Σήμερα η εξέγερση στην Ουγγαρία του 1956 φαίνεται ένα εξαιρετικά μακρινό συμβάν, όπως και ολόκληρη η σοβιετική εποχή. Η Ουγγαρία είναι πια μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ και τον τόνο στην πολιτική ζωή δίνουν εκεί η ρατσιστική ρητορική και οι φράχτες που υψώνει η κυβέρνηση Όρμπαν απέναντι στους πρόσφυγες.Λιγοστά τα αφιερώματα που κάνει ο Τύπος και τα ΜΜΕ διεθνώς στον συγκλονιστικό ξεσηκωμό που έγινε στη χώρα πριν από 68 χρόνια. Η ακροδεξιά ουγγρική κυβέρνηση του Όρμπαν, πριν 8 χρόνια στον εορτασμό των 60 χρόνων από την Επανάσταση, προσπάθησε να εκμεταλλευτεί την επέτειο οργανώνοντας μια σειρά εκδηλώσεις όπου ο σταλινισμός ταυτιζόταν με τον κομμουνισμό και η επαναστατημένη εργατική τάξη εμφανιζόταν ως πρόδρομος του σημερινού αντικομμουνιστικού καθεστώτος του Όρμπαν. Οι όποιες αναφορές στα εργατικά συμβούλια του ’56 έγιναν επιφανειακά και αποσπασματικά.
Εξεγερμένοι και εξεγερμένες στη Βουδαπέστη
Η εχθρότητα των σταλινικών απέναντι στην ουγγρική εξέγερση είναι εύλογη: Στην Ουγγαρία το 1956 εξευτελίστηκαν τα καθεστώτα της Ρωσίας και της Ανατολικής Ευρώπης που μιλούσαν στο όνομα της εργατικής τάξης, αλλά καταπίεζαν και κρατούσαν φιμωμένους τις/τους εργάτ(ρι)ες. Και η Δύση από την πλευρά της υποβάθμισε σε ένα βαθμό τη σημασία της εξέγερσης, αποσιωπώντας ιδιαίτερα την πιο σημαντική πλευρά της: το ότι οι εξεγερμένοι δεν αμφισβήτησαν μόνο τον σταλινισμό, αλλά επανέφεραν στην επικαιρότητα τα εργατικά συμβούλια. Στα εργοστάσια και στα ορυχεία, στις υπηρεσίες και στους συνεταιρισμούς, αυτά τα συμβούλια ήταν που οργάνωσαν τον αγώνα ενάντια στα ρωσικά τανκς και στους εγκάθετους του Κρεμλίνου.
Στην Ουγγαρία το 1956 πραγματοποιήθηκε η πρώτη μαζική εργατική εξέγερση στην Ευρώπη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι εργάτες και οι εργάτριες εξουδετέρωσαν, σε μία μόλις μέρα, την 23η Οκτώβρη 1956, τον θηριώδη κρατικό μηχανισμό του σταλινικού καθεστώτος που έδειχνε ως τότε παντοδύναμο. Ο σοβιετικός στρατός χρειάστηκε δύο εβδομάδες, 3.000 τανκς και εκατοντάδες χιλιάδες στρατού για να επιβληθεί στο ουγγρικό εργατικό κίνημα. Η βία της καταστολής υπήρξε πρωτοφανής και οι νεκροί έφτασαν τις πολλές χιλιάδες –σε δύο μόλις εβδομάδες.
Αλλά η αντίσταση δεν σταμάτησε. Η εργατική τάξη, όσοι και όσες δεν σκοτώθηκαν στους βομβαρδισμούς και στις μάχες, κράτησαν άλλον έναν μήνα με συνεχείς απεργίες και γενικευμένη ανυπακοή, αναγνωρίζοντας ως μόνη νόμιμη ηγεσία τα εργατικά συμβούλια, που είχαν οργανωθεί αστραπιαία τις μέρες του ξεσηκωμού.
Τα εργατικά συμβούλια της Ουγγαρίας πνίγηκαν στο αίμα με νέο κύκλο καταστολής, που οδήγησε πάνω από 2.000 ανθρώπους στα εκτελεστικά αποσπάσματα. Στη μεγάλη τους πλειονότητα ήταν εργάτες με μέση ηλικία τα 20 χρόνια.
Οι εργάτ(ρι)ες στην Ουγγαρία τελικά νικήθηκαν. Αλλά πρόλαβαν να ταπεινώσουν τον σταλινισμό και επανέφεραν στην επικαιρότητα μια ξεχασμένη θέση του Μαρξ, ότι «η απελευθέρωση της εργατικής τάξης είναι έργο της ίδιας».
Όσο διαρκούσε η εξέγερση εκδηλώθηκε όλη η δημιουργικότητα, η αυτενέργεια και η αυτοθυσία των ανθρώπων που ήταν, ως τότε, στη θέση των υποζυγίων της Ιστορίας. Οι εργάτες και οι εργάτριες παραμέρισαν την κρατική μηχανή, που είχε παραλύσει, έθεσαν μέσα σε παθιασμένες συνελεύσεις στους χώρους δουλειάς βασικά ζητήματα της παραγωγής και της τροφοδοσίας του πληθυσμού, αλλά και της υπεράσπισής τους με τα όπλα από τον τρομερό στρατό που προσπαθούσε να τους εξολοθρεύσει.
Η αναφορά μας στην ουγγρική επανάσταση έχει νόημα όχι μόνο για να διατηρήσουμε ηρωικές μνήμες, αλλά, κυρίως, για να σχεδιάσουμε τις δικές μας «εφόδους στον ουρανό».
Ο πάγος ραγίζει
Οχτώ μήνες πριν από την ουγγρική επανάσταση, τον Φλεβάρη του 1956, συνέβη στη Μόσχα ένα «αδιανόητο» γεγονός: Στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ ο γενικός γραμματέας Νικήτας Χρουστσόφ ανακοίνωσε από το βήμα ότι ο Στάλιν ήταν υπεύθυνος για χιλιάδες δολοφονίες κομουνιστών, για τις μαζικές εκτοπίσεις εκατομμυρίων σοβιετικών πολιτών, που ανήκαν σε «λάθος» εθνικές ομάδες, και πολλά άλλα εγκλήματα. Αν και η συγκεκριμένη ομιλία έγινε κεκλεισμένων των θυρών, η έκθεση του Χρουστσόφ διαδόθηκε παντού στη Δύση, αλλά και στόμα με στόμα στη Ρωσία και την Ανατολική Ευρώπη.
Ήταν ένα σοκ για εκατομμύρια αριστερούς στη Δύση, αν και πάρα πολλοί προσπάθησαν να κλείσουν τα αυτιά τους.
Ο Χρουστσόφ, ηγέτης της ρωσικής γραφειοκρατίας και επικεφαλής της άμυνας στο Στάλινγκραντ, δεν έπαθε κρίση ειλικρίνειας ξαφνικά. Ο στόχος των αποκαλύψεων ήταν τα κομμάτια της γραφειοκρατίας που αντιδρούσαν στις αλλαγές, τις οποίες το καθεστώς ως σύνολο είχε πλέον ανάγκη.
Ο σταλινισμός στη Ρωσία είχε να επιδείξει θεαματικές επιτυχίες στην παραγωγή, όσο η χώρα βρισκόταν στο στάδιο της πρωταρχικής συσσώρευσης κεφαλαίου. Η καθυστερημένη και κατεστραμμένη Ρωσία είχε μεταμορφωθεί σε μεγάλη στρατιωτική και βιομηχανική δύναμη. Το άλμα είχε επιτευχθεί βέβαια με την ολοκληρωτική αφαίμαξη της εργατικής τάξης. Αλλά η μέθοδος είχε δουλέψει.
Όμως η παραγωγική διαδικασία σε μια αναπτυγμένη βιομηχανική χώρα είναι αδύνατο να κρατηθεί επί μακρόν μόνο με το μαστίγιο. Είναι απαραίτητο και το καρότο της οργάνωσης μιας πιο ομαλής κοινωνικής και πολιτικής ζωής.
Η ως τότε ενωμένη γραφειοκρατία στη Ρωσία και την Ανατολική Ευρώπη δεν αντιλαμβανόταν με τον ίδιο τρόπο τη νέα κατάσταση. Οι ηγέτες της διαφωνούσαν μεταξύ τους για το πόσο μισάνοιχτο έπρεπε να αφήσουν ένα παραθυράκι στις ελευθερίες.
Τον Ιούνη του 1953 έγινε μια διαδήλωση οικοδόμων στο Ανατολικό Βερολίνο. Δεκάδες χιλιάδες αγανακτισμένοι εργάτες ενώθηκαν μαζί τους. Την άλλη μέρα σε όλη την Ανατολική Γερμανία είχε απλωθεί η απεργία στα εργοστάσια, ενώ χτυπήθηκαν αστυνομικά τμήματα και τα γραφεία του ΚΚ. Την καταστολή ανέλαβαν τα ρωσικά τανκς.
Το παλιό φίμωτρο δεν δούλευε πια, το σύστημα έπρεπε να αλλάξει πολλά για να παραμείνει το ίδιο, και μεγάλα κομμάτια της γραφειοκρατίας προσανατολίστηκαν σε «φιλελεύθερες» μεταρρυθμίσεις. Ιδιαίτερα στη Ρωσία, η ηγετική ομάδα του Χρουστσόφ, προσπαθώντας να εκθέσει τους αντιπάλους της μέσα στο Κόμμα, φόρτωσε όλα τα προβλήματα του καθεστώτος στην «προσωπολατρία του Στάλιν». Με το 20ό Συνέδριο στις αρχές του 1956, η γραφειοκρατία, ωσάν μαθητευόμενος μάγος, απελευθέρωσε δαιμόνια που δεν μπορούσε να ελέγξει.
Στην Ανατολική Ευρώπη, η χώρα που έδειχνε ο ιδανικός αδύναμος κρίκος ήταν η Πολωνία. Τον Ιούνη του 1956 στο Πόζναν επαναλήφθηκε το σκηνικό του Βερολίνου: ο πληθυσμός της πόλης βρέθηκε στον δρόμο απαιτώντας μεγαλύτερους μισθούς και χαμηλότερες τιμές, επιτέθηκε σε κομματικά γραφεία και αστυνομικά τμήματα, είχε 80 νεκρούς διαδηλωτές και εκατοντάδες συλλήψεις.
Οι δίκες των διαδηλωτών θα διεξάγονταν τέλη Οκτώβρη. Μέχρι να φτάσει αυτή την ημερομηνία η Πολωνία βούλιαζε στην κρίση. Στην κορυφή, αντίπαλες φράξιες γραφειοκρατών πάλευαν για τον έλεγχο. Η λογοκρισία κατέρρευσε, η αστυνόμευση ήταν άνευρη. Οι εργάτ(ρι)ες άρχισαν να εκλέγουν παντού τις δικές τους επιτροπές και να διαμηνύουν πως «θα υπερασπιστούν με τη βία τα δικαιώματά τους». Η Πολωνία όδευε προς εξέγερση. Ο ρωσικός στρατός μπήκε σε ετοιμότητα. Και ενώ αναμενόταν από στιγμή σε στιγμή ρωσική εισβολή, επικεφαλής της πολωνικής ηγεσίας ανέλαβε ο Γκομούλκα, παλιός γραφειοκράτης που είχε φυλακιστεί για τέσσερα χρόνια ως «αντιπολιτευόμενος». Ο Γκομούλκα, με την ευλογία και της Καθολικής Εκκλησίας, απέτρεψε αποφασιστικά το ενδεχόμενο της εξέγερσης και έπεισε τους εργάτες να τον εμπιστευτούν.
Η πολωνική γραφειοκρατία επανενώθηκε και το καπάκι της διαμαρτυρίας έκλεισε. Θα ξανάνοιγε το 1980 στα ναυπηγεία του Γκντανσκ, στα εργοστάσια της Βαρσοβίας, στο ορυχεία της Κρακοβίας και του Κατοβίτσε.
Από την αντίσταση στην εξέγερση
Όμως την ώρα ακόμη που η αναμέτρηση στην Πολωνία έδειχνε αναπόφευκτη, μια ομάδα φοιτητ(ρι)ών και διανοουμένων στη Βουδαπέστη καλούσε σε συγκέντρωση αλληλεγγύης προς τους Πολωνούς φυλακισμένους διαδηλωτές, για το απόγευμα της 23ης Οκτώβρη.
Ο «κύκλος Πετόφι», από το όνομα του ποιητή και ήρωα της ουγγρικής επανάστασης του 1848, ασχολούνταν με την ανάγνωση λογοτεχνικών κειμένων και την παρουσίαση συγγραφέων. Όμως μέσα στη γενική απαγόρευση της πολιτικής ζύμωσης, οι διακριτικές αναφορές του κύκλου Πετόφι σε περισσότερες φιλολογικές ελευθερίες έμοιαζαν με επαναστατικά μανιφέστα. Τα κείμενα που κυκλοφορούσε ο κύκλος διαδίδονταν χέρι με χέρι και στις λογοτεχνικές συναντήσεις συνέρρεαν χιλιάδες.
Οι ακροατές της φιλολογίας δεν άργησαν να γίνουν ένθερμοι αγορητές και οι λογοτεχνικές βραδιές να μεταμορφωθούν σε συνελεύσεις επί παντός επιστητού. Στην τελευταία συνέλευση, στο Πολυτεχνείο της Βουδαπέστης, η πρόταση ενός άγνωστου ομιλητή να καλεστεί συγκέντρωση αλληλεγγύης στους Πολωνούς αδελφούς έγινε ενθουσιωδώς δεκτή, παρά τους δισταγμούς των οργανωτών που έτρεξαν να εξασφαλίσουν επίσημη άδεια για να καταπραΰνουν τις εντάσεις.
Η συγκέντρωση, στο άγαλμα του Πολωνού διεθνιστή-επαναστάτη Μπεμ, συντρόφου και φίλου του Μαρξ και του Ένγκελς, που πολέμησε το 1848 για την απελευθέρωση της Ουγγαρίας, δεν άργησε να μετατραπεί σε ογκώδη διαδήλωση. Το καθεστώς, που είχε δώσει άδεια για τη συγκέντρωση, την ανακάλεσε από το ραδιόφωνο το μεσημέρι της 23ης, από τον φόβο ταραχών. Όμως, ήδη βρίσκονταν στον δρόμο δεκάδες χιλιάδες διαδηλωτές προς το άγαλμα. Έτσι, ανακοινώθηκε και πάλι στο ραδιόφωνο ότι η πορεία επιτρέπεται. Λίγο μετά ο ίδιος ο επικεφαλής του ΚΚ, ο Έρνο Γκέρο, μίλησε στο ραδιόφωνο αποκαλώντας τους διαδηλωτές «εχθρούς της εργατικής τάξης».
Οι ταλαντεύσεις των γραφειοκρατών απέδειξαν στους διαδηλωτές την ανασφάλεια και τον φόβο τους. Η ομιλία του Γκέρο τούς ερέθισε. Εκατό χιλιάδες άνθρωποι περικύκλωσαν το ραδιοφωνικό μέγαρο απαιτώντας να διαβαστεί το ψήφισμα της συγκέντρωσης στα ερτζιανά. Στα συνθήματα των διαδηλωτών η απάντηση από τους άντρες της κρατικής ασφάλειας (ÁVH) ήταν πυρ ομαδόν με δεκάδες νεκρούς.
Οι διαδηλωτ(ρι)ες σκόρπισαν, για να επιστρέψουν με όποιο οπλισμό ανακάλυπταν, πρώτα από τις σκοπευτικές λέσχες και, ως αργά το βράδυ, από τη δημοτική αστυνομία που άρχισε να περνά μαζικά με τους διαδηλωτές. Πριν ξημερώσει είχε εξεγερθεί το τάγμα στους στρατώνες Κίλιαν, προμηθεύοντας τους πολιορκητές του ραδιομεγάρου με βαρύτερο οπλισμό και τρία τανκς.
Ο Δαβίδ και ο Γολιάθ
Μέχρι το πρωί η ηγεσία του καθεστώτος αντιμετωπίζει γενικευμένη ανταρσία στην πρωτεύουσα που απλώνεται αστραπιαία στη χώρα. Το μεγαλύτερο μέρος των στρατιωτικών μονάδων δηλώνει ουδετερότητα και ένα κομμάτι περνά με τους εξεγερμένους. Πρακτικά το καθεστώς υποστηρίζεται μόνο από την πολυάριθμη και καλοπληρωμένη ÁVH που πολεμά μέχρις εσχάτων. Αλλά και οι εξεγερμένοι/ες δεν της χαρίζονται.
Οι γραφειοκράτες ορίζουν πρωθυπουργό τον Ίμρε Νάγκι, τον Ούγγρο Γκομούλκα, που ήταν πρωθυπουργός και το 1953 καθαιρέθηκε και διαγράφηκε για φιλελευθερισμό και που επιστρέφει τώρα για να σώσει τη γραφειοκρατία. Το ίδιο πρωί της 24ης Οκτώβρη που αποφασίζονται αυτά, ο ρωσικός στρατός έχει εισβάλει ήδη στη Βουδαπέστη.
Όμως η πόλη αντιστέκεται, οι στρατώνες Κίλιαν γίνονται απόρθητο φρούριο και στην πλατεία Σέζα τη μάχη με τα ρωσικά τανκς την κερδίζουν δεκαπεντάχρονοι πιτσιρικάδες, που αντιμετωπίζουν με μολότοφ τις ερπύστριες.
Η εργατική τάξη, αν και υπολείπεται δραματικά σε οπλισμό, διαθέτει ένα συντριπτικό υπερόπλο: τη συζήτηση με τους φαντάρους του εχθρού. Σιγά-σιγά οι Ρώσοι φαντάροι κολλάνε το μικρόβιο της συναδέλφωσης με τους εξεγερμένους. Κάποιοι λιποτακτούν. Η ουγγρική αντίσταση εγγράφει άλλο ένα αίτημα στα μανιφέστα της: άσυλο σε κάθε φυγά Ρώσο στρατιώτη.
Οι δύο μεραρχίες τεθωρακισμένων που ενεπλάκησαν στη μάχη αποχωρούν ηττημένες από τη Βουδαπέστη στις 29 Οκτώβρη. Ο Δαβίδ είχε νικήσει τον Γολιάθ.
Οι μαχητές και οι μαχήτριες χρειάζονται, όπως και οι άμαχοι, τροφή και θέρμανση, περίθαλψη και οπλισμό. Ποιος τα οργάνωνε αυτά το 1956; Η κυβέρνηση Νάγκι απλώς δήλωνε πως διαπραγματεύεται με τον ρωσικό στρατό, περιμένοντας τον χρόνο να κυλήσει. Αντίθετα, τα πάντα στη χώρα, εκτός από τα σημεία που έλεγχε ο ρωσικός στρατός, αρχίζουν να τα διαχειρίζονται επιτροπές και τα εκλεγμένα συμβούλια εργατών.
Το πρώτο συντονιστικό των συμβουλίων της Μείζονος Βουδαπέστης στις 31 Οκτώβρη δήλωνε: «Το ανώτερο σώμα στο εργοστάσιο είναι το δημοκρατικά εκλεγμένο εργατικό συμβούλιο. Ο διευθυντής είναι υπάλληλος του εργοστασίου. Αυτός και οι ανώτεροι υπάλληλοι εκλέγονται από το εργατικό συμβούλιο. Είναι υπόλογος στο εργατικό συμβούλιο για κάθε ζήτημα».
Αυτή η έκρηξη της αυτενέργειας των «από τα κάτω» μπορούσε να μεταδοθεί σαν πυρκαγιά στην Ανατολική Ευρώπη, αλλά και την ίδια τη Ρωσία. Η ρωσική ηγεσία είχε ανάγκη από μια σφαγή για να μη χάσει τον έλεγχο. Στις 4 Νοέμβρη ο ρωσικός στρατός επιτέθηκε στη Βουδαπέστη. Η πόλη ισοπεδώθηκε από την αεροπορία και το πυροβολικό, κι όμως η αντίσταση κράτησε 4 μέρες ενώ στο νησί Τσεσπέλ, μέσα στον Δούναβη, την καρδιά του βιομηχανικού προλεταριάτου της Βουδαπέστης, οι μάχες κράτησαν ως τις 11 Νοέμβρη. Η συντριβή των εργατών θα χρειαστεί αρκετό καιρό, μια και θα οργανώνουν απεργίες και κινητοποιήσεις ως τα μέσα Δεκέμβρη.