Ντίνα Ρέππα, Στέλλα Τραγά, Σοφία Χατζοπούλου
https://prin.gr/2017/09
«Ζούμε σε χρόνια μεγάλων πολιτικών και γεωστρατηγικών ανακατατάξεων με συνέπεια να βιώνουμε την μεγαλύτερη μετακίνηση πληθυσμών από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο… Σ’ αυτό το επισφαλές σκηνικό ο πρόσφυγας γίνεται παντού ο “ξένος”, η “απειλή”, ο “ανεπιθύμητος”… Ξενοφοβία, φόβος και συλλογικό άγχος οδηγούν σε απάνθρωπες συμπεριφορές σε όλα τα επίπεδα… Ο φόβος όμως είναι ο χειρότερος εχθρός μας… αυτός που ανέχεται οικογένειες να παγώνουν σε «κρατικά επιδοτούμενες» σκηνές που βουλιάζουν στις λάσπες, αυτός που δαιμονοποιεί ό,τι πιο αθώο υπάρχει στον κόσμο, τα παιδιά, εκείνος που εισβάλλει σε σχολεία για να εμποδίσει τη μόρφωσή τους στερώντας τους ό,τι μέλλον μπορεί να έχουν… Ο χρόνος όμως τελειώνει και η αλήθεια μας περιμένει στην γωνία πιο επιτακτική από ποτέ. Ας μιλήσουμε λοιπόν γι’ αυτά τα ψέματα που τρέφουν τον φόβο πριν να είναι αργά…».
Με αυτή τη εισαγωγή ξεκινά η μπροσούρα που εξέδωσε ο Συντονισμός για το Προσφυγικό/Μεταναστευτικό, εργατικών σωματείων, φοιτητικών συλλόγων και συλλογικοτήτων και η ομάδα εκπαιδευτικών του, επιδιώκοντας να συμβάλλει στη μάχη του εργατικού/εκπαιδευτικού και αντιρατσιστικού/αντιφασιστικού κινήματος για τη ένταξη των προσφυγόπουλων στα πρωινά δημόσια σχολεία.
«Δεν με αφορά το αν θα πάνε τα προσφυγόπουλα στο πρωινό ή στο απογευματινό σχολείο» (ΨΕΜΑ), «Οι πρόσφυγες δεν θέλουν να μείνουν στη χώρα μας, άρα δεν χρειάζεται να μάθουν ελληνικά και να φοιτήσουν στο ελληνικό σχολείο» (ΨΕΜΑ), «Η εκπαίδευση έχει ήδη πολλά προβλήματα (π.χ. πολυπληθή τμήματα) και η ένταξη των προσφυγόπουλων στο πρωινό πρόγραμμα θα μειώσει ακόμα περισσότερο την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης» (ΨΕΜΑ). Αυτές είναι, ενδεικτικά, ορισμένες από τις ερωτήσεις που παρουσιάζονται και απαντούνται στην μπροσούρα αυτή!
Η ανάγκη απαντήσεων στα κρίσιμα αυτά ερωτήματα είναι φανερή. Τα σχολεία ανοίγουν σε λίγες ημέρες και για μια ακόμα χρονιά, η πόρτα θα παραμείνει ορμητικά κλειστή για τα χιλιάδες προσφυγόπουλα και μεταναστόπουλα. Η πολιτική του αποκλεισμού τους από την πρωινή δημόσια εκπαίδευση αποτελεί την επίσημη κυβερνητική γραμμή που είναι ρατσιστική και ξενοφοβική, βαθιά οπισθοδρομική και συντηρητική. Οι συνθήκες ιδιότυπου εγκλεισμού και απομόνωσης που κυριαρχούν στα στρατόπεδα επιτείνουν τα εμπόδια που το κράτος ορθώνει. Την ίδια στιγμή, η λειτουργία των απογευματινών τμημάτων (ΔΥΕΠ) μακριά από τα υπόλοιπα παιδιά, οδηγεί στη στοχοποίηση τους, ενισχύει τις οργανωμένες επιθέσεις της Χρυσής Αυγής και τροφοδοτεί τον κοινωνικό ρατσισμό.
Το εργατικό/εκπαιδευτικό και αντιρατσιστικό/αντιφασιστικό κίνημα όχι μόνο απάντησε με αποφασιστικότητα σ’ αυτές τις επιθέσεις αλλά θέτει βασικό αίτημά για την επόμενη περίοδο την απρόσκοπτη πρόσβαση όλων των προσφυγόπουλων στην πρωινή δημόσια εκπαίδευση μαζί με όλα τα παιδιά.
Η μπροσούρα αυτή δημιουργήθηκε για να απαντήσει σε απορίες, να καταρρίψει προκαταλήψεις και να αποκαταστήσει την αλήθεια σχετικά με την ένταξη των προσφύγων και μεταναστών στην δημόσια παιδεία.
Πρόκειται για 17 ερωτήματα που αφορούν τα νόμιμα δικαιώματα του πρόσφυγα και μετανάστη, την ένταξη και προσαρμογή του στο σχολικό περιβάλλον, την κρατική πολιτική της εκπαίδευσης (ΔΥΕΠ και camps), τις πολιτικές και κοινωνικές προεκτάσεις του αποκλεισμού και τις επιπτώσεις αυτού πάνω στην ψυχική υγεία των προσφυγόπουλων και μεταναστόπουλων.
Από την πρώτη ερώτηση σχετικά με την διεθνή νομοθεσία, γίνεται σαφές ότι σύμφωνα με τη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού αλλά και τον Κώδικα Μετανάστευσης και Κοινωνικής Ένταξης, «κάθε παιδί που βρίσκεται στη χώρα έχει δικαίωμα στην εκπαίδευση» και «τα παιδιά πρέπει να εγγραφούν στα πρωινά τμήματα των σχολείων μαζί με όλα τα παιδιά».
Αν πάλι κάποιος αναρωτιέται γιατί τον αφορά η ένταξη των παιδιών στα πρωινά σχολεία, η απάντηση βρίσκεται στη δεύτερη ερώτηση: «Κάθε αποκλεισμός ευπαθούς ομάδας από τη δωρεάν πρόσβαση στα κοινωνικά αγαθά προετοιμάζει τον αποκλεισμό όλων των εργαζομένων και ανέργων από αυτά», κάτι που ήδη το αισθανόμαστε στο χώρο της παιδείας με τη διογκούμενη παραπαιδεία, την υποχρηματοδότηση των δομών ενισχυτικής εκπαίδευσης, τη σχολική διαρροή.
Από πολλούς, επίσης, καλλιεργείται κι εκφράζεται η άποψη ότι οι πρόσφυγες δεν θέλουν να μείνουν στη χώρα μας, άρα δεν χρειάζεται να μάθουν τη γλώσσα και να πάνε στο ελληνικό σχολείο. Σε αυτό το σημείο, πρέπει να τονίσουμε ότι το σχολείο δεν είναι απλώς τόπος μάθησης, αλλά και κοινωνικοποίησης του παιδιού. Επίσης, το σχολείο αποτελεί ένα στοιχείο κανονικότητας στη ζωή αυτών των ανθρώπων που περνούν την ευαίσθητη παιδική ηλικία τους μέσα σε στρατόπεδα, έχοντας ήδη βιώσει πολέμους και θάνατο. Ταυτόχρονα, πρέπει να υπολογίσουμε το γεγονός πως πολλοί από τους ανθρώπους που είχαν προορισμό τους τις χώρες της κεντρικής Ευρώπης έχουν εγκλωβιστεί στην Ελλάδα μετά την απεχθή συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας.
Ένα άλλο πρόβλημα που προβάλλεται από πολλούς, αρκετές φορές σκόπιμα, είναι το θέμα της δημόσιας υγείας και συγκεκριμένα αν τα παιδιά αυτά είναι εμβολιασμένα για να μπορούν να πάνε σχολείο. Η απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα είναι εκτενής και εμπεριστατωμένη. Οι πρόσφυγες κι οι μετανάστες εμβολιάζονται συστηματικά, με βάση τα στοιχεία του ΚΕΕΛΠΝΟ και δεν υπάρχει καμία απειλή για τη δημόσια υγεία. Σε αντίθεση με πολλά παιδιά από την Ελλάδα, των οποίων οι γονείς το τελευταίο διάστημα επιλέγουν να μην τα εμβολιάζουν, ακολουθώντας αντιεπιστημονικές κι ανορθολογικές απόψεις.
Άλλο ένα πρόβλημα που προβάλλουν πολλοί για την αποφυγή ένταξης των προσφυγόπουλων στα σχολεία είναι ότι αυτά έχουν ήδη πολλά προβλήματα και η ένταξή τους θα μειώσει ακόμη περισσότερο την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Καταρχήν, πρέπει να τονίσουμε ότι δεν φταίνε αυτά τα παιδιά για τα υπάρχοντα προβλήματα στην εκπαίδευση, τα οποία είναι καθαρά αποτέλεσμα της εκπαιδευτικής πολιτικής. Δεύτερον, θα μπορούσε η ένταξη των προσφύγων και μεταναστών να λειτουργήσει θετικά όσον αφορά στη συγκρότηση των αναγκαίων υποστηρικτικών δομών στην εκπαίδευση. Μέσα από την ενίσχυση αυτών των δομών θα μπορέσει να εξελιχθεί γρήγορα και η γλωσσική τους ικανότητα που από πολλους προβάλλεται ως τροχοπέδη για την ένταξη των παιδιών των προσφύγων στα πρωινά σχολεία. Έχει αποδειχτεί, άλλωστε, ότι η γλώσσα εξελίσσεται γρηγορότερα μέσα από την αλληλεπίδραση με τον ντόπιο πληθυσμό απ’ ότι στην απομόνωση του στρατοπέδου ή των απογευματινών μαθημάτων. Επίσης, η ένταξή τους θα γίνει πιο φυσικά κι ομαλά μέσα από την καθημερινή επαφή με όλα τα παιδιά που κι αυτά με τη σειρά τους θα τους δουν ως ένα μέρος της σχολικής κοινότητας και κατ’ επέκταση της κοινωνίας.
Ένα άλλο στοιχείο που φοβίζει είναι οι πολιτισμικές διαφορές και πώς αυτές θα επηρεάσουν την ήρεμη κι απρόσκοπτη λειτουργία του σχολείου. Αυτό που δεν γνωρίζουν φυσικά όσοι αναρωτιούνται κάτι τέτοιο είναι ότι το σχολείο είναι εδώ και δεκαετίες μια πολυπολιτισμική ομάδα (εσωτερική μετανάστευση, μειονότητες, ταξικές ανισότητες) και ποτέ αυτό δεν εμπόδισε τη λειτουργία του. Ίσα ίσα που μπόλιασε το εκπαιδευτικό περιβάλλον, ενίσχυσε την κοινωνική νοημοσύνη των παιδιών και διεύρυνε τους ορίζοντές τους.
Άρα καταλαβαίνουμε ότι είναι ψέμα η άποψη που αποτυπώνεται στο όγδοο ερώτημα, το ότι δηλαδή τα ελληνόπουλα δεν έχουν να κερδίσουν τίποτα από τη συνύπαρξή τους με τα προσφυγόπουλα και τα μεταναστόπουλα. Όχι μόνο το σχολείο αλλά όλη η κοινωνία έχει να κερδίσει πολλά μέσα από την ειρηνική συνύπαρξη και τη συνεργασία των λαών.
Αντιθέτως, ο αποκλεισμός μόνο παθογένειες μπορεί να προκαλέσει και στον ντόπιο και στον αλλοδαπό πληθυσμό εντείνοντας τα φαινόμενα ξενοφοβίας, ρατσισμού, κατάθλιψης και βίας. Πρέπει να καταλάβουμε ότι τα προβλήματα μας είναι κοινά και δεν προκαλούνται από τον εύκολο στόχο, τον ξένο, όπως προσπαθούν να μας πείσουν. Αν αποδεχτούμε ότι τα κοινωνικά αγαθά, της παιδείας, της υγείας κτλ. δεν πρέπει να παρέχονται σε όλους, τότε προετοιμάζουμε τον δρόμο για τον αποκλεισμό κι άλλων ευπαθών ομάδων από αυτά. Η υπεράσπιση αυτών των αγαθών για τους πρόσφυγες είναι μια μεγάλη συνεισφορά στην ευρύτερη υπεράσπισή τους για όλα τα λαικά στρώματα, των εργατών, των ανέργων, των κοινωνικά αποκλεισμένων, για όλους όσους το σύστημα θεωρεί βάρος.
Η μπροσούρα συνεχίζει με δύο ερωτήματα σχετικά με την πολιτική του υπουργείου Παιδείας και τη λειτουργία των δομών. Είναι σαφές ότι ο στόχος που κράτους μέσα από αυτές τις δομές δεν είναι να εντάξει σταδιακά όλα τα προσφυγόπουλα στα πρωινά σχολεία όπως ισχυρίζεται. Πρώτον, ένα πολύ μικρό ποσοστό παιδιών (περίπου 7%) συμμετείχαν στις ΔΥΕΠ, οι οποίες φτιάχτηκαν καθυστερημένα και πρόχειρα με το κράτος να προτείνει την παράταση της φοίτησής τους εκεί, αν δεν έχουν φτάσει το επίπεδο της γλωσσικής ικανότητας που θα τα κάνει αποδεκτά στα πρωινά σχολεία. Παρά τις προσπάθειες των εκπαιδευτικών οι οποίοι δουλεύουν εκεί χωρίς καμία ουσιαστική βοήθεια από το υπουργείο, αλλά και δεδομένης της προχειρότητας της λειτουργίας των ΔΥΕΠ και του περιβάλλοντος αποκλεισμού, καταλαβαίνουμε ότι τα παιδιά αυτά εγκλωβίζονται στις δομές, αποθαρρύνονται και περιθωριοποιούνται.
Παρ’ όλα αυτά, οι γονείς αγωνίζονται για να εντάξουν τα παιδιά τους στην εκπαίδευση, όπως έχει φανεί από την προσπάθεια του Συντονισμού για το Προσφυγικό και Μεταναστευτικό (ΣΥΠΡΟΜΕ), που με τα εκπαιδευτικά σωματεία και τους γονείς των προσφυγόπουλων έδωσαν μάχη στα σχολεία και στις διευθύνσεις σπουδών, ζητώντας το αυτονόητο δικαίωμά τους να φοιτήσουν στο πρωινό σχολείο, ερχόμενοι πολλές φορές αντιμέτωποι με την συντονισμένη προσπάθεια του κράτους και των υπηρεσιών του να τα κρατήσει εκτός εκπαίδευσης.
Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η προσπάθεια αυτή του κράτους δεν είναι αποτέλεσμα της οικονομικής αδυναμίας του να στηρίξει τις κοινωνικές δομές όπως πιστεύεται από πολλούς. Είναι συνειδητή πολιτική επιλογή του νεο-φιλελευθερου κράτους να αποδεσμευτεί από τις υποχρεώσεις του απέναντι στους πολίτες και να προχωρήσει σε ιδιωτικοποιήσεις και εργολαβίες (ΜΚΟ) στην πορεία της τελικής απορρύθμισης.
Τελικά, το ζητούμενο του εντύπου αυτού είναι να καταρρίψουμε την καταστροφική άποψη ότι οι δυσκολίες και τα εμπόδια είναι ανυπέρβλητα κι ότι δεν μπορεί να γίνει τίποτα. Ιστορικά έχει αποδειχτεί ότι όπου υπήρχε θέληση υπήρχε και τρόπος, και τώρα είναι απολύτως απαραίτητο να σταθούμε άξιοι των περιστάσεων, μπροστά στις νέες συνθήκες και προκλήσεις των καιρών για μια κοινωνία βιώσιμη, για μια κοινωνία ανθρώπινη.
Η κυβέρνηση στρώνει τον δρόμο σε Χρυσή Αυγή και ταξικό σχολείο
Η ένταξη των παιδιών στην κοινωνία του σχολείου θα ήταν το πρώτο βήμα για την ένταξη στην κοινωνία του συνόλου των προσφύγων. Η έξοδος των παιδιών από το στρατόπεδο-γκέτο προς το σχολείο θα ήταν το πρώτο βήμα για την έξοδο των οικογενειών τους στην κοινωνία-πολιτεία.
Αντίθετα, το υπουργείο Παιδείας ακολούθησε τη βαθειά ρατσιστική πολιτική της κυβέρνησης και ίδρυσε μια καινούργια εκπαιδευτική δομή, παράλληλη με το δημόσιο σχολείο, αλλά στην ουσία έξω από αυτό. Η διαφημιστική καμπάνια του ήταν αποκαλυπτική καθώς η εικόνα δείχνει τα προσφυγόπουλα να έρχονται όταν τα ελληνόπουλα φεύγουν και αυτή είναι η μοναδική στιγμή που βρίσκονται μαζί.
Η καθυστέρηση, η κακή οργάνωση αλλά και αυτή καθ’ αυτή η συγκρότηση των δομών ήταν τόσο μεγάλη που στην πραγματικότητα έδωσε το χρόνο και λείανε το έδαφος ώστε κάθε ρατσιστική και ξενοφοβική φωνή να βγει στην επιφάνεια και με την καθοδήγηση της Χρυσής Αυγής, να απαιτήσει να μην μπουν τα προσφυγόπουλα έστω και σε αυτό το σχολείο. Οι μαχόμενοι εκπαιδευτικοί που μπήκαν μπροστά και διεκδίκησαν το δικαίωμα των παιδιών να μπουν στο ελληνικό σχολείο, το έκαναν όχι γιατί συμφωνούσαν με τη μορφή της Δομής, αλλά γιατί υπεράσπισαν το δικαίωμα των παιδιών να βρίσκονται μέσα στο σχολείο.
Οι παράγοντες του υπουργείου εξάντλησαν το παιδαγωγικό τους έργο με φωτογραφίες και χαμόγελα όσο τα φώτα της δημοσιότητας ήταν αναμμένα ενώ αποσύρθηκαν όταν αυτά έσβησαν. Δάσκαλοι με ασαφείς εργασιακές σχέσεις, χέρι-χέρι με εθελοντές των ΜΚΟ γεμάτοι ευρωενωσιακά σήματα, έκαναν παρέλαση στις αυλές των σχολείων. Μετά από αυτό, οργανώθηκαν από τις Διευθύνσεις Εκπαίδευσης αντιρατσιστικές εκδηλώσεις που συμμετείχαν δυο ομάδες παιδιών -ελληνόπουλα-προσφυγόπουλα. Στην πραγματικότητα, ποτέ δεν έγιναν μια ομάδα όπως θα έπρεπε να είναι ο στόχος, παρουσιάζοντας την ομάδα των προσφυγόπουλων περισσότερο ως θέαμα φολκλόρ χωρίς ουσιαστικά δικαιώματα.
Οι ΔΥΕΠ που λειτούργησαν ξεκομμένα από το υπόλοιπο σχολείο και σε διαφορετική ώρα είχαν ως αποτέλεσμα να μην καταφέρουν τα παιδιά που τις παρακολουθούσαν να ενταχθούν στο σχολικό περιβάλλον. Διαφορετική ώρα και διαφορετικό πρόγραμμα ήταν τα προβλεπόμενα ενώ τις περισσότερες φορές δεν συναντιόντουσαν ούτε την ώρα του διαλείμματος με τα παιδιά που παρακολουθούσαν το ολοήμερο πρόγραμμα.
Στην περίπτωση των παιδιών προσχολικής ηλικίας έχουμε ένα ιδιότυπο καθεστώς που αποτελεί διάκριση στη διάκριση. Τα παιδιά 4-6 ετών φοιτούν σε ΔΥΕΠ μέσα στα στρατόπεδα. Οι συγκεκριμένες ΔΥΕΠ για την περσινή χρονιά δεν λειτούργησαν ποτέ. Αντίθετα, κάποια παιδιά με πρωτοβουλία των γονιών τους βγήκαν από τα στρατόπεδα και παρακολούθησαν κανονικά νηπιαγωγεία. Το γεγονός ότι το υπουργείο δεν δίνει τη δυνατότητα στα παιδιά ηλικίας νηπιαγωγείου -που είναι η ομάδα που μπορούν να ενταχθούν πολύ πιο εύκολα, λόγω και της μη λεκτικής μορφής επικοινωνίας, στην εκπαιδευτική διαδικασία και να συνεχίσουν με μεγαλύτερη ευκολία στις επόμενες βαθμίδες- δείχνει ότι η πρόθεση του δεν είναι να εντάξει στην κοινωνία τους πρόσφυγες, αλλά να τους κρατήσει στο περιθώριο.
Οι ΔΥΕΠ λοιπόν δημιουργούν ένα περίεργο καθεστώς που δεν εξυπηρετεί τα μορφωτικά δικαιώματα των μαθητών, κυρίως εκείνο της ένταξης μέσω της συνεκπαίδευσης που δεν κατορθώνεται παρά μόνο δίπλα-δίπλα στο ίδιο θρανίο μέσα στο Δημόσιο σχολείο, το οποίο δεν υπηρετεί μόνο το γνωστικό κομμάτι, αλλά κι εκείνο της κοινωνικοποίησης και της φροντίδας. Η εκπαίδευση αυτής της μορφής βοηθά την πολιτεία που θέλει τους πρόσφυγες αποκομμένους μέσα στα στρατόπεδα κάτω από άθλιες συνθήκες διαβίωσης γεγονός που από τη μια αυξάνει την ξενοφοβία και την ισλαμοφοβία της κοινωνίας από την άλλη ενδέχεται ,δικαίως, να οπλίσει το χέρι του ανθρώπου που ζει μέσα σε ασφυκτικές συνθήκες.
Παρ’ όλες τις διαβεβαιώσεις της πολιτείας ότι η περσινή χρονιά ήταν προπαρασκευαστική και φέτος 2017-2018 οι μαθητές πρόσφυγες θα παρακολουθήσουν τα προγράμματα των σχολείων κανονικά, με ό,τι αυτό συνεπάγεται (ορθή κατανομή, μεταφορά από τα στρατόπεδα προς τα σχολεία, υποστηρικτικές Δομές και μαζικούς διορισμούς εκπαιδευτικών), όχι μόνο δεν έχει προετοιμάσει τίποτα από αυτά αλλά έχει εκχωρήσει και μέρος των αρμοδιοτήτων του σε άλλους φορείς (ΟΑΕΔ, ΜΚΟ).
Αν όλοι μας, εκπαιδευτικοί και κοινωνία, επιτρέψουμε σήμερα στο υπουργείο να φτιάχνει σχολεία για πρόσφυγες, στο μέλλον θα υπάρξουν σχολεία για διάφορες κοινωνικές ομάδες.
Γι’ αυτό, το εκπαιδευτικό κίνημα και ο Συντονισμός απαιτεί αταλάντευτα, εγγραφή όλων των παιδιών προσφύγων και μεταναστών στο δημόσιο σύστημα εκπαίδευσης, καθώς και των κάτω των 4 ετών στους παιδικούς και βρεφονηπιακούς σταθμούς χωρίς προϋποθέσεις, με πρόβλεψη για τη δωρεάν μεταφορά τους στα σχολεία και την ίδρυση ολιγομελών τάξεων υποδοχής και τμημάτων ένταξης παντού.
https://prin.gr/2017/09