Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2022

Μικρασιατική Εκστρατεία: Αντιπολεμικό κίνημα κι εργατικοί αγώνες (Μέρος 1ο)

 


Bολος 1921,οι συλληφθέντες αγωνιστές μετά το συλλαλητήριο της Πανεργατικής Ένωσης στις 15 Φλεβάρη


Οι Βαλκανικοί πόλεμοι .Το ελληνικό κράτος το 1919 βρισκόταν στον όγδοο χρόνο των πολεμικών περιπετειών του.

 Γράφει ο Παρασκευάς Ψάνης

Από το 1912 ως το 1914, με τον πρώτο και τον δεύτερο Βαλκανικό πόλεμο, είχε επεκτείνει τα σύνορά του -που τότε έφταναν μέχρι στη Θεσσαλία- ως την Ήπειρο, τη Θεσσαλονίκη, τα νησιά του Αιγαίου, τη νότια Μακεδονία και τη δυτική Θράκη. Για ένα διάστημα είχε καταλάβει και μέρος της Αλβανίας, την οποία εγκατέλειψε αφού πήρε εδαφικά ανταλλάγματα αλλού. Δεν είχε κανένα πρόβλημα να εγκαταλείψει τους «υπόδουλους βορειοηπειρώτες αδελφούς», προδίδοντας έτσι τις πραγματικές, κατακτητικές του βλέψεις. Κατακτητικές βλέψεις είχαν φυσικά και οι υπόλοιπες σύμμαχες Βαλκανικές χώρες, εντελώς άσχετες με την εθνική σύνθεση των κατακτούμενων περιοχών, όπως η περίπτωση των εθνικά Μακεδόνων. Στην πραγματικότητα τα δυτικά Βαλκάνια αποτελούσαν ένα μωσαϊκό εθνοτήτων που μόνο με την τον πόλεμο και την εθνοκάθαρση μπόρεσαν να γίνουν αμιγή εθνικά κράτη. Εναλλάσσοντας το ελληνικό κράτος συμμαχίες με τις Βαλκανικές χώρες κατέλαβε πολλά εδάφη που μέχρι τότε ανήκαν στην Οθωμανική αυτοκρατορία.

Αλλά αν μπορούσαν να επικαλεστούν την ‘απελευθέρωση των αλύτρωτων αδερφών’ ενδεχομένως στον πρώτο Βαλκανικό πόλεμο, δεν μπορούσαν να την επικαλεστούν στο δεύτερο βαλκανικό πόλεμο, γιατί αυτός έγινε ανάμεσα στις νικήτριες του πρώτου πολέμου βαλκανικές χώρες, για να ξαναμοιράσουν τη λεία που είχαν αρπάξει από την καταρρέουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Ούτε θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για πατριωτισμό και για ‘σκλαβωμένους αδερφούς’ το 1915, όταν η μισή Ελλάδα συμμετείχε στον Α΄ΠΠ στο πλευρό της Αντάντ, μέσω της κυβέρνησης του Ε. Βενιζέλου με έδρα τη Θεσσαλονίκη και το άλλο μισό, το βασιλικό κράτος της Αθήνας, κήρυττε τη γερμανόφιλη ουδετερότητα.

Ακόμα περισσότερο δεν μπορούσαμε μιλήσουμε για πατριωτισμούς το 1919, όταν η κυβέρνηση Βενιζέλου έστειλε στρατεύματα στη Κριμαία για να συμμετάσχουν στην αντεπαναστατική επέμβαση δεκαοχτώ καπιταλιστικών κρατών κατά της νεαρής σοβιετικής εργατικής εξουσίας και όταν αμέσως μετά, οδήγησε το στρατό στη Μικρά Ασία.

Ήδη μετά τόσα χρόνια πολέμου, οι στρατιώτες είχαν αρχίσει να απαλλάσσονται από τις αυταπάτες για τους πατριωτικούς δήθεν σκοπούς των πολέμων. Η δεκαετής αδιάκοπη πολεμική θητεία, η οικονομική αιμορραγία, οι τεράστιοι φόροι, η ακαλλιέργητη γη των αγροτών, η υπερχρέωση των νοικοκυριών, η σκληρή εκμετάλλευση των εργατών κ.λπ., συνέτειναν ώστε το αντιπολεμικό αίσθημα να επηρεάζει έντονα τους ένστολους εργάτες κι αγρότες που άρχισαν να ζητούν αποστράτευση, ειρήνη και επιστροφή στις εστίες τους. Όμως για την αστική τάξη ήταν μια περίοδος όπου η βιομηχανική ανάπτυξη είχε φέρει τρελά κέρδη (πολεμικές παραγγελίες, υποκατάσταση εισαγωγών, κερδοσκοπία κ.λπ). Το χάσμα που είχε ανοίξει ανάμεσα στις τάξεις ήταν τεράστιο και τις επιπτώσεις του θα τις δούμε παρακάτω. Στην Ελλάδα η μόνη πολιτική οργάνωση που εναντιώθηκε στον πόλεμο και αποκάλυψε τα πατριωτικά ψέματα ήταν η Φεντερασιόν της Θεσσαλονίκης- η πολυεθνική, σοσιαλιστική πολιτικο- συνδικαλιστική εργατική οργάνωση.

Στη Μικρά Ασία

Οι αγλλογάλλοι σύμμαχοι συνέχισαν τον πόλεμο, όταν τέλειωσε στην Ευρώπη, στη Μέση Ανατολή που την είχαν μοιράσει σε ζώνες επιρροής και κατέλαβαν τις πλουτοφόρες περιοχές της Συρίας, Παλαιστίνης, Λιβάνου και Ιράκ. Τα μάτια τους ήταν προπάντων στραμμένα στις πετρελαιοφόρες περιοχές του Ιράκ.

Ο ελληνικός στρατός καταλαμβάνοντας μέρος της Μ. Ασίας θα μπορούσε να τους χρησιμεύσει ως «άμισθος μισθοφόρος»- ο Ιωάννης Μεταξάς έγραφε ότι “υπό τον μανδύα των βυζαντινών ηρώων, κρύπτομεν μπράβους της Αγγλίας”. Έτσι, ο πάντα πρόθυμος Βενιζέλος, για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα όχι μόνο των Άγγλων ιμπεριαλιστών αλλά και των ελλήνων καπιταλιστών, έστειλε τον ελληνικό στρατό να καταλάβει την περιοχή της Σμύρνης (15-5-1919). Τον Ιούνιο του 1920 ο στρατός αρχίζει τη προώθησή του στα ενδότερα χρησιμοποιώντας αιματηρή βία απέναντι στο ντόπιο πληθυσμό.

Η εθνοκάθαρση ξεκινά από την πρώτη μέρα που πάτησε το πόδι του ο στρατός στη Σμύρνη. Στην παρέλαση που οργανώθηκε ακούστηκαν αποδοκιμασίες από μεριάς των τούρκων. Ο στρατός συνέλαβε και εκτέλεσε τρείς την ίδια μέρα.

Σύμφωνα με την επίσημη ελληνική στατιστική, η ζώνη κατοχής της Σμύρνης, κατοικούνταν από ισοδύναμους πληθυσμούς ελληνορθόδοξων (46,3%) και μουσουλμάνων (48,6%). Ωστόσο, οι απόρρητες υπηρεσιακές απογραφές της ελληνικής διοίκησης σκιαγραφούν μια αρκετά διαφορετική πραγματικότητα, με τους ελληνορθόδοξους λιγότερους από 40% (Τάσος Κωστόπουλος, Η Μαύρη Βίβλος του Γιουνάν Ασκέρ, Εφημερίδα των Συντακτών). Η πολυθρύλητη «Ελληνική Ιωνία» ήταν πραγματικότητα μόνο αν κοιτάξουμε πίσω δυο χιλιάδες χρόνια!

Η Συνθήκη των Σεβρών (10-8-1920), με τους δυσμενείς της όρους απέναντι στην Τουρκία, παρότι έγινε αποδεκτή από το Σουλτάνο, συνάντησε την αντίθεση του Κεμάλ Ατατούρκ, ανώτατου στρατιωτικού στον τουρκικό στρατό. Ο Κεμάλ έφυγε τότε για τις ανατολικές επαρχίες, κήρυξε την ανεξαρτησία του από το Σουλτάνο κι άρχισε να οικοδομεί στρατό.

Σοβιετική βοήθεια στον Κεμάλ

Η σοβιετική Ρωσία, στα πλαίσια του διεθνούς αντιιμπεριαλιστικού αγώνα και της υποστήριξης των εθνικο- αστικών εξεγέρσεων των αποικιοκρατούμενων λαών της Ανατολής, ακύρωσε τα ρωσικά προνόμια του τσαρικού καθεστώτος στη Τουρκία, επέστρεψε μερικές συνοριακές περιοχές, εκκένωσε συνοριακά φρούρια και έδωσε βοήθεια σε πολεμικό υλικό στον Κεμάλ.

Το γεγονός ότι δόθηκε βοήθεια στον Κεμάλ χαρακτηρίζεται από τους αντικομμουνιστές σαν ανθελληνική ενέργεια. Όμως «η σοβιετική πολιτική το 1919 – 1922 προς την τουρκική επανάσταση δεν υπήρξε ανθελληνική. Ήταν η πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης που βρισκόταν σε αντίθεση με τα συμφέροντα του ελληνικού λαού» ( “Η Μικρασιατική Καταστροφή”, Ν. Ψυρούκης).

Εκλογές – ήττα Βενιζέλου

Στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 τα αντιβενιζελικά κόμματα κατέβηκαν ενωμένα. Προτάσεις που έγιναν προς το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα (μετέπειτα Κομμουνιστικό Κόμμα), και από τη βενιζελική παράταξη και από την ενωμένη αντιβενιζελική παράταξη, με δέλεαρ την παραχώρηση βουλευτικών εδρών, αποκρούστηκαν, κι αποφασίστηκε το κόμμα να κατεβεί στις εκλογές ανεξάρτητα. «Αποφασίστηκε να πάρει το κόμμα μέρος στις εκλογές καταρτίζοντας δικούς του συνδυασμούς στις μεγάλες πόλεις όπου η επιρροή του κόμματος είναι σημαντική… Πάρθηκε η απόφαση οι υποψήφιοι και οι άλλοι ομιλητές να ρίξουν συνθήματα κατά του πολέμου, για την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών, για το 8ωρο των εργατών, για τη ψήφο στις γυναίκες και για τη δημοκρατία».

Στην Αθήνα η πρώτη προεκλογική διαδήλωση έγινε από ΣΕΚ (Κομμουνιστικό). Η συγκέντρωση έγινε στην πλατεία όπου τότε ήταν το Δημοτικό Θέατρο. Μαζεύτηκε χιλιάδες κόσμος και τα κόκκινα λάβαρα έδιναν ξεχωριστό τόνο στη διαδήλωση. Ύστερα από το λόγο που έβγαλε ο Ευ. Παπαναστασίου, οι διαδηλωτές από την οδό Αιόλου πέρασαν στην οδό Σταδίου και απ’ εκεί έφτασαν στο Σύνταγμα. Γέμισε η οδός Σταδίου και η πλατεία του Συντάγματος. Υπολογίστηκαν τότε οι διαδηλωτές πιο πολλοί από 50.000. Δεν ήταν όμως κομμουνιστές όλοι. Ήταν αντιβενιζελικοί. Γι’ αυτό ξελαρυγγιάζονταν φωνάζοντας «Κάτω ο Βενιζέλος», «Κάτω ο πόλεμος».

«Μερικές μάλιστα κυρίες από τα μπαλκόνια των ξενοδοχείων της πλατείας Συντάγματος «έραιναν με άνθη» τους διαδηλωτές και ήταν γελαστές και χαρούμενες. Φώναζαν μάλιστα «Μπράβο παιδιά. Σφυρί- δρεπάνι». Φυσικά ήταν φανατικές βασιλικές. Εξάλλου στην πλατεία του Δημοτικού Θεάτρου στέκονταν κάμποση ώρα μπροστά στην είσοδο της Εθνικής Τράπεζας ο Γ. Βλάχος, ο Κρανιωτάκης, και παραπέρα ο Θ. Νικολούδης, δημοσιογράφοι και επιτελείς του αντιβενιζελισμού. Ήταν κι αυτοί χαρούμενοι και δυο τρείς φορές χειροκρότησαν το ρήτορα Ευ. Παπαναστασίου.» (Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας, Γ. Κορδάτος).

Εκείνη την εποχή το έντονο λαϊκό αντιπολεμικό αίσθημα έβρισκε λαθεμένο διέξοδο, στην υποστήριξη της αντιβενιζελικής, μοναρχικής παράταξης. Το ΣΕΚΕ πήρε στις εκλογές 100.000 ψήφους. Το αντιπολεμικό αίσθημα οδήγησε στην ήττα του Βενιζέλου, ο οποίος έφυγε για το Παρίσι.

Συνέχιση του πολέμου

Η νέα αντιβενιζελική κυβέρνηση, σε αντίθεση με τις προεκλογικές της υποσχέσεις, κλιμακώνοντας τον πόλεμο, κάλεσε στα όπλα τρεις νέες κλάσεις - και αργότερα περισσότερες. Το αντιπολεμικό κίνημα και στο λαό και στο στρατό, φούντωνε.

Η ισχυροποίηση του κεμαλικού στρατού σε ηθικό και εφόδια συνέπιπτε με την αποδυνάμωση του ελληνικού στρατού, την πτώση του ηθικού του και την επιμήκυνση των γραμμών επικοινωνίας του. «Απλοί άνθρωποι του λαού, θυμάμαι καλά, λέγανε πως προχωρώντας ο ελληνικός στρατός στα βάθη της Μικρασίας θα καταστραφεί». Η κυβέρνηση πίεζε να προχωρήσει με κάθε κόστος, την ίδια στιγμή που οι ίδιοι οι στρατιωτικοί ανέφεραν τις αυξανόμενες δυσκολίες.

Η αντίθεση των στρατιωτών εκδηλώθηκε ακόμα και την παραμονή της τελευταίας γενικής επίθεσης: «Την άλλη μέρα παρατάχτηκε η 9η Μεραρχία για να παρασημοφορηθεί από τον πρωθυπουργό, αλλά την ώρα της τελετής ακούστηκαν φωνές φαντάρων που φώναζαν –Θέλουμε απόλυση!» Και σχολιάζει ο Κορδάτος: «Οι φωνές αυτές έδειχναν πως το ηθικό του στρατού, ήταν πολύ πεσμένο και ο Γούναρης και οι άλλοι έπρεπε να προσέξουν το επεισόδιο αυτό. Με το να διατάξουν να τουφεκιστούν οι πρώτοι που φωνάξανε, οι φαντάροι δεν έπαψαν να θυμούνται τα σπίτια τους».

Έφτασαν μέχρι το Σαγγάριο: «Απ’ εκεί και πέρα άρχισε η τραγωδία του (στρατού). Αποδεκατίστηκε από τις κακουχίες, τη δίψα, την άμμο και την πείνα. Έτρωγε σκουληκιασμένες ρέγγες και ελιές. Αυτό ήταν το φαγητό του πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Έπεσαν αρρώστιες και όσοι έφτασαν στο Σαγγάριο ήταν φαντάσματα και όχι ζωντανοί άνθρωποι… Οι μήνες περνούσαν και η κατάσταση όλο και χειροτέρευε, η δραχμή ξέπεφτε και η φτώχεια απλωνόταν παντού. Αντίθετα οι Τούρκοι ισχυροποιήθηκαν.

Ο Κεμάλ απόχτησε αεροπορία και πολλές πυροβολαρχίες. Το ηθικό του ελληνικού στρατού είχε κλονιστεί πολύ. Στα αντίσκηνα το βράδυ δεν άκουγες τίποτα άλλο παρά πως «πρέπει να πετάξουμε τα όπλα». Θα σημειώνονταν στασιαστικά κινήματα αν δεν ήταν οι τσέτες (άτακτα αντάρτικα σώματα). Αυτοί όπου έβρισκαν ή έπιαναν Έλληνα φαντάρο, τον έσφαζαν, τον κρεμούσαν ή τον παλούκωναν. Οι φαντάροι νοσταλγούσαν την Ελλάδα. Ήθελαν να δουν τους δικούς τους, να πετάξουν το γυλιό και το χακί». (ο.π.)

Η κυβέρνηση ενέτεινε την τρομοκρατία εναντίον των εργατών. Συνελήφθηκαν και οι ηγέτες του ΣΕΚΕ που κατηγορήθηκαν για αντεθνική δράση και η κυβέρνηση σχεδίαζε να τους φορτώσει τις ευθύνες της ολέθριας πολιτικής της.

Έχοντας φτάσει στα πρόθυρα της Άγκυρας ο στρατός σταμάτησε. Ο Κεμάλ άρχισε την αντεπίθεση. Ένα μεγάλο ρήγμα ανοίχτηκε στο μέτωπο. Επικράτησε γενικός πανικός και τότε οι Άγγλοι βρήκαν ευκαιρία να προωθηθούν και να καταλάβουν τα πετρέλαια της Μοσούλης.

Οι φαντάροι, με μια κυριολεκτικά «απεργία πολέμου», ξεκίνησαν πια με δική τους πρωτοβουλία τη γενική φυγή οδοιπορώντας προς τα δυτικά παράλια. Κατά την υποχώρηση οι τσέτες κάθε νύχτα επιτίθεντο, σκότωναν, ακρωτηρίαζαν, παλούκωναν και οι αρρώστιες θέριζαν τον υποχωρούντα στρατό. «Πολλοί τραυματίες και άρρωστοι έμειναν στο δρόμο και πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Πολλοί έχασαν το δρόμο και χιλιάδες άφησαν τα κόκκαλά τους στις άξενες εκείνες περιοχές… 25.000 νεκροί και τραυματίες υπολογίζονται οι απώλειες». (Κορδάτος)

Στη προσπάθεια να καθυστερήσουν την προέλαση των στρατευμάτων του Κεμάλ, οι φαντάροι κατέφευγαν σε εμπρησμούς χωριών, λεηλασίες και βιασμούς, γεγονός που πυροδοτούσε αντίποινα με το ίδιο νόμισμα.

Τα γεγονότα μιλούσαν από μόνα τους αλλά ο πρωθυπουργός Γούναρης πάλι δεν καταλάβαινε ποια θα ήταν η αναπόφευκτη κατάληξη. Πήγε στο Λονδίνο να πάρει νέο δάνειο γιατί το δημόσιο ταμείο ήταν άδειο. Αλλά ήδη οι σύμμαχοι είχαν αποσύρει την υποστήριξή τους από το ελληνικό «χαρτί». Η Ελλάδα έπρεπε να τα βγάλει πέρα μόνη της.

Σε εκείνους που άρχισαν να λένε ανοιχτά την αλήθεια, ακόμα κι από το αστικό στρατόπεδο, η κυβέρνηση άρχισε διώξεις, στρατοδικεία, δολοφονίες. «Ο Ι. Μεταξάς φανερά τώρα εξακολουθούσε να λέει και να χαρακτηρίζει τυχοδιωκτική την εκστρατεία της Μικρασίας και να αντιπολιτεύεται το Γούναρη … Επικρατούσε γενική παραλυσία. Όσοι στρατιώτες έρχονταν με άδεια στα χωριά τους δεν ξαναγύριζαν στο μέτωπο… Η ελληνική κυβέρνηση μια που δεν μπορούσε στο Λονδίνο και στο Παρίσι να βρει δάνειο, αναγκάστηκε να φορολογήσει τον ελληνικό λαό. Ο Πρωτοπαπαδάκης εισηγήθηκε να κοπούν στη μέση τα χαρτονομίσματα που κυκλοφορούσαν και τα μισά να πάνε στα ταμεία του κράτους. Το σχέδιο έγινε δεχτό και εφαρμόστηκε στις 24-3-1922» (Κορδάτος).

Στις κρίσιμες αυτές στιγμές, όπου όλοι ανέμεναν την τελική έκβαση του δράματος, ο Κορδάτος διασώζει τη μεσολάβηση της σοβιετικής κυβέρνησης, για να αποφευχθεί η καταστροφή του στρατού και ο αφανισμός του μικρασιατικού ελληνικού πληθυσμού. Αναφέρει ότι απεσταλμένος της σοβιετικής κυβέρνησης ήρθε μυστικά στην Αθήνα και ζήτησε τη μεσολάβησή του γραμματέα του ΣΕΚΕ (του ίδιου του Κορδάτου) για να προτείνει στην ελληνική κυβέρνηση τα εξής: η σοβιετική Ρωσία θα σταματήσει να ενισχύει τον Κεμάλ και θα ζητήσει να αυτονομηθεί μια παραλιακή ζώνη της Μικράς Ασίας, όπου ζουν χριστιανοί, με αντάλλαγμα της αναγνώρισή της έστω και ντε φάκτο. Παρόλο που αυτή η λύση ισοδυναμούσε με τη διάσωση του ελληνικού στρατού, η κυβέρνηση δεν θέλησε ούτε να ακούσει για βοήθεια από τα σοβιέτ και ο Γούναρης απέρριψε σκαιά την πρόταση. Η κατάσταση συνέχιζε να χειροτερεύει.

Ο φρούραρχος της Αθήνας, προσπάθησε να εκτελέσει τους φυλακισμένους ηγέτες του ΣΕΚΕ, αλλά δεν τα κατάφερε. Και πάλι, η κρίση του καθεστώτος οδήγησε τον Ι. Μεταξά, αντί του φυσικού θανάτου να επιδιώξει τον πολιτικό θάνατο του ΣΕΚΕ. Επισκέφτηκε τους φυλακισμένους ηγέτες του και τους πρότεινε να συμμετάσχουν στην κυβέρνηση. Η πρόταση δεν έγινε δεκτή. «… γιατί είναι ζήτημα αρχής για μας να μην πάρουμε μέρος σε καμιά αστική κυβέρνηση. Εμείς είμαστε κάτι παραπάνω από δημοκρατικοί», εννοώντας δηλ. την ανατροπή του καπιταλισμού.

«Ο αντιβενιζελισμός, ήταν πια φανερό, πως οδηγούσε τη χώρα στην καταστροφή… Εξόν από τα μικροαστικά στοιχεία …και οι εργάτες σ’ όλη την Ελλάδα άρχισαν τις διαμαρτυρίες που καταλήξανε σε απεργίες. Απ’ αυτές αναφέρω τις απεργίες των καπνεργατών στη Δράμα – Καβάλα και την απεργία – εξέγερση του Βόλου καθώς και την απεργία της Αθήνας. Στο Βόλο… το σιτάρι που στελνόταν εκεί ήταν ανακατωμένο κατά το 1/3 με σκουπόσπορο. Αν και διαμαρτυρήθηκε το Εργατικό Κέντρο, η κυβέρνηση δεν έδωκε καμιά σημασία και εξακολουθούσε να στέλνει νοθευμένο σιτάρι.

Είχαν αρρωστήσει πολλοί και σημειώθηκαν και δυο τρεις θάνατοι από το ψωμί που είχε σκουπόσπορο. Το κακό παράγινε και ο εργάτης Θωμάς Αποστολίδης, που ήταν στέλεχος του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος (Κομμουνιστικού) και οι συνεργάτες του Σταυράκης, Κανάβας και λοιποί ξεσήκωσαν το λαό και έγινε στις 15-2-1921 παλλαϊκό συλλαλητήριο. Οι αρχές θέλησαν να εμποδίσουν το συλλαλητήριο, αλλά ο εργαζόμενος λαός από το κακό του, κατάλυσε τις αρχές. Κοντά δυο μέρες ο Βόλος ήταν κατακόκκινος.

Είχε πιάσει τέτοια τρομάρα τους πλουτοκράτες και αστούς αντιδραστικούς που στα μπαλκόνια και παράθυρα των σπιτιών τους κρέμασαν κόκκινα σεντόνια σαν ένδειξη υποταγής και αναγνώρισης του λαϊκού καθεστώτος. Στάλθηκε στρατός και «επέβαλε την τάξιν». Έγιναν πολλές συλλήψεις και κρατήθηκαν 20 αγωνιστές φυλακισμένοι ως το Οκτώβρη του 1922. Το Νοέμβρη του 1921 κηρύχτηκε στην Αθήνα και Πειραιά η απεργία των εργατών ηλεκτροφωτισμού, φωταερίου κ.λπ. Μια δυο μέρες παράλυσε στην Αθήνα και Πειραιά κάθε κίνηση. Αλλά ο Γούναρης μπόρεσε με τις προδοσίες των δικών του εργατοπατέρων να σπάσει την απεργία» (Κορδάτος, ο.π.).

Η κατάσταση ήταν πια εκρηκτική. Στις 24-9-1922 ξεσπά στρατιωτικό κίνημα στη Χίο και Λέσβο. Επικεφαλής ήταν οι Πλαστήρας, Γονατάς και Φωκάς. Η κυβέρνηση ανατρέπεται και ο βασιλιάς εκθρονίζεται και φεύγει από την Ελλάδα. Σε μια προσπάθεια να εκτονωθεί η κατάσταση, κάποια αντιβασιλικά στελέχη θεωρήθηκαν υπαίτιοι της καταστροφής και εκτελέστηκαν στη δίκη των Έξι. Όμως ο πραγματικός στόχος του πραξικοπήματος ήταν να εκτονωθεί η οργή της εργατικής τάξης και να αποτραπεί η απειλή που εκπροσωπούσε για το αστικό καθεστώς.

Το ΣΕΚΕ όμως δεν κατόρθωσε να σπρώξει τα πράγματα προς αυτή την κατεύθυνση γιατί εκείνη την εποχή είχε λαθεμένη πολιτική κατεύθυνση. Αυτή πήγαζε βασικά από την απόφαση της τελευταίας συνδιάσκεψής του, που ήταν η «μακρά νόμιμος ύπαρξη του κόμματος», δηλ. να αποφύγει να σπρώξει τα πράγματα εκτός των ορίων αντοχής του αστισμού. Το αποτέλεσμα ήταν «η τεράστια κρίση που δημιουργήθηκε από την κατάρρευση του μετώπου να λυθεί μέσα στα αστικά πλαίσια» (Σερ. Μάξιμος).

...Συνεχίζεται με την δημοσίευση του δεύτερου μέρους

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου