίς όμως να αναιρούν τους ρόλους τους.
Ο ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΕΝΕΡΓΟΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ-ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΥΝΑΜΙΚΟ
Στον πληθυσμό της χώρας σύμφωνα -με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ
για το Νοέμβρη του 2021[1] –το σύνολο του εργατικού δυναμικού[2] (η
χρησιμοποίηση της έκφρασης αυτής σε δημοσιεύσεις και στατιστικές δεν ταυτίζεται
με την εργατική τάξη) (ή αλλιώς του Οικονομικά Ενεργού Πληθυσμού-ΟΕΠ) στην
Ελλάδα ήταν 4.712.227, όταν το 2016 ήταν 4.814.691 Από αυτούς απασχολούμενοι
είναι 4.087.369 (3.702.613 το 2016) και άνεργοι 624.858 (1.112.078 το 2016)
[3].
Το υπόλοιπο τμήμα του πληθυσμού που καταγράφεται ως άτομα
εκτός Εργατικού δυναμικού, είναι 3.138.257 (περιλαμβάνει μαθητές, σπουδαστές,
ασχολούμενους-ες με οικιακές εργασίες, συνταξιούχους, εισοδηματίες, μη
καταγεγραμμένους για αναζήτηση εργασίας, ένα μεγάλο μέρος αδήλωτων εργαζόμενων,
κ.α.).
Το άθροισμα αυτών των 2 μεγάλων κατηγοριών (ΟΕΠ 4,7 εκ. και
Οικονομικά Μη Ενεργός 3,13 εκ), δηλαδή 7.850.484 άνθρωποι αποτελούν τον
πληθυσμό ηλικίας άνω των 15 και έως 89 ετών .
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΟΥΣ ΚΛΑΣΣΙΚΟΥΣ
Για να εντοπίσουμε μέσα σε αυτό τον πληθυσμό την εργατική
τάξη χρειαζόμαστε την εξέταση της ταξικής διαστρωμάτωσης και χρησιμοποιούμε τα
Μαρξικά κριτήρια, όπως εξελίχτηκαν από τον Λένιν, και τα προβάλλουμε στη
σύγχρονη πραγματικότητα για τον ελληνικό καπιταλισμό.
Με βάση αυτά, ξεκινώντας μεθοδολογικά ανατρέχουμε στην
αναφορά του Κομμουνιστικού Μανιφέστου «Ολόκληρη η κοινωνία όλο και περισσότερο
χωρίζεται σε δύο μεγάλα αντίπαλα στρατόπεδα, σε δύο μεγάλες τάξεις, που
βρίσκονται άμεσα αντιμέτωπες η μια με την άλλη: στην αστική τάξη και το
προλεταριάτο». [vi]
Σύμφωνα με τον ορισμό του Λένιν: «Τάξεις ονομάζονται μεγάλες
ομάδες ανθρώπων που ξεχωρίζουν μεταξύ τους από τη θέση που κατέχουν μέσα σε ένα
καθορισμένο σύστημα της κοινωνικής παραγωγής, από τη σχέση τους (στο μεγαλύτερο
μέρος κατοχυρωμένη και διατυπωμένη σε νόμους) προς τα μέσα παραγωγής, από το
ρόλο τους στην κοινωνική οργάνωση της εργασίας και συνεπώς από τους τρόπους που
ιδιοποιούνται τη μερίδα του κοινωνικού πλούτου που διαθέτουν και από το μέγεθος
αυτής της μερίδας…»[vii]
Και προσδιορίζουμε τις τάξεις για τον ελληνικό καπιταλισμό :
– την αστική τάξη και βέβαια – την εργατική τάξη που είναι στο κέντρο του
ενδιαφέροντός μας καθώς και – τα μεσαία στρώματα με την μεγάλη ανομοιογένεια τους
ως προς τη θέση και το ρόλο τους στην παραγωγή και την οργάνωση της εργασίας,
το μέγεθος και τον τρόπο ιδιοποίησης της μερίδα του πλούτου που καρπούνται και
άρα δεν τα θεωρούμε ως ενιαία κοινωνικοοικονομική ομάδα αποδίδοντας τους το
χαρακτηρισμό μικροαστική τάξη, όπως διάφοροι ερευνητές και κοινωνικοί αναλυτές
(Οικονομάκης, Κατσορίδας, κ.α.).
ΑΣΤΙΚΗ ΤΑΞΗ
Αντιμετωπίζουμε την αστική τάξη σαν ενιαίο σύνολο,
συγκροτημένη από τους καπιταλιστές που έχουν στην κατοχή τους μέσα παραγωγής,
απασχολούν εργατικό δυναμικό και καρπούνται εισοδήματα από την εκμετάλλευση
εργατικής δύναμης ή αντλούν τεράστια κέρδη μέσα από κερδοσκοπικές αγοραπωλησίες
στη σφαίρα της κυκλοφορίας χρήματος και των χρηματιστικών παραγώγων, επίσης με
τα πρόσωπα που έχουν καθοριστικό διευθυντικό ρόλο σε επιχειρήσεις και με τα
πρόσωπα που κατέχουν ανώτατες θέσεις στον κρατικό μηχανισμό και τις αντίστοιχες
αμοιβές.
Βέβαια, υφίστανται διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό της αστικής
τάξης, που σχετίζονται με το μέγεθος του κεφαλαίου που οι αστοί έχουν στην
κατοχή τους, το συνολικό τους εισόδημα, του ρόλου τους στη διοίκηση
επιχειρήσεων και στον κρατικό μηχανισμό. Δηλαδή εντός τους υφίστανται μικροί,
μεσαίοι και μεγάλοι καπιταλιστές, αλλά από μόνη της κάθε τέτοια μερίδα πχ οι
μικροαστοί ή μεγαλοαστοί, δεν μπορεί να προσδιορίζονται ως ξεχωριστές τάξεις με
τους όρους μεγαλοαστική τάξη ή ως μικροαστική τάξη. Ενώ πρέπει να λάβουμε υπόψη
ότι παρά τους ενδοαστικούς ανταγωνισμούς στο εσωτερικό της αστικής τάξης, τα
συμφέροντά της είναι ενιαία απέναντι στην αντιπαράθεση και αντιπαλότητα με την
εργατική τάξη.
Με χονδρικούς υπολογισμούς, στην αστική τάξη εντάσσονται
περίπου 70.000 άτομα, αποτελώντας περίπου το 1,5% του ΟΕΠ. Παρότι δεν είναι
μοναδικός και ασφαλής δείκτης (λόγω και πολλών αδήλωτων εισοδημάτων) η εκτίμηση
αυτή ενισχύεται από το στοιχείο της ΑΑΔΕ ότι 66.000 φυσικά πρόσωπα δήλωσαν
ετήσιο ατομικό εισόδημα άνω των 50.000 € για το 2017[4]. Στον αριθμό αυτό
συγκλίνουν :- μελέτη του Σπύρου Σακελλαρόπουλου – και μελέτη που συνέταξαν οι
Οικονομάκης, Ζησιμόπουλος, Κατσορίδας, Κόλλιας και Κρητικίδης το 2015.
Τα αριθμητικά στοιχεία των επιχειρήσεων δεν δίνουν ακριβή
εικόνα για τον αριθμό των καπιταλιστών, λόγω της ταυτόχρονης συνιδιοκτησίας από
κάποιους, περισσότερων της μιας επιχειρήσεων ή λόγω συνιδιοκτησίας επιχειρήσεων
από περισσότερους τους ενός μετόχου. Παρά ταύτα σηματοδοτούν μια κατανομή με
βάση των αριθμό των απασχολούμενων σε μικρές, μεσαίες, μεγάλες επιχειρήσεις. Η
καταγραφή[5] το 2020 έδειξε ότι υπάρχουν 76.124 επιχειρήσεις που απασχολούν 5
και άνω εργαζόμενους. Ειδικά η κατηγορία των μικρών επιχειρήσεων (1-4
εργαζόμενους) τείνει σε αριθμητική μείωση και το ειδικό βάρος αυτού του
τμήματος στην οικονομία είναι πολύ μικρότερο από την έκτασή του και συμπιέζεται
οικονομικά και αριθμητικά διαρκώς. Η εξάρτηση αυτού του κομματιού από τα
ηγεμονικά τμήματα του κεφαλαίου είναι πολύ μεγάλη (με συνέπεια τη μεταφορά
τμήματος υπεραξίας την οποία αντλούν στα ΠΠΜ και επακόλουθο τη μεγαλύτερη πίεση
στην εργατική τάξη).
Στα πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ ο αριθμός των εργοδοτών το
2016 εμφανίζεται να φτάνει στους 271,7 χιλιάδες (7,4 %), αλλά μέσα σε αυτόν
περιλαμβάνονται ως εργοδότες πρόσωπα που χρησιμοποιούν εργαζόμενους για
εργασία, η οποία δεν αποφέρει κέρδος (φύλαξη ηλικιωμένων στο σπίτι, καθαρισμός
κατοικίας κλπ) ή ως εργοδότες πρόσωπα που απασχολούν μέλη της οικογένειας σε
οικογενειακή επιχείρηση ή σε επιχείρηση με 1-4 απασχολούμενους.
Η επίδραση της κρίσης στην ομάδα των ισχυρών κεφαλαιοκρατών
δεν ήταν αντίστοιχη με των υπόλοιπων. Οι μεγάλες επιχειρήσεις παρουσιάζουν
αύξηση κύκλου εργασιών και καθαρής κερδοφορίας, όπως παρουσιάζεται σε μελέτη
της ICAP[6] σε ένα δείγμα 15.168 ελληνικών επιχειρήσεων προ πανδημίας.
Στην περαιτέρω ισχυροποίηση της ομάδας αυτής θα συντελέσει η
συγκέντρωση κεφαλαίου που θα επέλθει με εξαγορές και συγχωνεύσεις και μέσω της
διαχείρισης των «κόκκινων» επιχειρηματικών δανείων και περιλαμβάνεται στους
στόχους του ΣΕΒ για «να στηριχτούν οι μεγάλες-ανταγωνιστικές μονάδες και να
ξεκαθαρίσει το επιχειρηματικό τοπίο από τις μικρές-μη βιώσιμες». Σε αυτή την
ισχυροποίηση θα συμβάλλει και η εξελισσόμενη επιχείρηση για τη συγκέντρωση γης
και ακινήτων, που δεν έχει ακόμα προχωρήσει δραστικά, αφού μέχρι πρόσφατα μόνο
το 20,24% της συνολικής αξίας όλης της αστικής ακίνητης περιουσίας είναι στην
κατοχή του 2% του συνόλου των 5,57 εκατ. ιδιοκτητών.
Εντοπίζουμε ότι καταγράφονται τάσεις :
ανακατατάξεις στο εσωτερικό της αστικής τάξης που
σηματοδοτούνται από ισχυροποίηση των πιο ισχυρών οικονομικά μερίδων της, των
μεγάλων καπιταλιστών έναντι των άλλων. Ισχυροποίηση που συντελείται με τη
συγκέντρωση και συγκεντροποίηση κεφαλαίου, που αφορά μέσα παραγωγής, αλλά στη
σημερινή περίοδο, τη δημόσια περιουσία, δημόσια αγαθά, γη και ακίνητα που
σήμερα μετατρέπονται εκτεταμένα σε εμπόρευμα, καθώς και την με όλο και πιο
συγκεντρωτικό τρόπο διοίκηση των επιχειρήσεων και του κρατικού μηχανισμού, που
επιδρά στον αυξημένο ρόλο των μάνατζερ και των διευθυντικών στελεχών.
για μικρή αριθμητική μείωση του αριθμού των ατόμων που
ανήκουν στην αστική τάξη της χώρας (ιδιοκτήτες επιχειρήσεων που απασχολούν
προσωπικό, μάνατζερ επιχειρήσεων, στελέχη του κρατικού μηχανισμού).
ΜΕΣΑΙΑ ΣΤΡΩΜΑΤΑ
Ανάμεσα στην αστική τάξη και την εργατική παρεμβάλλονται τα
μεσαία στρώματα που χαρακτηρίζονται από μεγάλη ανομοιογένεια και διαφορές στο
εσωτερικό τους ως προς τη σχέση τους με τα μέσα παραγωγής, το ρόλο τους στη
διεύθυνση επιχειρήσεων, το μερίδιο του πλούτου που καρπώνονται. Δεν συμφωνούμε
για αυτό το λόγο με την ενιαιποίηση και τον χαρακτηρισμό αυτών των στρωμάτων ως
μικροαστική τάξη[7] ή ένα κομμάτι τους ως ενδιάμεση μικροαστική τάξη[8].
Στα μεσαία στρώματα εντάσσονται αυτοαπασχολούμενοι με χαμηλό
ή μεσαίο εισόδημα, κάτοχοι ή και & συνιδιοκτήτες μικρών επιχειρήσεων με
μέχρι 4 εργαζόμενους (πολλές από αυτές οικογενειακές), μισθωτοί με μεσαία ή
υψηλά εισοδήματα και με ρόλο στην οργάνωση-διεύθυνση επιχειρήσεων ή
οργανισμών-φορέων του δημοσίου, άνεργοι που δεν κατατάσσονται στην εργατική
τάξη.
Ο πληθυσμός των μεσαίων στρωμάτων ξεπερνά το 1,2
εκατομμύρια.
Ο μεγάλος αριθμός τους καταγράφεται ως ελληνική
ιδιαιτερότητα.
Πιο αναλυτικά:
Σημαντικά μεγάλος είναι ο αριθμός των αυτοαπασχολούμενων,
που υπολογίζεται ότι ξεπερνούν το 1 εκατομμύριο. Οι αυτοαπασχολούμενοι
παρουσιάζουν μείωση το τελευταίο διάστημα σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ,
που τους προσδιορίζει στις 836.000 ή 22,8 % του εργατικού δυναμικού ή το 30,31
του ΟΕΠ (το αντίστοιχο ποσοστό στην ΕΕ είναι 14,47%).
Ο αριθμός αυτός των αυτοαπασχολούμενων δεν αποτελεί ενιαίο
κομμάτι. Υπάρχουν αυτοαπασχολούμενοι χωρίς ή με προσωπικό. Το μεγαλύτερο μέρος
από την πρώτη κατηγορία (αυτοαπασχολούμενοι χωρίς προσωπικό) εντάσσεται στα
μεσαία στρώματα για τους παραπάνω λόγους και λόγω της μεταβαλλόμενης θέσης και
οικονομικής του κατάστασης (ανάμεσά τους η φτωχομεσαία αγροτιά).
Ένας υπολογίσιμος αριθμός, από όσους εμφανίζονται ως
αυτοαπασχολούμενοι, αποτελεί κομμάτι της εργατικής τάξης, γιατί παρέχει μισθωτή
εργασία με μπλοκάκι και με εξαιρετικά άσχημους όρους σε αμοιβές, ωράρια ή
αμοιβές και ρόλο στην επιχείρηση, αντίστοιχο των εργατικών. Για αυτούς το
μεγάλο ζητούμενο είναι να κατοχυρωθεί ότι αποτελούν κομμάτι της εργατικής τάξης
και η κοινή οργάνωση τους σε σωματεία (που τα περισσότερα δεν τους δέχονται)
και σε σύγκρουση με την καλλιεργούμενη νοοτροπία που κατά πλειοψηφία
ενσωματώνουν.
Ένας πολύ μικρός αριθμός από την πρώτη κατηγορία
(αυτοαπασχολούμενοι χωρίς προσωπικό) και από τη δεύτερη κατηγορία
αυτοαπασχολούμενων (με προσωπικό), εντάσσεται στην αστική τάξη, λόγω της
παροχής των υπηρεσιών στη διοίκηση επιχειρήσεων με καθοριστικό ρόλο ή λόγω του
ύψους των αμοιβών του.
Με τα στοιχεία της Εργάνη για το 2020 υφίστανται 203.205
επιχειρήσεις (το 72,75 του συνόλου των επιχειρήσεων-μείωση έναντι του
προηγούμενου 74,6% των επιχειρήσεων το 2016) που απασχολούν μέχρι 4
εργαζόμενους. Πολλές από αυτές είναι οικογενειακές και οι εργαζόμενοι είναι
ταυτόχρονα και συνιδιοκτήτες είτε ουσιαστικά, είτε και τυπικά.
Υπολογισμοί[9] καταγράφουν 275.000 αυτοαπασχολούμενους που
έχουν μερίδιο ιδιοκτησίας σε αυτές τις επιχειρήσεις με προσωπικό και 161.405
βοηθούς σε οικογενειακή επιχείρηση. Και οι δύο αυτές κατηγορίες έχουν
συρρικνωθεί κατά 2% από το 2006, αλλά αποτελούν ένα άθροισμα 436,5 χιλιάδων.
Επίσης, στα μεσαία στρώματα εντάσσονται μισθωτοί χωρίς μέσα
παραγωγής, αλλά με ρόλο στη διεύθυνση επιχειρήσεων ή του κρατικού μηχανισμού.
Τα μέτρα των μνημονίων φέρνουν συμπίεση και αριθμητική
μείωση των μεσαίων στρωμάτων, εξαλείφοντας την ελληνική ιδιομορφία. Εντοπίζουμε
συμπίεση των μεσαίων στρωμάτων με την αριθμητική και οικονομική καταστροφή των
μικρών επιχειρήσεων και με φτωχοποίηση αυτοαπασχολούμενων. Οι συντελούμενες
αναδιαρθρώσεις, είτε βίαια, είτε σταδιακά, οδηγούν βαθμιαία σε σύγκλιση με την
ανάλογη διαστρωμάτωση άλλων χωρών της Ε.Ε.. Σημαντικός αριθμός έχει οδηγηθεί σε
προλεταριοποίηση χάνοντας τα μέσα παραγωγής και δουλεύοντας ως μισθωτός σε
πολλές περιπτώσεις με αδήλωτη, φτηνή, ανασφάλιστη εργασία. Μας ενδιαφέρει αυτά
τα τμήματα που φτωχοποιούνται να συνειδητοποιούν ότι τα συμφέροντά τους
βρίσκονται στο πλάι της εργατικής τάξης και εξυπηρετούνται άμεσα και
μακροπρόθεσμα από τις κοινές στοχεύσεις και τους κοινούς αγώνες μαζί της.
Για την εργατική τάξη αποτελεί ζητούμενο η συμμαχία με φτωχά
λαϊκά μεσαία στρώματα, το να σταθούν στο πλάι της στην πάλη για την κοινωνική
ανατροπή και κρίνεται πολιτικά στη στάση τους στις ταξικές συγκρούσεις.
ΟΙ ΑΝΕΡΓΟΙ
Το 2021 εμφανίζονται ως άνεργοι 624.858 και ως
απασχολούμενοι 4.087.369. Οι αντίστοιχοι αριθμοί το 2016 ήταν 1.122.678 άνεργοι
και 3.666.591οι απασχολούμενοι. Η αύξηση του αριθμού των απασχολούμενων με την
αντίστοιχη μείωση του αριθμού των ανέργων σε αυτή την πενταετία αφορά θέσεις
προσωρινής και μερικής απασχόλησης. Στους άνεργους υπάρχει ταξική διαστρωμάτωση
με παρουσία και μεσαίων στρωμάτων, αλλά όπως αναφέραμε παραπάνω το πλειοψηφικό
κομμάτι των ανέργων εντάσσεται ή προσεγγίζει την εργατική τάξη είτε γιατί
προέρχονται από απολυμένους μισθωτούς της εργατικής τάξης, είτε από
νεοσειρχόμενους που κατάγονται από εργατικές οικογένειες, είτε άνεργους που δεν
έχουν ακόμα βρει δουλειά, αλλά η προοπτική ένταξής τους είναι -με βάση την
αναλογία- να γίνουν μέλη της εργατικής τάξης.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΤΑΞΗ
ΤΟ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ
Η εργατική τάξη εμφανίζεται και διαμορφώνεται σε δυναμική
εξέλιξη μέσα στον καπιταλισμό ως «τάξη καθεαυτή»[10], δηλαδή με βάση
αντικειμενικά κριτήρια που αφορούν τη σχέση των εργατών-τριών με τα μέσα
παραγωγής (δεν έχουν), από τη θέση τους στον καπιταλισμό (είναι
εκμεταλλευόμενοι-ες), από το ρόλο τους στην κοινωνική οργάνωση της εργασίας
(εκτελεστικός) και από το μικρό μέρος του παραγόμενου από τους ίδιους
κοινωνικού πλούτου που καρπώνονται και τη μορφή του (ημερομίσθιο, ή μισθός, ή
ωρομίσθιο). Αυτό αφορά και τη διαμόρφωση της εργατικής τάξης στη χώρα μας[11].
Η απόκτηση συνείδησης από μεριάς των εργατών-τριών ότι
αποτελούν ιδιαίτερη τάξη μέσα στον καπιταλισμό με τα δικά της ταξικά
συμφέροντα, καθολικά αντίθετα μ’ αυτά της αστικής τάξης, η συνειδητοποίηση του
ρόλου στην κοινωνική εξέλιξη που περνά από διάφορες βαθμίδες και ιστορικούς
σταθμούς και η πολιτική πάλη της εργατικής τάξης για να υπερασπίσει τα
συλλογικά της συμφέρονται και να ταχθεί στον αγώνα για την κοινωνική
απελευθέρωση διαμορφώνει την εργατική τάξη σε «τάξη για τον εαυτό της».
Η εργατική τάξη ως «τάξη καθεαυτή»
Αξιοποιούμε τα μαρξικά και λενινιστικά κριτήρια για να
προσδιορίσουμε το μέγεθος της σύγχρονης εργατικής τάξης και με βάση αυτά
καταλήγουμε ότι σε αυτήν εντάσσονται :
όσοι δεν κατέχουν μέσα παραγωγής και είναι αναγκασμένοι να
πουλούν την εργατική τους δύναμη για να μπορούν να ζήσουν
πηγή του εισοδήματος τους αποτελεί η μισθωτή εργασία τους
κατά το συντριπτικό μέρος της,
ασκούν χειρωνακτική ή πνευματική εργασία είτε στην υλική
παραγωγή είτε στην σφαίρα της κυκλοφορίας, των υπηρεσιών και της αναπαραγωγής,
δεν έχουν διευθυντική θέση ή κατασταλτικό ρόλο στο σύστημα,
το ύψος της αμοιβής τους δεν είναι σε ψηλά επίπεδα και ο
τρόπος της αμοιβής τους είναι ο μισθός ή το μεροκάματο ή το ωρομίσθιο.
Με τα μαρξιστικά κριτήρια, λοιπόν, δεν αποτελεί κριτήριο
αποκλεισμού, αν κάποιος ασκεί πνευματική εργασία, ή δουλεύει στη σφαίρα της
κυκλοφορίας του κεφαλαίου, ή δουλεύει σε μεμονωμένο καπιταλιστή ή στο συλλογικό
καπιταλιστή που είναι το κράτος. Να θυμίσουμε, επίσης, το εξής εδώ: Ο Μαρξ
χρησιμοποιούσε τους όρους παραγωγικός και μη παραγωγικός εργάτης, χρησιμοποιώντας
το ουσιαστικό «εργάτης» και στις δύο περιπτώσεις. Ιδιαίτερα κατατοπιστική για
τα κριτήρια ένταξης στις κοινωνικές τάξεις είναι η συνοπτική παρουσίαση των
Νίκου Παπαγεωργίου και Σταυρούλας Χριστοδουλάκου με τίτλο η Μαρξιστική θεωρία
για τις κοινωνικές τάξεις[viii].
Άρα, με αυτά τα κριτήρια προσεγγίζουμε και ανιχνεύουμε τα
στοιχεία των επίσημων στατιστικών.
Το 2016 η μισθωτή εργασία αντιπροσώπευε το 65,89% της
συνολικής απασχόλησης (84,74% στην ΕΕ), δηλαδή ήταν 2,44 εκατομμύρια
μισθωτοί[12], σύμφωνα με τα επεξεργασμένα στοιχεία. Το 2021 με τα στοιχεία της
Εργάνη[13] οι μισθωτοί με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου (δεν περιλαμβάνονται
οι περίπου 570.162 εργαζόμενοι στο δημόσιο με σχέση δημοσίου δικαίου[14]) ήταν
2.163.610 και από αυτούς το 16,7 % δούλευε κάτω από 20 ώρες τη βδομάδα, το
33,85% είχε μικτές μηνιαίες αποδοχές κάτω από 700 €, το 29,75% είχε από
701-1000 €, το 20,61 % είχε από 1.001-2.000 €. Ενώ μόνο το 8,17 % είχε μικτές
μηνιαίες αποδοχές άνω των 2.000. Επίσης, ορισμένα συναφή στοιχεία για κλάδους
εργαζόμενων του δημοσίου περιέχονται εδώ[15].
Μέσα σε αυτόν τον αριθμό των 2,44 εκ. μισθωτών βρίσκεται η
σύγχρονη εργατική τάξη, με εξαίρεση όσους ασκούν διευθυντική λειτουργία, έχουν
μεγάλες αμοιβές και άλλες ιδιαιτερότητες, που αφορούν την οικονομική τους
κατάσταση, ή δουλεύουν στα σώματα ασφαλείας και ως ιερείς. Συγκροτείται
(στοιχεία του 2016) μέσα από το μεγαλύτερο μέρος του 1.770.000 μισθωτών του
ιδιωτικού τομέα, το μεγαλύτερο μέρος των 565.000 εργαζόμενων στο δημόσιο, καθώς
και από τους 63.000 περίπου συμβασιούχους, του δημοσίου και μεγάλο μέρος των
33.000 που εργάζονται σε ΝΠΙΔ και αφού αφαιρέσουμε τους 150.000 που είναι στα
σώματα ασφαλείας και τους ιερείς
Ταυτόχρονα στη σύγχρονη εργατική τάξη χρειάζεται να
συνυπολογίσουμε:
ένα τμήμα των εργαζομένων που δουλεύουν μαύρα και δεν
καταγράφονται στις έρευνες εργατικού δυναμικού,
ένα τμήμα όσων καταγράφονται ως αυτοαπασχολούμενοι, αλλά
προσφέρουν τις υπηρεσίες τους ως μισθωτοί και
– ένα σημαντικό ποσοστό άνω του 60% του 1,13 εκ. ανέργων (που
εντάσσονται στην εργατική τάξη), γιατί προέρχονται από απολυμένους μισθωτούς
της εργατικής τάξης, είτε από νεοσειρχόμενους που κατάγονται από εργατικές
οικογένειες.
Η εργατική τάξη με βάση τα στοιχεία [16] του 2016 φτάνει στο
61,31% του Ο.Ε.Π. και ανέρχεται στον αριθμό των 2.952.097 (2.075.190 μισθωτοί
και 876.907 άνεργοι).
Ο αριθμός των ανέργων που υπολογίζεται για κατάταξη στην
εργατική τάξη από το συνολικό αριθμό ανέργων του 2016 (1,13 εκ), προκύπτει από
το άθροισμα όσων ήταν προηγούμενα μισθωτοί και απολύθηκαν και από τον αριθμό
των νεοεισερχόμενων άνεργων που προκύπτει από το ποσοστό των ανέργων που τελικά
βρίσκουν δουλειά ως μισθωτοί και εντάσσονται στην εργατική τάξη.
Μπορούμε να καταλήξουμε με σιγουριά ότι η σύγχρονη εργατική
τάξη της χώρας μας αποτελεί την πιο μεγάλη μερίδα του Οικονομικά Ενεργού
Πληθυσμού.
Παρά τη μείωση της απασχόλησης τα χρόνια της κρίσης, το
ειδικό βάρος της εργατικής τάξης αυξάνει.
Οι θεωρίες για την εξαφάνιση της εργατικής τάξης και το
τέλος της εργασίας διαψεύδονται.
Για την εργατική τάξη, το μέγεθος και το ρόλο της
αναπτύσσονται πολλές θεωρίες από παλιά και σύγχρονα ρεύματα.
Να διευκρινίσουμε ότι δεν συμφωνούμε με τις απόψεις που
μπορεί να προβάλλονται ότι εκφράζουν αυστηρά μαρξιστικά κριτήρια και στο όνομα
του ξεκαθαρίσματος θεωρούν ότι εντάσσονται στην εργατική τάξη:
μόνο όσοι δουλεύουν σε μεγάλες βιομηχανικές μονάδες στην πρωτογενή
παραγωγή ή στον τομέα της μεταποίησης.
Μόνο όσοι κάνουν καθαρά χειρωνακτική εργασία
Μόνο όσοι δουλεύουν σε ιδιωτικές καπιταλιστικές επιχειρήσεις
και όχι στο δημόσιο (Οικονομάκης).
Μόνο όσοι δουλεύουν σε εταιρείες που απασχολούν παραπάνω από
ένα συγκεκριμένο αριθμό εργατών
Μόνο όσοι δεν έχουν ανώτερη ή ανώτατη μόρφωση.
Μόνο όσοι κάνουν παραγωγική εργασία και παράγουν υπεραξία,
άρα αποκλείοντας εργάτες που πουλάνε την εργατική τους δύναμη σε εργοδότες οι
οποίοι δεν την εκμεταλλεύονται για παραγωγή εμπορευμάτων, αλλά για δική τους
χρήση.
Μόνο όσοι δεν κατέχουν ατομικά περιουσιακά στοιχεία πχ
αυτοκίνητο ή σπίτι (τα οποία δεν χρησιμοποιούν ως εμπόρευμα ή ως μέσα
παραγωγής).
Η περιοριστική αυτή κατάταξη, που αποκλείει με εκλεκτικισμό
μεγάλα κομμάτια της εργατικής τάξης, δεν εκτιμούμε ότι βοηθά τη συσπείρωση της
τάξης, αλλά αντίθετα αναπαράγει από την ανάποδη τον κατακερματισμό της.
Για τη συνείδηση και την οργάνωση της εργατικής τάξης ως
«τάξη για τον εαυτό της»
Η εργατική τάξη συγκροτείται ως η άλλη πλευρά της σχέσης
κεφάλαιο, του δίπολου κεφάλαιο-εργασία. Συγκροτείται πάνω στο θεμελιακό, το
ειδοποιό χαρακτηριστικό του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής: την εκμετάλλευση
απλήρωτης δουλειάς, την απόσπαση υπεραξίας, την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα
παραγωγής. Χωρίς αυτά τα στοιχεία δεν υπάρχει καπιταλισμός. Από εδώ προκύπτουν
δύο συμπεράσματα: πρώτον, ότι η εργατική τάξη και η πάλη της σχετίζεται με τον
πυρήνα του καπιταλιστικού συστήματος ως τέτοιου και δεύτερον ότι εκ φύσεως
υπάρχει και συγκροτείται ως τάξη-αντίπαλος της αστικής, της άλλης κοινωνικής
ομάδας, που συνδέεται με την καρδιά του συστήματος.
Η εργατική τάξη συγκροτείται ως τάξη για τον εαυτό της όταν
αποκτήσει συνείδηση των ενιαίων συμφερόντων της που βρίσκονται σε αντίθεση με
τα συμφέροντα της αστικής τάξης και του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος,
διεκδικήσει την μείωση της εκμετάλλευσής της και αγωνιστεί για την κατάργηση
της εκμετάλλευσης και την ανατροπή του καπιταλισμού, αναλάβει το ρόλο της για
την επανάσταση και δράσει για την ιστορική απελευθέρωση όλης της κοινωνίας και
τον κομμουνισμό.
Ο ρόλος της εργατικής τάξης ως καταλυτικό υποκείμενο στον
αγώνα για την κοινωνική απελευθέρωση δεν προκύπτει από μια μεταφυσική ιδιότητα
που την επικαθορίζει ως μεσσία για την «ιστορική αποστολή» της, αλλά με βάση
τους παράγοντες της αντικειμενικής πραγματικότητας που συμβάλλουν στην ταξική
της συνειδητοποίηση και τους οποίους συνιστούν:
Η θέση της στην παραγωγή και στο σύστημα εκμετάλλευσης,
το αριθμητικό της μέγεθος,
η ενιαιότητα των συμφερόντων των διάφορων τμημάτων της,
η έλλειψη προοπτικής για τη ζωή της και για την αλλαγή της
οικονομικής και κοινωνικής της θέσης που την κάνει το πιο συνεπή υπερασπιστή
του αγώνα μέχρι τέλους,
η κατακτημένη εμπειρία και συλλογική πειθαρχία της,
οι δυνατότητες οργάνωσης της, τις αξίες του εργατικού
πολιτισμού της,
η τέχνη της να εντάσσει το δευτερεύον και μικρό, που είναι
ζωτικά αναγκαίο, στα μεγάλα στρατηγικά ζητήματα,
η εν δυνάμει ικανότητά της να κερδίσει και μεσαία στρώματα
στην πάλη για την κοινωνική απελευθέρωση και τον εξοπλισμό της με την
επαναστατική θεωρία.
Αυτές οι εκτιμήσεις δεν σημαίνουν από μεριάς μας αποδοχή,
δικαιολόγηση και υπόκλιση σε ό,τι καθυστερημένο μπορεί να εντοπίζεται στις
γραμμές της. Ούτε με την εξιδανίκευση του προλεταριάτου ως «περιούσιας επαναστατικής
τάξης» a priori και χωρίς το είναι της να έχει μετασχηματιστεί σε ταξική
συνείδηση και δράση.
Το επαναστατικό πολιτικό υποκείμενο έχει σαν φορέα του, όχι
γενικά και αόριστα την εργατική τάξη, αλλά εκείνη την κοινωνική συγκρότηση που
πραγματοποιεί την δυνατότητα για χειραφέτηση από την κυριαρχία του κεφαλαίου ….
με αυτήν την έννοια μπορούμε να πούμε ότι η κοινωνική βάση του πολιτικού
επαναστατικού υποκειμένου είναι η εργατική τάξη».[17] Η εργατική τάξη ωθείται
από την φύση της προς την επαναστατική θεωρία και πρακτική με την αμφισβήτηση
του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγή από τη συμβολή των πολιτικών πρωτοποριών και
τις επαναστατικές ιδέες. Όπως και οι επαναστατικές ιδέες προϋποθέτουν την
ύπαρξη επαναστατικής τάξης (Μαρξ, Γερμανική ιδεολογία).
Η εργατική τάξη αναπτύσσεται σε αντίθεση αλλά και εξάρτηση
από τον ιστορικό της αντίπαλο. Χρειάζεται να αναγνωρίσουμε ότι μέσα στην τάξη
και στον κάθε ξεχωριστό εργάτη-εργάτρια υπάρχουν οι τάσεις
χειραφέτησης/απελευθέρωσης μαζί με εκείνες της υποταγής/συνδιαλλαγής και για το
ποιες τάσεις επικρατούν επιδρούν σειρά από παράγοντες. Η διπλή «φύση» της
εργατικής τάξης εκφράζει την ενότητα και την διαπάλη ανάμεσα στην διεκδίκηση
της «εμπορευματικής» αξίας και την «διεκδίκηση» της υπεραξίας, του αναγκαίου
και του πρόσθετου χρόνου εργασίας. «Όταν η εργατική τάξη αρχίζει να συγκρούεται
και να απελευθερώνεται από το κεφάλαιο αρχίζει να απελευθερώνεται και από τον
ίδιο της τον εαυτό. Ο εργάτης ταλαντεύεται καθημερινά και ιστορικά ανάμεσα στο
γονάτισμα και την αντίσταση, το «γλείψιμο» και την περηφάνια, το προσκύνημα και
την εξέγερση και, τελικά, ανάμεσα στη «βελτίωση των όρων ζωής του» σαν
αποτέλεσμα της βελτίωσης της θέσης του «δικού του ιδιοκτήτη» και του «δικού του
κράτους» ή σαν αποτέλεσμα της ανατροπής τους»[18] .
Σήμερα, η εργατική τάξη στο σύνολο της αντιμετωπίζει την
ένταση της εκμετάλλευσης με τη συμπίεση των μισθών, την επέκταση του χρόνου
εργασίας με εξαντλητικά ωράρια, την κλοπή του εισοδήματός της από την ακρίβεια
και το κόστος διαβίωσης και την ταξικά μεροληπτική φορολογία, τον εκβιασμό της
ανεργίας, την ομηρία της επισφάλειας με τις ασταθείς σχέσεις εργασίας.
Βιώνει την ελαστική εργασία, και την ανέχεια την
μισοανεργία-μισοεργασία. Ζει τη ρευστοποίηση ανάμεσα στον εργάσιμο και τον
ελεύθερο χρόνο, την κατάργηση της Κυριακάτικης αργίας, την μετατροπή του
εργαζόμενου σε απασχολήσιμο-ωφελούμενο-λάστιχο και ανά πάσα στιγμή διαθέσιμο να
κληθεί για να δουλέψει.
Παράλληλα, η σύγχρονη εργατική τάξη είναι πιο πολυσύνθετη,
πιο μορφωμένη, πιο πολυεθνική από τις προηγούμενες γενιές.
Όμως, εκτός από τα στοιχεία που την ενώνουν, η ανάπτυξη των
παραγωγικών δυνάμεων καθιστά την εργασία πιο σύνθετη κι ο νέος κοινωνικός
καταμερισμός και οι διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό της ε.τ., που αναπτύσσονται
πάνω σε ανώτερη βάση, επιδρούν στη συγκρότηση της ενότητάς της με αντιφατικό
πολλές φορές τρόπο.
Η σύγχρονη εργατική τάξη είναι πιο πολυσύνθετη, πιο
μορφωμένη, πιο πολυεθνική από τις προηγούμενες γενιές.
Ταυτόχρονα, είναι περισσότερο κατακερματισμένη στις μορφές
αγοραπωλησίας της εργατικής της δύναμης και στους τρόπους και τόπους παροχής
εργασίας : διαφορετικά ύψη μισθών και τρόπων υπολογισμού τους, μόνιμες-σχετικά
μόνιμες-προσωρινές-ελαστικές εργασιακές σχέσεις, διαφορετικά ωράρια, είδη
συμβάσεων, άλλα εργασιακά, ασφαλιστικά δικαιώματα, άλλοι φορείς-εργοδότες ακόμα
και μέσα στον ίδιο εργασιακό χώρο, παλιοί-νέοι, δημόσιου- ιδιωτικού τομέα,
ντόπιοι-μετανάστες-διαφορά γλώσσας, παρουσία στο χώρο εργασίας της επιχείρησης
ή με τηλεεργασία, τηλεεργασία για επιχειρήσεις με έδρα σε άλλες χώρες κλπ.
Ιδιαίτερα οι νεοπροσλαμβανόμενοι-ες εργάζονται με συμβάσεις
μερικής ή εκ περιτροπής απασχόλησης σε ποσοστό 53,5%[19] και σε συντριπτικό
ποσοστό με συμβάσεις ορισμένου χρόνου που δεν ανανεώνονται. Οι επιπτώσεις από
την παραπάνω κατάσταση με τη μερική και προσωρινή ένταξη στην εργασία επιδρούν
σε μεγαλύτερο κατακερματισμό και διαστρωμάτωση και επιδρούν αρνητικά στις
δυνατότητες συνδικαλιστικής οργάνωσης και διεκδίκησης για συνολικές εργατικές
διεκδικήσεις, αλλά και εν δυνάμει για μαχητικές συγκρούσεις.
Οι διαφορετικές μορφές και ταχύτητες στο πεδίο των αμοιβών
και στο σημερινό μοντέλο εργασιακών σχέσεων στοχεύουν πέρα από την ένταση της
εκμετάλλευσης με απαξίωση-φτήνεμα της εργατικής δύναμης και στην ενίσχυση της
ατομικότητας και την υποχώρηση της συλλογικότητας.
Το εμπόρευμα εργατική δύναμη περιλαμβάνει το σύνολο των
πνευματικών και χειρωνακτικών ικανοτήτων του εργαζόμενου. Στη σύγχρονη εργατική
τάξη, με την εξέλιξη στις παραγωγικές δυνάμεις μειώνονται όλο και περισσότερο
τα τμήματα που εργάζονται χειρωνακτικά – αν υποθέσουμε ότι υπάρχει καθαρά
χειρωνακτική εργασία – και η εργατική δύναμη συναπαρτίζεται από ένα πλέγμα
χεριού και μυαλού, χειρωνακτικών και πνευματικών ικανοτήτων, τυποποίησης και
δημιουργικότητας. Οι μεταβολές στη σχέση πνευματικής – χειρωνακτικής εργασίας
με βάση τις νέες παραγωγικές συνθήκες, μετασχηματίζουν όχι μόνο το «πνευματικά»
εργαζόμενο τμήμα της εργατικής τάξης, αλλά επηρεάζουν βαθιά και τον χαρακτήρα
της «χειρωνακτικής» μερίδας του, με μεγαλύτερη εξειδίκευση και πιο εκτεταμένη
σύνθεση της πνευματικής – χειρωνακτικής εργασίας.
Η σημερινή εργατική τάξη -ιδιαίτερα τα νέα μέλη της- με την
αναβαθμισμένη μορφωτική, πολιτισμική, κοινωνική ικανότητα, κατέχει, με δυναμικό
κι όχι στατικό τρόπο, τα μυστικά της έρευνας και των σύγχρονων επικοινωνιών,
του προγραμματισμού και της ρύθμισης των σύγχρονων τεχνολογικών μέσων, της
κοινωνικά συνδυασμένης εργασίας και της διεύθυνσης πολύπλοκων παραγωγικών
διαδικασιών, της διεθνικής συνεργασίας και της ισόρροπης σχέσης ανθρώπου-φύσης.
Είναι, με άλλα λόγια, μια εργατική τάξη η οποία ανταποκρίνεται -πολύ
περισσότερο από κάθε άλλη εποχή- στο χαρακτηρισμό των μαρξιστών του 19ου και
20ού αιώνα: «κύρια παραγωγική δύναμη», «φλόγα της παραγωγής». Χωρίς αυτήν στην
κυριολεξία γρανάζι δεν γυρνά. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα αντιληπτό στις σύγχρονες
επιχειρήσεις που έχουν μειωθεί τα επίπεδα ιεραρχίας και έχουν δοθεί σε αρκετούς
εργαζόμενους στοιχεία πρωτοβουλίας, δημιουργικότητας, διαχείρισης καταστάσεων.
Και μπορεί είτε να οδηγήσει στην ταύτιση με τα συμφέροντα της επιχείρηση, είτε
στη συνειδητοποίηση του ότι η εργατική τάξη μπορεί σήμερα -περισσότερο από
ποτέ- να οργανώσει, να διευθύνει και να διαχειριστεί τις τύχες της κοινωνίας
συλλογικά, χωρίς καπιταλιστές, προς όφελος του κοινού καλού. Και αυτός είναι
ένας από τους βασικούς λόγους που κάνουν την επανάσταση και την κομμουνιστική
απελευθέρωση αντικειμενική, υλική δυνατότητα. Παράλληλα, η κατανομή με βάση τις
ανάγκες της τάξης του κοινωνικού πλούτου που η ίδια παράγει με το χέρι και το
μυαλό της είναι και αυτός ένας από τους λόγους που κάνουν την επανάσταση και
τον κομμουνισμό πιεστική αναγκαιότητα.
Η κρίσιμη σημασία της ενότητας της εργατικής τάξης
Η εργατική τάξη που είναι η πιο βαθιά εκμεταλλευόμενη από
τον καπιταλισμό μπορεί να αναδειχτεί και να παραμείνει ως το τέλος επαναστατική
δύναμη, γιατί δεν έχει ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, έχει συμφέρον από
την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας και την εγκαθίδρυση κοινωνικής
ιδιοκτησίας σ’ αυτά, στην κατεύθυνση οικοδόμησης της αταξικής κοινωνίας. Είναι
η τάξη που μπορεί να εκφράσει τα συμφέροντα της κοινωνικής πλειοψηφίας, όλων
των καταπιεσμένων και εκμεταλλευόμενων κομματιών της, στην κατεύθυνση
απελευθέρωσης ολόκληρης της κοινωνίας από την εκμετάλλευση και την καταπίεση.
Για να πετύχει όμως αυτό το σκοπό, που χρειάζεται να
εγκαθιδρύσει, με την επαναστατική πάλη, τη δική της επαναστατική εξουσία και
αυτό απαιτεί την ταξική της ενότητα.
Για την ενότητα της εργατικής τάξης χρειάζεται να αναλυθούν
και να παρθούν υπόψη τα κριτήρια περιοδολόγησης του καπιταλιστικού τρόπου
παραγωγής, οι νέοι τρόποι παραγωγής και υπεξαίρεσης της υπεραξίας, η νέα
διάταξη των κλάδων στην οικονομία, η εισαγωγή και επέκταση των νέων τεχνολογιών
και της ρομποτικής. Αυτά όλα συντελούν στη διαμόρφωση του εργατικού
υποκειμένου, της σύγχρονης εργατικής τάξης με νέα ποιοτικά χαρακτηριστικά, πιο
πολύμορφης αλλά και πιο πολυάριθμης, και κυρίως με αναπτυγμένη στο έπακρο την
ενότητα και αντιπαράθεση (στο ίδιο το εσωτερικό της, στην κοινωνική της
συγκρότηση και συμπεριφορά). Γιατί είναι ένα τοπίο που αλλάζει δραματικά με την
εργοδοτική τρομοκρατία, την επέκταση-εξέλιξη των συστημάτων
παρακολούθησης-επιτήρησης, την κατάργηση συνδικαλιστικών ελευθεριών,
δικαιωμάτων και ΣΣΕ.
Χρειάζεται να αναδείξουμε και να αντιμετωπίσουμε τις αιτίες
της κραυγαλέας αναντιστοιχίας ανάμεσα στην ταχύτατη όξυνση των αντικειμενικών
κοινωνικών αντιθέσεων και την κραυγαλέα υστέρηση του επαναστατικού παράγοντα σε
όλα τα επίπεδα της ταξικής πάλης, στις ίδιες τις ρίζες της κοινωνικής συγκρότησης
της εργατικής τάξης που συνυπάρχουν και συγκρούονται οι τάσεις εξάρτησής της
απ’ το κεφάλαιο και οι τάσεις χειραφέτησής της απ’ αυτό.
Αποκτούν νέες μορφές και διαστάσεις οι τάσεις εξάρτησης των
«υπαξιωματικών» της παραγωγής και των εξαγορασμένων εργατικών τμημάτων και της
ιδεολογικής παρέμβασής τους στη συνείδηση και στάση της εργατικής τάξης. Η
σύγχρονη εργατική αριστοκρατία (στρώματα της διανόησης που ασκούν βοηθητικό
διευθυντικό ρόλο, μισθωτοί με ιδιαίτερα ψηλές αποδοχές και σε παρασιτικές
υπηρεσίες, εργαζόμενοι υψηλής ειδικής κατάρτισης, κλπ), αποτελεί φορέα
ρεφορμιστικών και οπορτουνιστικών αντιλήψεων μέσα στην εργατική τάξη αλλά και
στο συνδικαλιστικό κίνημα που κατέχει ηγεμονική παρουσία. Συνδέει τα συμφέροντα
της με τη διατήρηση της τάσης διεύρυνσης της πολιτικής, ιδεολογικής εξάρτησης
των εργαζόμενων από το κεφάλαιο, όσο και αν τείνει πάντα να διεκδικεί καλύτερο
μερίδιο, για λογαριασμό της, από τη διεύρυνση αυτής της σχέσης. Αποτελεί σε
τελική ανάλυση τη βασική δύναμη που οργανώνει σήμερα τις συμμαχίες της αστικής
τάξης με τις τάσεις υποταγής της εργατικής τάξης σε εκείνα τα τμήματά της που
φαίνεται να πλήττονται λιγότερο από την ένταση της εκμετάλλευσης.
Η σύγχρονη εργατική τάξη, αντιλαμβάνεται από τη μια τις
τεράστιες δυνατότητες για ευημερία από τον πλούτο που παράγεται και από την
άλλη βιώνει την ένταση της εκμετάλλευσης με τους μισθούς, την οικονομική βία
στους όρους της αγοραπωλησίας της εργατικής της δύναμης, τα εξαντλητικά ωράρια,
την επισφαλή ασφάλιση, τις ασταθείς σχέσεις εργασίας και ταυτόχρονα στο κόστος
διαβίωσης. Βιώνει την ελαστική εργασία, και την ανέχεια την
μισοανεργία-μισοεργασία, αντί της μείωσης των ωρών εργασίας. Ζει τη
ρευστοποίηση ανάμεσα στον εργάσιμο και τον ελεύθερο χρόνο, την κατάργηση της
Κυριακάτικης αργίας, την μετατροπή του εργαζόμενου σε
απασχολήσιμο-ωφελούμενο-λάστιχο και ανά πάσα στιγμή διαθέσιμο να κληθεί για να
δουλέψει. Που ο ελεύθερος χρόνος της μειώνεται έως μηδενίζεται και η διασκέδασή
της, επίσης, ελέγχεται κυριολεκτικά από το κεφάλαιο.
Η εργατική τάξη, λόγω της αποξένωσης και του κατακερματισμού
της στο χώρο εργασίας, γίνεται πιο επιρρεπής για αποδοχή των αστικών προτύπων,
της αντίληψης για διαφοροποίηση των συμφερόντων μεταξύ των εργαζόμενων μιας
επιχείρησης, σε ανταγωνιστικές σχέσεις για επιδίωξη υπηρεσιακής
ανέλιξης-καριέρας σε βάρος της συλλογικότητας και πιο ευάλωτη σε επιδράσεις που
δέχεται και στο χρόνο της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης στα πρότυπα του
life style, στον καλλιεργούμενο ατομικισμό. Για αυτό αποκτά κρίσιμη σημασία η
υπεράσπιση των αξιών της εργατικής τάξης και έξω από το πεδίο της παραγωγής με
την ολόπλευρη ανάπτυξη του εργατικού πολιτισμού και την υπεράσπιση των
εργατικών αξιών της αλληλεγγύης, της ισότητας, της κοινωνικής δικαιοσύνης, του
διεθνισμού.
Παρότι, όμως αναβαθμίζονται αυτές οι επιδράσεις στη
συνείδηση από τον λεγόμενο «πολιτισμό του μη εργάσιμου χρόνου», η ταξική
συνείδηση διαμορφώνεται πρωτίστως από τη στάση του σύγχρονου εργάτη και
εργάτριας μέσα στο χώρο της δουλειάς, στις συγκρούσεις με την εργοδοσία και
στον αγώνα με τους συναδέλφους. Και παρότι ο «πολιτισμός του μη εργάσιμου
χρόνου» επιδρά σημαντικά, δεν αποτελεί το κύριο πεδίο διαμόρφωσης της
ανθρώπινης συνείδησης, όπως ισχυρίζεται ο Γκορζ παράλληλα με τη θέση του ότι η
εργατική τάξη, όχι μόνο λόγω της ενσωμάτωσης της, αλλά και από την ίδια τη φύση
της δεν μπορεί να αποτελέσει το ιστορικό υποκείμενο που θα αντικαταστήσει τους
καπιταλιστές και ότι δεν είναι ο φορέας της ιστορικής αποστολής που λανθασμένα
της αποδόθηκε.
Μέσα σε αυτό το τοπίο αναδεικνύεται η αδήριτη ανάγκη για
βάθεμα, επαναθεμελίωση, επικαιροποίηση και υπεράσπιση της μαρξιστικής θεωρίας
για τις τάξεις και το ρόλο της εργατικής τάξης.
Ειδικά αυτή την περίοδο, που εκτός από τις θεωρίες για το
τέλος της ιστορίας και του δεν υπάρχει εναλλακτική απέναντι στον ακλόνητο
καπιταλισμό, επανέρχονται παλιές θεωρίες απαξίωσης του ρόλου της εργατικής
τάξης και εμφανίζονται νέες ή σχετικά νέες.
Διαχωριζόμαστε από:
Θεωρίες για το τέλος της εργασίας και αντικατάστασής της από
τα ρομπότ και τη λεγόμενη τεχνητή νοημοσύνη που αποκρύπτουν ότι, πίσω από την
επιφάνεια κρύβεται ανθρώπινη εργασία από την εξόρυξη και παραγωγή των υλικών
των η/υ, των ρομπών και των δικτύων τους μέχρι την παραγωγή των προγραμμάτων
λειτουργίας τους και τη συντήρησή τους, αλλά και την παροχή ενέργειας για τη
λειτουργία τους. Που προσπερνούν το γεγονός ότι ακόμα και οι αυτορρυθμίσεις των
ρομπών για την επιδιόρθωσή τους προέρχονται από την ανάλυση και τον
προγραμματισμό από εργαζόμενους στην πληροφορική. Αυτό που εμείς αναδεικνύουμε
από την επέκταση της εφαρμογής των νέων τεχνολογιών είναι οι δυνατότητες για
δραστική μείωση του χρόνου εργασίας και καθολική ευημερία.
Θεωρίες απαξίωσης της εργατικής τάξης ως μη υπάρχουσας, ή ως
αλλοτριωμένης, συμβιβασμένης και χωρίς τη δυνατότητα να αποτελέσει εν δυνάμει επαναστατική
δύναμη, αλλά το πολύ – πολύ να είναι δύναμη κρούσης σε αμυντικούς αγώνες.
Θεωρίες ότι στο ρόλο της εργατικής τάξης, που δεν μπορεί να
χειραφετηθεί, αλλά θα παραμένει συμβιβασμένη, αναδεικνύεται το πρεκαριάτο. Ο
όρος που πρωτοεμφανίστηκε τη δεκαετία του ’80, ως το νέο υποκείμενο για τις
συγκρούσεις με το σύστημα και προσδιορίζεται στους εργαζόμενους των επισφαλών
σχέσεων εργασίας, ανασφάλιστους εργαζόμενους με μπλοκάκια, περιστασιακά ή
εποχικά ή εκ περιτροπής εργαζόμενους και κυρίως στους νέους. Γενικά
εργαζόμενους με «ελαστικούς όρους» και στο πλαίσιο του «flexicurity» (ελαστική
και με χαμηλή ασφάλιση εργασία) κλπ. Ο όρος αναπτύχθηκε από τον Γκάι Στάντιγκ
το 2011 στο βιβλίο “Το πρεκαριάτο – Η νέα επικίνδυνη τάξη» και η αντίληψη
υιοθετείται από διάφορους διανοοούμενους όπως ο Νόαμ Τσόμσκι και ο Ζίγκμουντ
Μπόουμαν με «τεκμηρίωση» από τον χαρακτήρα (όχι την κοινωνική σύνθεση των
ακτιβιστών) κινημάτων όπως το Occupy, πλατειών, αραβικής άνοιξης.
Αντιλήψεις που αναδεικνύουν, στη θέση του προλεταριάτου, ως
κοινωνικά υποκείμενα «αντιεξουσίας» το «πλήθος» (Τομ Νέγκρι, Χανγκ) και άλλες
ομάδες πχ μετανάστες, έγχρωμους, φοιτητές, γυναίκες ή ομάδες ακτιβιστών, μέλη
λαϊκών συνεταιρισμών κ.α.. ως πρωταγωνιστές μεταβολών που σταδιακά θα
κυριαρχήσουν, ροκανίζοντας τις καπιταλιστικές σχέσεις.
Θεωρίες για το τέλος της ταξικής πάλης και των τάξεων και
την καθοριστική σημασία όχι των κοινωνικών τάξεων, αλλά των ταυτοτήτων, που
συγκροτούνται είτε ως διαδικασίες είτε από τον τρόπο που γίνονται αντιληπτές
από τους άλλους.
Θεωρίες που αρνούνται τη μεσολάβηση συνδικάτων και
εχθρεύονται την πολιτική οργάνωση της τάξης σε κόμματα, αναγορεύοντας το
αυθόρμητο και την «ακατέργαστη υποκειμενικότητα» των εργατών σε καταλύτη της
ταξικής πάλης που θεωρούν ότι διεξάγεται μόνο στα εργοστάσια. Αρνούνται την
αξία της συνδικαλιστικής οργάνωσης με αφετηρία την
αστικοποίηση-γραφειοκρατικοποίηση των παραδοσιακών συνδικάτων και εχθρεύονται
την πολιτική οργάνωση της εργατικής τάξης σε κόμματα (ενσωματώντας ένα διάχυτο
αντιδιανοουμενισμό). Τέτοιες τάσεις συναντάμε κυρίως σήμερα στη χώρα μας από
ομάδες της εργατικής αυτονομίας.
Οι απορρίψεις μας αυτές δεν πηγάζουν από κάποια ιδεοληψία,
αλλά από την ιστορική εμπειρία μας, που αναζητάμε να την αξιοποιήσουμε. Γιατί,
δεν αρκούμαστε στις εξεγέρσεις των γαλλικών προαστίων, του Δεκέμβρη του ’08,
στις πλατείες του ΄11. Γιατί αναζητούμε τις επαναστάσεις της εποχής μας.
Για τους κλάδους αιχμής και τους ρόλους της πρωτοπορίας μέσα
στην τάξη
Με τη σύγχρονη εξέλιξη των παραγωγικών δυνάμεων αποκτούν
κρίσιμο ρόλο τομείς παραγωγής και κυκλοφορίας του κεφαλαίου. Αυτή η κρισιμότητα
συναρτάται από την ανάδυση των πάγιων βασικών αναγκών για την παραγωγή και
διακίνηση των βασικών και αναγκαίων προϊόντων και υπηρεσιών σε συνδυασμό με τα
σύγχρονα προϊόντα και υπηρεσίες για τις νέες διευρυμένες ανάγκες και την
αλληλοσύνδεση αυτών των κλάδων με νέους κλάδους για τη διανομή και κυκλοφορία
τους. Το διαδίκτυο, η πληροφορική, οι νέες τεχνολογίες, η ρομποτική, η
βιοτεχνολογία, αλληλοσυνδέονται, αλληλεπιδρούν και διαπλέκονται για να
ολοκληρωθούν και να αποδώσουν με την πρωτογενή παραγωγή (από τις παραδοσιακές
εξορύξεις υλικών και καυσίμων μέχρι των σπάνιων γαιών και από την παραγωγή
αγροτικών προϊόντων και πρώτων υλών) μέχρι τη μεταποίηση, τις μεταφορές, την
ενέργεια, τις επικοινωνίες, το εμπόριο, το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Αποτελούν
το νέο «βιομηχανικό – επιστημονικό – τεχνολογικό σύμπλεγμα» της εποχής μας.
Ανά εποχή και περίοδο αποκτούν ιδιαίτερη κρισιμότητα ορισμένοι
κλάδοι όπως πχ την περίοδο της πανδημίας αναδείχτηκε ο κλάδος της έρευνας των
φαρμακευτικών προϊόντων, της υγείας, των μεταφορών, του εμπορίου, της
καθαριότητας. Η κρισιμότητα αφορά το ρόλο τους για τη λειτουργία της αλυσίδας
παραγωγής και αναπαραγωγής του καπιταλιστικού συστήματος άρα και για το
κεφάλαιο και την ανάπτυξη των κερδών του.
Από την άλλη είναι διαφορετικά τα κριτήρια για την
κρισιμότητα των κλάδων παραγωγής και κυκλοφορίας για την εργατική τάξη, τις
συνθήκες διαβίωσης και αναπαραγωγής της εργατικής της δύναμης και για το
μπλοκάρισμα της καπιταλιστικής μηχανής.
Η επίγνωση από μεριάς των εργαζόμενων του ρόλου του κλάδου ή
ρόλου της επιχείρησης στην οποία δουλεύουν για τα συμφέροντα του κεφαλαίου και
για την εργατική τάξη αποτελεί παράγοντα που συμβάλλει στην συνειδητοποίηση και
τη στράτευση τους (ή όχι), στον ταξικό αγώνα με τη μεριά της τάξης, δεν
ταυτίζεται όμως με το ρόλο τους ως κρίσιμα κομμάτια (πρωτοπορίες) μέσα στην
τάξη.
Ο ρόλος μερίδων της εργατικής τάξης στον ταξικό αγώνα ή των
λεγόμενων πρωτοποριών διαμορφώνεται από αντικειμενικούς όρους και
υποκειμενικούς παράγοντες και το συνδυασμό τους και τελικά αναδεικνύεται από το
κριτήριο της πράξης συνολικά, ανά χρονική περίοδο και γεγονότα. Αντικειμενικοί
όροι είναι πχ η μεγάλη αριθμητική συγκέντρωση εργατών-τριων σε μεγάλες μονάδες
(επιχειρήσεων, βιομηχανιών, εργοστασίων), ή σε κλάδους και υπηρεσίες αιχμής
ανάλογα με τη χώρα, την εποχή ή και την περίοδο. Τέτοιοι κλάδοι της σύγχρονης
βιομηχανικής εργατικής τάξης με μεγάλη συγκέντρωση σήμερα αναδεικνύονται για τη
χώρα μας το εμπόριο (χονδρικό-λιανικό-επισκευές) 17,7%, η εκπαίδευση 12,3%, τα
εργοστάσια της μεταποίησης 11,7%, η υγεία 8,2%, επισιτισμός-τουρισμός 10,9%, η
ενέργεια, των τηλεπικοινωνιών-πληροφορικής, οι μεταφορές, του χρηματοπιστωτικού
τομέα, κ.α..[20] Υποκειμενικοί λόγοι σχετίζονται με την ύπαρξη ιστορικών
εμπειριών στους εργάτες αυτού του κλάδου ή της επιχείρησης, τις συνθήκες που
δημιουργούνται για την όξυνση της ταξικής πάλης, τη δράση μιας
συνειδητοποιημένης μερίδας εργατών που μπορούν να ανυψώσουν τις επιμέρους
διεκδικήσεις σε συνολική ταξική σύγκρουση. Δεν ισχύουν οι σχηματοποιήσεις ότι
πρωτοπορία μπορεί να αποτελέσει το πιο μορφωμένο ή το πιο φτωχό-εξαθλιωμένο
κομμάτι της ε.τ., ή αυτό των σύγχρονων συνδυασμών πνευματικής – χειρωνακτικής
εργασίας, ή των στρατηγικών κλάδων της οικονομίας.
Η ιστορική επικράτηση της εκφυλισμένης ταξικής αντίληψης για
τον αποκλειστικό, εργολαβικό ρόλο των «πρωτοποριών» και ειδικά της θεωρητικής
«πρωτοπορίας» στην επαναστατική πράξη αποτελεί βασικό παράγοντα ενίσχυσης των
νέων αριστοκρατικών απόψεων για το πολιτικό υποκείμενο και υποβάθμισης της
δυνατότητας και του ρόλου της επαναστατικής πολιτικής δράσης των ίδιων των
εργατών και εργαζόμενων. [21]
Τον πρωτοπόρο επαναστατικό τους ρόλο οι πρωτοπορίες της
τάξης μπορούν να τον παίξουν τελικά όταν κερδηθούν με τις επαναστατικές ιδέες,
αν δράσουν σαν μοχλός ενότητας και ανοδικής κίνησης του συνόλου της τάξης και
όχι σε αντιπαράθεση με το υπόλοιπο προλεταριάτο, από το οποίο άλλωστε δεν έχουν
ανεξάρτητα, αλλά ταυτόσημα συμφέροντα.
Το καθοριστικό και τελικό κριτήριο για την υπεράσπιση των
συμφερόντων της εργατικής τάξης είναι η δοκιμασία της πράξης στην ταξική πάλη
από όσους ανήκουν σε αυτήν και από όσους διάλεξαν να στοιχηθούν μαζί της.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ
ΤΑΞΗΣ
Θέτουμε κάποιες βασικές ορίζουσες για ένα τεράστιο θέμα για
το οποίο έχουν γραφτεί πολλά και χρειάζεται να αξιοποιηθούν και να επανέλθουμε
στη συνέχεια.
Η συνδικαλιστική οργάνωση της εργατικής τάξης αποτελεί μια
πρωταρχική μορφή δομών συλλογικής συσπείρωσης και πάλης της εργατικής τάξης,
ριζοσπαστικοποίησης και διαμόρφωσης ταξικής συνείδησης, συλλογικής υπεράσπισης
των εργατικών συμφερόντων, σχολειό διεκδίκησης και αγώνα. Η ανώτερη μορφή
συγκρότησής της, όμως, είναι η πολιτική της οργάνωση για τη συνολική
αντιπαράθεσή της με το σύστημα εκμετάλλευσης και το στρατηγικό στόχο της
κομμουνιστικής απελευθέρωσης.
Οι αστικοποιημένες εκφυλισμένες δυνάμεις που κυριαρχούν
σήμερα στο συνδικαλιστικό κίνημα έχουν διαλέξει να του προσδώσουν το ρόλο του
«κοινωνικού εταίρου», ώστε δεν μπορεί και δεν θέλει να εκπροσωπήσει τα
συμφέροντα του συνόλου της εργατικής τάξης. Εκφράζει τα συμφέροντα των
κομματιών των εργαζόμενων που έχουν άμεση εμπλοκή και κοινά συμφέροντα με την εργοδοσία
και τους κυβερνητικούς-κρατικούς μηχανισμούς. Το στρώμα των γραφειοκρατών
συνδικαλιστών που πρωταγωνιστεί έχει διασυνδέσεις με τους μηχανισμούς του
κράτους, των εργοδοτών και των κυβερνήσεων. Ιδιαίτερα προνόμια από χρόνιες
αποσπάσεις από την εργασία, τοποθετήσεις σε ΔΣ οργανισμών, έχτρα αμοιβές,
παροχές και προνόμια. Παρόλα, αυτά ο εργοδοτικός, κυβερνητικός, γραφειοκρατικός
και τελικά αστικοποιημένος συνδικαλισμός έχει την πλειοψηφική υποστήριξη και
αποδοχή από το μεγαλύτερο μέρος της εργατικής τάξης που είναι σήμερα
συνδικαλιστικά οργανωμένο.
Ένα, όμως, επίσης μεγάλο κομμάτι μένει ασυνδικάλιστο για
πολλούς λόγους: της αποστροφής του στο επίσημο συνδικαλιστικό κίνημα, του
αποκλεισμού του από τις ηγεσίες των περισσότερων σωματείων (πχ μη εγγραφή συμβασιούχων),
την έλλειψη συνδικαλιστικής οργάνωσης που να καλύπτει τον κλάδο ή την
επιχείρηση, την τρομοκρατία, το βαθύ συμβιβασμό, τις αυταπάτες, την αδιαφορία.
Η αποδυνάμωση του συνδικαλιστικού κινήματος έχει άμεση
επίδραση στις δυνατότητες αντιστάσεων, την υποχώρηση των εργατικών αγώνων και
τη συρρίκνωση των εργατικών διεκδικήσεων, την αφαίρεση μιας σειράς εργατικών
κατακτήσεων της προηγούμενης περιόδου και την προώθηση βαθιών καπιταλιστικών
αναδιαρθρώσεων σε βάρος της εργατικής τάξης, αλλά και των άλλων καταπιεσμένων
και φτωχών λαϊκών στρωμάτων.
Η ανάγκη για μια ταξική ανασυγκρότηση του εργατικού
κινήματος προβάλλει πιο επιτακτικά από ποτέ πριν.
Το πεδίο της ταξικής πάλης αλλάζει ριζικά με την κατάργηση
ΣΣΕ, την ελαστικότητα-προσωρινότητα, τις διαφορετικές ταχύτητες αμοιβών,
σχέσεων εργασίας, ασφαλιστικών δικαιωμάτων, τους διαφορετικούς φορείς εργοδότες
μέσα στον ίδιο χώρο εργασίας, την τηλεργασία. Ενισχύει την ατομικότητα και
συμβάλλει στην υποχώρηση της συλλογικότητας. Η καθοριστικότητα του αγώνα για να
συγκεντρωθεί η τάξη (νέοι και παλιοί, έλληνες και ξένοι, ιδιωτικού τομέα και
δημόσιου, εργαζόμενοι και άνεργοι, άνεργοι και προσωρινά εργαζόμενοι,
συμβασιούχοι και μόνιμοι) και να ενοποιηθεί με την καθοριστική συμμετοχή της
νεολαίας μπορούν να εξασφαλιστούν μόνο από ένα ταξικά ανασυγκροτημένο εργατικό
κίνημα. Χρειάζεται μια νέα ταξική ενότητα και απαιτείται αξιοποίηση παλιών
(κλαδικών και επιχειρησιακών σωματείων), αλλά και νέων μορφών συσπείρωσης και
οργάνωσης (επιτροπές αγώνα, εργατικά συμβούλια κ.α.). Συλλογικότητες που θα
έχουν στόχο να συσπειρώσουν και να ενώσουν όλους τους εργάτες-τριες ανεξάρτητα
από τη διάρκεια της σύμβασης, τη φυλή, τη χώρα προέλευσης, τη γλώσσα, που θα
αντιμετωπίσουν το συνδικαλιστικό κατακερματισμό και τη διάσπαση με βάση το
πτυχίο, την ειδικότητα-ομοιοεπαγγελματισμό, το συντεχνιακό συνδικαλισμό. Που
δεν θα έχουν θέση σε αυτές οι εργοδότες και τα διευθυντικά στελέχη. Εργατικές
συλλογικότητες που στο dna τους θα έχουν τη λειτουργία τους με τους κανόνες της
εργατικής δημοκρατίας, τη διεκδίκηση με βάση τις ανάγκες και τον πλούτο που
παράγεται και όχι τα περιθώρια του συστήματος, τους μαχητικούς αγώνες και όχι
τη συναλλαγή με την εργοδοσία, τη σύγκρουση με εργοδοσία, κράτος, κυβέρνηση και
όχι το συμβιβασμό και την υποταγή.
Με το νόμο Χατζηδάκη που περιορίζει έως καταργεί το δικαίωμα
στο συνδικαλισμό και την απεργία, που ελέγχει και καθορίζει τη λειτουργία και
τις διαδικασίες των σωματείων, που προϋποθέτει για την αναγνώριση τους, ώστε να
μπορούν να διαπραγματεύονται και να υπογράφουν συμβάσεις, την παράδοση σε
κράτος-εργοδότες του μητρώου μελών τους, σχηματίζονται νέα δεδομένα. Η
απειθαρχία, ανυπακοή, μη εφαρμογή του νόμου 4808/21 και η πάλη για την
κατάργησή του αποτελούν κλειδί για την ύπαρξη του ταξικού εργατικού κινήματος.
σε σύγκρουση με το κυρίαρχο συνδικαλιστικό κίνημα. Απαιτεί ευρύτερο συντονισμό
από τη βάση, τα πρωτοβάθμια ταξικά σωματεία και τους συντονισμούς τους και συγκρούσεις
με την κυρίαρχη γραμμή σε συνομοσπονδίες, ομοσπονδίες και Ε.Κ.. Η
συνδικαλιστική δράση θα απαιτεί σύγκρουση με την κρατική και εργοδοτική
τρομοκρατία, θα συνδυάζει τη νόμιμη και την παράνομη δουλειά. Η οικοδόμηση
εργατικών σωματείων-συσπειρώσεων-επιτροπών αγώνα- θα είναι πιο δύσκολο να
επιτευχθεί, αλλά και συνάμα οι συλλογικότητες που θα συγκροτούνται θα έχουν πιο
ισχυρές βάσεις.
Η ανάγκη οργάνωσης της εργατικής τάξης δεν κλείνεται
προφανώς σε σχηματοποιήσεις. Δεν απαντιέται με απολυτότητες και αντιπαράθεση
«έξω από το σημερινό σ.κ. » ή «μέσα σ’ αυτό για μια αλλαγή των συσχετισμών σε
ταξική κατεύθυνση», αλλά χρειάζεται να συνδυάζει και το «εντός» και το «εκτός»
και το «εναντίον στον αστικοποιημένο συνδικαλισμό», με αδιαπραγμάτευτο όρο
πάντα την αυτοτελή παρουσία της τάσης του Νέου Εργατικού Κινήματος.
Για να μπορεί συνολικά η εργατική τάξη να γίνει τάξη για τον
εαυτό της καθοριστικό είναι να συγκροτηθεί και αναπτυχθεί ένα Νέο Εργατικό
Κίνημα, ως συμπύκνωση του αναγκαίου δρόμου για την ταξική ανασυγκρότηση
συνολικά του εργατικού και του συνδικαλιστικού κινήματος. Με οριοθέτηση και σε
αντιπαράθεση με το εκφυλισμένο – αστικοποιημένο – εργοδοτικό -κυβερνητικό
συνδικαλισμό και ανασυγκρότηση όλου του εργατικού κινήματος με βάση τη σύγχρονη
πραγματικότητα. Οικοδόμηση της εργατικής πάλης σε νέα λογική με βάση τις
αλλαγές στο περιεχόμενο, την οργάνωση και τους όρους εργασίας -στο πεδίο,
δηλαδή, που συνήθως ονομάζουμε εργασιακές σχέσεις ή εργασιακό καθεστώς.
Κίνημα που να αναδεικνύει την καρδιά της αντιπαράθεσης
κεφαλαίου-εργασίας πεδίο που έχει υποτιμηθεί σε όφελος της καθαρά οικονομικής
διεκδίκησης. Νέο Εργατικό Κίνημα που να υπερασπίζεται αποτελεσματικά τα άμεσα
συμφέροντα της τάξης και να μπορεί να το κάνει γιατί όχι μόνο θα έχει στις
σημαίες του, αλλά γιατί θα έχει και στην προμετωπίδα του στους στόχους πάλης
του τα πιο καθολικά και πολιτικά αιτήματα, που θα εκφράζουν τα συνολικά
εργατικά συμφέροντα και θα τείνουν να ενώνουν την εργατική τάξη και τα υπό
εκμετάλλευση στρώματα και όχι να αναπαράγουν τους διαχωρισμούς τους.
Που θα μπορεί να συνδυάζει τους αμυντικούς με τους
επιθετικούς αγώνες και τον οικονομικό αγώνα με τον πολιτικό. Για να αναδεικνύει
στόχους πάλης που ενώνουν την τάξη με τους αγώνες και υπερασπίζονται τα άμεσα
και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της τάξης. Από το δικαίωμα στη μόνιμη και
σταθερή δουλειά για όλους σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα ενάντια στην εδραίωση
και επέκταση των ελαστικών-προσωρινών επισφαλών σχέσεων εργασίας, αλλά και
ενάντια στις απολύσεις των συμβασιούχων, υπερασπιζόμενοι το δικαίωμά τους να
παραμείνουν στη δουλειά. Για δραστική μείωση των ωρών εργασίας, για συλλογικές
συμβάσεις και τήρησή τους με ίσα δικαιώματα για όλους. Για αύξηση των μισθών
σύμφωνα με τις σύγχρονες ανάγκες και δυνατότητες από τον πλούτο που παράγεται και
όχι με τα όρια που θέτει το αστικό σύστημα. Για μείωση της εκμετάλλευσης της
εργατικής δύναμης
Μέχρι και την αμφισβήτηση συνολικά των σχέσεων εκμετάλλευσης
και την πάλη για την οριστική κατάργησή της με το γκρέμισμα των καπιταλιστικών
σχέσεων, όπως και της καταπίεσης, των διακρίσεων και ανισοτήτων. Για την
εργατική χειραφέτηση και την κοινωνική απελευθέρωση.
[1] Έρευνα Εργατικού Δυναμικού ΕΛΣΤΑΤ Νοέμβρης 2021
[2] Η χρησιμοποίηση της έκφρασης αυτής σε δημοσιεύσεις και
στατιστικές δεν ταυτίζεται με την εργατική τάξη
[3] Ο όρος περιλαμβάνει τα άτομα που μπορούν και θέλουν να
εργαστούν, δηλαδή εξαιρεί μαθητές, φοιτητές, όσους δηλώνουν οικιακή εργασία,
συνταξιούχους και όσους καταγράφονται ότι δεν αναζητούν εργασία.
[4] Στοιχεία ΑΑΔΕ φύλλο Π13 στο αρχείο excel
[5] Στοιχεία 2020 Συστήματος Εργάνη
[6] Μελέτη ICAP: O Ελληνικός Εταιρικός Τομέας
[7] Γ. Οικονομάκης « Η ταξική διάρθωση και η θέση της
εργατικής τάξης στην ελληνική κοινωνία ΙΝΕ-ΓΣΕΕ
[8] Σ. Σακελλαρόπουλος «Κρίση και κοινωνική διαστρωμάτωση
του 21ου αιώνα».
[9] Δελτίο ΙΝΕ-ΓΣΕΕ Ιανουάριος-Μάρτιος 2015
[10] Η αναφορά-διαχωρισμός «τάξη καθεαυτή» και «τάξη για τον
εαυτό της» περιέχεται στο έργο Αθλιότητα της φιλοσοφίας Καρλ Μαρξ 1847, έκδοση
Νέοι Στόχοι σελ. 172
[11] Σ. Μάξιμος, Η αυγή του ελληνικού καπιταλισμού ,
εκδόσεις Στοχαστής.
[12] Το εργατικό ζήτημα-Η σύνθεση της εργατικής τάξης στην
Ελλάδα Δ. Κατσορίδας – ΙΝΕ ΓΣΕΕ σελ. 115
[13] Ροές μισθωτής απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα για 2021
στοιχεία Εργάνη
[14] Υπουργείο Εσωτερικών για αριθμό Εργαζομένων
δημοσίου
[15] Μελέτη Πολυδύναμου Κέντρου της ΑΔΕΔΥ
[16] Το εργατικό ζήτημα-Η σύνθεση της εργατικής τάξης στην
Ελλάδα, Δ. Κατσορίδα έκδοση ΙΝΕ-ΓΣΕΕ
[17] «Για το επαναστατικό πολιτικό υποκείμενο στην εποχή
μας» του Κώστα Τζιαντζή, εκδόσεις Τόπος
[18] ο.π.
[19] Στοιχεία Εργάνη για 1ο δεκάμηνο 2021
[20] Στοιχεία ΕΛΣΤΑΤ με επεξεργασία στο «Εργατικό ζήτημα»
του Δημήτρη Κατσορίδα, σελ 121-133
[21] «Για το επαναστατικό υποκείμενο της εποχής μας» του
Κώστα Τζιαντζή εκδόσεις Τόπος
[i] Ειδικό τεύχος Πληροφοριακού συστήματος Εργάνη για 2021
[ii] ICAP Εξέλιξη 10.531 ελληνικών επιχειρήσεων Δεκέμβριος
2016
[iii] ΙΝΕ ΓΣΕΕ, Κοινωνικό Πολυκέντρο ΑΔΕΔΥ, ΚΕΜΕΤΕ ΟΛΜΕ και
το «Το εργατικό ζήτημα-Η σύνθεση της εργατικής τάξης στην Ελλάδα και η
συνδικαλιστική της εκπροσώπηση» του Δημήτρη Κατσορίδα με τα πιο πρόσφατα
στοιχεία.
[iv] Καπακτσής Αλέκος, Το «ελληνικό πρόβλημα»,
[v] «Η ταξική διάρθρωση της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας»
του Περικλή Παπαδόπουλου, «Η σύγχρονη φάση ανάπτυξης του καπιταλισμού στην
Ελλάδα» του Μιχάλη Μάλιου, «Οι αλλαγές στην Οικονομία και στην ταξική διάρθρωση
στη ελληνικής κοινωνίας (1980-1994)» του ΚΜΕ 1996, «Ταξική διάρθρωση της
σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας» του Κώστα Κάππου εκδόσεις Αλήθεια 2004, «Η
κατάσταση της εργατικής τάξης» του Κώστα Κάππου εκδόσεις Αλήθεια 2005,
«Αριστερό Ημισφαίριο» του Rasmig Keucheyan 2013, «Προσσεγγίσεις στην κατάσταση
της εργατικής τάξης στην Ελλάδα» ΚΜΕ Σύγχρονη Εποχή 2000,
[vi] Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος έκδοση Σύγχρονη
Εποχή σελ. 19-20
[vii] Η μεγάλη πρωτοβουλία Άπαντα Λένιν Σύγχρονη εποχή τόμος
39 σελ. 15
[viii] Ουτοπία, τεύχος 105 Δεκέμβριος 2013 άρθρο Νίκου
Παπαγεωργίου και Σταυρούλας Χριστοδουλάκου με τίτλο η Μαρξιστική θεωρία για τις
κοινωνικές τάξεις
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου