Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2021

Η πανδημία της σεξουαλικής κακοποίησης των παιδιών του Γιώργου Νικολαΐδη

 

Η σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών δεν αναφέρεται σε οποιαδήποτε περίσταση εμπλοκής ανηλίκων σε σεξουαλικές πρακτικές. Σύμφωνα με τον ορισμό του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, σεξουαλική κακοποίηση παιδιών «θεωρείται η συμμετοχή ή η έκθεση παιδιών και έφηβων σε πράξεις με σεξουαλικό περιεχόμενο υποκινούμενες από ενήλικα, που συνήθως έχει σχέση φροντίδας ή οικειότητας με το παιδί και οι οποίες έχουν ως σκοπό τη σεξουαλική διέγερση ή/και ικανοποίηση του ενήλικα». Με αυτή την έννοια, δεν αποτελούν σεξουαλική κακοποίηση ούτε το φυσιολογικό ενδιαφέρον, η «περιέργεια» ή η ενασχόληση των παιδιών και των εφήβων με σεξουαλικά θέματα ούτε οι φυσιολογικές εκδηλώσεις της σεξουαλικότητας των παιδιών και των έφηβων ούτε το σεξουαλικό «παιχνίδι» των παιδιών, ακόμα και όταν υπερβαίνει όρια που οφείλουν να τηρούνται. Και φυσικά δεν πρέπει να θεωρείται κάτι τέτοιο η οποιαδήποτε εκδήλωση τρυφερότητας από τα παιδιά προς ενήλικες ή από εκείνους απέναντι στα παιδιά.

Διαχρονικό φαινόμενο με νέες πλευρές πολλαπλής θυματοποίησης

Η σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών είναι ένα διαχρονικό, οικουμενικό φαινόμενο. Αντίθετα με τη σωματική κακοποίηση των παιδιών όπου οι αντιλήψεις των κοινωνιών φαίνεται να άλλαξαν ανά τους αιώνες (από το «ξύλο βγήκε από τον παράδεισο» στην απαγόρευση της σωματικής βίας κατά των παιδιών), στην περίπτωση της σεξουαλικής κακοποίησης των παιδιών οι ιστορικές κοινωνίες (ίσως με την εξαίρεση της Αιγύπτου και της Περσίας στους πρώτους αιώνες μ.Χ.), πάντα έθεταν νομικές, θρησκευτικές και ηθικές απαγορεύσεις σε σεξουαλικές πρακτικές εμπλοκής παιδιών με ενήλικα άτομα. Κι αυτό, παρότι η ηλικία ένταξης ενός παιδιού στην κοινότητα των ενεργών σεξουαλικά ατόμων διέφερε: πριν όμως από αυτό το εκάστοτε καθοριζόμενο όριο, η εμπλοκή ενός μικρού παιδιού σε πρακτικές ικανοποίησης των σεξουαλικών επιθυμιών ενηλίκων περιβαλλόταν με απαξία. Και όπως ακριβώς είναι γνωστές οι απαγορεύσεις αυτές ανά τους αιώνες, έτσι είναι γνωστές και οι περιστάσεις παραβίασης των απαγορεύσεων αυτών. Η σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών δεν φαίνεται να αλλάζει καν συχνότητα ανά τους αιώνες ή τις διάφορες κοινωνίες. Η αίσθηση που δημιουργείται τις τελευταίες δεκαετίες πως «γεμίσαμε παιδόφιλους» δημιουργείται μάλλον επειδή πλέον ολοένα και περισσότερο θύματα βρίσκουν το κουράγιο να μιλήσουν και να καταγγείλουν, ενώ σε πιο παραδοσιακές κοινωνίες έπαιρναν το ένοχο μυστικό στον τάφο τους.

 

Η σεξουαλική κακοποίηση μικρών σε ηλικία παιδιών είναι και το πρωτοτυπικό παράδειγμα του φαινομένου. Σε αυτές τις περιστάσεις, ψυχολογικά, η σεξουαλική κακοποίηση παιδιών έχει χαρακτήρα αιμομιξίας, άσχετα αν το ενδιαφέρον του παιδόφιλου έχει μετατοπιστεί και στα παιδιά άλλων. Σε αυτές τις περιπτώσεις –που είναι μάλλον η πλειονότητα των περιστατικών– δράστης είναι ένας γονέας, φροντιστής ή άλλο άτομο από τον στενό «κύκλο εμπιστοσύνης» του παιδιού. Εκείνο δε που έλκει τον/τη δράστη/δράστρια σε αυτές τις περιπτώσεις είναι η αφυλία, η παιδικότητα, εξ ου και τα θύματα είναι σχεδόν εξίσου αγόρια ή κορίτσια, ενώ οι δράστες είναι επίσης άνδρες ή γυναίκες ενήλικες ή παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας (π.χ. έφηβοι).

 Ωστόσο η σεξουαλική κακοποίηση εμπεριέχει και άλλα τελείως διαφορετικά φαινόμενα όπως, για παράδειγμα, τη θυματοποίηση στην εφηβεία. Σε εκείνες τις περιπτώσεις συχνότερα θύματα είναι κορίτσια, δράστες άντρες και τα περιστατικά συμβαίνουν περισσότερο στην κοινότητα και λιγότερο ενδοοικογενειακά. Οι όλοι χαρακτήρες σε αυτή την υποκατηγορία περιστατικών μοιάζουν με τη σεξουαλική βία μεταξύ ενηλίκων (δηλαδή από την επικράτηση ή μη ανδροκρατικών και βίαιων στερεοτύπων για τους ρόλους των φύλων), ενώ η μικρή ηλικία των θυμάτων επιτείνει το αίσθημα της κυριαρχίας στους δράστες.

Μια άλλη κατηγορία περιστατικών αφορά τα λεγόμενα «πολυθυματοποιημένα» παιδιά: είναι παιδιά που μεγαλώνουν σε δυσλειτουργικά οικογενειακά πλαίσια, συχνά στον κοινωνικό αποκλεισμό και την περιθωριοποίηση, και στη διαδρομή της παιδικής τους ηλικίας θα υποστούν επανειλημμένες και διαφορετικές θυματοποιήσεις (σωματική βία, παραμέληση κ.ο.κ. και σεξουαλική). Αυτά τα παιδιά (π.χ. παιδιά που μεγαλώνουν σε ιδρύματα, παιδιά «του δρόμου») κάποια στιγμή θα εκτεθούν και στη σεξουαλική βία και εκμετάλλευση.

Τέλος, υπάρχει και το κομμάτι της διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης των παιδιών, που αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο ιστορικό πλαίσιο της τρέχουσας πανδημίας και των μέτρων περιορισμού που έχουν επιβληθεί σε μεγάλο μέρος του πλανήτη, καθώς η διαδικτυακή δραστηριότητα των παιδιών έχει αυξηθεί εκθετικά και αναλόγως φαίνεται να αυξάνονται και τα περιστατικά διαδικτυακής σεξουαλικής θυματοποίησής τους. Στις περιπτώσεις αυτές, ψυχολογικά, το ερμηνευτικό κλειδί είναι η διαστροφική ανάγκη των δραστών για έλεγχο του σεξουαλικού τους αντικειμένου: οι δράστες αυτοί δεν θυματοποιούν καθαυτό ένα παιδί αλλά ένα βίντεο ή μια φωτογραφία που αναπαριστά ένα παιδί. Το πρόβλημα είναι, ωστόσο, ότι για να παραχθεί το μέσο σεξουαλικής ικανοποίησης των δραστών (οι οποίοι είναι συχνά καλοβαλμένοι και ενταγμένοι κοινωνικά εύποροι κάτοικοι του αναπτυγμένου κόσμου) κάποια πραγματικά παιδιά θυματοποιήθηκαν, συνηθέστερα στις πιο φτωχές χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου.

Η αίσθηση που δημιουργείται πως «γεμίσαμε παιδόφιλους» δημιουργείται μάλλον επειδή ολοένα και περισσότερο θύματα βρίσκουν το κουράγιο να μιλήσουν και να καταγγείλουν

Η έκταση του φαινομένου είναι μεγαλύτερη από όσο πιστεύεται. Το Συμβούλιο της Ευρώπης υπολογίζει ότι ένα στα πέντε παιδιά θα υποστούν κάποιας μορφής σεξουαλική θυματοποίηση στην παιδική τους ηλικία. Το Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού για την Ελλάδα υπολογίζει πως ένα στα είκοσι παιδιά θα έχουν μια τουλάχιστον εμπειρία σεξουαλικής κακοποίησης με σωματική επαφή και ένα στα τριάντα παιδιά θα έχουν μια εμπειρία βιασμού ή απόπειρας βιασμού μέχρι την ενηλικίωση.

Η αντιμετώπιση του φαινομένου είναι δύσκολη, καθώς τα περισσότερα περιστατικά ούτε αφήνουν σωματικά-ιατροδικαστικά ίχνη ούτε υπάρχουν μάρτυρες — οπότε το μόνο πειστήριο είναι η μαρτυρία των παιδιών-θυμάτων. Υπάρχουν σήμερα κοινωνικές τεχνολογίες και μέτρα που αποδεδειγμένα έχουν συμβάλει στην πρόληψη και αντιμετώπιση του φαινομένου. Στη χώρα μας ωστόσο τα περισσότερα από αυτά δεν έχουν εφαρμοστεί, ακόμα κι αν μερικά εξ αυτών έχουν ψηφιστεί με νόμο (όπως π.χ. η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, το screening των επαγγελματιών που έρχονται σε καθημερινή επαφή με παιδιά κ.λπ.).

 O Γιώργος Νικολαΐδης Ψυχίατρος, Διευθυντής Ψυχικής Υγείας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού, πρόεδρος Επιτροπής Lanzarote

ΠΗΓΗ   https://prin.gr/2021/02

Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2021

Λαϊκά Μέτωπα και ταξικές συνεργασίες

 

Γράφει ο Νικηφόρος Κόρακας

«Σήμερα η κατάσταση δεν είναι αυτή που ήταν το 1914… Στην παρούσα φάση, ακόμα κι ένας αριθμός καπιταλιστικών κρατών ενδιαφέρονται να διατηρήσουν την ειρήνη. Έτσι υπάρχει η δυνατότητα για τη δημιουργία ενός πλατιού μετώπου…», αποφαινόταν η Ε.Ε. της Κομιντέρν τον Απρίλη του 1936. Η λογική της ταξικής συνεργασίας.  Ήταν τελικά μια γραμμή που πρόσφερε στην αστική τάξη το σχοινί για να κρεμάσει τόσο το κίνημα, όσο και την Αριστερά, όχι μόνο στη Γαλλία, αλλά και αλλού τα επόμενα χρόνια.

Τα αδιέξοδα του καπιταλισμού φλερτάρουν με τον φασισμό στις 6 Φεβρουαρίου 1934 στη Γαλλία 100.000 ανταποκρίνονται στο φασιστικό κάλεσμα και προσπαθούν να καταλάβουν το κοινοβούλιο. Το πραξικόπημα απέτυχε. Στις 9 Φλεβάρη το Κομμουνιστικό και το Σοσιαλιστικό κόμμα καλούν  σε αντιφασιστικές διαδηλώσεις και σε γενική απεργία. Τεσσεράμισι εκ. εργάτες νέκρωσαν τη χώρα. Τον Ιούλιο του 1934, ΣΚ και ΚΚ συνεργάζονται  και τον Οκτώβρη ο Μορίς Τορέζ, Γ.Γ.του ΚΚ, πρότεινε συμμαχία  συγκροτώντας έτσι το Λαϊκό Μέτωπο .

Οι Γάλλοι καπιταλιστές  με σκοπό την εξαφάνιση της εργατικής τάξης μπροστά στο κίνδυνο γενικευμένης σύρραξης αξιοποιούν και μάλιστα δίνοντας του και αριστερό όνομα ένα πολυεργαλείο παντός καιρού αυτό του «ενιαίου μετώπου»  με έναν βασικό όρο την αποποίηση της Σοσιαλιστικής Επανάστασης (7ο Συνέδριο Κομιντέρν  1935).ι Γάλλοι καπιταλιστές  με σκοπό την εξαφάνιση της εργατικής τάξης μπροστά στο κίνδυνο γενικευμένης σύρραξης αξιοποιούν και μάλιστα δίνοντας του και αριστερό όνομα ένα πολυεργαλείο παντός καιρού αυτό του «ενιαίου μετώπου»  με έναν βασικό όρο την αποποίηση της Σοσιαλιστικής Επανάστασης (7ο Συνέδριο Κομιντέρν  1935).

Στις εκλογές στις 3 Μάη του 1936 το ΛΜ σάρωσε με 57% και σχημάτισε «Αριστερή κυβέρνηση» αλλά επικράτησαν οι ρεφορμιστές.

Ήδη από τον Ιουλίου άρχισαν να ποινικοποιούνται οι απεργίες ο γ.γ. του ΚΚΓ Μορίς Τορέζ δήλωνε: «δεν μπαίνει θέμα για την εργατική τάξη και το Κόμμα να διεκδικήσει την εξουσία… Πρέπει να γνωρίζουμε πώς να κλείνουμε μία απεργία ακόμα κι αν δεν έχουν ικανοποιηθεί όλα τα αιτήματα».

 Στα τέλη του 1936 πρότεινε να  αντικατασταθεί το Λαϊκό Μέτωπο από ένα «Γαλλικό Μέτωπο», με τη συμμετοχή της Δεξιάς.

Στις 22 Ιούνη του 1937 η κυβέρνηση Λαϊκού Μετώπου παραιτήθηκε.

Στις 30 Νοέμβρη του 1938, η CGT κάλεσε σε Γενική Απεργία που κατέληξε σε αποτυχία και σε σκληρή καταστολή από τον παλιό «αντιφασίστα σύμμαχο» Νταλαντιέ, που το Σεπτέμβρη του 1939 κήρυξε παράνομο και το ΚΚ.

Η γαλλική Βουλή τελικά το 1940 ψήφισε την… κατάργηση της Δημοκρατίας κι επέβαλε το καθεστώς του Πετέν, που συνεργάστηκε με τους Ναζί.

Σήμερα παρόμοιες λογικές διέπουν και σήμερα  τμήματα της Αριστεράς .Η λογική των ΛΜ έδειξε το  αδιέξοδο αυτής της στρατηγικής: σε περιόδους κρίσης  και έντονων καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων η Αριστερά με την υποχώρηση της δεν κερδίζει τίποτε απολύτως. Ακόμα κι αν επιλέξει την ταξική συνεργασία, οι αστοί καπιταλιστές θα την εξευτελίσουν .Αν  «πάμε μέχρι τέλους»  μπορεί και να νικήσουμε

Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2021

Ισότιμη εκπαίδευση για ελληνόπουλα και προσφυγόπουλα

 



Ντίνα Ρέππα, Στέλλα Τραγά, Σοφία Χατζοπούλου

https://prin.gr/2017/09

 «Ζούμε σε χρόνια μεγάλων πολιτικών και γεωστρατηγικών ανακατατάξεων με συνέπεια να βιώνουμε την μεγαλύτερη μετακίνηση πληθυσμών από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο… Σ’ αυτό το επισφαλές σκηνικό ο πρόσφυγας γίνεται παντού ο “ξένος”, η “απειλή”, ο “ανεπιθύμητος”… Ξενοφοβία, φόβος και συλλογικό άγχος οδηγούν σε απάνθρωπες συμπεριφορές σε όλα τα επίπεδα… Ο φόβος όμως είναι ο χειρότερος εχθρός μας… αυτός που ανέχεται οικογένειες να παγώνουν σε «κρατικά επιδοτούμενες» σκηνές που βουλιάζουν στις λάσπες, αυτός που δαιμονοποιεί ό,τι πιο αθώο υπάρχει στον κόσμο, τα παιδιά, εκείνος που εισβάλλει σε σχολεία για να εμποδίσει τη μόρφωσή τους στερώντας τους ό,τι μέλλον μπορεί να έχουν… Ο χρόνος όμως τελειώνει και η αλήθεια μας περιμένει στην γωνία πιο επιτακτική από ποτέ. Ας μιλήσουμε λοιπόν γι’ αυτά τα ψέματα που τρέφουν τον φόβο πριν να είναι αργά…».

Με αυτή τη εισαγωγή ξεκινά η μπροσούρα που εξέδωσε ο Συντονισμός για το Προσφυγικό/Μεταναστευτικό, εργατικών σωματείων, φοιτητικών συλλόγων και συλλογικοτήτων και η ομάδα εκπαιδευτικών του, επιδιώκοντας να συμβάλλει στη μάχη του εργατικού/εκπαιδευτικού και αντιρατσιστικού/αντιφασιστικού κινήματος για τη ένταξη των προσφυγόπουλων στα πρωινά δημόσια σχολεία.

«Δεν με αφορά το αν θα πάνε τα προσφυγόπουλα στο πρωινό ή στο απογευματινό σχολείο» (ΨΕΜΑ), «Οι πρόσφυγες δεν θέλουν να μείνουν στη χώρα μας, άρα δεν χρειάζεται να μάθουν ελληνικά και να φοιτήσουν στο ελληνικό σχολείο» (ΨΕΜΑ), «Η εκπαίδευση έχει ήδη πολλά προβλήματα (π.χ. πολυπληθή τμήματα) και η ένταξη των προσφυγόπουλων στο πρωινό πρόγραμμα θα μειώσει ακόμα περισσότερο την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης» (ΨΕΜΑ). Αυτές είναι, ενδεικτικά, ορισμένες από τις ερωτήσεις που παρουσιάζονται και απαντούνται στην μπροσούρα αυτή!

Η ανάγκη απαντήσεων στα κρίσιμα αυτά ερωτήματα είναι φανερή. Τα σχολεία ανοίγουν σε λίγες ημέρες και για μια ακόμα χρονιά, η πόρτα θα παραμείνει ορμητικά κλειστή για τα χιλιάδες προσφυγόπουλα και μεταναστόπουλα. Η πολιτική του αποκλεισμού τους από την πρωινή δημόσια εκπαίδευση αποτελεί την επίσημη κυβερνητική γραμμή που είναι ρατσιστική και ξενοφοβική, βαθιά οπισθοδρομική και συντηρητική. Οι συνθήκες ιδιότυπου εγκλεισμού και απομόνωσης που κυριαρχούν στα στρατόπεδα επιτείνουν τα εμπόδια που το κράτος ορθώνει. Την ίδια στιγμή, η λειτουργία των απογευματινών τμημάτων (ΔΥΕΠ) μακριά από τα υπόλοιπα παιδιά, οδηγεί στη στοχοποίηση τους, ενισχύει τις οργανωμένες επιθέσεις της Χρυσής Αυγής και τροφοδοτεί τον κοινωνικό ρατσισμό.

Το εργατικό/εκπαιδευτικό και αντιρατσιστικό/αντιφασιστικό κίνημα όχι μόνο απάντησε με αποφασιστικότητα σ’ αυτές τις επιθέσεις αλλά θέτει βασικό αίτημά για την επόμενη περίοδο την απρόσκοπτη πρόσβαση όλων των προσφυγόπουλων στην πρωινή δημόσια εκπαίδευση μαζί με όλα τα παιδιά.

Η μπροσούρα αυτή δημιουργήθηκε για να απαντήσει σε απορίες, να καταρρίψει προκαταλήψεις και να αποκαταστήσει την αλήθεια σχετικά με την ένταξη των προσφύγων και μεταναστών στην δημόσια παιδεία.

Πρόκειται για 17 ερωτήματα που αφορούν τα νόμιμα δικαιώματα του πρόσφυγα και μετανάστη, την ένταξη και προσαρμογή του στο σχολικό περιβάλλον, την κρατική πολιτική της εκπαίδευσης (ΔΥΕΠ και camps), τις πολιτικές και κοινωνικές προεκτάσεις του αποκλεισμού και τις επιπτώσεις αυτού πάνω στην ψυχική υγεία των προσφυγόπουλων και μεταναστόπουλων.

Από την πρώτη ερώτηση σχετικά με την διεθνή νομοθεσία, γίνεται σαφές ότι σύμφωνα με τη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού αλλά και τον Κώδικα Μετανάστευσης και Κοινωνικής Ένταξης, «κάθε παιδί που βρίσκεται στη χώρα έχει δικαίωμα στην εκπαίδευση» και «τα παιδιά πρέπει να εγγραφούν στα πρωινά τμήματα των σχολείων μαζί με όλα τα παιδιά».

Αν πάλι κάποιος αναρωτιέται γιατί τον αφορά η ένταξη των παιδιών στα πρωινά σχολεία, η απάντηση βρίσκεται στη δεύτερη ερώτηση: «Κάθε αποκλεισμός ευπαθούς ομάδας από τη δωρεάν πρόσβαση στα κοινωνικά αγαθά προετοιμάζει τον αποκλεισμό όλων των εργαζομένων και ανέργων από αυτά», κάτι που ήδη το αισθανόμαστε στο χώρο της παιδείας με τη διογκούμενη παραπαιδεία, την υποχρηματοδότηση των δομών ενισχυτικής εκπαίδευσης, τη σχολική διαρροή.

Από πολλούς, επίσης, καλλιεργείται κι εκφράζεται η άποψη ότι οι πρόσφυγες δεν θέλουν να μείνουν στη χώρα μας, άρα δεν χρειάζεται να μάθουν τη γλώσσα και να πάνε στο ελληνικό σχολείο. Σε αυτό το σημείο, πρέπει να τονίσουμε ότι το σχολείο δεν είναι απλώς τόπος μάθησης, αλλά και κοινωνικοποίησης του παιδιού. Επίσης, το σχολείο αποτελεί ένα στοιχείο κανονικότητας στη ζωή αυτών των ανθρώπων που περνούν την ευαίσθητη παιδική ηλικία τους μέσα σε στρατόπεδα, έχοντας ήδη βιώσει πολέμους και θάνατο. Ταυτόχρονα, πρέπει να υπολογίσουμε το γεγονός πως πολλοί από τους ανθρώπους που είχαν προορισμό τους τις χώρες της κεντρικής Ευρώπης έχουν εγκλωβιστεί στην Ελλάδα μετά την απεχθή συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας.

Ένα άλλο πρόβλημα που προβάλλεται από πολλούς, αρκετές φορές σκόπιμα, είναι το θέμα της δημόσιας υγείας και συγκεκριμένα αν τα παιδιά αυτά είναι εμβολιασμένα για να μπορούν να πάνε σχολείο. Η απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα είναι εκτενής και εμπεριστατωμένη. Οι πρόσφυγες κι οι μετανάστες εμβολιάζονται συστηματικά, με βάση τα στοιχεία του ΚΕΕΛΠΝΟ και δεν υπάρχει καμία απειλή για τη δημόσια υγεία. Σε αντίθεση με πολλά παιδιά από την Ελλάδα, των οποίων οι γονείς το τελευταίο διάστημα επιλέγουν να μην τα εμβολιάζουν, ακολουθώντας αντιεπιστημονικές κι ανορθολογικές απόψεις.

Άλλο ένα πρόβλημα που προβάλλουν πολλοί για την αποφυγή ένταξης των προσφυγόπουλων στα σχολεία είναι ότι αυτά έχουν ήδη πολλά προβλήματα και η ένταξή τους θα μειώσει ακόμη περισσότερο την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Καταρχήν, πρέπει να τονίσουμε ότι δεν φταίνε αυτά τα παιδιά για τα υπάρχοντα προβλήματα στην εκπαίδευση, τα οποία είναι καθαρά αποτέλεσμα της εκπαιδευτικής πολιτικής. Δεύτερον, θα μπορούσε η ένταξη των προσφύγων και μεταναστών να λειτουργήσει θετικά όσον αφορά στη συγκρότηση των αναγκαίων υποστηρικτικών δομών στην εκπαίδευση. Μέσα από την ενίσχυση αυτών των δομών θα μπορέσει να εξελιχθεί γρήγορα και η γλωσσική τους ικανότητα που από πολλους προβάλλεται ως τροχοπέδη για την ένταξη των παιδιών των προσφύγων στα πρωινά σχολεία. Έχει αποδειχτεί, άλλωστε, ότι η γλώσσα εξελίσσεται γρηγορότερα μέσα από την αλληλεπίδραση με τον ντόπιο πληθυσμό απ’ ότι στην απομόνωση του στρατοπέδου ή των απογευματινών μαθημάτων. Επίσης, η ένταξή τους θα γίνει πιο φυσικά κι ομαλά μέσα από την καθημερινή επαφή με όλα τα παιδιά που κι αυτά με τη σειρά τους θα τους δουν ως ένα μέρος της σχολικής κοινότητας και κατ’ επέκταση της κοινωνίας.

Ένα άλλο στοιχείο που φοβίζει είναι οι πολιτισμικές διαφορές και πώς αυτές θα επηρεάσουν την ήρεμη κι απρόσκοπτη λειτουργία του σχολείου. Αυτό που δεν γνωρίζουν φυσικά όσοι αναρωτιούνται κάτι τέτοιο είναι ότι το σχολείο είναι εδώ και δεκαετίες μια πολυπολιτισμική ομάδα (εσωτερική μετανάστευση, μειονότητες, ταξικές ανισότητες) και ποτέ αυτό δεν εμπόδισε τη λειτουργία του. Ίσα ίσα που μπόλιασε το εκπαιδευτικό περιβάλλον, ενίσχυσε την κοινωνική νοημοσύνη των παιδιών και διεύρυνε τους ορίζοντές τους.

Άρα καταλαβαίνουμε ότι είναι ψέμα η άποψη που αποτυπώνεται στο όγδοο ερώτημα, το ότι δηλαδή τα ελληνόπουλα δεν έχουν να κερδίσουν τίποτα από τη συνύπαρξή τους με τα προσφυγόπουλα και τα μεταναστόπουλα. Όχι μόνο το σχολείο αλλά όλη η κοινωνία έχει να κερδίσει πολλά μέσα από την ειρηνική συνύπαρξη και τη συνεργασία των λαών.

Αντιθέτως, ο αποκλεισμός μόνο παθογένειες μπορεί να προκαλέσει και στον ντόπιο και στον αλλοδαπό πληθυσμό εντείνοντας τα φαινόμενα ξενοφοβίας, ρατσισμού, κατάθλιψης και βίας. Πρέπει να καταλάβουμε ότι τα προβλήματα μας είναι κοινά και δεν προκαλούνται από τον εύκολο στόχο, τον ξένο, όπως προσπαθούν να μας πείσουν. Αν αποδεχτούμε ότι τα κοινωνικά αγαθά, της παιδείας, της υγείας κτλ. δεν πρέπει να παρέχονται σε όλους, τότε προετοιμάζουμε τον δρόμο για τον αποκλεισμό κι άλλων ευπαθών ομάδων από αυτά. Η υπεράσπιση αυτών των αγαθών για τους πρόσφυγες είναι μια μεγάλη συνεισφορά στην ευρύτερη υπεράσπισή τους για όλα τα λαικά στρώματα, των εργατών, των ανέργων, των κοινωνικά αποκλεισμένων, για όλους όσους το σύστημα θεωρεί βάρος.

Η μπροσούρα συνεχίζει με δύο ερωτήματα σχετικά με την πολιτική του υπουργείου Παιδείας και τη λειτουργία των δομών. Είναι σαφές ότι ο στόχος που κράτους μέσα από αυτές τις δομές δεν είναι να εντάξει σταδιακά όλα τα προσφυγόπουλα στα πρωινά σχολεία όπως ισχυρίζεται. Πρώτον, ένα πολύ μικρό ποσοστό παιδιών (περίπου 7%) συμμετείχαν στις ΔΥΕΠ, οι οποίες φτιάχτηκαν καθυστερημένα και πρόχειρα με το κράτος να προτείνει την παράταση της φοίτησής τους εκεί, αν δεν έχουν φτάσει το επίπεδο της γλωσσικής ικανότητας που θα τα κάνει αποδεκτά στα πρωινά σχολεία. Παρά τις προσπάθειες των εκπαιδευτικών οι οποίοι δουλεύουν εκεί χωρίς καμία ουσιαστική βοήθεια από το υπουργείο, αλλά και δεδομένης της προχειρότητας της λειτουργίας των ΔΥΕΠ και του περιβάλλοντος αποκλεισμού, καταλαβαίνουμε ότι τα παιδιά αυτά εγκλωβίζονται στις δομές, αποθαρρύνονται και περιθωριοποιούνται.

Παρ’ όλα αυτά, οι γονείς αγωνίζονται για να εντάξουν τα παιδιά τους στην εκπαίδευση, όπως έχει φανεί  από την προσπάθεια του Συντονισμού για το Προσφυγικό και Μεταναστευτικό (ΣΥΠΡΟΜΕ), που με τα εκπαιδευτικά σωματεία και τους γονείς των προσφυγόπουλων έδωσαν μάχη στα σχολεία και στις διευθύνσεις σπουδών, ζητώντας το αυτονόητο δικαίωμά τους να φοιτήσουν στο πρωινό σχολείο, ερχόμενοι πολλές φορές αντιμέτωποι με την συντονισμένη προσπάθεια του κράτους και των υπηρεσιών του να τα κρατήσει εκτός εκπαίδευσης.

Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η  προσπάθεια αυτή του κράτους δεν είναι αποτέλεσμα της οικονομικής αδυναμίας του να στηρίξει τις κοινωνικές δομές όπως πιστεύεται από πολλούς. Είναι συνειδητή πολιτική επιλογή του νεο-φιλελευθερου κράτους να αποδεσμευτεί από τις υποχρεώσεις του απέναντι στους πολίτες και να προχωρήσει σε ιδιωτικοποιήσεις και εργολαβίες (ΜΚΟ) στην πορεία της τελικής απορρύθμισης.

Τελικά, το ζητούμενο του εντύπου αυτού είναι να καταρρίψουμε την καταστροφική άποψη ότι οι δυσκολίες και τα εμπόδια είναι ανυπέρβλητα κι ότι δεν μπορεί να γίνει τίποτα. Ιστορικά έχει αποδειχτεί ότι όπου υπήρχε θέληση υπήρχε και τρόπος, και τώρα είναι απολύτως απαραίτητο να σταθούμε άξιοι των περιστάσεων, μπροστά στις νέες συνθήκες και προκλήσεις των καιρών για μια κοινωνία βιώσιμη, για μια κοινωνία ανθρώπινη.

Η κυβέρνηση στρώνει τον δρόμο σε Χρυσή Αυγή και ταξικό σχολείο

Η ένταξη των παιδιών στην κοινωνία του σχολείου θα ήταν το πρώτο βήμα για την ένταξη στην κοινωνία του συνόλου των προσφύγων. Η έξοδος των παιδιών από το στρατόπεδο-γκέτο προς το σχολείο θα ήταν το πρώτο βήμα για την έξοδο των οικογενειών τους στην κοινωνία-πολιτεία.

Αντίθετα, το υπουργείο Παιδείας ακολούθησε τη βαθειά ρατσιστική πολιτική της κυβέρνησης και ίδρυσε μια καινούργια εκπαιδευτική δομή, παράλληλη με το δημόσιο σχολείο, αλλά στην ουσία έξω από αυτό. Η διαφημιστική καμπάνια του ήταν αποκαλυπτική καθώς η εικόνα δείχνει τα προσφυγόπουλα να έρχονται όταν τα ελληνόπουλα φεύγουν και αυτή είναι η μοναδική στιγμή που βρίσκονται μαζί.

Η καθυστέρηση, η κακή οργάνωση αλλά και αυτή καθ’ αυτή η συγκρότηση των δομών ήταν τόσο μεγάλη που στην πραγματικότητα έδωσε το χρόνο και λείανε το έδαφος ώστε κάθε ρατσιστική και ξενοφοβική φωνή να βγει στην επιφάνεια και με την καθοδήγηση της Χρυσής Αυγής, να απαιτήσει να μην μπουν τα προσφυγόπουλα έστω και σε αυτό το σχολείο. Οι μαχόμενοι εκπαιδευτικοί που μπήκαν μπροστά και διεκδίκησαν το δικαίωμα των παιδιών να μπουν στο ελληνικό σχολείο, το έκαναν όχι γιατί συμφωνούσαν με τη μορφή της Δομής, αλλά γιατί υπεράσπισαν το δικαίωμα των παιδιών να βρίσκονται μέσα στο σχολείο.

Οι παράγοντες του υπουργείου εξάντλησαν το παιδαγωγικό τους έργο με φωτογραφίες και χαμόγελα όσο τα φώτα της δημοσιότητας ήταν αναμμένα ενώ αποσύρθηκαν όταν αυτά έσβησαν. Δάσκαλοι με ασαφείς εργασιακές σχέσεις, χέρι-χέρι με εθελοντές των ΜΚΟ γεμάτοι ευρωενωσιακά σήματα, έκαναν παρέλαση στις αυλές των σχολείων. Μετά από αυτό, οργανώθηκαν από τις Διευθύνσεις Εκπαίδευσης αντιρατσιστικές εκδηλώσεις που συμμετείχαν δυο ομάδες παιδιών -ελληνόπουλα-προσφυγόπουλα. Στην πραγματικότητα, ποτέ δεν έγιναν μια ομάδα όπως θα έπρεπε να είναι ο στόχος, παρουσιάζοντας την ομάδα των προσφυγόπουλων περισσότερο ως θέαμα φολκλόρ χωρίς ουσιαστικά δικαιώματα.

Οι ΔΥΕΠ που λειτούργησαν ξεκομμένα από το υπόλοιπο σχολείο και σε διαφορετική ώρα είχαν ως αποτέλεσμα να μην καταφέρουν τα παιδιά που τις παρακολουθούσαν να ενταχθούν στο σχολικό περιβάλλον. Διαφορετική ώρα και διαφορετικό πρόγραμμα ήταν τα προβλεπόμενα ενώ τις περισσότερες φορές δεν συναντιόντουσαν ούτε την ώρα του διαλείμματος με τα παιδιά που παρακολουθούσαν το ολοήμερο πρόγραμμα.

Στην περίπτωση των παιδιών προσχολικής ηλικίας έχουμε ένα ιδιότυπο καθεστώς που αποτελεί διάκριση στη διάκριση. Τα παιδιά 4-6 ετών φοιτούν σε ΔΥΕΠ μέσα στα στρατόπεδα. Οι συγκεκριμένες ΔΥΕΠ για την περσινή χρονιά δεν λειτούργησαν ποτέ. Αντίθετα, κάποια παιδιά με πρωτοβουλία των γονιών τους βγήκαν από τα στρατόπεδα και  παρακολούθησαν κανονικά νηπιαγωγεία. Το γεγονός ότι το υπουργείο δεν δίνει τη δυνατότητα στα παιδιά  ηλικίας νηπιαγωγείου -που είναι η ομάδα που μπορούν να ενταχθούν πολύ πιο εύκολα, λόγω και της μη λεκτικής μορφής  επικοινωνίας, στην εκπαιδευτική διαδικασία και να συνεχίσουν με μεγαλύτερη ευκολία στις επόμενες βαθμίδες- δείχνει ότι η πρόθεση του δεν είναι να εντάξει στην κοινωνία τους πρόσφυγες, αλλά να τους κρατήσει στο περιθώριο.

Οι ΔΥΕΠ λοιπόν δημιουργούν ένα περίεργο καθεστώς που δεν εξυπηρετεί τα μορφωτικά δικαιώματα των μαθητών, κυρίως εκείνο της ένταξης μέσω της συνεκπαίδευσης που δεν κατορθώνεται παρά μόνο δίπλα-δίπλα στο ίδιο θρανίο μέσα στο Δημόσιο σχολείο, το οποίο δεν υπηρετεί μόνο το γνωστικό κομμάτι, αλλά κι εκείνο της κοινωνικοποίησης και της φροντίδας. Η εκπαίδευση αυτής της μορφής βοηθά την πολιτεία που θέλει τους πρόσφυγες αποκομμένους μέσα στα στρατόπεδα κάτω από άθλιες συνθήκες διαβίωσης γεγονός που από τη μια αυξάνει την ξενοφοβία και την ισλαμοφοβία της κοινωνίας από την άλλη ενδέχεται ,δικαίως, να οπλίσει το χέρι του ανθρώπου που ζει μέσα σε ασφυκτικές συνθήκες.

Παρ’ όλες τις διαβεβαιώσεις της πολιτείας ότι η περσινή χρονιά ήταν προπαρασκευαστική και φέτος 2017-2018 οι μαθητές πρόσφυγες θα παρακολουθήσουν τα προγράμματα των σχολείων κανονικά, με ό,τι αυτό συνεπάγεται (ορθή κατανομή, μεταφορά από τα στρατόπεδα προς τα σχολεία, υποστηρικτικές Δομές και μαζικούς διορισμούς εκπαιδευτικών), όχι μόνο δεν έχει προετοιμάσει τίποτα από αυτά αλλά έχει εκχωρήσει και μέρος των αρμοδιοτήτων του σε άλλους φορείς (ΟΑΕΔ, ΜΚΟ).

Αν όλοι μας, εκπαιδευτικοί και κοινωνία, επιτρέψουμε σήμερα στο υπουργείο να φτιάχνει σχολεία για πρόσφυγες, στο μέλλον θα υπάρξουν σχολεία για διάφορες κοινωνικές ομάδες.

Γι’ αυτό, το εκπαιδευτικό κίνημα και ο Συντονισμός απαιτεί αταλάντευτα, εγγραφή όλων των παιδιών προσφύγων και μεταναστών στο δημόσιο σύστημα εκπαίδευσης, καθώς και των κάτω των 4 ετών στους παιδικούς και βρεφονηπιακούς σταθμούς χωρίς προϋποθέσεις, με πρόβλεψη για τη δωρεάν μεταφορά τους στα σχολεία και την ίδρυση ολιγομελών τάξεων υποδοχής και τμημάτων ένταξης παντού.

https://prin.gr/2017/09


Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2021

Ινδία: η απεργία των 250 εκατομμυρίων και ο μονοψωνιακός καπιταλισμός

 

Το βιβλίο αυτό επιχειρεί να επιστρέψει στα ουσιώδη. Ο καπιταλισμός δημιουργεί δύο αντίπαλες δυνάμεις: τις δυνάμεις της εργασίας και τα συμφέροντα των καπιταλιστών. Στην πιο πρόσφατη φάση, στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, η σύγκρουση αυτή έχει φτάσει σε σημείο παροξυσμού, αναδεικνύοντας τα επίδικα με ιδιαίτερη σαφήνεια. Η ρήση του Μαρξ «εργάτες όλου του κόσμου ενωθείτε, δεν έχετε να χάσετε τίποτα πέρα από τις αλυσίδες σας» αποτελεί ταυτόχρονα «κάλεσμα στα όπλα», αλλά και αναγνώριση των κοινών οραμάτων που μας ενώνουν όλους μαζί. Στο βιβλίο αυτό υπογραμμίζω αυτή την καθολική εμπειρία του κεφαλαίου σε μια απόπειρα να επικεντρώσουμε εκ νέου την προσοχή μας στην κατανόηση του οικονομικού κόσμου.

Ο όρος «μονοψώνιο» αναφέρεται σε μια μορφή αγοράς με έναν αγοραστή και πολλούς παραγωγούς (ή προμηθευτές), όπου ο πρώτος μπορεί να ασκήσει πιέσεις στους δεύτερους αυξάνοντας την κερδοφορία του. Αυτός ο τύπος αγοράς είναι κεντρικός πυλώνας για τη συνεχιζόμενη ανθεκτικότητα του βιομηχανικού καπιταλισμού, μιας και η εντατικοποίηση των μονοψωνιακών δομών καθιστούν την οικοδόμηση συνδικαλιστικών ενώσεων «σισύφειο έργο».


Συνέντευξη στο Commune του Ασόκ Κουμάρ

Μετάφραση και επιμέλεια: Χρήστος Βαλλιάνος και Τάκης Ηλιόπουλος

Ο Ασόκ Κουμάρ είναι επίκουρος καθηγητής διεθνούς πολιτικής οικονομίας στο Birkbeck του Πανεπιστημίου του Λονδίνου. Η έρευνά του επικεντρώνεται σε θέματα που σχετίζονται με τον ρόλο των εργαζομένων στα διεθνή δίκτυα παραγωγής, τον οποίο αναλύει στο βιβλίο του Monopsony Capitalism: Power and Production in the Twilight of the Sweatshop Age (Μονοψωνιακός καπιταλισμός: εξουσία και παραγωγή στο λυκόφως της εποχής της εργασιακής γαλέρας) από το Cambridge University Press. Στην συνέντευξη που έδωσε στο Commune αναφέρεται στις πρόσφατες εξελίξεις στην Ινδία και στις βασικές ιδέες που αναπτύσσει στο βιβλίο του.

Ποιες ήταν οι μεταρρυθμίσεις της ινδικής κυβέρνησης ενάντια στις οποίες πραγματοποιήθηκε η κινητοποίηση που έγινε γνωστή διεθνώς ως «η απεργία των 250 εκατομμυρίων απεργών»;

Οι διαμαρτυρίες ξέσπασαν ως αντίδραση σε μια σειρά αγροτικών μεταρρυθμίσεων που πέρασαν εσπευσμένα από το Κοινοβούλιο τον Σεπτέμβριο με τη μορφή διαταγμάτων και χωρίς διαβούλευση. Πρόκειται για μορφή απορρύθμισης η οποία υλοποιεί δυο πράγματα: πρώτον καταργεί την ελάχιστη τιμολόγηση των αγροτικών εμπορευμάτων και δεύτερον ανοίγει την αγροτική παραγωγή σε μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις χαρτοφυλακίου. Οι περισσότεροι αγρότες πωλούν την παραγωγή τους σε μεγάλες, υπό δημόσιο έλεγχο, αγορές χονδρικής, οι οποίες τους προσφέρουν κάποιες εγγυημένες ελάχιστες τιμές. Οι παραπάνω μεταρρυθμίσεις καταργούν αυτές τις εγγυημένες τιμές και τις υποτάσσουν στις μεταπτώσεις της αγοράς.

Να σας δώσω ένα ενδεικτικό παράδειγμα: Υποθέστε ότι οι τομάτες, που η τιμή τους είχε οριστεί στα 10 πίσα (ΣτΜ: 100 πίσα ισοδυναμούν με μία ρουπία), τώρα κοστίζουν μόνο 5 πίσα. Ο παραγωγός τομάτας θα έχει πλέον στη διάθεσή του ένα μικρότερο εισόδημα για τις ανάγκες του, ο αγρός που παρήγαγε αυτές τις τομάτες θα έχει μικρότερη αξία, ο αγρότης θα βρίσκεται σε απελπιστική κατάσταση και τα μεγαλύτερα χρέη του θα τον εξωθούν να πωλήσει τη γη του. Όλα αυτά συμβάλλουν στη δημιουργία του ιδανικού περιβάλλοντος για την άνθηση στην Ινδία των μεγάλων αγροτο-επιχειρηματικών κοινοπραξιών. Η Ινδία είναι χώρα αγροτική, και η επιβίωση σχεδόν του 70% του πληθυσμού της εξαρτάται άμεσα ή έμμεσα από τη γεωργία. Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι ο αριθμός των αυτοκτονιών αγροτών έχει εκτιναχθεί εδώ και περισσότερο από τρεις δεκαετίες εξαιτίας της αναπόδραστης υπερχρέωσης στην οποία τους οδήγησαν οι μεταρρυθμίσεις της αγοράς από τη δεκαετία του ‘90 και μετά, σε σημείο ώστε η κυβέρνηση της Ινδίας να αρνείται από το 2015 να δημοσιοποιεί στοιχεία σχετικά με τις αυτοκτονίες αυτές. Εκτιμάται όμως ότι οι αυτοκτονίες αγροτών μόνο την περσινή χρονιά έφτασαν τις 40 χιλιάδες! Ωστόσο, το σημαντικό δεν είναι αυτό: Είναι πιθανό ότι αυτοί που θα πεθάνουν ως άμεση συνέπεια αυτών των μεταρρυθμίσεων θα είναι κατά πολλές χιλιάδες περισσότεροι.

Μιλήστε μας για τις μαζικές διαμαρτυρίες και κινητοποιήσεις

Οι διαμαρτυρίες κορυφώθηκαν σε μια απεργία 250 εκατομμυρίων εργατών σ’ ολόκληρη την Ινδία -περισσότεροι από τους μισούς εργάτες της χώρας- τη μεγαλύτερη στην ανθρώπινη ιστορία. Οι διαμαρτυρίες αναπτύχθηκαν σ’ όλη την έκταση της χώρας και τριακόσιες χιλιάδες απεργοί έφτασαν στα περίχωρα του Δελχί (κυρίως από το Παντζάμπ, τη Χαριάνα και τo δυτικό Ουτάρ Πραντές), μπλοκάροντας αυτοκινητόδρομους και κατασκηνώνοντας εκεί. Η διαμαρτυρία απλώθηκε από τα βορειοανατολικά στα νότια, αποκτώντας όλο και μεγαλύτερο βάθος, κι αυτό θεωρήθηκε ανησυχητικό από τον πρωθυπουργό Ναρέντρα Μόντι. Αφότου επιβλήθηκαν αυτές οι μεταρρυθμίσεις, υπήρξαν αρκετοί γύροι διαπραγματεύσεων μεταξύ αγροτικών οργανώσεων και της κυβέρνησης. Οι αγροτικές οργανώσεις είναι ξεκάθαρες και ενωμένες στα αιτήματά τους, στο ότι δεν θα συναινέσουν σε οτιδήποτε δεν περιλαμβάνει την πλήρη απόσυρση. Αγρότες που έφτασαν στο Δελχί με τα πόδια ήρθαν αντιμέτωποι με όλη την αυστηρότητα του κράτους της Ινδίας και της παραστρατιωτικής αστυνομίας - παρακάμπτοντας τα οδοφράγματα και τις ρίψεις δακρυγόνων με εντυπωσιακή αδιαφορία. H ελεγχόμενη από τo κόμμα Μπαρατίγια Τζανάτα (BJP) κυβέρνηση σφράγισε τα σύνορά της με φυσική παρουσία δυνάμεων -για πρώτη φορά από την ανεξαρτησία της Ινδίας-, προκειμένου να εμποδίσει τους αγρότες να βαδίσουν προς την πρωτεύουσα.

Έχετε γράψει ένα βιβλίο με τίτλο 
Μονοψωνιακός καπιταλισμός: Εξουσία και παραγωγή στο λυκόφως της εποχής της εργασιακής γαλέρας. Τι σημαίνει Μονοψωνιακός καπιταλισμός;

Ο όρος «μονοψώνιο» αναφέρεται σε μια μορφή αγοράς με έναν αγοραστή και πολλούς παραγωγούς (ή προμηθευτές), όπου ο πρώτος μπορεί να ασκήσει πιέσεις στους δεύτερους αυξάνοντας την κερδοφορία του. Αυτός ο τύπος αγοράς είναι κεντρικός πυλώνας για τη συνεχιζόμενη ανθεκτικότητα του βιομηχανικού καπιταλισμού, μιας και η εντατικοποίηση των μονοψωνιακών δομών καθιστά την οικοδόμηση συνδικαλιστικών ενώσεων σισύφειο έργο. Από τη μια, έχουμε τους αναλώσιμους εργαζόμενους στις επιχειρήσεις-παραγωγούς, που αντιμετωπίζουν τις πιέσεις και τις επιθέσεις των αφεντικών σε κάθε τους απόπειρα για οργάνωση σε συνδικάτο ή όταν κινητοποιούνται και απεργούν. Από την άλλη, ακόμα και αν σε αυτό το επίπεδο οι εργαζόμενοι κέρδιζαν κάποιες από τις μάχες που δίνουν, θα έρχονταν αντιμέτωποι με επιπλέον πιέσεις και επιθέσεις, αυτή τη φορά από τις επιχειρήσεις-αγοραστές -από τους μονοψωνητές της αγοράς- οι οποίοι θα απειλούσαν με παύση της συνεργασίας τους με τους προμηθευτές τους και μεταφορά της παραγωγής σε άλλη χώρα. Γι’ αυτόν τον λόγο η άνιση κατανομή δύναμης λόγω της μονοψωνιακής μορφής της αγοράς, γίνεται κεντρικής σημασίας.Οι τομείς ενδυμάτων και υποδημάτων βασίζονται σε αυτήν τη δυναμική για να εγγυηθούν την ισχύ και τα κέρδη για τους παγκόσμιους αγοραστές (τα εμπορικά σήματα και τους λιανοπωλητές), ακόμη και όταν οι προμηθευτές -τα ίδια τα εργοστάσια εξωτερικής ανάθεσης- έχουν χαμηλά περιθώρια κέρδους. Οι προμηθευτές, που δύσκολα μπορούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των αγοραστών όσον αφορά την τιμή του προϊόντος, κινδυνεύουν να χάσουν παραγγελίες - ή ακόμα και να κλείσουν εντελώς.Γιατί όμως αυτή η δυναμική ισχύει για τα ενδύματα και όχι για τους άλλους τομείς της οικονομίας; Φανταστείτε ότι είστε ένας καπιταλιστής στην Ινδονησία ή στην Ινδία. Μπορείτε να δημιουργήσετε ένα εργοστάσιο ενδυμάτων προσανατολισμένο στις εξαγωγές με 3.000 εργαζόμενους με όχι περισσότερο από 1 εκατομμύριο λίρες, ενώ ένα εργοστάσιο αυτοκινήτων θα απαιτούσε επενδύσεις τουλάχιστον 100 εκατομμύρια λίρες και ένα εργοστάσιο αεροπλάνων σχεδόν 1 δισεκατομμύριο λίρες. Τα ενδύματα και τα υποδήματα έχουν επομένως χαμηλό κόστος στην είσοδο των αναδυόμενων καπιταλιστών. Αυτό δημιουργεί μεγάλο αριθμό εργοστασίων. Φυσικά, αυτός ο αριθμός αυξάνεται με την απελευθέρωση του εμπορίου, καθώς περισσότεροι εγχώριοι καπιταλιστές εντάσσονται στην παγκόσμια αγορά.Σε μια αλυσίδα εφοδιασμού με υψηλό βαθμό μονοψωνίου, δεκάδες χιλιάδες προμηθευτές θα ανταγωνιστούν για να πουλήσουν τα προϊόντα τους σε έναν μικρό αριθμό αγοραστών - εξασφαλίζοντας υψηλά κέρδη για τους τελευταίους και χαμηλά κέρδη για τους πρώτους. Συνεπώς, ένας υψηλός βαθμός μονοψωνίου τροφοδοτείται από έναν τομέα χαμηλών επενδύσεων και χαμηλής τεχνολογίας - επιτρέποντας τη δημιουργία δεκάδων χιλιάδων εργοστασίων με σχετικά μικρό ποσό κεφαλαίου. Οι βιομηχανίες ενδυμάτων και υποδημάτων είναι ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα της παγκοσμιοποίησης και της εξάπλωσης των αλυσίδων εφοδιασμού εξωτερικού - και υποδηλώνουν την ένταση μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου υπό συνθήκες παγκοσμιοποίησης. Αυτές οι βιομηχανίες είναι κλάδοι «εκκίνησης» στη διαδικασία της οικονομικής ανάπτυξης μιας χώρας. Οι βασικοί τομείς προσφέρουν στοιχεία για την κατεύθυνση της καπιταλιστικής ανάπτυξης ανοίγοντας τον δρόμο -μερικές φορές κυριολεκτικά- για πιο προηγμένες βιομηχανίες. Σε αυτούς τους τομείς, υπάρχουν προϊόντα που είναι εφήμερα από τη φύση τους, ευαίσθητα στην εποχικότητα και τη μόδα, κι αυτά που δεν είναι, και επομένως υπόκεινται σε τυποποίηση και μηχανοποίηση.

Το βιβλίο σας ασχολείται με τις εργατικές ταραχές ευρύτερα στον παγκόσμιο Νότο, ωστόσο ένα μεγάλο μέρος του επικεντρώνεται στην Ινδία. Οι πρόσφατες εξελίξεις σχετίζονται με τις θέσεις που αναπτύσσει το βιβλίο σας;

Το βιβλίο μου σχετίζεται περισσότερο με τον βιομηχανικό καπιταλισμό. Ωστόσο, οι αγώνες των μικρών αγροτών και των εργατών συνδέονται αδιαχώριστα. Υπήρξε αυξημένο ενδιαφέρον σε σχέση με την Κίνα και την Ινδία, εξαιτίας ακριβώς των μεγάλων μεταβολών στην καπιταλιστική ανάπτυξη. Οι εργάτες, παρά την αμφιθυμία των μεγαλύτερων πολιτικών κομμάτων, ενήργησαν σε αλληλεγγύη με τους αγρότες. Πράγματι, έχουμε μπροστά μας το υπόδειγμα του υπερ-ευέλικτου κεφαλαίου όπου οι εργάτες καλούνται να εργαστούν σε ένα περιβάλλον έντασης εργασίας, σχετικά ανίσχυροι να υψώσουν το ανάστημά τους στο κατώτερο μέρος της εφοδιαστικής αλυσίδας. Το υπόδειγμα αυτό χαρακτηρίζεται επίσης από υποχώρηση του κράτους ως του κατεξοχήν μηχανισμού επίλυσης των συγκρούσεων στους χώρους εργασίας. Πάρτε την ιστορία του τομέα παραγωγής ενδύματος, όπου οι κρατικές ρυθμίσεις ξεκίνησαν κατά τον δέκατο ένατο αιώνα. Προηγουμένως, η όποια διαπραγματευτική ισχύς της εργασίας οφειλόταν στη χωρική ανελαστικότητα της αγοράς, με άλλα λόγια, στη γεωγραφικά εδαφικοποιημένη φύση τόσο του κεφαλαίου όσο και της εργασίας. Ωστόσο από το 1850 και μετά, κάποιου τύπου πρώιμος εργατικός ακτιβισμός επέτρεψε μια πιο τυπική συνεργασία μεταξύ μισθωτών εργαζόμενων και κράτους. Για παράδειγμα, οι εργάτες κατέκτησαν το νόμιμο δικαίωμα της απεργίας, της οργάνωσής τους σε συνδικάτα, και της θέσπισης των επιδομάτων ανεργίας: δηλ. μια ρυθμιστική χωρική ανελαστικότητα.

Στην περίοδο από τη δεκαετία του 1930 μέχρι τη δεκαετία του 1970, η ρυθμιστική χωρική ανελαστικότητα προσέφερε στην εργασία έναν ισχυρότερο μοχλό με τη βοήθεια του οποίου τέθηκε σε κίνηση η οικονομία – μια καινοφανής δύναμη που αποτυπωνόταν στο συνδικαλιστικό κίνημα και τις συμφωνίες των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Πριν από την κρίση των αρχών της δεκαετίας του 1970, οι δυτικοί βιομηχανικοί εργάτες, ιδίως αυτοί των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου, απολάμβαναν ένα καθεστώς προστατευτισμού. Το γεγονός αυτό έθετε ένα όριο στην μονοψωνιακή δύναμη των επιχειρήσεων-αγοραστών και επέτρεψε στα εργατικά συνδικάτα να βάλουν τη σφραγίδα τους στην αγορά εργασίας. Ωστόσο, η οικονομική κρίση των πρώτων χρόνων της δεκαετίας του ‘70 εγκαινίασε μια νέα εποχή φιλελευθεροποίησης των διαπραγματεύσεων – δηλαδή έναν μικρότερο βαθμό ρυθμιστικής χωρικής ανελαστικότητας, καθώς το κεφάλαιο υπερχείλιζε προς τον αναπτυσσόμενο κόσμο.Όταν οι διαπραγματεύσεις στους κλάδους έντασης εργασίας απελευθερώθηκαν πλήρως το 2005, οι παγκόσμιοι αγοραστές εργασίας κατηύθυναν την παραγωγή σε μια χούφτα χωρών πλούσιων σε φτηνό εργατικό δυναμικό. Η απορρύθμιση οδήγησε σε αύξηση της μονοψωνιακής δύναμης (και επομένως στην ικανότητα των αγοραστών εργασίας να ιδιοποιούνται μεγαλύτερο μέρος της παραγόμενης αξίας) και παράλληλα σε χαμηλότερη χωρική ανελαστικότητα (και επομένως μικρότερη διαπραγματευτική δύναμη από τη μεριά των εργατών). Όταν όμως οι κατασκευάστριες εταιρείες άρχισαν να εδραιώνονται προσαρμοζόμενες στον έντονο ανταγωνισμό για συμβάσεις εργασίας σ’ αυτές τις πλούσιες σε φτηνό εργατικό δυναμικό χώρες, η μονοψωνιακή δύναμη της εφοδιαστικής αλυσίδας σταδιακά συρρικνώθηκε, οδηγώντας στην εμφάνιση χωρικής ανελαστικότητας της αγοράς. Στο σημείο αυτό, οι προμηθευτές καπιταλιστικών εμπορευμάτων είχαν ήδη καταστεί ώριμες επιχειρήσεις, προφυλάσσοντας τη θέση τους στην αγορά με υψηλούς φραγμούς εισόδου (μέσω ολοκληρώσεων, τεχνολογίας κ.ο.κ.), έχοντας αποκτήσει ένα όλο και μεγαλύτερο βάρος στους κόλπους των παγκόσμιων εφοδιαστικών αλυσίδων.

Ποια ήταν η απάντηση των εργαζομένων;

Πριν από την εδραίωση αυτής της πρόσφατης φάσης, οι εργαζόμενοι είχαν οργανώσει καμπάνιες που αρθρώνονταν γύρω από ένα πλαίσιο δικαιωμάτων (εργατικοί κώδικες, έλεγχοι κ.ο.κ.), ωστόσο δεν διέθεταν αρκετά ερείσματα προκειμένου να αντιμετωπίσουν μια παγκοσμιοποιημένη βιομηχανία που στηριζόταν στις εξωτερικές υπεργολαβίες. Η χωρική δυναμική του κλάδου υπέθαλπε μια ένταση που καθιστούσε τους εργάτες, και τους άμεσους εργοδότες τους, γεωγραφικά ανίκανους να αλλάξουν τις συνθήκες τους. Η ένταση αυτή εντοπίζεται στην παγκόσμια απόσταση ανάμεσα στον χώρο δημιουργίας της αξίας στο σημείο παραγωγής (μέσω της εργασιακής διαδικασίας) και της πραγμάτωσής της στο σημείο κατανάλωσης (μέσω της πώλησής της). Το γεγονός αυτό οδήγησε τα τελευταία χρόνια σε άνοδο των εργατικών αναταραχών σε ορισμένα μέρη όπως η Ινδία.

Τι σημαίνουν όλα αυτά από την άποψη της κριτικής του καπιταλισμού;

Στις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης, είμαστε μάρτυρες μιας μετατόπισης από το κράτος πρόνοιας και των επενδύσεων υποκατάστασης των εισαγωγών προς ένα κράτος της αγοράς, ως όχημα ενός παγκόσμιου καπιταλισμού. Το γεγονός αυτό ενέπνευσε μια βιομηχανικής κλίμακας παραγωγή ακαδημαϊκού πεσιμισμού - κυρίως υπό τη μορφή του μεταμοντερνισμού και της μετα-αποικιακής θεωρίας. Ωστόσο, με την όξυνση των αντιφάσεων του καπιταλισμού, βλέπουμε ότι η ακαδημαϊκή θεωρία καλύπτει σταδιακά το χαμένο έδαφος, καθώς δεν είναι πλέον σε θέση να συσκοτίζει τις εντάσεις που δρουν κάτω από την επιφάνεια.Το βιβλίο αυτό επιχειρεί να επιστρέψει στα ουσιώδη. Ο καπιταλισμός δημιουργεί δύο αντίπαλες δυνάμεις: τις δυνάμεις της εργασίας και τα συμφέροντα των καπιταλιστών. Στην πιο πρόσφατη φάση, στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, η σύγκρουση αυτή έχει φτάσει σε σημείο παροξυσμού, αναδεικνύοντας τα επίδικα με ιδιαίτερη σαφήνεια.

Η ρήση του Μαρξ «εργάτες όλου του κόσμου ενωθείτε, δεν έχετε να χάσετε τίποτα πέρα από τις αλυσίδες σας» αποτελεί ταυτόχρονα «κάλεσμα στα όπλα», αλλά και αναγνώριση των κοινών οραμάτων που μας ενώνουν όλους μαζί. Στο βιβλίο αυτό υπογραμμίζω αυτή την καθολική εμπειρία του κεφαλαίου σε μια απόπειρα να επικεντρώσουμε εκ νέου την προσοχή μας στην κατανόηση του οικονομικού κόσμου.

https://commune.org.gr