Μία απ’ τις
πιο μαύρες σελίδες της σύγχρονης Ιστορίας του τόπου είναι η δημιουργία των
«αναμορφωτηρίων» από την Φρειδερίκη και ο εγκλεισμός εκεί χιλιάδων παιδιών, που
τα ξερίζωσαν απ’ τον τόπο τους, για να τα κλείσουν στις περιβόητες
«παιδουπόλεις». Πρόκειται για ένα εγκληματικό σχέδιο αρπαγής παιδιών, στην πιο
τρυφερή τους ηλικία (από 5-6 χρόνων μέχρι 16-17), που καταστρώθηκε και
οργανώθηκε υπό την προσωπική εποπτεία της βασίλισσας Φρειδερίκης και είχε την
πλήρη στήριξη των τότε κυβερνήσεων και φυσικά των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Aυτό ακριβώς το παιδομάζωμα η αστική τάξη έχει επιχειρήσει ξανά και ξανά να το
καθαγιάσει και αντίστροφα επιχειρεί να καταγγείλει το ΚΚΕ παρουσιάζοντας την
επιχείρηση σωτηρίας των παιδιών που οργάνωσε η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση,
το 1948, ως παιδομάζωμα. Μια τέτοια ωμή διαστρέβλωση της Ιστορίας επιχείρησε
ξανά την προηγούμενη Κυριακή η «Καθημερινή» στο πλαίσιο μιας συνολικότερης
προσπάθειας που κάνει εδώ και μήνες να ενισχύσει το ξαναγράψιμο της ιστορίας
του Εμφυλίου στα μέτρα της αστικής τάξης.
Στη διάρκεια
του ένοπλου ελληνικού Εμφυλίου (1946-1949) και οι δύο αντιμαχόμενοι στρατοί
συγκέντρωσαν και μετακίνησαν παιδιά από τις «εστίες» τους. Οι κυβερνητικές
δυνάμεις κι μετέφεραν στις παιδοπόλεις, οι οποίες είχαν ιδρυθεί από τον «Έρανο
"Πρόνοια Βορείων Επαρχιών της Ελλάδος" υπό την Υψηλήν Προοτασίαν της
Α.Μ. της Βασιλίσσης», ο οποίος έμεινε γνωστός ως ο Έρανος της βασίλισσας, ο
Έρανος της Φρειδερίκης ή απλώς ο Έρανος. Ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδος (ΔΣΕ)
μετέφερε παιδιά έξω από τα σύνορα της χώρας. Το γεγονός δεν ήταν πρωτοφανές.
Δέκα χρόνια νωρίτερα, στη διάρκεια του ισπανικού εμφυλίου (1936-1939), η
δημοκρατική κυβέρνηση είχε πράξει το ίδιο.
Στην Ελλάδα,
το θέμα των παιδιών εντάχθηκε στην πολιτική και στρατιωτική αντιπαράθεση την
πιο κρίσιμη χρονιά, το 1948. Στις 27 Φεβρουαρίου 1948 η κυβέρνηση της Αθήνας
κατηγόρησε την κυβέρνηση του βουνού, στην Ειδική Επιτροπή του ΟΗΕ για τα
Βαλκάνια (UNSCOΒ), ότι μετέφερε παιδιά έξω από τα σύνορα της χώρας, με σκοπό να
τα «αφελληνίσει» και μετακίνησε και η ίδια παιδιά για να τα «σώσει» από τους
κομμουνιστές (ΟΗΕ Α/574, σσ. 18-20, Βaerentzen 1992). Οι μετακινήσεις αυτές
αποτέλεσαν μέρος των στρατιωτικών επιχειρήσεων, αφού και οι δύο αντιμαχόμενοι
στρατοί έκαναν πολλές φορές αγώνα δρόμου για να προλάβουν να πάρουν τα παιδιά
πριν από τους άλλους, τους εχθρούς. Οι μετακινήσεις των παιδιών είναι
συνδεδεμένες επίσης και με τους πολιτικούς και διπλωματικούς χειρισμούς. Το
θέμα, και λόγω της ευαισθησίας του, χρησιμοποιήθηκε στο ψυχολογικό παιγνίδι του
Ψυχρού Πολέμου, στα πλαίσια του οποίου διεξήχθη ο ελληνικός Εμφύλιος, και
αποτέλεσε αφορμή για αντιπαράθεση των δύο υπερδυνάμεων στα διεθνή fora.
Η κυβέρνηση
της Αθήνας ονόμασε την πολιτική της κυβέρνησης του βουνού να συγκεντρώσει και
να μεταφέρει παιδιά από την Ελλάδα στις ανατολικές χώρες «παιδομάζωμα» ενώ τις
δικές της ενέργειες «παιδοφύλαγμα».
Το ιστορικό υπόβαθρο
Εκτός από τα
ίδια τα παιδιά, τους πραγματικούς πρωταγωνιστές, οι κύριοι συντελεστές της
επιχείρησης «Σωτηρία των παιδιών» ήταν η βασίλισσα Φρειδερίκη και το
Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΚΕ). Ο Έρανος ιδρύθηκε με το βασιλικό διάταγμα
της 10ης Ιουλίου 1947 και η διάρκειά του προβλεπόταν εξάμηνος. Η δημιουργία του
αποτελούσε μια προσπάθεια κατοχύρωσης της θέσης του Παλατιού στους πολιτικούς
εμφυλίους, που μαίνονταν μέσα στον Εμφύλιο, αλλά και της ίδιας της βασίλισσας
στην πολιτική αρένα. Διοικούνταν από μια πενταμελή Εκτελεστική Επιτροπή (ΕΕ)
αλλά τα νήματα κινούσαν οι «Εντεταλμένες Κυρίες», εθελόντριες, οι οποίες
προΐστατο προνοιακών/ φιλανθρωπικών οργανώσεων. Βασικές πρωταγωνίστριες, η
Αλεξάνδρα Μελά το γένος Πεσμαζόγλου, πρόεδρος της Λέσχης Εργαζομένου Κοριτσιού
στη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια Διευθύντρια της «Βασιλικής Προνοίας» καθώς και
η Λίνα Τσαλδάρη, κόρη του Σπυρίδωνα Λάμπρου και χήρα του αρχηγού του Λαϊκού
Κόμματος Παναγή Τσαλδάρη, αντιπρόεδρος του ΠΙΚΠΑ, η οποία, το 1956, ως η πρώτη
Ελληνίδα υπουργός ανέλαβε το Υπουργείο Κοινωνικής Προνοίας. Η βασίλισσα μέσω
του Εράνου δημιούργησε ένα δίκτυο ανθρώπων, που κάλυπτε όλη την Ελλάδα. Συχνές
ήταν οι επισκέψεις της ακόμη και σε χώρους επικίνδυνους, λόγω των συρράξεων,
για τη στήριξη του έργου του Εράνου αλλά και του δικού της προφίλ (Βασίλισσα
Φρειδερίκη, 1971).
Καθόλου
τυχαία, ο Έρανος αφορούσε τις βόρειες επαρχίες της χώρας. Εκεί είχε την έδρα
του το Γενικό Αρχηγείο του ΔΣΕ, κοντά στους «βόρειους γείτονες», οι οποίοι μετά
το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου είχαν εγκαθιδρύσει Λαϊκές Δημοκρατίες,
φιλικά διακείμενες προς το ΔΣΕ/ΚΚΕ. Η βόρεια Ελλάδα επίσης, ήταν η «Νέα»
Ελλάδα. Ο πληθυσμός της δεν ήταν εθνοτικά αμιγής και επιπλέον στη διάρκεια του
Εμφυλίου το μέτρο της εκκένωσης των ορεινών χωριών και της μεταφοράς των
κατοίκων τους στις γειτονικές πόλεις ίσχυσε κυρίως από τη Λαμία και πάνω.
Οι πρόσφυγες
αυτοί, γνωστοί ως «ανταρτόπληκτοι» ή «συμμοριόπληκτοι», υπολογίζονται στο 10%
του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Ο στόχος του Εράνου ήταν να συνεργασθεί και
να συνδράμει το κράτος στην περίθαλψη των προσφύγων. Ως μία από τις
δραστηριότητες του προβλεπόταν και η ίδρυση παιδοπόλεων. Οι Εντεταλμένες Κυρίες
όμως εκφράζοντας την «επιθυμίαν της Ανάσσης» προσανατόλισαν και επικέντρωσαν τη
δράση του Εράνου στα παιδιά - το μέλλον του έθνους (ΕΠΒΕΕ 15.7.1947 και
22.9.1947).
Από την άλλη
πλευρά, το ΚΚΕ, μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, το Φεβρουάριο του 1945, και λόγω
των διώξεων που υφίσταντο τα μέλη και οι οπαδοί του, είχε ιδρύσει κέντρα
προσφύγων στη Βουλγαρία, τη Γιουγκοσλαβία και την Αλβανία, όπου συγκεντρώνονταν
αριστεροί «απελπισμένοι ή ανυπόμονοι» (Γουίτνερ 1991, ο. 66). Το 1947 στο
Μπούλκες της Γιουγκοσλαβίας, το οποίο βρίσκεται μακριά από τα σύνορα της
Ελλάδας και όπου είχαν καταφύγει κυρίως στελέχη του ΚΚΕ μαζί με τις οικογένειες
τους, λειτουργούσαν τρία δημοτικά σχολεία, δύο νηπιαγωγεία και ένας παιδικός
σταθμός (Μητσόπουλος, 1979, σ. 23).
Στους
προσφυγικούς καταυλισμούς που είχαν δημιουργηθεί κοντά στα σύνορα, όπως το
Πρένιες στην Αλβανία, κατέφευγαν αγρότες από τις γύρω περιοχές. Εγκατέλειπαν τα
χωριά τους - εκόντες άκοντες - κουβαλώντας πάνω στις πλάτες ή στα γαϊδούρια
τους ό,τι μπορούσαν να μεταφέρουν από τα οικιακά τους είδη, πιστεύοντας ότι
πρόκειται για κάτι προσωρινό. Την ευθύνη των καταυλισμών αυτών και ειδικότερα
των παιδιών και των νέων, είχε η οργάνωση νεολαίας του ΚΚΕ, η Ενιαία
Πανελλαδικά Οργάνωση Νέων (ΕΠΟΝ).
Στους
συντελεστές της όλης επιχείρησης πρέπει να συμπεριλάβουμε και τα ίδια τα
παιδιά. Αξίζει να επισημάνουμε ότι τα παιδιά του Εμφυλίου δεν ήταν παιδιά με
την έννοια που τους αποδίδεται σήμερα. Είχαν γεννηθεί ή/και μεγαλώσει μέσα στον
πόλεμο. Στη διάρκεια της Κατοχής κάποια από αυτά είχαν πάρει μέρος και στην
Αντίσταση, κυρίως ως σύνδεσμοι. Οι δυνάμεις κατοχής δεν τους είχαν φερθεί ως
παιδιά, με επιείκεια. Αναφέρεται ότι ένα 15χρονο αγόρι, τον Αντρέα Λυκουρίνο,
το έβαλαν σε μια καρέκλα για να μπορέσουν να το φθάσουν οι σφαίρες του
εκτελεστικού αποσπάσματος (Ανταίος, 1986, σσ. 81, 289-291).
Στη διάρκεια
του ένοπλου Εμφυλίου τα παιδιά είχαν ήδη συμπεριλάβει τον πόλεμο στα παιγνίδια
τους. Δεν έπαιζαν με βόλους αλλά με κάλυκες από σφαίρες, που μάζευαν ακόμη και
την ώρα της μάχης - τα πιο τολμηρά -, ενώ άλλα έπαιζαν με οβίδες και βλήματα
από τους βομβαρδισμούς. Η έκθεση στη βία - και στην πολιτική βία- αποτελούσε
ένα καταπληκτικό, φανταστικό, παιγνίδι για πολλά από αυτά. παρ' όλους τους
κινδύνους που περιέκλειε για τη σωματική τους ακεραιότητα (Cairns, 1996, σ.
105, Δροσάκη, 2002, σσ. 37-39).
Ο "κρίσιμος" Μάρτιος του
1948
Μέχρι το
1947, το θέμα της μετακίνησης παιδιών δεν μπορεί παρά να ενταχθεί στις
γενικότερες μετακινήσεις πληθυσμών που συντελούνταν λόγω του Εμφυλίου.
Τελειώνοντας το 1947, ο Έρανος είχε ιδρύσει και λειτουργούσε επτά παιδοπόλεις
με «προσφυγόπουλα» ορφανά, εγκαταλελειμμένα ή άπορα και ο ΔΣΕ/ΚΚΕ επέβλεπε τόσο
τις μετακινήσεις ενηλίκων και ανηλίκων, όσο και τις εγκαταστάσεις των προσφύγων
εκτός των συνόρων της ελληνικής επικράτειας.
Στις αρχές
του 1948 όμως, η καταγγελία της κυβέρνησης της Αθήνας στην Ειδική Επιτροπή του
ΟΗΕ για τα Βαλκάνια ότι οι αντάρτες συγκέντρωναν με τη βία παιδιά και τα
μετέφεραν στις ανατολικές χώρες, έδωσε μια πολιτική διάσταση στο όλο ζήτημα. Ο
Μάρτιος του 1948 υπήρξε ιδιαίτερα κρίσιμος.
Το Σάββατο 6
Μαρτίου, η βασίλισσα κάλεσε τον υπουργό Στρατιωτικών, τον υπουργό Κοινωνικής
Πρόνοιας και τον υφυπουργό Εσωτερικών σε σύσκεψη και οι κυβερνητικές δυνάμεις
άρχισαν να συγκεντρώνουν τα «απειλούμενα» παιδιά από τις «επισφαλείς περιοχές»,
δηλαδή τις περιοχές δράσης του ΔΣΕ, σε «Σταθμούς Ασφαλείας» και από εκεί τα
μετέφεραν στις παιδοπόλεις που είχε ιδρύσει ή θα ίδρυε ο Έρανος (ΕΠΒΕΕ,
8.3.1948).
Στο βουνό,
αφού είχε προηγηθεί το Συνέδριο της Νεολαίας των χωρών της Κομινφόρμ και το
ραδιογράφημα Ν. 19,30 Ιανουαρίου 1948 (Γκριτζώνας, Ristovic, ΜGA CHRΟΝ 1), στις
7 Μαρτίου 1948, το Υπουργείο Εσωτερικών της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης
(ΓΙΔΚ) εξέδωσε ανακοίνωση ότι «εγκρίνει την αποστολή και παραμονή των παιδιών,
μέχρις ότου οι συνθήκες στη χώρα μας επιτρέψουν την επιστροφή τους». Η ΠΔΚ
ισχυρίζεται ότι κατέληξε σε αυτή την απόφαση μετά από εκκλήσεις γονέων και
οργανώσεων «της Ελεύθερης Ελλάδας», γιατί τα παιδιά κινδύνευαν από τον
«υποσιτισμό και τη βαρβαρότητα του μοναρχοφαοισμού», αφού από τους βομβαρδισμούς
είχαν σκοτωθεί ήδη 120 παιδιά. Στην ανακοίνωση γίνεται και αναφορά στη «διαταγή
της Φρειδερίκης» για συγκέντρωση παιδιών, τα οποία θεωρούν ότι θα τα υποχρέωνε
να ενταχθούν στις «χιτλερικές οργανώσεις νεολαίας» και θα το μετέτρεπε σε
«γενίτσαρους (Δελτίον Ειδήσεων 8.3.1948, Εξόρμηση 15.3.1948).
Με λίγα
λόγια η κυβέρνηση της Αθήνας αποφάσισε να μεταφέρει παιδιά για να τα σώσει από
τους κομμουνιστές που τα "απήγαν" και η Κυβέρνηση του βουνού
επικαλείτο ως αιτία για τις δικές της μετακινήσεις, εκτός από τα δεινά του
πολέμου, και τη «διαταγή της Φρειδερίκης.
Το παιδομάζωμα και το παιδοφύλαγμα
Και οι δύο
στρατοί «έσωζαν» ή «απήγαν» παιδιά μέχρι το τέλος σχεδόν της ένοπλης
σύγκρουσης. Από την άνοιξη τοπ 1948 δημιούργησαν και οργανώσεις για τη στήριξη του
έργου τους. Στην Αθήνα, με πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου (21 Απριλίου 1948)
ιδρύθηκε η Συντονιστική Επιτροπή Περιθάλψεως Απειλουμένων Παιδιών. Σε αυτή
μετείχαν εκπρόσωποι των Υπουργείων Στρατιωτικών, Υγιεινής, Παιδείας,
Ανοικοδομήσεως και Προνοίας καθώς και αντιπρόσωποι του ΠΙΚΠΑ, του Ελληνικού
Ερυθρού Σταυρού και βέβαια του Εράνου. Η πρώτη συνεδρίαση της Επιτροπής, όμως,
δεν έγινε σε κάποιο από τα υπουργεία αλλά στο Παλάτι. παρ΄ όλο που επίσημα η
Επιτροπή συνεκαλείτο από τον υπουργό Κοινωνικής Προνοίας (Αρχείο ΕΟΠ, Δ/ΚΥ. ΦΑΚ
1 και 2).
Στο Βουνό,
εκτός από τη μεταφορά των παιδιών που γινόταν πάντα με την επίβλεψη του ΔΣΕ,
την εγκατάσταση και τη φροντίδα τους στις Λαϊκές Δημοκρατίες αρχικά είχαν η
ΕΠΟΝ και το ΚΚΕ καθώς και τα αδελφά» κόμματα, οι Ερυθροί Σταυροί και οι
οργανώσεις νεολαίας των χωρών αυτών. Το Μάιο του 1948 όμως, το ΚΚΕ συγκρότησε
την «Επιτροπή Βοήθεια στο Παιδί», η οποία ανέλαβε την επίβλεψη της όλης
δραστηριότητας. Πρόεδρος της ήταν ο Πέτρος Κόκκαλης, γιατρός, πρώην καθηγητής
του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το ΚΚΕ κάλεσε επίσης διανοούμενους κομμουνιστές, όπως
την Έλλη Αλεξίου και το Γιώργο Αθανασιάδη να συμβάλουν στην εκπαίδευση των
παιδιών (ΕΒΟΠ). Και οι δύο κυβερνήσεις διέθεταν οργανώσεις και φορείς
υποστήριξης σε πολλές χώρες της Ευρώπης αλλά και στις ΗΠΑ.
Οι χώρες
εγκατάστασης των παιδιών που μεταφέρθηκαν από το ΔΣΕ/ΚΚΕ ήταν η Γιουγκοσλαβία,
η Βουλγαρία, η Τσεχοσλοβακία, η Ουγγαρία, η Πολωνία, η Ρουμανία, η Ανατολική
Γερμανία και η Σοβιετική Ένωση. Για τις ανάγκες του «παιδοφυλάγματος» λειτούργησαν
53 παιδοπόλεις: 23 στην περιοχή της Αθήνας, 12 στη Θεσσαλονίκη, τρεις στα
Γιάννενα, δύο στη Λαμία και από μία στην Καβάλα, το Αγρίνιο, το Βόλο, τη Λάρισα
και την Πάτρα. Παιδοπόλεις ιδρύθηκαν επίσης και στα νησιά: τρεις στη Ρόδο, δύο
στη Σύρο και από μία στην Τήνο, τη Μυτιλήνη και την Κέρκυρα.
Και για τις
δύο πλευρές η εύρεση κατάλληλων κτιρίων για την εγκατάσταση των παιδιών υπήρξε
προβληματική, λόγω των καταστροφών που είχε επιφέρει ο πόλεμος. Οι συνθήκες
στέγασης ποικίλλουν: από καλοκαιρινές κατασκηνώσεις με υποτυπώδεις υποδομές έως
πολυτελή κτίρια, σχεδόν παλάτια, όπως στη Σινάια της Ρουμανίας ή στην Ελλάδα η
έπαυλη Ψιακή στη Σύρο και το Αχίλλειο στην Κέρκυρα.
Η ηλικία των
παιδιών στις παιδοπόλεις είχε οριστεί από 4 έως 16 ετών. Συγκεντρώθηκαν όμως
και μικρότερα παιδιά (συνήθως μαζί με τα μεγαλύτερα αδέλφια τους) αλλά και πάνω
από 16, κυρίως αγόρια. Στην παιδόπολη του προσκοπικού καταυλισμού της Ρόδου,
για παράδειγμα, διέμεναν 66 αγόρια ηλικίας 16-19 ετών. Στις παιδοπόλεις
διαβίωσαν και «παιδιά» πάνω από 19 ετών, μια ηλικία που ούτε σήμερα, πόσο
μάλλον στην ελληνική αγροτική κοινωνία της δεκαετίας του '40, δεν μπορούσαν να
θεωρηθούν παιδιά που χρειάζονταν προστασία. Η «διαπαιδαγώγηση» τους απασχόλησε
ιδιαίτερα τους υπευθύνους.
Το όριό
ηλικίας για τα παιδιά που μετακινήθηκαν από το ΔΣΕ ήταν λίγο μικρότερο από του
Εράνου: από 3 ως 14 χρόνων. Και σε αυτή την περίπτωση τα όρια δεν τηρήθηκαν.
Πέρα από τις κατηγορίες των αντιπάλων τους, προφορικές μαρτυρίες από την πλευρό
του ΔΣΕ επιβεβαιώνουν ότι συγκεντρώθηκαν παιδιά/αγόρια που, εκπαιδευμένα ή μη,
πήραν μέρος σε μάχες (Γκριτζώνας, 1998, σσ. 45-46, Στόγιαν Κισελίνοφσκι, Σκόπια
24.10.1997. Γιάννης Σεκολόπουλος, Οξυά Πρέσπας 7.7.2003). Τα παιδιά αυτά ήταν
σίγουρα πάνω από 14 ετών και κάτω από 18, γιατί διαφορετικά 0α είχαν
επιστρατευθεί νόμιμα από το ΔΣΕ. Ωστόσο ο Νίκος, ο οποίος δεν είχε κλείσει
ακόμα τα 16, δραπέτευσε μαζί με τη μάνα του και άλλους συγχωριανούς του από τον
καταυλισμό του Πρένιες και εντάχθηκαν στο ΔΣΕ, όπου βρισκόταν ο πατέρας. Ο Νίκος
σήμερα θυμάται ότι έβλεπε τον καταυλισμό ως «φυλακή», ότι δεν τον χωρούσε «ο
τόπος των γυναικόπαιδων» και ότι ήθελε να γίνει αντάρτης. Και όταν τα κατάφερε,
ήταν «στην κυριολεξία μεθυσμένος, μ' ένα μοναδικό ποτό, που μονάχα ο πόλεμος
μπορεί να σου το χαρίσει» (Ράπτης, 1999, σσ. 58-67).
Με δεδομένο
ότι ο ΔΣΕ αντιμετώπιζε πρόβλημα με τις εφεδρείες του, εκτός από τους
«πολεμοχαρείς» εφήβους, υπήρχαν και οι γυναίκες. Αξίζει να σημειώσουμε ότι στις
20 Φεβρουαρίου 1948 δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Προσωρινής Κυβέρνησης
στρατιωτική διάταξη που αφορούσε και την επιστράτευση των γυναικών (Βερβενιώτη,
2002). Μπορούμε λοιπόν να υποθέσουμε ότι ένας από τους λόγους για τους οποίους
το ΚΚΕ απομάκρυνε και
τρίχρονα
παιδιά από την εμπόλεμη ζώνη ήταν η δυνατότητα να χρησιμοποιηθούν οι γυναίκες
στις στρατιωτικές, μάχιμες ή βοηθητικές, υπηρεσίες του ΔΣΕ. Θέμα προστασίας
ετίθετο επίσης και για τα παιδιά των μαχητών/τριών του ΔΣΕ αλλά και των
πολιτικών στελεχών του ΚΚΕ.
Ο αριθμός
των παιδιών είναι πολύ δύσκολο να οριστεί με ακρίβεια. Το βέβαιο είναι ότι ο
αριθμός των παιδιών που μετακινήθηκαν από τους δύο στρατούς είναι σαφώς
μικρότεροι, από τον αριθμό των παιδιών που έτυχαν της «προστασίας» των
οργανώσεων. Είναι εντυπωσιακό ότι οι αριθμοί που συναντούμε στα προσβάσιμα αρχεία
λειτουργούν ως ένα βαθμό και παραπλανητικά. Ο Έρανος, για παράδειγμα, θέλοντας
να τονίσει τη σημασία του έργου, μάλλον υπερβάλλει.
Στις αρχές
του 1950, ο Έρανος, κάνοντας τον απολογισμό του (ΕΠΒΕΕ 23.2.1950) αναφέρει ότι
οι κυβερνητικές δυνάμεις μετέφεραν 15.000 παιδιά και ότι ο αριθμός των τροφίμων
των παιδοπόλεων ήταν 18.000 «περίπου» ενώ άλλες αρχειακές πηγές κατεβάζουν το
συνολικό αριθμό σε 13-14.000. Στο κείμενο του απολογισμού υποστηρίζεται επίσης
ότι συνολικά ο Έρανος «προστάτευσε» 65.000 παιδιά (τετραπλάσια από ό,τι τα
κρατικά ιδρύματα), γιατί στα 18.000 προστίθενται 10.000 που σιτίζονταν μία φορά
την ημέρα στις Εστίες Συσσιτίου (άλλες πηγές του ίδιου πολιτικού χώρου μιλούν
για 3.000), γιατί συντηρούσε τους τροφίμους των Βασιλικών Τεχνικών Σχολών, κ.ά.
Για τις συγκεκριμένες σχολές αξίζει ειδικά μνεία. Στη Λέρο, τη μεγαλύτερη, η
οποία ιδρύθηκε το Μάρτιο του 1949, είχαν μεταφέρει ανήλικους αντάρτες του ΔΣΕ
από την Πελοπόννησο, για να τους εκπαιδεύσουν επαγγελματικά και να τους
«αναμορφώσουν» ηθικά. Είχε 1.253 τροφίμους και η διάρκεια της φοίτησης ήταν
ένας χρόνος. Σε αυτές τις σχολές υπήρχε στρατιωτική πειθαρχία και χρησίμευαν ως
φόβητρο για τους ανυπάκουους τροφίμους των παιδοπόλεων (ΜGΑ, ΡΜ 66/9, σο. 13-5,
Αρχείο ΕΟΠ, Δ/ΚΥ, ΦΑΚ 14 και 16, Ιστορικό Αρχείο Λέρου).
Όσον αφορά
τον αριθμό των παιδιών και τα στοιχεία που μας παρέχει το ΚΚΕ, παρ' όλη την
οργανωτικά του δεινότητα, δεν είναι επακριβή. Το 1950 αναφέρεται ότι ζούσαν
στις Λαϊκές Δημοκρατίες και την ΕΣΣΔ 25-28.000 παιδιά. Ο αριθμός δίνεται πάλι στο
«περίπου». Η ύπαρξη παιδιών στη Γιουγκοσλαβία, με την οποία οι σχέσεις, λόγιο
της σύγκρουσης Στάλιν - Τίτο, είχαν διακοπεί, περιπλέκει ακόμα περισσότερο τα
πράγματα (Μπαρτζιώτας, σσ. 482, 504-5, Ristovic 1998, σ. 96) καθώς και το
γεγονός ότι είναι δύσκολο να οριστεί o όρος παιδί. Σίγουρα όμως ο ΔΣΕ δεν
μετακίνησε 25-28.000 παιδιά, γιατί σε αυτό το νούμερο συμπεριλαμβάνονται και οι
νεαροί μαχητές του ΔΣΕ, όπως ο Νίκος που αναφέραμε παραπάνω, ο οποίος μετά το
τέλος της ένοπλης σύγκρουσης από μαχητής πολιτογραφήθηκε πάλι ως παιδί και
στάλθηκε στο σχολείο. Συμπεριλαμβάνονται ακόμη και τα παιδιά που γεννήθηκαν
«έξω» και όσα είχαν φύγει με τις οικογένειες τους πριν ή στη διάρκεια του
ένοπλου Εμφυλίου -στο Μπούλκες βρίσκονταν περίπου 2.000. Θεωρώ ότι είναι πιο κοντά
στην πραγματικότητα τα στοιχεία που παραθέτει ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός,
σύμφωνα με τα οποία ο ΔΣΕ «απήγαγε» 12.941 παιδιά χωρίς τους γονείς τους και
721 με τους γονείς τους (όσα περίπου και οι κυβερνητικές δυνάμεις) ενώ 12.248
διέσχισαν τα σύνορα με τις οικογένειες τους και 2.100 ζούσαν ή γεννήθηκαν
«έξω», σύνολο 28.010 (ΕΕΣ 1997, σ. 55).
Η έλλειψη
επαρκών αρχειακών πηγών δεν μας εμποδίζει μόνο να γνωρίσουμε τον ακριβή αριθμό
των μετακινηθέντων παιδιών αλλά και να θέσουμε τα όρια μεταξύ όσων
μετακινήθηκαν με τις οικογένειες τους, ή έστω με τη συγκατάθεση τους, και όσων
πήγαν με τους αντάρτες ή τους στρατιώτες χωρίς τη συγκατάθεση των δικών τους.
Στην τελευταία περίπτωση όμως τα όρια είναι έτσι κι αλλιώς δυσδιάκριτα, όταν,
σήμερα, τα τότε παιδιά που βρέθηκαν στις παιδοπόλεις του Εράνου, θυμούνται ότι
αυτό έγινε -σε πολλές περιπτώσεις - παραβιάζοντας την εντολή των γονιών τους.
Υποστηρίζουν ότι ακολούθησαν κάποια μεγαλύτερα παιδιά, που τα θαύμαζαν ή ότι η
επιθυμία τους να ανέβουν και να ταξιδέψουν με το αυτοκίνητο που είχαν οι
στρατιώτες, υπερέβαινε τη γονική εντολή (Συνεντεύξεις σε Τσοτύλι, Ομαλή,
Βροντή, Ανθοχώρι: 30.7-3.8.2001).
Όσο βέβαιο
είναι ότι πολλοί γονείς δεν ήθελαν να αποχωριστούν τα παιδιά τους άλλο τόσο
είναι ότι αρκετοί τα έδωσαν οικειοθελώς, γιατί δεν είχαν να τα θρέψουν ή για να
τα γλιτώσουν από τον πόλεμο και την πείνα ή γιατί πίστευαν ότι ήταν κάτι
προσωρινά ή γιατί θεωρούσαν ότι έτσι τους εξασφάλιζαν ένα καλύτερο μέλλον.
Αρκετά από τα μεγαλύτερα σε ηλικία παιδιά, αγόρια και κορίτσια, ήθελαν να
ξεφύγουν από την κλειστή, αγροτική, πατριαρχική κοινωνία του χωριού. Επιπλέον,
και οι δύο κυβερνήσεις υπόσχονταν καλύτερη διατροφή και Κυρίως μόρφωση. Η
απήχηση αυτών των κηρυγμάτων ήταν μεγαλύτερη στις μειονοτικές ομάδες: τόσο
στους σλαβόφωνους που βρίσκονταν με την πλευρά του ΚΚΕ/ΔΣΕ, όσο και στους
τουρκόφωνους που πήγαν στις παιδοπόλεις του Εράνου.
Η προπαγάνδα
Σε μια
αντιπαράθεση οι αντίπαλοι πάντα αναζητούν στηρίγματα στην «κοινή γνώμη». Στον
ελληνικό Εμφύλιο και οι δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις επιδίωξαν να πείσουν ότι
το μοναδικό τους κίνητρο για τη μετακίνηση των παιδιών ήταν η σωτηρία τους. Για
τις μετακινήσεις που έκαναν οι ίδιοι επικαλούνταν ανθρωπιστικούς λόγους ενώ
κατηγορούσαν τις αντίστοιχες πράξεις των αντιπάλων τους. Η προσπάθεια
τεκμηρίωσης των ανθρωπιστικών λόγων στηριζόταν κυρίως στις κατηγορίες ότι οι
«άλλοι» φταίνε γιατί άρχισαν πρώτοι (βασικό επιχείρημα της Δεξιάς) ή ότι οι
«άλλοι» τους υποχρέωσαν να μεταφέρουν τα παιδιά, λόγω των βομβαρδισμών και της
πείνας (επιχείρημα της Αριστεράς). Το ζήτημα δεν ήταν όμως απλά ανθρωπιστικό,
αλλά βαθιά πολιτικό.
Το κοινωνικά
ευαίσθητο θέμα της μετακίνησης των παιδιών τέθηκε στην πολιτική αρένα από τη
Δεξιά. Λειτούργησε ως αντίβαρο στην πολιτική των εκτελέσεων και στην ύπαρξη
στρατοπέδων, όπως η Μακρόνησος, όπου η Αριστερά είχε επικεντρώσει τη δική της
προπαγάνδα.
Η δεξιά
ρητορική χρησιμοποίησε εκτός από τον όρο «παιδομάζωμα» και τους όρους
«γενοκτονία» και «έγκλημα κατά της ανθρωπότητας». Ωστόσο, το «παιδομάζωμα»
επικράτησε και χρησιμοποιείται έως σήμερα, ακόμη και από τους αριστερούς,
συνήθως με την προσθήκη «το λεγόμενο παιδομάζωμα».
Ο όρος
«παιδομάζωμα» επικράτησε, γιατί ακουμπούσε στον εθνικισμό/πατριωτισμό των
Ελλήνων. Ανακαλούσε στην εθνική συλλογική μνήμη τους «προαιώνιους» εχθρούς
τους, τους Τούρκους, οι οποίοι, σύμφωνα με την εθνική ιστοριογραφία, άρπαζαν
Ελληνόπουλα, τα εκπαίδευαν στα τάγματα των γενιτσάρων και τα έστελναν να
πολεμήσουν ενάντια στους χριστιανούς συμπατριώτες τους. Επικράτησε γιατί στον
ελληνικό Εμφύλιο το μήλο της Έριδος ήταν το έθνος. Η δεξιά ρητορική της εποχής
ονόμαζε τον Εμφύλιο «συμμοριτοπόλεμο»· οι «συμμορίτες», εναντίον των οποίων
πολεμούσε ο Εθνικός Στρατός δεν ήταν Έλληνες αλλά «Εαμοβούλγαροι»,
«Σλαβοκουμμουνιστές». Η Αριστερά πάνα ονόμαζε τον Εμφύλιο «δεύτεροαντάρτικο» -
το πρώτο ήταν στη διάρκεια της ναζιστικής Κατοχής - και θεωρούσε ότι έκανε έναν
εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα ενάντια στη «δεύτερη Κατοχή» των Άγγλων και
Αμερικανών. Οι αριστεροί, στις κατηγορίες των δεξιών «εθνικοφρόνων»
επιχειρηματολογούσαν αποδεικνύοντας την «εθνικοφροσύνη» τους με τη δράση τους
στην Κατοχή: το ΚΚΕ είχε οργανώσει και καθοδηγήσειτην Αντίσταση ενάντια στους κατακτητές για
την απελευθέρωση της πατρίδας, σε αντίθεση με τη Δεξιά που θεωρούσαν ότι
συνολικά είχε συνεργασθεί, και για δεκαετίες αποσιωπούσαν το κοινωνικά όραμα
της λαοκρατίας (Βερβενιώτη, 2002α). Ο όρος «παιδομάζωμα» επικράτησε, γιατί,
απέναντι στο εθνικιστικό επιχείρημα της Δεξιάς, ο αριστερός λόγος ήταν
αδύναμος. Ο ΔΣΕ πράγματι μετέφερε παιδιά εκτός Ελλάδας, ακόμη και στη
Βουλγαρία, παρ' όλο που και οι Σλάβοι -Βούλγαροι όπως και οι Τούρκοι ανήκαν
στους εχθρούς του ελληνικού έθνους.
Στο διεθνές
επίπεδο, παρόλο τον Ψυχρό Πόλεμο και τις αντιθέσεις μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων
και των χωρών που τις υποστήριζαν, το θέμα των παιδιών δεν άφηνε κανέναν
ασυγκίνητο. Γα παιδιά αποτελούσαν τις ελπίδες και το μέλλον της ανθρωπότητας,
και τελικά της κομμουνιστικής ή αντικομμουνιστικής ιδεολογίας. Κανένας δεν
μπορούσε να μην υποστηρίξει το αίτημα για επιστροφή των παιδιών στους γονείς
και στην πατρίδα τους, που είχε θέσει η κυβέρνηση της Αθήνας. Στον ΟΗΕ και τα
τρία ψηφίσματα [ 193C(ΙΙΙ) 27.11,1948, 288B(V) 18.11.1949 και 382C (V)
1.12.1950] για τον επαναπατρισμό των παιδιών που είχαν μετακινηθεί στις Λαϊκές
Δημοκρατίες και την ΕΣΣΔ ψηφίστηκαν ομόφωνα.
Ο επαναπατρισμός
Τα παιδιά
από τις παιδοπόλεις, εκτός από αυτά που ήταν ορφανά και από τους δύο γονείς «ή
των προς τούτοις εξομοιουμένων (γονείς συμμορίται ή υπόδικοι ή κατάδικοι ή εν
εξορία)» επέστρεψαν στα σπίτια τους το 1950 με το τέλος του σχολικού έτους. Για
τα ορφανά και τα παιδιά των ανταρτών, των φυλακισμένων και των εξόριστων
διατηρήθηκαν 13 παιδοπόλεις.
Στις 24
Ιουνίου 1950, στο Σύνταγμα, μπροστά από το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη έλαβε
χώρα η τελετή του επαναπατρισμού. Παρευρέθηκαν οι βασιλείς, οι πρόσκοποι, οι
οδηγοί, οι μαθητές των σχολείων της Αθήνας καθώς και τα παιδιά των παιδοπόλεων.
Ο σκοπός αυτής της εκδήλωσης ήταν διπλός: να «εκδηλωθή η ευγνωμοσύνη των
προοφυγοπαίδων προς τας ενόπλους δυνάμεις χάρις εις τον ηρωισμόν των οποίων
διεσώθησαν» και να απευθύνουν διαμαρτυρία προς «τους Ελεύθερους Λαούς δια την
παρακράτηση» των απαχθέντων Ελληνοπαίδων» (ΕΠΒΕΕ 3.8.1949 και 16.6.1950).
Στο θέμα του
επαναπατρισμού των παιδιών που βρίσκονταν στις χώρες του σοβιετικού μπλοκ η
πολιτική εμπλοκή ήταν διεθνής και γι' αυτό πιο πολύπλοκη. Ο αριθμός των παιδιών
που επέστρεψαν στην Ελλάδα μας είναι ακόμα άγνωστος. Μέχρι το Νοέμβριο του 1950
«ούτε ένα παιδί δεν έχει επιστρέψει στην πατρίδα του και. με εξαίρεση τη
Γιουγκοσλαβία, καμία από τις χώρες υποδοχής δεν έχει προβεί σε καμιά ενέργεια»
(ΟΗΕ Α/2236). Στις δεκαετίες 1950 και 1960 υπολογίζεται ότι 3-5.000 παιδιά
επέστρεψαν στην Ελλάδα (Swenson 1957, Μανούκας 1969. σσ. 70-1. Μητσόπουλος
1979. σ. 18. Βουρνάς 1981. σ. 398). Τα περισσότερα όμως ακολούθησαν τα βήματα
των υπόλοιπων πολιτικών προσφύγων. Άρχισαν να επιστρέφουν μαζικά στη δεκαετία
του 1980. Και δεν ήταν πλέον παιδιά.
Επίλογος
Στον
ελληνικό Εμφύλιο και οι δύο παρατάξεις ενδιαφέρονταν, ή έδειχναν να
ενδιαφέρονται, για τα παιδιά, γιατί τα παιδιά σε μια κοινωνία που μόλις είχε
βγει από έναν ολοκληρωτικό πόλεμο, το Β΄ Παγκόσμιο, αποτελούσαν μια κοινωνικά
αδιαμφισβήτητη αξία. Επιπλέον, το τέλος του πολέμου και η συντριβή του φασισμού
είχε εγείρει προσδοκίες για μια καλύτερη, δικαιότερη κοινωνία, όπου θα ζούσε η
νέα γενιά. Δεν αποτελεί λοιπόν παράδοξο ότι στη διάρκεια της ένοπλης εμφύλιας
σύγκρουσης, η οποία υπήρξε η βαριά κληρονομιά του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, το
θέμα της «σωτηρίας» των παιδιών αποτέλεσε ένα από τα σημεία αιχμής του. Η
«σωτηρία» όμως δεν αφορούσε τα πάνω από 340.000 παιδιά που υπολογίζεται ότι
μετά το τέλος του πολέμου ήταν ορφανά αλλά περίπου 40-60.000 παιδιά.
Αυτά τα
παιδιά και «σώθηκαν» και «αρπάχθηκαν». Σώθηκαν από τους βομβαρδισμούς και την
πείνα, σιτίστηκαν καλύτερα από όσα έμειναν στα χωριά τους και πολλά από αυτά
μορφώθηκαν. Τα έχουν αρπάξει όμως, με την έννοια ότι και τα δύο στρατόπεδα τα
εκπαίδευσαν σύμφωνα με τα δικά τους πιστεύω, τα εγκλώβισαν στο δικό τους κόσμο.
Γα παιδιά αυτά βρέθηκαν στη δίνη μιας στρατιωτικής και πολιτικής αντιπαράθεσης,
η οποία μετέβαλε και καθόρισε τη ζωή τους.
Το πρώτο δεκαήμερο του Ιούνη του 1924, διοργανώθηκε στη
Μυτιλήνη, το δεύτερο παλλεσβιακό εφεδρικό συνέδριο, στο οποίο συμμετείχαν οι
παλιοί πολεμιστές της περιόδου 1912-1922με αιτήματα ασφαλώςτην
αποκατάσταση των εφέδρων πολεμιστών, την φορολογία του κεφαλαίου και την
διοικητική αποκέντρωση του νησιού.
Ο όρος "Λεσβιακή Άνοιξη", χρησιμοποιήθηκε για πρώτη
φορά από τον Στρατή Μυριβήλη και τον Αντώνη Πρωτοπάτση, προκειμένου να περιγράψει
την πρωτόγνωρη πνευματική και καλλιτεχνική άνθηση που σημειώθηκε στη Μυτιλήνη
την δεκαετία του 1920, μέχρι την κήρυξη δικτατορίας της 4ης
Αυγούστου του 1936.
Τα πρακτικά δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά στο περιοδικό "Αιολικά Γράμματα" του 1975. Αξίζει να διαβαστούν κάποια αποσπάσματα χαρακτηριστικά του ιδεολογικού και πολιτικού κλίματος της εποχής εκείνης.
Ο Βενέζης αναφέρει: «Ύστερα έγινε μια πρόταση. Την έκανε ο συν. Μυριβήλης. Ακολούθησε μια πλατιά συζήτηση (...). Μ’ όλο που αυτή η συζήτηση δεν ήταν παρά μια ανεπίσημη κουβέντα, φρόντισα να κρατήσω πιστές σημειώσεις για όλα που ειπώθηκαν. Κι επειδή θέλω να δείξω σε πόσο αψηλό σημείο στάθηκε το συνέδριο απ’ -την πρώτη στιγμή αφού συζητήθηκαν με ενθουσιασμό τέτοια θέματα, νομίζω πως πρέπει να βάλω εδώ όλη τη θαυμαστή κουβέντα με τις πιo μικρές λεπτομέρειες».
Η πρόταση του Μυριβήλη ήταν να αποφασίσει το συνέδριο, οι εργασίες του να καθαγιαστούν με ένα σεμνό και κατανυκτικό μνημόσυνο για τους σκοτωμένους των τελευταίων πολέμων:
«Λέγοντας, εξηγεί ο Μυριβήλης, «σκοτωμένους των πολέμων», δεν εννοώ μονάχα τους δυστυχισμένους συναδέλφους μας του Ελληνικού Στρατού. Εννοώ όλα τα θύματα της παράφρονος μανίας των στρατοκρατών και - των χρηματιστών και των μεγαλοβιομηχάνων, που έριξαν τον κόσμο μέσα στην κόλαση της πιo τρομερής ανθρωποσφαγής που είδε ίσαμε σήμερα η υφήλιος. Εννοώ όλους τους σκοτωμένους ανθρώπους που σκοτώθηκαν από συναδέλφους των, γιατί η ηθική και η σωματική βία, που επεβλήθη επάνω στους εκούσιους φονιάδες τους έκανε τέτοιους δίχως να έχουν συναίσθηση της φρίκης της ανθρωποκτονίας. Προτείνω κύριοι συνάδελφοι, το μνημόσυνό μας να μην είναι μνημόσυνο μίσους και εκδικήσεως, δηλαδή σύμβολον συνεχίσεως της σφαγής, αλλά μνημόσυνο απλώς όλων των ανθρώπων που σκοτώθηκαν στους πολέμους. Θα ήθελα το μνημόσυνο ως μία χειρονομία ανωτέρου ανθρωπισμού. Οι άνθρωποι που μας σκότωσαν και οι άνθρωποι που σκοτώσαμε, βιασμένοι κάτω από τη βία μιας σκληρής πιέσεως, είναι εξίσου «θύματα» θύματα αθώα κατά βάθος, γιατί η ιδέα του σκοτωμού δεν ήταν δική τους. Τους επεβλήθη και τους εκαλλιεργήθη από άλλους. Τόσο οι φονιάδες, όσο και τα θύματα δεν είχανε αναμεταξύ τους κανένα πραγματικό, αληθινό μίσος. Ήτανε όλοι τους άγνωστοι και όλοι τους δυστυχισμένοι εξίσου».
Ένας από τους συνέδρους διαφωνεί:
«Εγώ που έκανα αιχμάλωτος, εγώ που υπέφερα, ουδέποτε θα συγχωρήσω τα τέρατα αυτά...».
Ο Μυριβήλης:
«Επιτρέψατέ μου κ. συνάδελφε. Όλοι μας υποφέραμε αυτά τα μαρτύρια επί δέκα ολάκαιρα χρόνια, ακόμα κι όσοι δεν είχαμε την κακοτυχία να γίνουμε αιχμάλωτοι, αλλά ψοφούσαμε μες στο χαράκωμα, ή λιώναμε με ελώδης δίχως καμία ιατρική περίθαλψη στη Νιγρίτα, ή κάναμε εκατοστές χιλιόμετρα μες στη λάσπη και μες στους πάγους δίχως άρβυλα. Όσο για τα τέρατα αυτά που λέτε πως σκότωσαν αθώους ανθρώπους, να μου επιτρέψετε να σας πω πως κι εμείς είμαστε στην ίδια θέση μ' αυτούς. Προσωπικώς σας λέγω με βδελυγμό για το κατάντημά μου, και εγώ ο ίδιος έλαβα μέρος το 1912 μες στην Ε' Μεραρχία στο κάψιμο ένα πλήθος ευτυχισμένων τούρκικων χωριών, τα Καΐλάρια, εγώ ο ίδιος ντουφέκισα μαζί με τους συναδέλφους μου όλους τους Τούρκους πολίτας, που είχανε απομείνει μες στα σπίτια τους από 18 χρόνων κι απάνω, εγώ ο ίδιος είδα χανούμισες λυσίκομες και ζεφρενιασμένες απ’ τη φρίκη να χύνονται κοπάδια μέσα στους φλεγόμενους δρόμους των χωριών, για ν’ αναγνωρίσουνε τους σκοτωμένους των ανθρώπους. Λοιπόν, κι εμείς οι φονιάδες είμασταν κατά βάθος αθώα κτήνη σπρωγμένα απ’ τους ανώτερους μας κι αυτοί ήταν ολότελα αθώοι όπως κι όλοι οι Τούρκοι στρατιώτες που σκοτώθηκαν από μας. Το μόνο σφάλμα τους, που υπερασπιζότανε την πατρίδα τους και την οικογένειά τους που πήγαμε να καταχτήσουμε».
Στην παρέμβασή του ο Λεφκίας είπε χαραχτηριστικά σε κείνους που διαφωνούσαν:
«Το μνημόσυνο θα γίνει για τους ανθρώπους, αποκλειστικά για τους ανθρώπους. Τα θύματα μιας άθλιας πολιτικής περιοτάσεως που τους εστέρησε τη ζωή. Όταν λέμε ανθρώπους δεν εννοούμε Τούρκους, Βουλγάρους, αλλ’ απλώς τα όντα εκείνα που περικλείουν την ανθρώπινη ζωή και που κανένας δεν έχει το δικαίωμα να τους την αφαιρέσει. Οι σκοτωμένοι των πολέμων είναι για μας σύμβολα. Είναι σύμβολα της φρικτής ιδέας των πολεμικών ανθρωποκτονιών που είναι εκδήλωσις ελεεινής βαρβαρότητας. Μην παρασύρεστε από τον εύκολο πατριωτισμό, τον πατριωτισμό κάθε ώρας και κάθε στιγμής, αλλά θελήσετε να ανεβάσετε λίγο την σκέψη σας και τα αισθήματά σας σε μια σφαίρα ανθρωπιστικότερη, ευγενικότερη και πιό πολιτισμένη. Εμείς οι έφεδροι που είμαστε τα ζωντανά θύματα πρέπει να το συναισθανθούμε αυτό και να αγαπήσουμε τα νεκρά θύματα όποιο όνομα κι αν είχαν και σε όποια θρησκεία κι αν επίστευαν».
Ο αντιπρόσωπος του Παλαιόκηπου, Εμμανουήλ :
«Ας καταλάβουμε μια για πάντα πως οι στρατιώτες Τούρκοι, Έλληνες και Βούλγαροι αλληλοσκοτώνονται μόνο επειδή άλλοι τους διατάζουνε ν’ αλληλοσκοτωθούν. Εμείς δεν ήρθαμε εδώ να ακονίσουμε τα σπαθιά μας και τη δυστυχία μας, που είναι αποτέλεσμα των βάρβαρων πολέμων».
Ένα σημείο που πρέπει
σχολιαστεί, είναι ότι δεν πρέπει να γίνεται ταύτιση της αντιπολεμικής στάσης με
τη σοσιαλιστική ιδεολογία και εννοείται με τον μπολσεβικισμό. Υπάρχουν μεγάλοι
αντιπολεμικοί λογοτέχνες, που αν και έγραφαν ενάντια στην απληστία του μεγάλου
κεφαλαίου και άφηναν μέσα από το έργο τους να εννοηθούν σοσιαλιστικές ιδέες
(άλλοτε καθαρά, άλλοτε όχι), δεν μπόρεσαν να κατακτήσουν τη σοσιαλιστική ιδέα
που αποτελεί ανώτερο στάδιο κοινωνικής συνείδησης. Παρέμειναν στα πλαίσια του
αστικού ουμανισμού, στα πλαίσια του πολιτισμένου ανθρώπου που αποτροπιάζεται
από τον πόλεμο και τα εγκλήματα που τον συνοδεύουν. Κάποιες φορές, μέσα από
αυτήν την διαδρομή, έφταναν πολλές φορές στον διεθνισμό και στην καταδίκη της
εθνικιστικής πατρίδας. Πρόχειρα παραδείγματα από την ιστορία της ελληνικής
λογοτεχνίας, πέρα από τον Στρατή Μυριβήλη, ο Αριστοτέλης Σίδερης, ο Κώστας
Χατζόπουλος, ο Ντίνος Θεοτόκης,Κανένας (ή σχεδόν κανένας), δεν έφτασε στο επίπεδο
του επαναστατικού ντεφαιτισμού του Λένιν, αλλά το πολύ στον ουτοπικό σοσιαλισμό
και τον πασιφισμό του αδικοσκοτωμένου Ζωρές.
Η Σοφία Ματθαίου στην εργασία της με θέμα την εφημερίδα
ΚΑΜΠΑΝΑ του Στρ.Μυριβήλη σελ. 216 αναφέρει :
«Η αποκατάσταση των
πολεμιστών, που επιστρέφουν μετά τη μικρασιατική εκστρατεία δεν είναι πρόβλημα
μόνο της Μυτιλήνης. Μετά την καταστροφή του 1922 ιδρύονται Οργανώσεις έφεδρων
με ποικίλο πολιτικό προσανατολισμό. Οι ενώσεις αποστρατευομένων πολεμιστών και
αργότερα Παλαιών Πολεμιστών απλώνονται σ' όλη την Ελλάδα. Αποτελούν συνέχεια
της αντιπολεμικής κομμουνιστικής προπαγάνδας στο μέτωπο.Συνθήματα τους είναι:
«Πόλεμος κατά του Πολέμου», «Κάτω ο Ιμπεριαλισμός», «Κάτω η στρατοκρατία». Η
αποκατάσταση των εφέδρων θα επιτευχθεί σε τελευταία ανάλυση με την αλλαγή του
κοινωνικού συστήματος και τον κοινό αγώνα πολεμιστών και κομμουνιστικού
κόμματος. Αυτή είναι η απάντηση που δίνει στο πρόβλημα η αριστερή Ιδεολογία
στην Ελλάδα. Η επικράτηση εξάλλου ριζοσπαστικών απόψεων στο κομμουνιστικό κόμμα
και η σύνδεση του με την Γ' Διεθνή σχετίζονται με την προώθηση στην ηγεσία
στελεχών του, που είναι Παλαιοί Πολεμιστές».
Ο Τρότσκι δέχεται στο γραφείο του ένα δημοσιογράφο της εφημερίδας El Universal (30.11.1937). Φωτo: Archivo/EL UNIVERSAL. Πηγή: www.lifo.gr
“Δεν υπάρχει λεκές στην επαναστατική μου τιμή. Ούτε άμεσα ούτε έμμεσα έχω εισέλθει σε παρασκηνιακές συμφωνίες ή ακόμα και διαπραγματεύσεις με τους εχθρούς της εργατικής τάξης… Επί σαράντα τρία χρόνια της συνειδητής ζωής μου παρέμεινα επαναστάτης, από αυτά, τα σαράντα δύο χρόνια πολέμησα κάτω από το λάβαρο του μαρξισμού… Θα πεθάνω ένας προλετάριος επαναστάτης, ένας μαρξιστής, ένας διαλεκτικός υλιστής και επομένως ένας ασυμβίβαστος άθεος. Η πίστη μου στο κομμουνιστικό μέλλον της ανθρωπότητας δεν είναι λιγότερο φλογερή, αλλά ισχυρότερη από τις ημέρες της νιότης μου” .
Ο θεωρητικός
του μαρξισμού που αντιτάχθηκε στον σταλινισμό και τον μαοϊσμό.Ο Λεφ
Νταβίντοβιτς Μπρόνσταϊν, με το
επαναστατικό του όνομα Λέων Τρότσκι, ήταν επαναστάτης από γεννησιμιού του. Ήδη
από παιδί καταπιάστηκε με τους αγώνες του εργατικού κινήματος, πολύ πριν έρθει
σε επαφή με τον μαρξισμό, στον οποίο θα αφιέρωνε κατόπιν τη ζωή του.Το σπουδαίο
θεωρητικό έργο του μαρξιστή διανοουμένου δεν θα κηλιδωνόταν ωστόσο από τις
μηχανορραφίες του Στάλιν, που θα τον εξόριζαν οριστικά από την ίδια την ιστορία
της ρωσικής επανάστασης .
Τον Μάιο του
1940, ο Τρότσκι και οι υποστηρικτές του υιοθέτησαν το «Μανιφέστο για τον
ιμπεριαλιστικό πόλεμο και την προλεταριακή επανάσταση», στο οποίο ανοιχτά
δήλωνε ότι «η προετοιμασία για την επαναστατική ανατροπή της ηγετικής κάστας
της Μόσχας είναι ένα από τα κύρια καθήκοντα της IV Διεθνούς». Μια τέτοια δήλωση
ισοδυναμούσε με επίσημη κήρυξη πολέμου στην σοβιετική κυβέρνηση.
Από το βιβλίο του Νίκου Θεοδοσίου Ο Αγνωστος Βιτσώρης
Η “Αριστερή
Αντιπολίτευση”, με ηγέτη τον ΛΤ, έκανε την εμφάνισή της το 1923, με το “γράμμα
των 46”, προς την Κεντρική Επιτροπή. (επρόκειτο για 46 ηγετικά μέλη του
κόμματος, μεταξύ των οποίων ήταν οι Πιατάκοβ, Πρεομπραζένσκι, Σμυρνόβ,
Αντόνοβ-Οβσέγιενκο κλπ). Δύο ήταν τα βασικά σημεία του προγράμματός της: Η
επαναφορά της πλήρους δημοκρατίας μέσα στο κόμμα και η γρήγορη εκβιομηχάνιση
της χώρας .Το 1926 ενώθηκαν μαζί της και οι Ζηνόβιεφ και Κάμενεφοι θέσεις της ενωμένης πλέον Αντιπολίτευσης,
παρουσιάστηκαν στην περίφημη “Πλατφόρμα” προς το 15ο Συνέδριο του Κόμματος, το
1927. Ο Στάλιν, στηριζόμενος αποκλειστικά στην δεξιά πτέρυγα του κόμματος
(Μπουχάριν, Ρύκοβ, Τόμσκι κλπ)…. πέτυχε να κηρυχθεί το κείμενο παράνομο.
Σύμφωνα με
τον James Cannon, γενικό γραμματέα του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος των ΗΠΑ
και στενού φίλου του Τρότσκι, τα τελευταία λόγια του ηγέτη στο νοσοκομείο ήταν:
«Δεν θα επιβιώσω από αυτή την επίθεση. Ο Στάλιν κατάφερε τελικά να ολοκληρώσει
το έργο που αποπειράθηκε ανεπιτυχώς και πρωτύτερα»...
Η μελέτη της ζωής και των ιδεών του ΛΤ απέχει
πολύ απ’ το να είναι ένα ζήτημα του παρελθόντος, με αποκλειστικά ιστορικό και
θεωρητικό ενδιαφέρον. Ο καπιταλισμός εξακολουθεί, εδώ και δεκαετίες, να
βρίσκεται σε συνθήκες δομικής κρίσης. Παρ’ όλη την τεράστια ανάπτυξη που γίνεται
ολοένα και πιο φανερό πως αυτή η “ανάπτυξη” όχι μόνο δεν καλυτερεύει το βιοτικό
επίπεδο των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων, αλλά ακριβώς το αντίθετο: ο μισός
πλανήτης έχει στην κυριολεξία αφεθεί στην τύχη του, ενώ ακόμη και στις
ανεπτυγμένες χώρες οι άνεργοι και οι φτωχοί αυξάνονται καθημερινά. Αν σ’ όλα
αυτά προστεθεί η οικολογική καταστροφή στην οποία έχει καταδικάσει ο
καπιταλισμός τον πλανήτη, γίνεται φανερό πως η επανάσταση και η εργατική
δημοκρατία, όσο κι αν φαίνεται μακρινή προοπτική για πολλούς, δεν παύει ν’
αποτελεί τη μόνη ρεαλιστική προοπτική για την ανθρωπότητα.
Την ίδια
στιγμή, οι σταλινικές και ρεφορμιστικές ηγεσίες του εργατικού κινήματος δεν
κάνουν άλλο απ’ το να επαναλαμβάνουν τα λάθη του παρελθόντος και μάλιστα να
στρέφονται με ταχείς ρυθμούς ολοένα και πιο δεξιά, έχοντας στην ουσία αποδεχτεί
την οικονομική αλλά κυρίως την ιδεολογική κυριαρχία της “αγοράς”.
Τα ΚΚ
εξακολουθούν να πιστεύουν στα “στάδια” της επανάσταση, οι συμμαχίες τους δε, εξακολουθούν να είναι στην κατεύθυνση των
“λαϊκών μετώπων” του ’30. (το παράδειγμα του ΚΚΕ και του “αντιιμπεριαλιστικού –
δημοκρατικού” του μετώπου, είναι από τα πιο χαρακτηριστικά).
Διαβάζουμε χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το βιβλίο
του ΛΕΟΝΑΡΔΟ ΠΑΔΟΥΡΑ, Ο άνθρωπος που
αγαπούσε τα σκυλιάπου αναφέρεται στην δολοφονία του Τρότσκι σε Μτφρ.: Κώστας Αθανασίου, Σελ.: 685, τιμή:
19,17, Εκδόσεις Καστανιώτη Πηγή: www.lifo.gr
Περιπλανώμενος
και διωκόμενος ακόμη και στις χώρες όπου έβρισκε καταφύγιο, ο Τρότσκι είχε
καταλάβει ότι ο Στάλιν του επιτρέπει να παραμένει ζωντανός επειδή ακριβώς τον
είχε ανάγκη ως εξιλαστήριο θύμα. Το σταλινικό καθεστώς, πρέπει να τονίσουμε,
εκείνη την εποχή ήταν πανίσχυρο και διέθετε «μακριά χέρια» σε πολλές χώρες -
ευρωπαϊκές και μη. Ο Τρότσκι συνωμοτούσε με τον Χίτλερ (!), αυτός καταδίκασε
τους κομμουνιστές του ισπανικού εμφυλίου σε ηττα (!), αυτός χρησιμοποιούσε τη
Νορβηγία ως βάση για τις τρομοκρατικές του ενέργειες ενάντια στη Σοβιετική
Ενωση και τους ηγέτες της. Ο συκοφαντικός κατάλογος ήταν περίπλοκος και άλλαζε
ανάλογα με τις πολιτικο-στρατιωτικές εξελίξεις. «Οι κομμουνιστές έπρεπε να
διασφαλίσουν την επιτυχία μιας επιχείρησης ικανής να τους εγγυηθεί τον έλεγχο
των μετόπισθεν απαλλαγμένων απο τροτσκιστές και αναρχικούς. Η σοβιετική
διοίκηση ήλπιζε πως αυτήν τη φορά οι Ισπανοί θα ήξεραν να παίξουν τον ρόλο
τους». Σε τι αποσκοπούσε ο Τρότσκι; Η «αποστολή» του θύμιζε τις κατηγορίες
εναντίον του Λένιν το ‘17: ο Λένιν είχε κατηγορηθεί ότι ήθελε να παραδώσει τη
Ρωσία στα χέρια του Κάιζερ, όσο για τον Τρότσκι ήταν ηλίου φανεινότερο ότι
ήθελε να προσφέρει τη Σοβιετική Ενωση στον Φύρερ... Βέβαια, με πολιτικά
πεπραγμένα, με συκοφαντίες και αναδρομές μυθιστόρημα δεν γράφεται. Η αφήγηση
έχει ανάγκη την άμεση ζωή, να παίρνει ανάσες απο τον παγιδευμένο χρόνο ενός
προσώπου που, επειδή ακριβώς ήταν καταδικασμένο, πάσχιζε να περιφρουρήσει τη
ζωή του και να περισώσει την οικογένειά του. Ο Παδούρα επ’ αυτού πέτυχε διάνα.
Ο χρόνος του Τρότσκι τεμαχίζεται μαεστρικά. Τον παρακολουθούμε στην Πρίγκιπο
όπου το θέαμα της Κωνσταντινούπολης τον αποσπά για λίγο από τις απειλές των
διωκτών του, στη Γαλλία όπου οι άνθρωποι του Στάλιν δεν θ’ αργήσουν να τον
καταστήσουν ανεπιθύμητο, στη Νορβηγία όπου ο πρωθυπουργός Κουίσλιγκ τον θέτει
σε απομόνωση στο σπίτι του, και τέλος στο Μεξικό. Το χαρακτηριστικό είναι οτι ο
Λιεφ Νταβίντοβιτς -ως πολιτικός με παγκόσμια φήμη- όφειλε σε κάθε εξορία του να
υπογράφει βεβαίωση ότι δεν αποσκοπεί να εμπλακεί στην πολιτική κατάσταση της
εκάστοτε χώρας. Το λογοτεχνικό τρικ του αφηγητή εν προκειμένω είναι ισχυρό:
έχει έναν καταδικασμένο σε θάνατο, στον οποίο επιτρέπει ν’ απολαμβάνει
οικογενειακές στιγμές, να ελπίζει, να διαβάζει και να γράφει ακαταπόνητα τα
διάσημα κείμενά του - ένα από τα οποία ήταν, φυσικά, η βιογραφία του Στάλιν.
Επίσης, να ερωτεύεται τη Φρίντα Κάλο... Το βιβλίο παίζει με τις δυο όψεις του
αφηγηματικού νομίσματος: από τη μια ο Νταβίντοβις - από την άλλη ο δολοφόνος
του Μερκαντέρ. Όσο κι αν γνωρίζουμε το τέλος, τα ενδιάμεσα περιστατικά που
διαβάζουμε τα νιώθουμε ως δώρα προς έναν εκτελεσμένο που παραδόξως ζει ακόμα. Γι’
αυτό, άλλωστε, η περίπτωση του Μερκαντέρ λαμβάνει τέτοια διάσταση. Όταν, εν
τέλει, ο Ραμόν φτάνει στη Μόσχα, η πρώτη σοβαρή κουβέντα που του απευθύνουν
είναι μοιραία: «Φαντάζεσαι τι τιμή θ’ αποτελούσε να είσαι ο εκλεκτός που θα
εξαφανίσει από προσώπου γης αυτό το προδοτικό κατακάθι, τον Τρότσκι; Ξέρεις οτι
αυτός ο βρόμικος αρουραίος έχει ξεπουληθεί στους Γερμανούς και τους
Γιαπωνέζους; Ότι έχει φτάσει σε σημείο να σχεδιάζει μαζικές δηλητηριάσεις
Σοβιετικών εργατών για να σπείρει τον τρόμο στη χώρα;». Από ‘κει και πέρα
αρχίζει η μεταμόρφωση του Ραμόν ή, πιο σωστά, η πλαστογράφηση της
προσωπικότητάς του. Αλλάζει όνομα, από Ραμόν Μερκαντέρ ονομάζεται Στρατιώτης
13, Ρομάν Πάβλοβιτς, Ζακ Μορνάρ κ.λπ. Αλλάζει εθνικότητα - από Ισπανός γίνεται
Βέλγος. Αλλάζει μητρική γλώσσα - απωθεί την ισπανική και υιοθετει τη γαλλική.
Ασκείται στην απώθηση του αληθινού εαυτού του: δεν είναι αυτός που ήταν,
αντίθετα είναι αυτός που του υπαγόρευσαν. Όλη του η ζωή ηταν προσχέδιο για να
καταλήξει εκτελεστής του Τρότσκι. Οι εκπαιδευτές του τού εμφύτευσαν δανεικές
αναμνήσεις, ιδέες που δεν ήξερε, τρόπους αντίδρασης σε συγκεκριμένες
καταστάσεις, απαντήσεις στο καθετί. Από κει και πέρα ασκήθηκε στην αντοχή του
δολοφόνου, στη χρήση των όπλων, στην πτώση με αλεξίπτωτο, στον αμοραλισμό που ιδιάζει
στους ψυχρούς εκτελεστές. Άρα, ήταν έτοιμος για τον μεγάλο του άθλο. Ο
αναγνώστης που τρώει σελίδες σαν άγρια κατσίκα μόνο και μόνο για να φτάσει
επιτέλους στη δολοφονία πιστεύουμε ότι δυσανασχετεί λιγάκι με την άπειρη
υπομονή του αφηγητή Ιβάν. Άλλωστε, από ένστικτο έχει υποψιαστεί ότι το βιβλίο
έχει πολλαπλά διαζώματα και διάφορα μέρη που είναι δευτέρας διαλογής. «Ο
θάνατος δεν βιαζόταν», διαβάζουμε στη σελίδα 562, ούτε βέβαια ο Παδούρα. Ο
αναγνώστης, ωστόσο, βιάζεται για να βρεθεί στη σκηνή όπου ο άνθρωπος με τα
πολλά ονόματα (και την αγάπη για τα σκυλιά) θα νιώσει ενώπιος ενωπίω με την
ίδια την Ιστορία και τη μοίρα του. Εν τέλει, η τραγική σκηνή ανασκηνοθετείται
στις σελίδες 576, 577, 578. Ο Ραμόν έχει δώσει ένα κείμενό του στον Τρότσκι για
να το διορθώσει, αφού πρώτα κέρδισε την εμπιστοσύνη της οικογένειας και των
φρουρών. Ο καταδικασμένος σε θάνατο γερο-Τρότσκι κάθεται στο γραφείο
εκνευρισμένος για τα ορνιθοσκαλίσματα του κειμένου, ενώ ο Ραμόν τραβάει απο το
πανωφόρι του την ορειβατική σκαπάνη: «Εκείνη τη στιγμή ο Ραμόν Μερκαντέρ
αισθάνθηκε πως το θύμα του του είχε δώσει τη διαταγή. Ύψωσε το δεξί του
μπράτσο, το έφερε μέχρι πίσω από το κεφάλι του, έσφιξε δυνατά την κομμένη λαβή
κι έκλεισε τα μάτια. Δεν μπόρεσε να δει ότι την τελευταία στιγμή ο κατάδικος,
με τα μουντζουρωμένα χαρτιά στο χέρι, έστρεφε το κεφάλι και είχε ακριβώς όσο
χρόνο χρειαζόταν για να διακρίνει τον Ζακ Μορνάρ τη στιγμή που κατέβαζε με όλη
του τη δύναμη τη σκαπάνη που αναζητούσε το κέντρο του κρανίου του. Η κραυγή
τρόμου και πόνου ταρακούνησε τα θεμέλια του άχρηστου φρουρίου της λεωφόρου
Βιένα». Ανεκδοτολογικά και μόνο μπορούμε να θυμισουμε τη διαφορά αντίδρασης
έναντι του Στάλιν που επέδειξε ένα άλλο, εξίσου διάσημο, υποψήφιο θύμα. Το
1950, τρία χρόνια πριν από τον θάνατο του Στάλιν, ο Γιόσιπ Μπροζ, γνωστός ως
Τίτο, έστειλε μια επιστολή στον Στάλιν όπου έγραφε τα εξής: «Στάλιν, πάψε να
στέλνεις δολοφόνους για να με βγάλουν από τη μέση. Αν δεν σταματήσεις αυτή την
ιστορία, θα στείλω εγώ προσωπικά έναν άνθρωπο στη Μόσχα και δεν θα χρειαστεί να
στείλω άλλον.
Είναι αναμφισβήτητα ο Λένιν μια εμβληματική μορφή του επαναστατικού κινήματος. Από μία άποψη, η εμβληματική του μορφή είναι, κυρίως, διότι συνδύασε τη θεωρία με την πράξη (τη νικηφόρα πράξη της Οκτωβριανής επανάστασης), καινοτομώντας και στο ένα όσο και στο άλλο πεδίο, πάνω απ’ όλα όμως στη σύνδεσή τους. Εμβληματική μορφή, ωστόσο, δεν σημαίνει μορφή που αγιοποιείται ή θεοποιείται, δεν επιδέχεται κριτικής αντιμετώπισης, απαλλάσσεται από τα χαρακτηριστικά του τέκνου της εποχής και του κινήματος που την ανέδειξε, από αντιφάσεις είτε αμφιλεγόμενες ή λανθασμένες θέσεις στο θεωρητικό έργο, την πολιτική και οργανωτική πρακτική που πρέπει να αντιμετωπίζεται ως το «τελευταίο» στάδιο της επαναστατικής θεωρίας, πέραν του οποίου ουδέν νέο μπορεί να λεχθεί.
Όποιος τον αντιμετωπίζει έτσι, θεωρώντας ότι οι παρακαταθήκες του αντιστοιχούν όχι σε σώμα ζωντανό και δοκιμαζόμενο στην εξέλιξη της ταξικής πάλης αλλά σε αρχές ανάλογες με τις δέκα εντολές που το μόνο που μπορούν να κάνουν οι «πιστοί» είναι να τις ασπάζονται τυφλά και μονολιθικά, βρίσκεται παρασάγγας μακριά από την ουσία της λενινιστικής συνεισφοράς. Για την ακρίβεια, ίσως να αντιμετωπιζόταν χλευαστικά από τον ίδιο τον Λένιν — κι ας τον εκθειάζει.
Το ίδιο ξένη προς την ουσία του λενινισμού είναι και η οπτική που αναδεικνύει τις εν λόγω αντιφάσεις και τις παλινωδίες για να αποκρύψει την επαναστατική ουσία της· εκείνη που τον αντιμετωπίζει επιλεκτικά ή τσιτατολογικά, εστιάζοντας σε τούτη ή την άλλη πλευρά και αποσιωπώντας άλλες (συνήθως με οργανωτικό και πολιτικό κριτήριο κι όχι αυστηρά θεωρητικό) που αντιπαραθέτει τον Λένιν στον Μαρξ, μέσα από μια διαστρεβλωμένη αντιμετώπιση και του ενός και του άλλου.
Ίσως εδώ, όμως, βρίσκεται ένα από τα πλέον κρίσιμα σημεία για τον τρόπο με τον οποίο οι επαναστάτες του 21ου αιώνα οφείλουν να αντιμετωπίσουν τον Λένιν. Θα λέγαμε, λενινιστικά, δηλαδή διαλεκτικά, μαρξιστικά. Όπως ο ίδιος αντιμετώπισε τον Μαρξ — επίσης εμβληματική και, με μια έννοια, ιδρυτική μορφή του επαναστατικού ρεύματος. Στηρίχτηκε στους ακρογωνιαίους λίθους του έργου του Μαρξ. Όμως δεν αρκέστηκε στην απλή αναπαραγωγή τους, στον αναμηρυκασμό τους· αν έκανε μόνο αυτό, μάλλον σήμερα δεν θα τον μνημόνευε κανείς. Τουναντίον, έκανε κάτι διαφορετικό, κάτι που «προσκαλεί» τους επαναστάτες του σήμερα που τον τιμούν πραγματικά. Πάτησε γερά στα θεμέλια που δημιούργησε ο Μαρξ. Μάλιστα τα ισχυροποίησε, εμβαπτίζοντάς τα στα δεδομένα της εποχής του. Κυρίως, όμως, έχτισε πάνω σε αυτά, δημιούργησε, αναπτύσσοντας κι εμπλουτίζοντας το μαρξιστικό οικοδόμημα. Ενίοτε τροποποιώντας ή αναιρώντας κάποιες θέσεις-σχέδια του «αρχιτέκτονα» Μαρξ — όχι αυθαίρετα αλλά με βάση την πραγματικότητα και την εξέλιξη της ταξικής πάλης.
Στηρίχτηκε στους ακρογωνιαίους λίθους του έργου του Μαρξ. Όμως δεν αρκέστηκε στην απλή αναπαραγωγή τους, στον αναμηρυκασμό τους
Για παράδειγμα, ο Μαρξ στο Κεφάλαιο διέκρινε τις διάφορες περιόδους στην εξέλιξη του καπιταλισμού, εστιάζοντας στη σχέση εκμετάλλευσης, την απόσπαση υπεραξίας και την άμεση διαδικασία της παραγωγής — δηλαδή με όρους πιο θεωρητικούς. Ο Λένιν, λειτουργώντας με όρους κυρίως πολιτικούς, για να τεκμηριώσει την ανάγκη της επανάστασης έγραψε τον Ιμπεριαλισμό, ένα εκλαϊκευτικό έργο, όπως αναφέρει, δίνοντας βάρος στη συγκέντρωση του κεφαλαίου και τη δημιουργία του μονοπωλίου. Ο Μαρξ, εκκινώντας από μια αφετηρία που αντιμετώπιζε την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και την καπιταλιστική διεθνοποίηση ως αντικειμενικά προοδευτική διαδικασία που βοηθά την επαναστατική πάλη, μιλούσε για διεθνή επανάσταση. Ο Λένιν μίλησε για τη δυνατότητα της επανάστασης σε μία μόνο χώρα, υπογραμμίζοντας παράλληλα τόσο την τεράστια σημασία του εργατικού διεθνισμού όσο και το ότι η πορεία προς τον κομμουνισμό μπορεί να διασφαλιστεί μόνο αν η εργατική εξουσία επικρατήσει σε ικανό αριθμό χωρών διεθνώς.
Ο Μαρξ μίλησε για το «κόμμα με την ευρεία και ιστορική έννοια του όρου», περιλαμβάνοντας σε αυτό εκτός από το κομμουνιστικό κόμμα και αντικαπιταλιστικά-επαναστατικά μέτωπα και ανατρεπτικά κινηματικά ρεύματα και γράφοντας στο Μανιφέστο ότι μπορούν να υπάρξουν περισσότερα του ενός εργατικά κόμματα. Ο Λένιν αποστασιοποιήθηκε από αυτό το μοντέλο θεωρητικά και πρακτικά, υιοθετώντας μια ποικιλία απόψεων και πρακτικών, συχνά αντιφατικών και ενίοτε προβληματικών, που δέχτηκαν κριτική από επαναστάτες όπως η Λούξεμπουργκ και έγιναν ακόμη πιο προβληματικές, ή και εχθρικές στην επαναστατική υπόθεση, όταν μετατράπηκαν σε εργαλείο επιβολής μιας μονολιθικής σιγής νεκροταφείου. Μια μονολιθικότητα που ταιριάζει γάντι σε όσους έχουν πάρει διαζύγιο με την υπόθεση του κομμουνισμού — με την υπόθεση στην οποία αφιερώθηκε ολοκληρωτικά ο Λένιν.
Η τιμή, λοιπόν, στον Λένιν δεν ταυτίζεται με δοξολογίες και απολυτίκια, αλλά με τη δημιουργική ανάπτυξη της επαναστατικής θεωρίας και πράξης.
Μια συζήτηση εφ’ όλης της ύλης, για την πανδημία, την ψυχική υγεία, το lockdown και τις συνέπειές του, ανάμεσα στον Γιώργο Νικολαΐδη, επικεφαλής της Διεύθυνσης Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού, και τον Γιώργο Καλαμπόκα. Τη συνέντευξη απομαγνητοφώνησε και επιμελήθηκε ο Γιώργος Καλαμπόκας