Κυριακή 30 Μαρτίου 2025

«Ο Ρινόκερος είμαι εγώ ο Ρινόκερος είσαι κι εσύ, ο Ρινόκερος –δυνάμει– είμαστε όλοι»

 

     O πίνακας της Eugenia Chicu Touma

Κόντρα σε όλο τον κόσμο θα υπερασπιστώ τον εαυτό μου, κόντρα σε όλο τον κόσμο θα αμυνθώ είμαι ο τελευταίος άνθρωπος που θα μείνω άνθρωπος ως το τέλος. Δεν συνθηκολογώ…». Ευγένιος Ιονέσκο (1909-1984)

Ο «Ρινόκερος», αντιπροσωπευτικό δείγμα του θεάτρου του παραλόγου, γράφτηκε το 1959, μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο και εν μέσω του Ψυχρού Πολέμου και του πολέμου της προπαγάνδας ανάμεσα στις δύο πλευρές. Είναι «ένα έργο που αντιτίθεται σε κάθε μαζική υστερία, σε κάθε επιδημία που καλύπτεται κάτω από τον μανδύα της λογικής και των ιδεών. Είναι ένα έργο που αποκαλύπτει τις κοινωνικές αρρώστιες, που με άλλοθι τις ιδεολογίες, μεταμορφώνουν τον άνθρωπο σε επιθετικό ζώο».

«Δεν ξέρω αν το έχετε προσέξει, μα όταν οι άνθρωποι δεν συμφωνούν με τη γνώμη σας, όταν δεν μπορείτε πια να γίνετε κατανοητός στους άλλους, έχετε την εντύπωση πως αντιμετωπίζετε τέρατα-ρινόκερους για παράδειγμα. Διαθέτουν ένα μείγμα ειλικρίνειας και θηριωδίας που τους επιτρέπει να σας σκοτώσουν με ήσυχη τη συνείδηση. Κι η ιστορία μας έχει αποδείξει τα τελευταία χρόνια ότι οι άνθρωποι που μεταμορφώνονται έτσι, όχι μόνο μοιάζουν με ρινόκερους, αλλά πραγματικά γίνονται ρινόκεροι», έλεγε ο Ευγένιος Ιονέσκο για το έργο του.

Έργο διαχρονικό και ιδιαίτερα επίκαιρο στην εποχή μας, όπου η σύγχρονη ρινοκεριάδα κινδυνεύει να γίνει ένα από τα θεμελιακά στηρίγματα του κρατούντος παραλογισμού, που θέλει οι λαοί της ανθρωπότητας ολάκερης και όχι μόνον ο δικός μας να οδηγούνται προς τα πίσω αντί προς τα μπρος.

«Ο ρινόκερος» είναι έργο αντιναζιστικό, αλλά ταυτόχρονα, όπως και πάλι μας λέει ο ίδιος ο Ιονέσκο, έργο αντίστασης κατά της παραπληροφόρησης της κάθε προπαγάνδας, έργο ενάντια στην παράλογη «λογική» και στα ψέματα που μας σερβίρουν οι κυρίαρχοι, που μας καθοδηγούν, εκείνοι που αποκτηνώνουν τους ανθρώπους κι ύστερα τους καταντάνε σκλάβους .

Ποιος είναι, όμως, αυτός ο κόσμος στον οποίο αντιστέκεται σθεναρά ο ήρωας του Ιονέσκο; Ένας κόσμος μολυσμένος από μαζική υστερία ή καλύτερα από μια επιδημία που, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, «κρύβεται πίσω από τα κάλυπτρα της λογικής και των ιδεών, αλλά δεν παύει να είναι κοινωνική αρρώστια της οποίας οι ιδεολογίες είναι στην πραγματικότητα το ‘‘άλλοθι’’».

«Ο Ρινόκερος είμαι εγώ ο Ρινόκερος είσαι κι εσύ, ο Ρινόκερος –δυνάμει– είμαστε όλοι»

Τι είναι στα αλήθεια όμως ο Ρινόκερος του μεγάλου πρωτοπόρου του θεάτρου του παραλόγου;

Τις απαντήσεις τις δίνει ο ίδιος ο συγγραφέας:«μου είχε κάνει πάντοτε μεγάλη εντύπωση αυτό που θα μπορούσε κανείς να ονομάσει ρεύμα της κοινής γνώμης, είχα μείνει κατάπληκτος με την αστραπιαία εξάπλωσή του, τη μεταδοτική του δύναμη, που μοιάζει μ’ εκείνη της αληθινής επιδημίας.Οι άνθρωποι αφήνουν ξαφνικά τον εαυτό τους να κατακτηθεί από μια καινούρια θρησκεία, ένα δόγμα, ένα φανατισμό.Σε τέτοιες στιγμές γινόμαστε μάρτυρες μιας αληθινής πνευματικής μεταβολής. Δεν ξέρω αν το έχετε προσέξει, μα όταν οι άνθρωποι δεν ασπάζονται τη γνώμη σας, όταν δεν μπορείτε να γίνετε κατανοητός στους άλλους, έχετε την εντύπωση ότι αντιμετωπίζετε τέρατα – ρινόκερους, για παράδειγμα… Θα σας σκότωναν με ήσυχη τη συνείδηση. Κι η ιστορία μάς έχει αποδείξει πως γύρω στο τελευταίο τέταρτο του αιώνα μας οι άνθρωποι που μεταμορφώνονται έτσι, όχι μόνο μοιάζουν με ρινόκερους, αλλά πραγματικά γίνονται ρινόκεροι»

Ο Ρινόκερος είναι μια μελέτη επάνω σε φιλοσοφικά υπαρξιακά διλήμματα, στην μαζικότητα των κινημάτων, στην πλήρη ενσωμάτωση σε αυτά των αφελών ακόλουθων, στον φορμαλισμό, στον οποίο περιπίπτουν οι έσχατοι και ημιμαθείς, αλλά και οι κατ’ επίφασιν λόγιοι, προκειμένου να διαφυλάξουν τα κεκτημένα και την ηρεμία τους. Από άλλη οπτική γωνία, διερευνάται η εμβάθυνση στην δεκτικότητα του ατόμου σε υποβολή, η οποία μάλιστα αυξάνεται όταν βρίσκεται ανάμεσα στο πλήθος. Θεωρητική ανάλυση του φαινομένου είχε επιχειρήσει ο θεμελιωτής της ψυχανάλυσης Sigmund Freud (1856-1939) στο Ψυχολογία των μαζών και ανάλυση του εγώ (1921).

Αποτυπώνεται με ενάργεια το παίγνιον της χειραγώγησης των πληθών. Οι εξουσιαστικοί προπαγανδιστικοί άξονες, εφοδιασμένοι με υπερφυσικά ανθρώπινα ζωώδη πάθη, χαιρεκακίες, μειονεξίες, σαδιστικότητα, μνησικακία, φθόνο, προκειμένου να τιθασεύσουν τις άλογες μάζες και να αφαιρέσουν κάθε δυνατότητα σκέψης. Οι αφελείς πείθονται, οι βάρβαροι είναι επί θύραις, οι καμπάνες σιγούν. Η ανθρώπινη σκέψη απογυμνώνεται από κριτικό πνεύμα και υποχωρεί μπροστά στην παραφροσύνη των φανατικών. Η φαντασιακή ουτοπία υποθάλπει ψευδείς ελπίδες και χαλκεύεται κάθε διάθεση αντίστασης. Οι ρινόκεροι, ήτοι τα τάγματα εφόδου, πείθουν για τις αγαθές τους προθέσεις, ο ορθός Λόγος υποχωρεί, οι μάζες συντάσσονται, αγεληδόν, υπό τις σημαίες του μίσους και της καταστροφής.

Το ηθικό δίδαγμα του έργου φέρει τη σκέψη στο αδιέξοδο και στην οφειλόμενη επιφυλακή,απέναντι στους καραδοκούντες Κλέωνες.Η ρινοκερίτιδα, είναι επιδημία, την οποία οφείλουμε να υπερβαίνουμε αποτελεσματικά και έγκαιρα. Η θριαμβική είσοδος της μαζικής κουλτούρας θα παρασύρει ακόμη και τους εγκρατείς, που θα συμφωνήσουν με τη νέα τάξη πραγμάτων, υποθέτοντας αφελώς ότι πρόκειται για μοιραία εξέλιξη.

Σύμφωνα λοιπόν με την προσέγγιση της συγκεκριμένης παράστασης, είναι όμορφη η κοινωνία των Ρινόκερων. Είναι όμορφο να μπορείς να είσαι ο εαυτός σου όταν αυτό δε βλάπτει τους άλλους, να υπάρχεις σε μία κοινωνία που σέβεται ο ένας την ελευθερία του άλλου και το δικαίωμα όλων στη διαφορετικότητα. Να είσαι κοντά στη φύση σου και το όραμά σου. Και τότε να που θα μπορούσε να υπάρχει αρμονία και ομοιομορφία. Τόσο δύσκολο κοινωνικό επίτευγμα! Αν μπορούσαμε να το καταφέρουμε, η ανθρωπότητα θα βρισκόταν σε άλλο επίπεδο! Γι’ αυτό, η μεγαλειώδης απλότητα του έργου δεν έγκειται τόσο στην αλληγορία της μυθοπλασίας του. Είναι περισσότερο η αργή, νοητική –με όλα τα τερτίπια και τις τεχνικές του επιχειρηματολογικού λόγου– υπεράσπιση της εκτρωματικής μεταμόρφωσης, η μεταμόρφωση της ατομικής, σταθμισμένης νόησης σε μαζική παρανοειδή υστερία.

*Ο Ευγένιος Ιονέσκο (1909-1994) ήταν Ρουμανο-Γάλλος λογοτέχνης και θεατρικός συγγραφέας. Υπήρξε πρωτοπόρος στο κίνημα του Θεάτρου του Παραλόγου, με ριζοσπαστικά έργα όπως το διάσημο «Η Φαλακρή Τραγουδίστρια». Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος του βίου του στη Γαλλία, όπου και βραβεύτηκε επανειλημμένως για το έργο και τη συμβολή του στην τέχνη του θεάτρου.



Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2024

Ουγγαρία ’56: Η εξέγερση των εργατικών συμβουλίων που πνίγηκε στο αίμα

Σήμερα η εξέγερση στην Ουγγαρία του 1956 φαίνεται ένα εξαιρετικά μακρινό συμβάν, όπως και ολόκληρη η σοβιετική εποχή. Η Ουγγαρία είναι πια μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ και τον τόνο στην πολιτική ζωή δίνουν εκεί η ρατσιστική ρητορική και οι φράχτες που υψώνει η κυβέρνηση Όρμπαν απέναντι στους πρόσφυγες.Λι­γο­στά τα αφιε­ρώ­μα­τα που κάνει ο Τύπος και τα ΜΜΕ διε­θνώς στον συ­γκλο­νι­στι­κό ξε­ση­κω­μό που έγινε στη χώρα πριν από 68 χρό­νια. Η ακρο­δε­ξιά ουγ­γρι­κή κυ­βέρ­νη­ση του Όρμπαν, πριν 8 χρόνια στον εορτασμό των 60 χρόνων από την Επανάσταση, προ­σπά­θη­σε να εκ­με­ταλ­λευ­τεί την επέ­τειο ορ­γα­νώ­νο­ντας μια σειρά εκ­δη­λώ­σεις όπου ο στα­λι­νι­σμός ταυ­τι­ζό­ταν με τον κο­μμου­νι­σμό και η επα­να­στα­τη­μέ­νη ερ­γα­τι­κή τάξη εμ­φα­νι­ζό­ταν ως πρό­δρο­μος του ση­με­ρι­νού αντι­κο­μμου­νι­στι­κού κα­θε­στώ­τος του Όρ­μπαν. Οι όποιες ανα­φο­ρές στα ερ­γα­τι­κά συμ­βού­λια του ’56 έγι­ναν επι­φα­νεια­κά και απο­σπα­σμα­τι­κά.

Εξεγερμένοι και εξεγερμένες στη Βουδαπέστη

Η εχθρό­τη­τα των στα­λι­νι­κών απέ­να­ντι στην ουγ­γρι­κή εξέ­γερ­ση είναι εύ­λο­γη: Στην Ουγ­γα­ρία το 1956 εξευ­τε­λί­στη­καν τα κα­θε­στώ­τα της Ρω­σί­ας και της Ανα­το­λι­κής Ευ­ρώ­πης που μι­λού­σαν στο όνομα της ερ­γα­τι­κής τάξης, αλλά κα­τα­πί­ε­ζαν και κρα­τού­σαν φι­μω­μέ­νους τις/τους ερ­γά­τ(ρι)ες. Και η Δύση από την πλευ­ρά της υπο­βάθ­μι­σε σε ένα βαθμό τη ση­μα­σία της εξέ­γερ­σης, απο­σιω­πώ­ντας ιδιαί­τε­ρα την πιο σημαντική πλευ­ρά της: το ότι οι εξε­γερ­μέ­νοι δεν αμ­φι­σβή­τη­σαν μόνο τον στα­λι­νι­σμό, αλλά επα­νέ­φε­ραν στην επι­και­ρό­τη­τα τα ερ­γα­τι­κά συμ­βού­λια. Στα ερ­γο­στά­σια και στα ορυ­χεία, στις υπη­ρε­σί­ες και στους συ­νε­ται­ρι­σμούς, αυτά τα συμ­βού­λια ήταν που ορ­γά­νω­σαν τον αγώνα ενά­ντια στα ρω­σι­κά τανκς και στους εγκά­θε­τους του Κρεμ­λί­νου.

Στην Ουγ­γα­ρία το 1956 πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε η πρώτη μα­ζι­κή ερ­γα­τι­κή εξέ­γερ­ση στην Ευ­ρώ­πη μετά τον Β’ Πα­γκό­σμιο Πό­λε­μο. Οι ερ­γά­τες και οι ερ­γά­τριες εξου­δε­τέ­ρω­σαν, σε μία μόλις μέρα, την 23η Οκτώ­βρη 1956, τον θη­ριώ­δη κρα­τι­κό μη­χα­νι­σμό του στα­λι­νι­κού κα­θε­στώ­τος που έδει­χνε ως τότε πα­ντο­δύ­να­μο. Ο σο­βιε­τι­κός στρα­τός χρειά­στη­κε δύο εβδο­μά­δες, 3.000 τανκς και εκα­το­ντά­δες χι­λιά­δες στρα­τού για να επι­βλη­θεί στο ουγγρικό εργατικό κί­νη­μα. Η βία της κα­τα­στο­λής υπήρ­ξε πρω­το­φα­νής και οι νε­κροί έφτα­σαν τις πολλές χι­λιά­δες –σε δύο μόλις εβδο­μά­δες.

Αλλά η αντί­στα­ση δεν στα­μά­τη­σε. Η ερ­γα­τι­κή τάξη, όσοι και όσες δεν σκο­τώ­θη­καν στους βομ­βαρ­δι­σμούς και στις μάχες, κρά­τη­σαν άλλον έναν μήνα με συ­νε­χείς απερ­γί­ες και γε­νι­κευ­μέ­νη ανυ­πα­κοή, ανα­γνω­ρί­ζο­ντας ως μόνη νό­μι­μη ηγε­σία τα ερ­γα­τι­κά συμ­βού­λια, που είχαν ορ­γα­νω­θεί αστρα­πιαία τις μέρες του ξε­ση­κω­μού.

Τα ερ­γα­τι­κά συμ­βού­λια της Ουγ­γα­ρί­ας πνί­γη­καν στο αίμα με νέο κύκλο κα­τα­στο­λής, που οδή­γη­σε πάνω από 2.000 αν­θρώ­πους στα εκτε­λε­στι­κά απο­σπά­σμα­τα. Στη με­γά­λη τους πλειο­νό­τη­τα ήταν ερ­γά­τες με μέση ηλι­κία τα 20 χρό­νια.

Οι ερ­γά­τ(ρι)ες στην Ουγ­γα­ρία τε­λι­κά νι­κή­θη­καν. Αλλά πρό­λα­βαν να τα­πει­νώ­σουν τον στα­λι­νι­σμό και επα­νέ­φε­ραν στην επικαιρότητα μια ξε­χα­σμέ­νη θέση του Μαρξ, ότι «η απε­λευ­θέ­ρω­ση της ερ­γα­τι­κής τάξης είναι έργο της ίδιας».

Όσο διαρ­κού­σε η εξέ­γερ­ση εκ­δη­λώ­θη­κε όλη η δη­μιουρ­γι­κό­τη­τα, η αυ­τε­νέρ­γεια και η αυ­το­θυ­σία των αν­θρώ­πων που ήταν, ως τότε, στη θέση των υπο­ζυ­γί­ων της Ιστο­ρί­ας. Οι ερ­γά­τες και οι ερ­γά­τριες πα­ρα­μέ­ρι­σαν την κρα­τι­κή μη­χα­νή, που είχε πα­ρα­λύ­σει, έθε­σαν μέσα σε πα­θια­σμέ­νες συ­νε­λεύ­σεις στους χώ­ρους δου­λειάς βα­σι­κά ζη­τή­μα­τα της πα­ρα­γω­γής και της τρο­φο­δο­σί­ας του πλη­θυ­σμού, αλλά και της υπε­ρά­σπι­σής τους με τα όπλα από τον τρο­με­ρό στρα­τό που προ­σπα­θού­σε να τους εξο­λο­θρεύ­σει.

Η ανα­φο­ρά μας στην ουγ­γρι­κή επα­νά­στα­ση έχει νόημα όχι μόνο για να δια­τη­ρή­σου­με ηρω­ι­κές μνή­μες, αλλά, κυ­ρί­ως, για να σχε­διά­σου­με τις δικές μας «εφό­δους στον ου­ρα­νό».

Ο πάγος ρα­γί­ζει

Οχτώ μήνες πριν από την ουγ­γρι­κή επα­νά­στα­ση, τον Φλε­βά­ρη του 1956, συ­νέ­βη στη Μόσχα ένα «αδια­νό­η­το» γε­γο­νός: Στο 20ό Συ­νέ­δριο του ΚΚΣΕ ο γε­νι­κός γραμ­μα­τέ­ας Νι­κή­τας Χρου­στσόφ ανα­κοί­νω­σε από το βήμα ότι ο Στά­λιν ήταν υπεύ­θυ­νος για χι­λιά­δες δο­λο­φο­νί­ες κο­μου­νι­στών, για τις μα­ζι­κές εκτο­πί­σεις εκα­τομ­μυ­ρί­ων σο­βιε­τι­κών πο­λι­τών, που ανή­καν σε «λάθος» εθνι­κές ομά­δες, και πολλά άλλα εγκλή­μα­τα. Αν και η συ­γκε­κρι­μέ­νη ομι­λία έγινε κε­κλει­σμέ­νων των θυρών, η έκ­θε­ση του Χρου­στσόφ δια­δό­θη­κε πα­ντού στη Δύση, αλλά και στόμα με στόμα στη Ρωσία και την Ανα­το­λι­κή Ευ­ρώ­πη.

Ήταν ένα σοκ για εκα­τομ­μύ­ρια αρι­στε­ρούς στη Δύση, αν και πάρα πολ­λοί προ­σπά­θη­σαν να κλεί­σουν τα αυτιά τους.

Ο Χρου­στσόφ, ηγέ­της της ρω­σι­κής γρα­φειο­κρα­τί­ας και επι­κε­φα­λής της άμυ­νας στο Στά­λιν­γκραντ, δεν έπαθε κρίση ει­λι­κρί­νειας ξαφ­νι­κά. Ο στό­χος των απο­κα­λύ­ψε­ων ήταν τα κομ­μά­τια της γρα­φειο­κρα­τί­ας που αντι­δρού­σαν στις αλ­λα­γές, τις οποίες το κα­θε­στώς ως σύ­νο­λο είχε πλέον ανά­γκη.

Ο στα­λι­νι­σμός στη Ρωσία είχε να επι­δεί­ξει θε­α­μα­τι­κές επι­τυ­χί­ες στην πα­ρα­γω­γή, όσο η χώρα βρι­σκό­ταν στο στά­διο της πρω­ταρ­χι­κής συσ­σώ­ρευ­σης κε­φα­λαί­ου. Η κα­θυ­στε­ρη­μέ­νη και κα­τε­στραμ­μέ­νη Ρωσία είχε με­τα­μορ­φω­θεί σε με­γά­λη στρα­τιω­τι­κή και βιο­μη­χα­νι­κή δύ­να­μη. Το άλμα είχε επι­τευ­χθεί βέ­βαια με την ολο­κλη­ρω­τι­κή αφαί­μα­ξη της ερ­γα­τι­κής τάξης. Αλλά η μέ­θο­δος είχε δου­λέ­ψει.

Όμως η πα­ρα­γω­γι­κή δια­δι­κα­σία σε μια ανα­πτυγ­μέ­νη βιο­μη­χα­νι­κή χώρα είναι αδύ­να­το να κρα­τη­θεί επί μα­κρόν μόνο με το μα­στί­γιο. Είναι απα­ραί­τη­το και το κα­ρό­το της ορ­γά­νω­σης μιας πιο ομα­λής κοι­νω­νι­κής και πο­λι­τι­κής ζωής.

Η ως τότε ενω­μέ­νη γρα­φειο­κρα­τία στη Ρωσία και την Ανα­το­λι­κή Ευ­ρώ­πη δεν αντι­λαμ­βα­νό­ταν με τον ίδιο τρόπο τη νέα κα­τά­στα­ση. Οι ηγέ­τες της δια­φω­νού­σαν με­τα­ξύ τους για το πόσο μι­σά­νοι­χτο έπρε­πε να αφή­σουν ένα πα­ρα­θυ­ρά­κι στις ελευ­θε­ρί­ες.

Τον Ιούνη του 1953 έγινε μια δια­δή­λω­ση οι­κο­δό­μων στο Ανα­το­λι­κό Βε­ρο­λί­νο. Δε­κά­δες χι­λιά­δες αγα­να­κτι­σμέ­νοι ερ­γά­τες ενώ­θη­καν μαζί τους. Την άλλη μέρα σε όλη την Ανα­το­λι­κή Γερ­μα­νία είχε απλω­θεί η απερ­γία στα ερ­γο­στά­σια, ενώ χτυ­πή­θη­καν αστυ­νο­μι­κά τμή­μα­τα και τα γρα­φεία του ΚΚ. Την κα­τα­στο­λή ανέ­λα­βαν τα ρω­σι­κά τανκς.

Το παλιό φί­μω­τρο δεν δού­λευε πια, το σύ­στη­μα έπρε­πε να αλ­λά­ξει πολλά για να πα­ρα­μεί­νει το ίδιο, και με­γά­λα κομ­μά­τια της γρα­φειο­κρα­τί­ας προ­σα­να­το­λί­στη­καν σε «φι­λε­λεύ­θε­ρες» με­ταρ­ρυθ­μί­σεις. Ιδιαί­τε­ρα στη Ρωσία, η ηγε­τι­κή ομάδα του Χρου­στσόφ, προ­σπα­θώ­ντας να εκ­θέ­σει τους αντι­πά­λους της μέσα στο Κόμμα, φόρ­τω­σε όλα τα προ­βλή­μα­τα του κα­θε­στώ­τος στην «προ­σω­πο­λα­τρία του Στά­λιν». Με το 20ό Συ­νέ­δριο στις αρχές του 1956, η γρα­φειο­κρα­τία, ωσάν μα­θη­τευό­με­νος μάγος, απε­λευ­θέ­ρω­σε δαι­μό­νια που δεν μπο­ρού­σε να ελέγ­ξει.

Στην Ανα­το­λι­κή Ευ­ρώ­πη, η χώρα που έδει­χνε ο ιδα­νι­κός αδύ­να­μος κρί­κος ήταν η Πο­λω­νία. Τον Ιούνη του 1956 στο Πόζ­ναν επα­να­λή­φθη­κε το σκη­νι­κό του Βε­ρο­λί­νου: ο πλη­θυ­σμός της πόλης βρέ­θη­κε στον δρόμο απαι­τώ­ντας με­γα­λύ­τε­ρους μι­σθούς και χα­μη­λό­τε­ρες τιμές, επι­τέ­θη­κε σε κομ­μα­τι­κά γρα­φεία και αστυ­νο­μι­κά τμή­μα­τα, είχε 80 νε­κρούς δια­δη­λω­τές και εκα­το­ντά­δες συλ­λή­ψεις.

Οι δίκες των δια­δη­λω­τών θα διε­ξά­γο­νταν τέλη Οκτώ­βρη. Μέχρι να φτάσει αυτή την ημε­ρο­μη­νία η Πο­λω­νία βού­λια­ζε στην κρίση. Στην κο­ρυ­φή, αντί­πα­λες φρά­ξιες γρα­φειο­κρα­τών πά­λευαν για τον έλεγ­χο. Η λο­γο­κρι­σία κα­τέρ­ρευ­σε, η αστυ­νό­μευ­ση ήταν άνευ­ρη. Οι ερ­γά­τ(ρι)ες άρ­χι­σαν να εκλέ­γουν πα­ντού τις δικές τους επι­τρο­πές και να δια­μη­νύ­ουν πως «θα υπε­ρα­σπι­στούν με τη βία τα δι­καιώ­μα­τά τους». Η Πο­λω­νία όδευε προς εξέ­γερ­ση. Ο ρω­σι­κός στρα­τός μπήκε σε ετοι­μό­τη­τα. Και ενώ ανα­με­νό­ταν από στιγ­μή σε στιγ­μή ρω­σι­κή ει­σβο­λή, επι­κε­φα­λής της πο­λω­νι­κής ηγε­σί­ας ανέ­λα­βε ο Γκο­μούλ­κα, πα­λιός γρα­φειο­κρά­της που είχε φυ­λα­κι­στεί για τέσ­σε­ρα χρό­νια ως «αντι­πο­λι­τευό­με­νος». Ο Γκο­μούλ­κα, με την ευ­λο­γία και της Κα­θο­λι­κής Εκ­κλη­σί­ας, απέ­τρε­ψε απο­φα­σι­στι­κά το εν­δε­χό­με­νο της εξέ­γερ­σης και έπει­σε τους ερ­γά­τες να τον εμπι­στευ­τούν.

Η πο­λω­νι­κή γρα­φειο­κρα­τία επα­νε­νώ­θη­κε και το κα­πά­κι της δια­μαρ­τυ­ρί­ας έκλει­σε. Θα ξα­νά­νοι­γε το 1980 στα ναυ­πη­γεία του Γκ­ντανσκ, στα ερ­γο­στά­σια της Βαρ­σο­βί­ας, στο ορυ­χεία της Κρα­κο­βί­ας και του Κα­το­βί­τσε.

Από την αντί­στα­ση στην εξέ­γερ­ση

Όμως την ώρα ακόμη που η ανα­μέ­τρη­ση στην Πο­λω­νία έδει­χνε ανα­πό­φευ­κτη, μια ομάδα φοι­τη­τ(ρι)ών και δια­νο­ου­μέ­νων στη Βου­δα­πέ­στη κα­λού­σε σε συ­γκέ­ντρω­ση αλ­λη­λεγ­γύ­ης προς τους Πο­λω­νούς φυ­λα­κι­σμέ­νους δια­δη­λω­τές, για το από­γευ­μα της 23ης Οκτώ­βρη.

Ο «κύ­κλος Πε­τό­φι», από το όνομα του ποι­η­τή και ήρωα της ουγ­γρι­κής επα­νά­στα­σης του 1848, ασχο­λού­νταν με την ανά­γνω­ση λο­γο­τε­χνι­κών κει­μέ­νων και την πα­ρου­σί­α­ση συγ­γρα­φέ­ων. Όμως μέσα στη γε­νι­κή απα­γό­ρευ­ση της πο­λι­τι­κής ζύ­μω­σης, οι δια­κρι­τι­κές ανα­φο­ρές του κύ­κλου Πε­τό­φι σε πε­ρισ­σό­τε­ρες φι­λο­λο­γι­κές ελευ­θε­ρί­ες έμοια­ζαν με επα­να­στα­τι­κά μα­νι­φέ­στα. Τα κεί­με­να που κυ­κλο­φο­ρού­σε ο κύ­κλος δια­δί­δο­νταν χέρι με χέρι και στις λο­γο­τε­χνι­κές συ­να­ντή­σεις συ­νέρ­ρε­αν χι­λιά­δες.

Οι ακρο­α­τές της φι­λο­λο­γί­ας δεν άρ­γη­σαν να γί­νουν έν­θερ­μοι αγο­ρη­τές και οι λο­γο­τε­χνι­κές βρα­διές να με­τα­μορ­φω­θούν σε συ­νε­λεύ­σεις επί πα­ντός επι­στη­τού. Στην τε­λευ­ταία συ­νέ­λευ­ση, στο Πο­λυ­τε­χνείο της Βου­δα­πέ­στης, η πρό­τα­ση ενός άγνω­στου ομι­λη­τή να κα­λε­στεί συ­γκέ­ντρω­ση αλ­λη­λεγ­γύ­ης στους Πο­λω­νούς αδελ­φούς έγινε εν­θου­σιω­δώς δεκτή, παρά τους δι­σταγ­μούς των ορ­γα­νω­τών που έτρε­ξαν να εξα­σφα­λί­σουν επί­ση­μη άδεια για να κα­τα­πρα­ΰ­νουν τις εντά­σεις.

Η συ­γκέ­ντρω­ση, στο άγαλ­μα του Πο­λω­νού διε­θνι­στή-επα­να­στά­τη Μπεμ, συντρόφου και φίλου του Μαρξ και του Ένγκελς, που πο­λέ­μη­σε το 1848 για την απελευθέρωση της Ουγ­γα­ρίας, δεν άρ­γη­σε να με­τα­τρα­πεί σε ογκώ­δη δια­δή­λω­ση. Το κα­θε­στώς, που είχε δώσει άδεια για τη συ­γκέ­ντρω­ση, την ανα­κά­λε­σε από το ρα­διό­φω­νο το με­ση­μέ­ρι της 23ης, από τον φόβο τα­ρα­χών. Όμως, ήδη βρί­σκο­νταν στον δρόμο δε­κά­δες χι­λιά­δες δια­δη­λω­τές προς το άγαλ­μα. Έτσι, ανα­κοι­νώ­θη­κε και πάλι στο ρα­διό­φω­νο ότι η πο­ρεία επι­τρέ­πε­ται. Λίγο μετά ο ίδιος ο επι­κε­φα­λής του ΚΚ, ο Έρνο Γκέρο, μί­λη­σε στο ρα­διό­φω­νο απο­κα­λώ­ντας τους δια­δη­λω­τές «εχθρούς της ερ­γα­τι­κής τάξης».

Οι τα­λα­ντεύ­σεις των γρα­φειο­κρα­τών απέ­δει­ξαν στους δια­δη­λω­τές την ανα­σφά­λεια και τον φόβο τους. Η ομι­λία του Γκέρο τούς ερέ­θι­σε. Εκατό χι­λιά­δες άν­θρω­ποι πε­ρι­κύ­κλω­σαν το ρα­διο­φω­νι­κό μέ­γα­ρο απαι­τώ­ντας να δια­βα­στεί το ψή­φι­σμα της συ­γκέ­ντρω­σης στα ερ­τζια­νά. Στα συν­θή­μα­τα των δια­δη­λω­τών η απά­ντη­ση από τους άντρες της κρα­τι­κής ασφά­λειας (ÁVH) ήταν πυρ ομα­δόν με δε­κά­δες νε­κρούς.

Οι δια­δη­λω­τ(ρι)ες σκόρ­πι­σαν, για να επι­στρέ­ψουν με όποιο οπλι­σμό ανα­κά­λυ­πταν, πρώτα από τις σκο­πευ­τι­κές λέ­σχες και, ως αργά το βράδυ, από τη δη­μο­τι­κή αστυ­νο­μία που άρ­χι­σε να περνά μα­ζι­κά με τους δια­δη­λω­τές. Πριν ξη­με­ρώ­σει είχε εξε­γερ­θεί το τάγμα στους στρα­τώ­νες Κί­λιαν, προ­μη­θεύ­ο­ντας τους πο­λιορ­κη­τές του ρα­διο­με­γά­ρου με βα­ρύ­τε­ρο οπλι­σμό και τρία τανκς.

Ο Δαβίδ και ο Γο­λιάθ

Μέχρι το πρωί η ηγε­σία του κα­θε­στώ­τος αντι­με­τω­πί­ζει γε­νι­κευ­μέ­νη ανταρ­σία στην πρω­τεύ­ου­σα που απλώ­νε­ται αστρα­πιαία στη χώρα. Το με­γα­λύ­τε­ρο μέρος των στρα­τιω­τι­κών μο­νά­δων δη­λώ­νει ου­δε­τε­ρό­τη­τα και ένα κομ­μά­τι περνά με τους εξε­γερ­μέ­νους. Πρα­κτι­κά το κα­θε­στώς υπο­στη­ρί­ζε­ται μόνο από την πο­λυά­ριθ­μη και κα­λο­πλη­ρω­μέ­νη ÁVH που πο­λε­μά μέ­χρις εσχά­των. Αλλά και οι εξε­γερ­μέ­νοι/ες δεν της χα­ρί­ζο­νται.

Οι γρα­φειο­κρά­τες ορί­ζουν πρω­θυ­πουρ­γό τον Ίμρε Νάγκι, τον Ούγ­γρο Γκο­μούλ­κα, που ήταν πρω­θυ­πουρ­γός και το 1953 κα­θαι­ρέ­θη­κε και δια­γρά­φη­κε για φι­λε­λευ­θε­ρι­σμό και που επι­στρέ­φει τώρα για να σώσει τη γρα­φειο­κρα­τία. Το ίδιο πρωί της 24ης Οκτώ­βρη που απο­φα­σί­ζο­νται αυτά, ο ρω­σι­κός στρα­τός έχει ει­σβά­λει ήδη στη Βου­δα­πέ­στη.

Όμως η πόλη αντι­στέ­κε­ται, οι στρα­τώ­νες Κί­λιαν γί­νο­νται απόρ­θη­το φρού­ριο και στην πλα­τεία Σέζα τη μάχη με τα ρω­σι­κά τανκς την κερ­δί­ζουν δε­κα­πε­ντά­χρο­νοι πι­τσι­ρι­κά­δες, που αντι­με­τω­πί­ζουν με μο­λό­τοφ τις ερ­πύ­στριες.

Η ερ­γα­τι­κή τάξη, αν και υπο­λεί­πε­ται δρα­μα­τι­κά σε οπλι­σμό, δια­θέ­τει ένα συ­ντρι­πτι­κό υπε­ρό­πλο: τη συ­ζή­τη­ση με τους φα­ντά­ρους του εχθρού. Σιγά-σιγά οι Ρώσοι φα­ντά­ροι κολ­λά­νε το μι­κρό­βιο της συ­να­δέλ­φω­σης με τους εξε­γερ­μέ­νους. Κά­ποιοι λι­πο­τα­κτούν. Η ουγ­γρι­κή αντί­στα­ση εγ­γρά­φει άλλο ένα αί­τη­μα στα μα­νι­φέ­στα της: άσυλο σε κάθε φυγά Ρώσο στρα­τιώ­τη.

Οι δύο με­ραρ­χί­ες τε­θω­ρα­κι­σμέ­νων που ενε­πλά­κη­σαν στη μάχη απο­χω­ρούν ητ­τη­μέ­νες από τη Βου­δα­πέ­στη στις 29 Οκτώ­βρη. Ο Δαβίδ είχε νι­κή­σει τον Γο­λιάθ.

Οι μα­χη­τές και οι μα­χή­τριες χρειά­ζο­νται, όπως και οι άμα­χοι, τροφή και θέρ­μαν­ση, πε­ρί­θαλ­ψη και οπλι­σμό. Ποιος τα ορ­γά­νω­νε αυτά το 1956; Η κυ­βέρ­νη­ση Νάγκι απλώς δή­λω­νε πως δια­πραγ­μα­τεύ­ε­ται με τον ρω­σι­κό στρα­τό, πε­ρι­μέ­νο­ντας τον χρόνο να κυ­λή­σει. Αντί­θε­τα, τα πάντα στη χώρα, εκτός από τα ση­μεία που έλεγ­χε ο ρω­σι­κός στρα­τός, αρ­χί­ζουν να τα δια­χει­ρί­ζο­νται επι­τρο­πές και τα εκλεγ­μέ­να συμ­βού­λια ερ­γα­τών.

Το πρώτο συ­ντο­νι­στι­κό των συμ­βου­λί­ων της Μεί­ζο­νος Βου­δα­πέ­στης στις 31 Οκτώ­βρη δή­λω­νε: «Το ανώ­τε­ρο σώμα στο ερ­γο­στά­σιο είναι το δη­μο­κρα­τι­κά εκλεγ­μέ­νο ερ­γα­τι­κό συμ­βού­λιο. Ο διευ­θυ­ντής είναι υπάλ­λη­λος του ερ­γο­στα­σί­ου. Αυτός και οι ανώ­τε­ροι υπάλ­λη­λοι εκλέ­γο­νται από το ερ­γα­τι­κό συμ­βού­λιο. Είναι υπό­λο­γος στο ερ­γα­τι­κό συμ­βού­λιο για κάθε ζή­τη­μα».

Αυτή η έκρη­ξη της αυ­τε­νέρ­γειας των «από τα κάτω» μπο­ρού­σε να με­τα­δο­θεί σαν πυρ­κα­γιά στην Ανα­το­λι­κή Ευ­ρώ­πη, αλλά και την ίδια τη Ρωσία. Η ρω­σι­κή ηγε­σία είχε ανά­γκη από μια σφαγή για να μη χάσει τον έλεγ­χο. Στις 4 Νο­έμ­βρη ο ρω­σι­κός στρα­τός επι­τέ­θη­κε στη Βου­δα­πέ­στη. Η πόλη ισο­πε­δώ­θη­κε από την αε­ρο­πο­ρία και το πυ­ρο­βο­λι­κό, κι όμως η αντί­στα­ση κρά­τη­σε 4 μέρες ενώ στο νησί Τσε­σπέλ, μέσα στον Δούναβη, την καρ­διά του βιο­μη­χα­νι­κού προ­λε­τα­ριά­του της Βου­δα­πέ­στης, οι μάχες κρά­τη­σαν ως τις 11 Νο­έμ­βρη. Η συ­ντρι­βή των ερ­γα­τών θα χρεια­στεί αρ­κε­τό καιρό, μια και θα ορ­γα­νώ­νουν απερ­γί­ες και κι­νη­το­ποι­ή­σεις ως τα μέσα Δε­κέμ­βρη.

Κυριακή 25 Αυγούστου 2024

Τόκιο 1946-48: η κινηματογραφική βιομηχανία υπό τη διεύθυνση των εργαζόμενων

 

      Η αφίσα της συλλογικής ταινίας Αυτοί που δημιουργούν το αύριο [明日を創る人々], 1946
                                                                                                        

«Ο πολιτισμός δεν μπορεί να καταστραφεί με τη βία», έγραφε το πανό που κρατούσαν οι εκπρόσωποι του Σωματείου Εργαζομένων της Τόχο [東宝従業員組合 – Τόχο τζουγκιόιν κουμιάι] στις 19 Αυγούστου 1948, καθώς αντιμετώπιζαν περισσότερους από 2.000 αστυνομικούς και πέντε αμερικανικά άρματα μάχης Sherman, «τα πάντα εκτός από τα θωρηκτά», σύμφωνα με την ηθοποιό και συνδικαλίστρια Ακάγκι Ράνκο. Πίσω από τα οδοφράγματα, βιαστικά κατασκευασμένα από σκηνικά ταινιών που βρίσκονταν σε εξέλιξη, στέκονταν χίλιοι απεργοί εργαζόμενοι από κάθε τμήμα του στούντιο Τόχο στο Τόκιο.

Η Κιόκο Χιράνο, στο βιβλίο της του 1992, Ο κ. Σμιθ πηγαίνει στο Τόκιο: Ιαπωνικός κινηματογράφος υπό αμερικανική κατοχή, 1945-1952 [Kyoko Hirano, Mr Smith Goes to Tokyo: Japanese Cinema Under the American Occupation, 1945-1952], καταγράφει την απεργία με εξαιρετικές λεπτομέρειες. Η Χιράνο παραθέτει έγγραφα της αμερικανικής κυβέρνησης που περιγράφουν πώς οι μεγάλοι ανεμιστήρες του σκηνικού, οι οποίοι στήθηκαν απέναντι από τους απεργοσπάστες σαν πυροβόλα στο οδόφραγμα, προετοιμάστηκαν με «θραύσματα γυαλιού και άμμο», αν και σύμφωνα με την Χιράνο ήταν πιο πιθανό να ήταν πιπέρι καγιέν. Οι τεχνικοί των σκηνικών επίσης μεταποίησαν τις μηχανές βροχής σε κανόνια νερού. Ένας «αρχηγός άμυνας» που φορούσε καουμπόικο καπέλο εμφανιζόταν περιοδικά στο μπροστινό μέρος του οδοφράγματος για να κάνει αστεία εις βάρος της αστυνομίας. Οι εργαζόμενοι και τα αφεντικά σε όλο το Τόκιο περίμεναν με αγωνία να μάθουν την τύχη του απεργιακού οχυρού της Τόχο. Αυτός ο αγώνας έμελλε να αποτελέσει κρίσιμη καμπή στην ταξική πάλη της Ιαπωνίας.

Η εταιρεία Τόχο ήταν η σημαντικότερη εταιρεία διανομής ταινιών, θεάτρων και στούντιο της Ιαπωνίας κατά το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα. Το δυτικό κοινό είναι πιθανό να γνωρίζει την παραγωγή της Τόχο μέσω του Γκοτζίλα ή των Επτά Σαμουράι του Ακίρα Κουροσάβα.

Πριν από την ήττα της στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η αυτοκρατορική Ιαπωνία υπέστη ταχεία και βίαιη εκβιομηχάνιση, το βάρος της οποίας επωμίστηκαν οι φτωχοί, ιδίως οι Κορεάτες αποικιοκρατούμενοι υπήκοοι και η εργατική τάξη των πόλεων. Ο Τζον Χάλιντεϊ [John Halliday] γράφει στο New Left Review ότι οι περισσότεροι εργάτες «δεν είχαν δικαιώματα, δεν είχαν εργασιακή ασφάλεια (και) δεν είχαν εγγυημένη αύξηση μισθού».

Υπήρχαν λίγες διέξοδοι για τους εργαζόμενους να εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους∙ τα συνδικάτα απαγορεύτηκαν ή τους επιβλήθηκαν με βία περιορισμοί σε σημείο αδρανοποίησης, και οι αγωνιστές που συλλαμβάνονταν να κάνουν προπαγάνδα ήταν γνωστό ότι εξαφανίζονταν. Η μοίρα πολλών τέτοιων αγωνιστών καταγράφεται στη συλλογή προπολεμικών κειμένων, Σκέψεις στο δρόμο προς την αγχόνη, που επιμελήθηκε ο Μικίσο Χάνε [Mikiso Hane (επιμ.), Reflections on the Way to the Gallows].

Οι αναρχικές και κομμουνιστικές τάσεις σιγόκαιαν κάτω από την επιφάνεια των ιαπωνικών πόλεων, με αποτέλεσμα να εκδηλώνονται περιστασιακά με απεργίες, όπως το 1932 από τους εργάτες του μετρό του Τόκιο. Αν και οι νίκες ήταν λίγες, οι απεργίες ήταν σημαντικές για τη ριζοσπαστικοποίηση των εργατών και την ανάδειξη των αντιτιθέμενων συμφερόντων μεταξύ αφεντικών και εργατών που θα μπορούσαν να θέσουν τα θεμέλια για την ανάδυση ενός σοσιαλιστικού ρεύματος. Ένα παράδειγμα είναι η ημι-νόμιμη Λέσχη Εργαζομένων Εκτυπώσεων και Εκδόσεων, η οποία διοργάνωνε απεργίες επειδή «αυτό που έχει σημασία είναι ο αριθμός των αγωνιστών με ταξική συνείδηση που θα προκύψουν… για να συμμετάσχουν ενεργά στην ταξική πάλη», σύμφωνα με τον ηγέτη της Λέσχης Σιμπάτα Ριουιτσίρο.

Η Χιράνο περιγράφει ότι τα κινηματογραφικά στούντιο αυτής της περιόδου διοικούνταν με βάση ένα αυταρχικό μοντέλο σκηνοθέτη-δημιουργού, που αποθάρρυνε τη δημιουργική συμβολή των τεχνικών, του συνεργείου, ακόμη και των ηθοποιών. Αυτό θεωρήθηκε ως ο καλύτερος τρόπος για την παραγωγή εμπορικά αποδοτικών ταινιών, καθώς το προσωπικό είχε αυστηρό χρονοδιάγραμμα και προϋπολογισμό, μετακινούνταν από το ένα έργο στο άλλο, υπερεργαζόταν και συχνά είχε ελάχιστη γνώση της ταινίας που παρήγαγε.

Η αρχική πολιτική των αμερικανικών δυνάμεων κατοχής κατά την περίοδο του άμεσου ελέγχου της Ιαπωνίας μετά τον πόλεμο ήταν προς την κατεύθυνση του «εκδημοκρατισμού» της χώρας – ενθάρρυναν τα συνδικάτα και διεξήγαγαν εκλογές με την ελπίδα ότι μια σταθερή εθνική κυβέρνηση θα μπορούσε να βασιστεί στην προστασία των αμερικανικών επενδύσεων και στον περιορισμό της αντίπαλης ιμπεριαλιστικής δύναμης, της Σοβιετικής Ένωσης.

Η μέχρι τότε καταπιεσμένη εργατική τάξη ξέσπασε σε μια ξέφρενη πολιτική δραστηριότητα. Ο ιστορικός Άντριου Γκόρνταν [Andrew Gordan] ισχυρίζεται ότι «τα μέλη των συνδικάτων αυξήθηκαν από περίπου 5.000 τον Οκτώβριο (1945) σε σχεδόν 5 εκατομμύρια τον Δεκέμβριο του 1946, πάνω από το 40% των μισθωτών της χώρας». Το στούντιο της Τόχο βρισκόταν στο βιομηχανικό κέντρο του Τόκιο, την καρδιά του εργατικού αγώνα.

Τον Μάρτιο του 1946, το Σωματείο Εργαζομένων της Τόχο, η οποία αριθμούσε 5.000 άτομα, ξεκίνησε την πρώτη της απεργία. Διαθέτοντας μέλη σε όλο το φάσμα των διαφορετικών ρόλων που απαιτούνται για την παραγωγή ταινιών, από τον σκηνοθέτη μέχρι τον υπεύθυνο τροφοδοσίας, απαίτησαν και κέρδισαν μια μέτρια αύξηση του κατώτατου μισθού. Πιο σημαντική από την αύξηση του μισθού, ωστόσο, ήταν η απόφαση των εργαζομένων να ιδρύσουν μια «Επιτροπή Αγώνα».

Οι Επιτροπές Αγώνα, οι οποίες πρωτοεμφανίστηκαν στις βιομηχανίες εξόρυξης και μεταφορών, αποτελούνταν από εκλεγμένους εκπροσώπους της βάσης του συνδικάτου, οι οποίοι θα διαπραγματεύονταν την καθημερινή παραγωγή με τη διοίκηση. Μέχρι το τέλος του 1946, οι εργάτες στο Τόκιο είχαν συστήσει 250 τέτοιες επιτροπές.

Η δύναμη και η πολιτική αυτών των οργάνων εξαρτιόταν εξ ολοκλήρου από τη μαχητικότητα των εργαζομένων. Στις επιτροπές συμμετείχαν όλοι, από καριερίστες μέχρι σκληροπυρηνικούς κομμουνιστές μαχητές.

Ο ιστορικός Τζο Μουρ [Joe Moore], του οποίου τα έργα για τη μεταπολεμική Ιαπωνία αποτελούν εξαιρετική εισαγωγή για τους μαρξιστές που ενδιαφέρονται για την ιαπωνική ταξική πάλη, εξηγεί την τάση ριζοσπαστικοποίησης που ενυπήρχε σε αυτά τα σώματα: «Στην αρχή οι Ιάπωνες εργάτες πραγματικά θεωρούσαν τον έλεγχο της παραγωγής ως μια αποτελεσματική αν και ανορθόδοξη τακτική διαμάχης», αλλά αποτελούσε «ένα μικρό βήμα παραπέρα προς τη θέση ότι η επιχείρηση δεν χρειάζεται ποτέ να επιστρέψει στον έλεγχο των ιδιοκτητών… αυτοί ως εργάτες μπορούσαν όχι μόνο να διευθύνουν μια επιχείρηση με επιτυχία αλλά και να το κάνουν καλύτερα από τους καπιταλιστές ιδιοκτήτες».

Οι ταινίες των εργαζομένων της Τόχο από αυτή την περίοδο απεικονίζουν την αυξανόμενη αυτοπεποίθηση των εργαζομένων τόσο εύγλωττα όσο κανένα γραπτό μανιφέστο δεν θα μπορούσε.

Η ταινία του 1946 Αυτοί που δημιουργούν το αύριο [明日を創る人々 – Ασου ο τσουκούρου χιτόμπιτο], η οποία γυρίστηκε αποκλειστικά σε ώρες εργασίας στην εταιρεία, ήταν, σύμφωνα με τον συν-σκηνοθέτη Κουροσάβα, προϊόν δημοκρατικής διαβούλευσης και προοριζόταν τόσο για να εξυμνήσει τις προσπάθειες συνδικαλιστικής οργάνωσης των εργαζομένων όσο και για να υποστηρίξει πώς ο αγώνας των καταπιεσμένων μπορεί να εμπνεύσει άλλους. Η Χιράνο επισημαίνει ότι οι κεντρικοί χαρακτήρες της ταινίας δεν είναι οι γνωστοί λαμπεροί σταρ, αλλά οι ξεχασμένοι εργαζόμενοι που βρίσκονται πίσω από κάθε ταινία – κυρίως μια γυναίκα πρωταγωνίστρια της εργατικής τάξης. «Μόνο η εταιρεία βγάζει χρήματα… δεν σκέφτονται ποτέ το κοινό μας», λέει ένας χαμηλόβαθμος τεχνικός, «θέλουμε να κάνουμε καλές ταινίες, αλλά πρέπει να μοιραστούμε το αγωνιστικό πνεύμα».

Δεν ήταν μόνο οι σοσιαλιστές εργαζόμενοι που ενθουσιάστηκαν από τα προϊόντα του δημοκρατικού ελέγχου του κινηματογράφου: το Κινέμα Τζούμπο [キネマ旬報], το κορυφαίο ιαπωνικό περιοδικό κριτικής κινηματογράφου, κατέταξε έξι ταινίες της Τόχο στις 10 καλύτερες ταινίες για τα βραβεία του 1947.

Αλλά ενώ ο δημοκρατικός έλεγχος της κινηματογραφικής παραγωγής οδήγησε σε αύξηση της ποιότητας των ταινιών και της ευημερίας των παραγωγών και των καταναλωτών, ήταν καταστροφή για τα αφεντικά.

Οι εργαζόμενοι έκαναν κουμάντο, με τα στελέχη να περιορίζονται στο να πληρώνουν τους λογαριασμούς και τους μισθούς. Η Χιράνο σημειώνει ότι οι προϋπολογισμοί ορισμένων έργων υπερκαλύφθηκαν κατά σχεδόν 200%.

Καθ’ όλη τη διάρκεια του 1947, γινόταν όλο και πιο σαφές στα αφεντικά της Ιαπωνίας και στις πολιτικές αρχές των ΗΠΑ ότι η συνύπαρξη με τις Επιτροπές Αγώνα ήταν αφόρητη. Η ταξική αντιπαράθεση έγινε αναπόφευκτη καθώς οι υψηλοί μισθοί μείωναν τα κέρδη και οι εργαζόμενοι αμφισβητούσαν τις εντολές των αφεντικών τους.

Δεδομένου ότι η παραγωγή της Τόχο ήταν πολιτιστική και επομένως όχι κεντρική για τη λειτουργία της οικονομίας όπως άλλοι παρόμοιοι μαχητικοί τομείς, ήταν ο τέλειος πρώτος στόχος για μια καπιταλιστική αντεπίθεση.

Η εταιρεία φέρεται να ενθάρρυνε τη δημιουργία ενός αντικομμουνιστικού συνδικάτου απεργοσπαστών, του Σιν-Τόχο (ή Νέα Τόχο), για να εκμεταλλευτεί τις βαθιά ριζωμένες προκαταλήψεις των ηθοποιών που προέρχονταν από την ανώτερη τάξη. Αυτοί οι απεργοσπάστες, γράφει η Χιράνο, «προβληματίζονταν από τον τρόπο με τον οποίο οι συνήθως ικανοί, φιλικοί και ήσυχοι υπάλληλοι μετατράπηκαν σε επιθετικούς, εριστικούς δημαγωγούς που ξεσήκωναν τους ακροατές τους με μαχητική ρητορική».

Σε αυτό το σωματείο απεργοσπαστών προσφέρθηκε το δικό του στούντιο και, σε συνδυασμό με άλλες αποσχισθείσες ομάδες, έφτασε τελικά τα δύο τρίτα του μεγέθους του αρχικού σωματείου. Αξιοποιώντας περισσότερο το πλεονέκτημά τους, τα αφεντικά άρχισαν μια «αναδιάρθρωση» της εταιρείας Τόχο. Τον Απρίλιο του 1948, απέλυσαν περισσότερο από το ένα έκτο του εργατικού δυναμικού με την κατηγορία ότι ήταν «ύποπτοι κομμουνιστές» και απέκλεισαν τους εργαζόμενους.

Οι εργαζόμενοι αντέδρασαν με απεργία και άμεση κατάληψη του στούντιο, ανοίγοντάς το σε φιλικά προσκείμενους συνδικαλιστές και σοσιαλιστές. Η Χιράνο περιγράφει λεπτομερώς τη ζωή πίσω από τα οδοφράγματα για τους δύο μήνες που κράτησε η κατάληψη: «Διοργανώνονταν πάρτι, τραγουδιόταν η “Διεθνής” και γίνονταν ομαδικές συζητήσεις και εκδηλώσεις μέσα στο ίδιο το στούντιο».

Ωστόσο, το Ιαπωνικό Κομμουνιστικό Κόμμα, η σημαντικότερη δύναμη του εργατικού κινήματος, είχε ουσιαστικά εγκαταλείψει την τακτική του εργατικού ελέγχου μέχρι το 1947. Ο Μουρ συνοψίζει την επιχειρηματολογία της ηγετικής ομάδας του κόμματος: «Αν η Ιαπωνία αναμενόταν να ακολουθήσει τον κοινοβουλευτικό δρόμο προς το σοσιαλισμό και όχι να δει σύντομα την εγκαθίδρυση μιας λαϊκής δημοκρατίας, τότε ούτε τα εξωθεσμικά επαναστατικά όργανα, όπως τα σοβιέτ, ούτε οι παράνομες εργατικές αναλήψεις επιχειρήσεων μέσω του ελέγχου της παραγωγής θα μπορούσαν να έχουν ρόλο».

Βασιζόμενο στην απροθυμία του Κομμουνιστικού Κόμματος να υπερασπιστεί τα μέλη της βάσης του στην Τόχο, στις 19 Αυγούστου 1948, το περιφερειακό δικαστήριο του Τόκιο εξέδωσε διαταγή εκκένωσης για να σπάσει την απεργία.

Ακόμη και οι πιο πολιτικά προχωρημένοι εργαζόμενοι της Τόχο δεν περίμεναν ότι οι απεργοσπάστες θα συνοδεύονταν από αμερικανικά τανκς. Χωρίς απάντηση από το ευρύτερο εργατικό κίνημα, το οποίο υπάκουε στο Κομμουνιστικό Κόμμα, οι εργάτες της Τόχο απομονώθηκαν.

Μέχρι τη δεκαετία του 1950, οι Επιτροπές Αγώνα στο Τόκιο είχαν συντριβεί. Ο Μουρ χαρακτηρίζει την έκβαση της μάχης στην Τόχο ως μια «δοκιμαστική περίπτωση» που αποτέλεσε προηγούμενο για την ευρύτερη επιδρομή των αφεντικών να ανακτήσουν τον έλεγχο της βιομηχανίας. Η συντριβή ενός τόσο προβεβλημένου προπυργίου αποθράσυνε το συνδικαλιστικό κίνημα σε εθνικό επίπεδο, οδηγώντας πολλούς εργαζόμενους να χάσουν την εμπιστοσύνη στη συλλογική τους δύναμη.

Οι περισσότεροι κορυφαίοι αγωνιστές ήταν αφοσιωμένοι στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Δεν υπήρχε καμία οργάνωση έμπειρων εργατικών αγωνιστών ικανή να ενώσει τις επιτροπές στους χώρους εργασίας σε συνδυασμό με πολιτικές οργανώσεις –εργατικά συμβούλια– που θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν τους κυρίαρχους καπιταλιστικούς θεσμούς.

Οι εργαζόμενοι της Τόχο δεν αγωνίζονταν μόνο για καλύτερες ταινίες- αγωνίζονταν ενάντια στη δικτατορία των αφεντικών και των κυβερνητικών υπηρεσιών σε όλους τους τομείς της ζωής. Η συλλογική κουλτούρα που έχτισαν ζει μέσα από την επιρροή τους στον κινηματογράφο, αλλά μπορεί να τιμηθεί όπως πρέπει και ελπίζουμε να πραγματοποιηθεί πλήρως μόνο μέσα από τον συνεχή αγώνα για έναν καλύτερο, πιο όμορφο κόσμο.


Πρώτη δημοσίευση στην επαναστατική Αυστραλιανή εφημερίδred flag Μετάφραση: elaliberta.gr Nick de Voil, “When workers ran the film industry: Tokyo 1946-48”, Red Flag, 10 Αυγούστου 2023, https://redflag.org.au/article/when-workers-ran-film-industry-tokyo-1946-48.








Κυριακή 4 Αυγούστου 2024

Οι Ολυμπιακοί Αγώνες για τους εργαζόμενους: Πιο γρήγορα, πιο φτηνά, περισσότερη ώρα στη δουλειά

 

Το Παρίσι κερδίζει το χρυσό στην αστυνομοκρατία, ενώ υπάρχει ισχυρή παρουσία και του στρατού, καθώς και κάθε είδους κάμερας, drone και μηχανής επιτήρησης και καταγραφής. Μετάλλιο όμως διεκδικεί και στην υπερεκμετάλλευση των εργαζομένων και τη μαύρη εργασία, παρά τις υπογραφές διακηρύξεων για εργασιακή προστασία, καθώς και στα υψηλά κέρδη για τις εταιρείες που εκμεταλλεύονται το ολυμπιακό σόου.

Οι Αγώνες πάνω από την εντολή του λαού

Σε ένα οξύμωρο πολιτικό σκηνικό καλούνται να διαδραματιστούν οι φετινοί Ολυμπιακοί Αγώνες στο Παρίσι. Από τη μία, η χώρα βρίσκεται σε έκρυθμη και μεταβατική φάση καθώς τα αποτελέσματα των πρόσφατων εκλογών έφεραν ανατροπές. Από την άλλη, όμως, το επικείμενο οικονομικό όφελος για τη Γαλλική και μη βιομηχανία του αθλητισμού, του θεάματος και του τουρισμού, βάζει την πολιτική στο «περιθώριο».

Ο Μακρόν -χωρίς περιστροφές- διέταξε: «Σχηματισμός νέας κυβέρνησης μετά τους Ολυμπιακούς» και ξεκαθάρισε πως δεν θα μπει στη διαδικασία να ορίσει πρωθυπουργό γιατί κάτι τέτοιο θα προκαλούσε… «αναταραχή». Η κίνηση αυτή από πλευράς Μακρόν, εκτιμάται ως «άδειασμα» του Νέου Λαϊκού Μετώπου το οποίο ελάχιστα πιο πριν είχε προτείνει –μετά από «αιματηρές» διαβουλεύσεις- ως πρωθυπουργό τη Λουσί Καστέ. Όμως, δεν είναι μόνο αυτό… Ο πυρήνας της λογικής που θέλει τη Γαλλία να παραμένει υπό μία υπηρεσιακή -μη εκλεγμένη- κυβέρνηση για ένα μήνα είναι δομικά προβληματικός. Φυσικά τα χρονικά περιθώρια είναι ιδιαίτερα στενά, αλλά η διεξαγωγή των Ολυμπιακών με διορισμένη κυβέρνηση σφύζει από αντιδημοκρατικότητα (ακόμα και για την αστική δημοκρατία)!

Το γεγονός, μάλιστα, πως η συνθήκη αυτή δεν έχει εγείρει το αίσθημα διαμαρτυρίας των Γάλλων πολιτών, τουλάχιστον κινηματικά, καταδεικνύει την αναβαθμισμένη επίδραση που μπορεί να έχουν τα ιδεολογήματα περί εθνικής ενότητας. Έτσι, λοιπόν, οι Γάλλοι εμφανίζεται να υποδέχονται τους φετινούς Ολυμπιακούς «μονιασμένοι», όσο ο Μακρόν γευματίζει ως «αδιαφιλονίκητος ηγέτης» με 100 αρχηγούς κρατών στο Λούβρο και το γαλλικό (κι όχι μόνο) κεφάλαιο βάζει «χέρι» στα δεκάδες δισ. εσόδων που αναμένονται!

Ξέφρενο φαγοπότι πάνω από τον Σηκουάνα

Οσο οι «τρύπες» του γαλλικού πολιτικού συστήματος «μπαλώνονται» άρον- άρον, οι βιομηχανίες του αθλητισμού, του τουρισμού, των ακινήτων και των κατασκευών ετοιμάζονται για ένα ξέφρενο… φαγοπότι! Μόνο στο Παρίσι, η φετινή διοργάνωση εκτιμάται πως θα αφήσει κέρδη από 12-14 δισ. δολάρια, την ίδια ώρα που το κόστος υπολογίζεται σε 8 με 10 δισ., εκ των οποίων 2,5 με τέσσερα θα καταβληθούν από το γαλλικό κράτος.

Το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των εσόδων αυτών, φυσικά, «ταξιδεύει» προς τις τσέπες των μεγάλων πολυεθνικών. Το γαλλικό κατεστημένο προσπαθεί να υπερ-προβάλλει τα «οφέλη» που θα περάσουν στον λαό… Πράγματι, σίγουρα από τα 2,8 δισ. που αναμένεται να «ακουμπήσουν» οι τουρίστες στη γαλλική πρωτεύουσα κάτι θα «περισσέψει» και για τους μικρούς ιδιοκτήτες εστίασης, ενώ δεν είναι λίγοι οι Παριζιάνοι που αποχωρούν από την πόλη τους προκειμένου να υπενοικιάσουν – ως Airbnb – τις οικίες τους. Παρόλα αυτά, τα «κέρδη» που αναμένονται για τον απλό κόσμο, δεν παύουν να είναι «ψίχουλα» μπροστά στα δισεκατομμύρια που προορίζονται για το κεφάλαιο. Η βιομηχανία του τουρισμού έχει βάλει στο «μάτι» της το Παρίσι, αμέσως μετά την ανάληψη των Αγώνων, και έχει αγοράσει ακίνητα ή επιχειρήσεις-«φιλέτα» πλησίον των χώρων που θα λάβουν χώρα τα αγωνίσματα.

Ανόμοια είναι, επίσης, και τα «οφέλη» του γαλλικού λαού από τις περιβόητες θέσεις εργασίας που ανοίγουν κατά την προετοιμασία και διεξαγωγή της διοργάνωσης. Μπορεί η κυβέρνηση να πανηγυρίζει για τις 180.000 νέες θέσεις, όμως αναπάντητα μένουν τα όσα καταγγέλλονται για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες δουλεύουν εκείνοι που στήνουν και δουλεύουν στα υπερπολυτελή αθλητικά θέρετρα! Στον απόηχο των διαμαρτυριών για τα όσα διαδραματίστηκαν στις τελευταίες μεγάλες αθλητικής διοργανώσεις (βλ. Κατάρ και Βραζιλία), το Παρίσι είχε υποσχεθεί πως θα αποτελέσει εξαίρεση. Σωματεία, Δήμος και Οργανωτική Επιτροπή είχαν υπογράψει σύμφωνο με βάση το οποίο, όσοι/όσες απασχολούντο σε έργα των Ολυμπιακών θα δούλευαν υπό καθεστώς απόλυτης νομιμότητας. Μάλιστα, η κυβέρνηση προκειμένου να μην χρησιμοποιηθούν στις κατασκευαστικές εργασίες μετανάστες χωρίς χαρτιά, επέτρεψε προ μηνών τη νομιμοποίηση όσων μεταναστών βρίσκονται στη Γαλλία για τρία τουλάχιστον χρόνια και εργάζονται επί 12 συναπτούς μήνες σε κλάδο με ελλείψεις εργατικού δυναμικού. Και πάλι, όμως, παρά τη ρατσιστική αυτή μεταρρύθμιση, το κατασκευαστικό κεφάλαιο αξιοποίησε –για ακόμη μία φορά– τη μαύρη και κακοπληρωμένη εργασία.Όπως καταγγέλλεται, χιλιάδες εργαζόμενοι χωρίς χαρτιά και ασφάλιση εργάστηκαν για την κατασκευή ή ανακατασκευή γηπέδων του Παρισιού, συχνά αναγκαζόμενοι να δουλεύουν πολλές ώρες υπερωρίας. Όπως έγινε γνωστό, οι μεγάλοι κολοσσοί που ανέλαβαν τα οικοδομικά έργα, χρησιμοποίησαν υπεργολάβους, οι οποίοι με τη σειρά τους προσέλαβαν εργαζομένους (κυρίως από την Αφρική) προσδίδοντάς τους πλαστά χαρτιά.

Έξω οι άστεγοι και οι φτωχοί, μέσα οι μπάτσοι και το Ισραήλ

Το Παρίσι, σύμβολο της δυτικής Αναγέννησης και πολιτισμού, δεν έχει αστέγους! Τουλάχιστον, δεν πρέπει να έχει όσο υποδέχεται το «θαύμα» των Ολυμπιακών Αγώνων. Εξ’ ου και μια σειρά από αστυνομικές επιχειρήσεις έχουν βάλει στόχο να «καθαρίσουν» την πρωτεύουσα από αυτούς και να τους μεταφέρουν σε διπλανές πόλεις.

Ομοίως, το Παρίσι δεν έχει δικαιώματα! Και πάλι, τουλάχιστον όσο διαρκούν οι Ολυμπιακοί. Εξ’ ου και 45.000 αστυνομικοί και χωροφύλακες, από κοινού με 10.000 στρατιώτες, περιπολούν τους δρόμους, ενώ μαχητικά τζετ και drones με λογισμικά παρακολούθησης τεχνητής νοημοσύνης «σκίζουν» τους ουρανούς. Οι Παριζιάνοι δεν μπορούν να μπουν σε ορισμένες περιοχές χωρίς κάρτα με barcode, ενώ συχνά συνωστίζονται σε ουρές εξαιτίας μπαρών ελέγχου.

Έκτακτη συγκυρία; Μπορεί… Το ζήτημα, όμως, που ανοίγεται για ακόμη μία φορά είναι για ποιο λόγο; Γίνονται όλα αυτά, για να τιμήσουμε τον κόπο των αθλητών/τριων που τόσα θυσιάζουν για το ιδεώδες του αθλητισμού; Γίνονται για να γιορτάσουμε την ειρηνική συνύπαρξη και συνεύρεση διαφορετικών λαών;
Όπως δείχνει η πρόσφατη ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων, δυστυχώς, όχι! Η διοργάνωση αποτελεί επιτομή του εμπορευματοποιημένου αθλητισμού, ειδικά όσον αφορά τα ατομικά αγωνίσματα. Τα σκάνδαλα ντόπινγκ, τα αμύθητα ποσά για διαφημιστικά συμβόλαια και, φυσικά, η πλήρης οικονομική εκμετάλλευση κάθε πτυχής της διοργάνωσης, σφραγίζουν ανεξίτηλα τους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες.

Ας σημειωθεί ακόμα πως στο Παρίσι 2024 θα συμμετέχει κανονικά η αποστολή του Ισραήλ! Ενώ υποτίθεται πως οι Ολυμπιακοί Αγώνες συνδέονται διακηρυκτικά (και υποκριτικά) με την ειρήνευση ή έστω με την ανακωχή, οι απεσταλμένοι του Ισραήλ, που εδώ και μήνες κερδίζει το χρυσό μετάλλιο στη σφαγή αμάχων θα συμμετέχουν κανονικά…

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (27.7.24)

Κυριακή 23 Ιουνίου 2024

ΛΑΡΚΟ ΕΝΑΣ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟΣ ΤΑΞΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ

 


ΛΑΡΚΟ: Μια διαχρονική λεηλασία των εγχώριων πλουτοπαραγωγικών πηγών και του εργατικού μόχθου από το ντόπιο και ξένο κεφάλαιο, κι ένας διαχρονικός ταξικός αγώνας εναντίον τους

Η ιστορία της Λάρκο και η επερχόμενη ιδιωτικοποίηση - ξεπούλημα της στην ΓΕΚ-ΤΕΡΝΑ-ADHOLDING, συμπυκνώνει τον χαρακτήρα των εγχώριων καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Το 1963 η πλούσια σε κοιτάσματα νικελίου περιοχή της Λάρυμνας στη Φθιώτιδα παραχωρείται προς αξιοποίηση στο ίδρυμα Μποδοσάκη, ένα από τα πιο βαριά ονόματα της ελληνικής αστικής τάξης με δραστηριότητες σε μια ευρεία γκάμα οικονομικών πεδίων και με στενές σχέσεις με το βαθύ ελληνικό κράτος- ο Μποδοσάκης ήταν από τους ένθερμους υποστηρικτές της χούντας του Μεταξά.
Για την εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου της περιοχής, εξασφάλισε από το κράτος πρωτοφανείς εγγυήσεις και προνόμια, ενώ συνεργάστηκε στενά με το μονοπωλιακό γερμανικό κολοσσό Krup. Αξίζει να σημειώσουμε ότι κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής τα μεταλλεύματα νικελίου από τη Λάρυμνα διοχετεύονταν από τις κατοχικές δυνάμεις στη Γερμανία για την παραγωγή βιομηχανικών ειδών και όπλων, παραγωγή στην οποία η Κrup διαδραμάτιζε πρωταγωνιστικό ρόλο.
To ίδρυμα Μποδοσάκη θησαύρισε από την παραγωγή και την πώληση του νικελίου σε ξένους μονοπωλιακούς ομίλους, εκμεταλλευόμενο άγρια τους μεταλλεργάτες και προκαλώντας μεγάλες οικολογικές καταστροφές. Ο Μποδοσάκης πουλούσε φθηνά το υψηλής ποιότητας νικέλιο της περιοχής στο ξένο κεφάλαιο για να είναι ανταγωνιστικός, και το ξένο κεφάλαιο με πολύ μικρό κόστος αγόραζε το πολύτιμο αυτό μέταλλο -συστατικό στοιχείο της παραγωγής ανοξείδωτου χάλυβα και της βαριάς βιομηχανίας κατά προέκταση-, για να πουλήσει στη συνέχεια πανάκριβα -και- στο ελληνικό κράτος τα προϊόντα του, το οποίο μην έχοντας τα οικονομικά μέσα για να τα αγοράσει, αναγκαζόταν στο δανεισμό από το ξένο κεφάλαιο, σε ένα φαύλο κύκλο οικονομικής εξάρτησης που διεύρυνε σε συνδυασμό με τόσα άλλα αντίστοιχα παραδείγματα το δημόσιο χρέος.
Το 1983 κι αφού ο Μποδοσάκης είχε σχεδόν χρεοκοπήσει τη Λαρκο - έχοντας παράλληλα υποβαθμίσει στο έπακρο οικολογικά την περιοχή και δολοφονήσει και σακατέψει στα κάτεργα του δεκάδες εργάτες- με δάνεια που κατέληγαν στις τσέπες του κι όχι στην τεχνολογική αναβάθμιση της παραγωγής, η εταιρεία περνά στις τράπεζες, οι οποίες την απομυζούν εξίσου αποσπώντας επίσης τεραστία κέρδη, ενώ λίγα χρόνια αργότερα ύστερα από μια φαινομενική εξυγίανση της, περνά στο έλεγχο του Δημοσίου, της Εθνικής τράπεζας και της ΔΕΗ. Η νέα Λάρκο θα συνεχίσει ουσιαστικά στα βήματα των προκατόχων της, προσφέροντας αμύθητα κέρδη στο ελληνικό κεφαλαίο άλλα και τα ξένα μονοπώλια, για να μπει στα μνημονιακά χρόνια σε τροχιά ιδιωτικοποίησης σύμφωνα με τις ντιρεκτίβες της ΕΕ, προκειμένου να γίνει ανταγωνιστική στις νέες οικονομικές συνθήκες που διαμορφώνονταν παγκόσμια.
Σήμερα ύστερα από αλλεπάλληλες προσπάθειες όλων των μνημονιακών και μεταμνημονικαών κυβερνητικών σχημάτων, η κυβέρνηση της ΝΔ έρχεται να βάλει το οριστικό τέλος στη Λάρκο, προωθώντας την ιδιωτικοποίηση της και την ουσιαστική της διάλυση καθότι κρίνεται από κεφάλαιο και ΕΕ ως μη ανταγωνιστική. Στην πραγματικότητα εγκαταλείπεται μια τεράστια πλουτοπαραγωγική πηγή – το νικέλιο που παράγει η Λάρκο είναι ανώτερης ποιότητας, ενώ η παραγωγή του από τις μεγαλύτερες στην Ευρώπη- που θα μπορούσε να αποτελέσει βάση για την ανάπτυξη βαριάς βιομηχανίας και πετιούνται στο δρόμο πάνω από 800 εργαζόμενοι και οι οικογένειες τους.

Με όπλο την ταξική αλληλεγγύη, τον ανυποχώρητο δυναμικό αγώνα και αντλώντας δύναμη από τη μακρά παράδοση των αγώνων στη Λάρκο (1977, 1979, 1986, 1992, 2006, 2013 κ.α) οι εργαζόμενοι μπορούν να ανατρέψουν τα σχέδια κυβέρνησης ΕΕ κεφαλαίου, για να μείνει η Λάρκο ζωντανή, ως τμήμα του συνολικού αγώνα για την τα σύγχρονες εργατικές ανάγκες και δικαιώματα, ως τμήμα του αγώνα για μια άλλου τύπου ανάπτυξη με επίκεντρο τις πραγματικές ανάγκες των εργαζομένων και με σεβασμό στο φυσικό περιβάλλον. Μια ανάπτυξη με άλλα λόγια μια κοινωνίας με μετασχηματισμένες παραγωγικές σχέσεις, μιας κοινωνίας επαναστατικής.
Από Efodos.net